Την απόφαση του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου 1999, ακολούθησε μια προσέγγιση των δυο χωρών, με την έναρξη διερευνητικών επαφών, που είχαν ως στόχο την προλείανση του εδάφους, πριν από την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων για την επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου.
Είμαι συγκλονισμένος από τον αιφνίδιο θάνατο, που μου αναγγέλθηκε βίαια σήμερα το πρωί, Κυριακή. Ήταν για εμένα ένας πολύ καλός φίλος, και συνεργάτης για 40, περίπου, χρόνια. Κι είναι τιμή μου, εν είδει νεκρολογίας, να γράψω αυτό το σημείωμα στη μνήμη του.
Ο Κωνσταντίνος Σημίτης υπήρξε μια πολυσχιδής προσωπικότητα, από αυτές που αφήνουν τα ίχνη τους με ό,τι καταπιαστούν. Δεν θα αναφερθώ στην ακαδημαϊκή δράση του, ούτε στην αντιστασιακή του δραστηριότητα στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας. Δεν θα αναφερθώ ούτε στην πολιτική του στα χρόνια της οκτάχρονης διακυβέρνησης της χώρας από αυτόν. Άλλοι , πιο αρμόδιοι από εμένα ας αναλύσουν , χωρίς να τον θεοποιούν ,αυτά τα πεπραγμένα. Δεν μπορώ, πάντως, να μην αναφέρω ότι σε μια εποχή άγριου λαϊκισμού, υπήρξε μια εξαίρεση μετριοπάθειας και λογικής, ένας πραγματικός εκσυγχρονιστής, που δυστυχώς το κόμμα που ηγείτο, δεν ήταν έτοιμο ούτε να αναγνωρίσει, ούτε να επαινέσει το έργο του. Με αυτή την ανείπωτη πικρία θα έφυγε από αυτόν τον κόσμο.
Πάντως στην εξωτερική του πολιτική άφησε έργο αξεπέραστο: Και πρώτα θα πρέπει να υποδείξουμε τις τεράστιες προσπάθειες που κατέβαλε, κι αυτός κι η κυβέρνηση του, προκειμένου να ανταποκριθεί η χώρα στην ένταξή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Έργο τιτάνιο, που είχε ξεκινήσει λίγο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης από αυτόν, αλλά εντατικοποιήθηκε και έγινε συστηματικό από τον χρόνο της κυβερνητικής αλλαγής. Ήταν ένα έργο, όχι απλά δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά ένα έργο αλλαγής νοοτροπίας , αλλαγή του τρόπου σκέπτεσθαι και πράττειν των Ελλήνων, που στέφθηκε από επιτυχία. Με αποτέλεσμα να ενταχθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ, και να καθιερώσει το ευρώ , ως νόμισμα της. Έτσι, ο Κ. Σημίτης ολοκλήρωσε το έργο του Κ. Καραμανλή, που πρώτος μας είχε εντάξει στην τότε ΕΟΚ.
Αυτό που δεν έτυχε του ίδιου ενθουσιασμού, αν και ήταν ριζικά προοδευτικό, υπήρξε η απόφαση του Ελσίνκι. Γι΄ αυτό δούλεψε συστηματικά με τους συνεργάτες του ένα χρόνο πριν το 1999, συμπαρασύροντας ολόκληρο το υπουργείο Εξωτερικών στη δραστηριότητα αυτήν.
Και ήταν δύσκολο το εγχείρημα να μεταπείσεις την τότε ΕΟΚ, στις ελληνικές απαιτήσεις. Πρώτον, στην απαίτηση να ενταχθεί η Κύπρος, μια διαιρεμένη χώρα από την εισβολή και κατοχή της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα του νησιού. Ήταν μια απαίτηση που ερχόταν σε αντίθεση με τη λογική της ΕΟΚ, η οποία δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να δεχτεί τη Δημοκρατία της Κύπρου, ως πλήρες μέλος της, χωρίς την προηγούμενη επίλυση του Κυπριακού. Και τούτο ήταν εύλογο, καθώς ο Οργανισμός θα κληρονομούσε την πολιτική αστάθεια στο νησί, και, συνεπώς, θα επιβαρυνόταν με μια διαφορά που δεν θα ήθελε να αναλάβει. Δεύτερον, στην «κοινοτικοποίηση» των Ελληνοτουρκικών. Δηλαδή, στην ανάληψη της ευθύνης της Τουρκίας, προκειμένου να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ένταξης της στην ΕΟΚ, να επιλύσει όλα τα προβλήματα που είχε με τις γειτονικές χώρες, με διάλογο και, σε περίπτωση αδιεξόδου, με παραπομπή των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης. Και λέω «κοινοτικοποίηση» , γιατί η ίδια η ΕΟΚ καθίστατο ελεγκτικός παράγοντας της προόδου της επίλυσης των διαφορών, με την ανάληψη παρακολούθησης των εξελίξεων στην επίλυση, και εξάρτηση της Τουρκικής υποψηφιότητας από αυτήν. Πρώτη κρίσιμη ημερομηνία ήταν ο Δεκέμβριος του 2004, όπου η Ελλάδα θα έπρεπε να αναφέρει στην ΕΟΚ την πρόοδο στην επίλυση των προβλημάτων με τη γειτονική χώρα. Κάτι που ήταν προϋπόθεση για τη συνέχιση της ενταξιακής διαδικασίας της Τουρκίας. Και οι δυο αυτοί όροι έγιναν δεκτοί από τις χώρες της ΕΟΚ, σε μια περίοδο που τόσο αυτή, όσο και η Τουρκία ήταν πλησίστιοι για την ένταξη, κάτι που η Ελλάδα εκμεταλλεύθηκε στο έπακρον, μαζί με την απειλή ότι θα προβάλει αρνησικυρία για την ένταξη 10 χωρών στους κόλπους του Οργανισμού.
Την απόφαση του Ελσίνκι του Δεκεμβρίου 1999, ακολούθησε μια προσέγγιση των δυο χωρών, με την έναρξη διερευνητικών επαφών, που είχαν ως στόχο την προλείανση του εδάφους, πριν από την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων για την επίλυση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Κορυφαίο θέμα των διερευνητικών υπήρξε το ζήτημα της διεύρυνσης της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας (και της Τουρκίας, όπου αυτό θα ήταν δυνατό). Και τα αποτελέσματα των διερευνητικών ήταν θετικά, αν αναγνωρίσουμε ότι σε κάποια φάση τους η Τουρκία είχε δεχτεί τα 12ν.μ. για τις ηπειρωτικές ακτές της χώρας μας, με την προϋπόθεση, όμως, τα νησιά μας να διατηρήσουν το τρέχον καθεστώς των 6 ν.μ. της αιγιαλίτιδας ζώνης. Δυστυχώς, οι πρόωρες εκλογές δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση του Ελσίνκι, και το έργο παρέμεινε ημιτελές. Τουλάχιστον, με την Κύπρο να είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(Ο Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)
from Όλες Οι Ειδήσεις - Dnews https://ift.tt/9NjChV0
via IFTTT