Σε κρίσιμο σταυροδρόμι.
Η αγορά των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, καθώς το έλλειμμα του Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) και η ανεπαρκής χωρητικότητα του δικτύου απειλούν τη σταθερότητα του συστήματος. Οι προμηθευτές, έχοντας περιορισμένη πρόσβαση σε διμερή συμβόλαια και επιβαρυνόμενοι από υψηλές τιμές και κόστη ανακατανομής, μετακυλίουν αυτά τα κόστη στους καταναλωτές, οι οποίοι τελικά πληρώνουν το τίμημα. Τα προβλήματα αυτά αποτελούν καθημερινό θέμα συζήτησης για τους παραγωγούς και τους προμηθευτές ενέργειας. Καθώς οι στρεβλώσεις συσσωρεύονται οι συμμετέχοντες στην αγορά στρέφουν το βλέμμα τους στην κυβέρνηση, περιμένοντας μια ουσιαστική αντίδραση και τη λήψη μέτρων…
Ανάγκη για διμερή συμβόλαια
Συνολικά, η κατάσταση στην αγορά ενέργειας, όπως διαμορφώνεται σήμερα, απαιτεί άμεσες αλλαγές για να εξασφαλίσει μια βιώσιμη και δικαιότερη κατανομή κόστους τόσο για τους προμηθευτές όσο και για τους καταναλωτές. Και θα πρέπει να αντιμετωπισθούν τα πολλά και σύνθετα ζητήματα. Η περιορισμένη πρόσβαση των προμηθευτών σε διμερή συμβόλαια (PPA) είναι ένα από τα βασικά προβλήματα. Εάν οι προμηθευτές είχαν μεγαλύτερη ευελιξία να κλείνουν συμφωνίες κατευθείαν με παραγωγούς ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν σταθερότερες και πιο προβλέψιμες τιμές. Αυτό όχι μόνο θα περιόριζε τα κόστη που μετακυλίονται στους καταναλωτές, αλλά θα διευκόλυνε και την επίτευξη των εθνικών στόχων για την αύξηση των ΑΠΕ. Επιπλέον, η δομή που ισχύει σήμερα, όπου ο Διαχειριστής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ) διαχειρίζεται και πουλά την ενέργεια των μονάδων ΑΠΕ που εγκαταστάθηκαν πριν το 2021 στη χονδρεμπορική αγορά, χρειάζεται αναθεώρηση. Αυτή η αναθεώρηση θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια προσέγγιση που να ευνοεί τα PPA.
Ο φαύλος κύκλος
Στο ορατό μέλλον, η ενέργεια που εγχέουν τα ΑΠΕ θα αμείβεται με χαμηλές οριακές τιμές συστήματος, λόγω υπερπροσφοράς ενέργειας. Αυτό θα τροφοδοτήσει ένα φαύλο κύκλο. Οι χαμηλές τιμές θα δημιουργούν έλλειμμα στον λογαριασμό ΑΠΕ και θα οδηγούν νομοτελειακά σε αύξηση του τέλους ΑΠΕ για τους καταναλωτές. Για να περιοριστεί αυτό το φαινόμενο, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια πιο αποτελεσματική στρατηγική διαχείρισης της υπερπροσφοράς, που θα σταθεροποιεί τις τιμές και θα αποφεύγει περιττές αυξήσεις. Αλλά παρεμβάσεις απαιτούνται και σε άλλα πεδία. Η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) που υπολογίζεται στο τέλος κάθε μήνα και επηρεάζει άμεσα την τιμολόγηση των καταναλωτών, καταγράφει μεγάλες διακυμάνσεις κυρίως λόγω της αστάθειας στην προσφορά από ΑΠΕ. Η εφαρμογή ενός ευρύτερου φάσματος εργαλείων, όπως οι μηχανισμοί σταθεροποίησης τιμών ή η ενίσχυση των αποθηκευτικών δυνατοτήτων, θα βοηθούσε στη διατήρηση μιας πιο σταθερής ΤΕΑ και θα προστάτευε τους καταναλωτές από τις ξαφνικές αυξήσεις τιμών.
Feed-in Tariffs
Επιπλέον, όλοι πλέον αναγνωρίζουν πως πρέπει να γίνει μια σοβαρή συζήτηση για τα συμβόλαια εγγυημένης ταρίφας (Feed-in Tariffs - FiTs) που έχουν υπογραφεί με παλαιότερες μονάδες ΑΠΕ. Ο Διαχειριστής Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης πουλά την ενέργεια από αυτές τις ΑΠΕ στα 130-140 ευρώ ανά MWh, τιμές εξαιρετικά υψηλές σε σχέση με τις τρέχουσες χονδρεμπορικές τιμές. Η αναθεώρηση των συμβολαίων αυτών είναι δύσκολη, ωστόσο η εφαρμογή ενός μηχανισμού εξορθολογισμού του κόστους θα μπορούσε να αποσυμφορήσει τα τιμολόγια των καταναλωτών.
Το κόστος ανακατανομής
Τέλος, το πρόβλημα των προσαυξήσεων και του κόστους ανακατανομής (re-dispatching) λόγω της μεταβλητότητας των ΑΠΕ απαιτεί προσεκτική διαχείριση. Η ενίσχυση του δικτύου ώστε να μειωθεί η ανάγκη για συνεχή re-dispatching, καθώς και η επένδυση σε αποθήκευση ενέργειας, θα μπορούσαν να μειώσουν το κόστος που επιβαρύνει τους λογαριασμούς των καταναλωτών. Σημαντική είναι και η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών για την παρακολούθηση και πρόβλεψη της ζήτησης και της προσφοράς ενέργειας, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω τη σταθερότητα του συστήματος και να μειώσουν τις επιπτώσεις στους τελικούς καταναλωτές.
Η Μύκονος ξανά
Το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΕΠΣ) Μυκόνου που παρουσιάσθηκε χθες με τυμπανοκρουσίες προκάλεσε μια σειρά από προβληματισμούς και αμφιβολίες για το κατά πόσο διασφαλίζει πραγματικά την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος του νησιού έναντι των πιέσεων της τουριστικής ανάπτυξης. Παρόλο που επιχειρεί να παρουσιάσει ζώνες προστασίας και περιορισμούς στη δόμηση, αφήνει μεγάλα περιθώρια για περαιτέρω τουριστική εκμετάλλευση, ιδίως στις ήδη επιβαρυμένες νότιες περιοχές του νησιού. Η δημιουργία μίας ενιαίας ζώνης τουρισμού και παραθεριστικής κατοικίας είναι μια σαφής κίνηση προς τη μαζική τουριστική εκμετάλλευση, μετατρέποντας το νησί καθολικά σε ένα «τουριστικό πάρκο». Η προϋπόθεση για την κατασκευή υποδομών, όπως ύδρευση και αποχέτευση, πριν την ανάπτυξη καταλυμάτων ακούγεται καλή στα χαρτιά, αλλά δεν είναι σαφές πώς θα διασφαλιστεί στην πράξη.
Η «Φέρουσα Ικανότητα»
Η ένταξη των συμπερασμάτων Έκθεσης Εκτίμησης Φέρουσας Ικανότητας στο Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο Μυκόνου θα μπορούσε να θεωρηθεί κίνηση που υπηρετεί τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη, αλλά η ουσιαστικότητά της παραμένει αμφίβολη. Σε ένα νησί με περιορισμένη χωρητικότητα, η έννοια της «αντοχής» συχνά χρησιμοποιείται ως θεωρητική βάση, χωρίς πρακτική εφαρμογή. Στην πράξη, τέτοιες μελέτες συχνά λειτουργούν ως προσχήματα, καθώς τα «όρια αντοχής» παραβιάζονται συστηματικά για να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της ανάπτυξης. Η συμμόρφωση με τη νομολογία του ΣτΕ μπορεί να παρουσιάζεται ως μέτρο διασφάλισης του περιβάλλοντος, όμως δεν αποτελεί εγγύηση. Υπάρχει ο κίνδυνος οι πιέσεις για γρήγορη τουριστική εκμετάλλευση να υπερισχύσουν, αλλοιώνοντας την αυθεντικότητα και τη φυσιογνωμία του τόπου. Η επίκληση της νομοθετικής συμβατότητας γίνεται συχνά απλώς ένα «άλλοθι» για έργα που μπορεί να επιφέρουν ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στο περιβάλλον και την ποιότητα ζωής των κατοίκων.
Η Optima Bank
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Optima Bank, Δημήτρης Κυπαρίσσης, δήλωσε χθες ότι η ενδεχόμενη μείωση του καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος (NII) της τράπεζάς λόγω της πολιτικής μείωσης επιτοκίων της ΕΚΤ θα μπορούσε να εξισορροπηθεί μέσω της αύξησης του όγκου των δανείων. Η στρατηγική της Optima Bank για επέκταση του δανειακού χαρτοφυλακίου ως μέσο διατήρησης των εσόδων σε περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων αποτελεί «αμφίσημη» κίνηση: από τη μια πλευρά, ενισχύει τα έσοδα του πιστωτικού ιδρύματος, από την άλλη όμως εκθέτει την τράπεζα σε πιθανούς κινδύνους, καθώς η εξάρτηση από τα νέα δάνεια για τη διατήρηση του καθαρού επιτοκιακού εισοδήματος ενδέχεται να αποδειχθεί «αδυναμία» σε περίπτωση μεταβολών της αγοράς και ιδιαίτερα αν αυξηθεί το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων. Στο 9μηνο του 2024, η Optima Bank κατέγραψε σημαντική αύξηση των δανείων της, τα οποία έφτασαν τα 3,3 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 48% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) βρέθηκε στο χαμηλό επίπεδο του 0,92%, γεγονός που αποτελεί θετικό σημάδι για την πιστωτική ποιότητα. Ωστόσο, η ταχύτατη αύξηση του δανειακού χαρτοφυλακίου καθιστά πρόκληση τον έλεγχο της ποιότητάς του, και η τράπεζα θα χρειαστεί να διατηρήσει αυστηρούς μηχανισμούς ελέγχου της πιστωτικής ποιότητας ώστε να προλάβει τυχόν καθυστερήσεις πληρωμών.
from Όλες Οι Ειδήσεις - Dnews https://ift.tt/wsY7Nbd
via IFTTT