Αξίζει να φύγουμε από τη σημερινή μιζέρια των άκαρπων προσπαθειών αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και να προσπαθήσουμε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα όπως έχει.
Η επικείμενη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, κ. Φιντάν και η συνάντηση του με τον Ελληνα ομόλογο του, κ. Γεραπετρίτη, μπορεί να αποτελέσει καμπή στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς υπάρχει πιθανότητα οι συζητήσεις τους να εκφύγουν από τις συνηθισμένες εθιμοτυπικές ανταλλαγές και να προχωρήσουν στα βαθιά νερά, που είναι η μέθοδος επίλυσης των σοβαρών διαφορών που αντιμετωπίζουν οι δυο χώρες. Αλλά προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαια η σύμπτωση των δυο ανδρών στο ποιες είναι οι διαφορές που θα τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αφού για την Ελλάδα η μόνη συζητήσιμη διαφορά είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, για δε την Τουρκία είναι μια ευρεία γκάμα θεμάτων, όπως η αποστρατιωτικοποίηση, το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, το καθεστώς του FIR και η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.
Φυσικά η απόσταση που χωρίζει τις δυο πλευρές είναι αβυσσαλέα και δύσκολα γεφυρώνεται. Τι σημαίνει αυτό; Εφόσον η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να κάνει την παραμικρή υποχώρηση και η Τουρκία δεν φαίνεται να είναι έτοιμη να τροποποιήσει τις θέσεις της για να βρεθεί στο ίδιο επίπεδο με την Ελλάδα, οι συνομιλίες δείχνουν καταδικασμένες. Εκτός αν βρεθεί μια χρυσή τομή, με στόχο να περιοριστεί το αντικείμενο των διαπραγματεύσεων στις κοινές επιδιώξεις, που είναι η αρχική διαφορά για την οριοθέτηση. Πως μπορεί να γίνει αυτό;
Μα, με μία διαφοροποίηση στο είδος της επίλυσης, όπου η διαφορά της οριοθέτησης θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, ενώ όλα τα άλλα ζητήματα θα παραπεμφθούν στον Πολιτικό Διάλογο, με την ελπίδα βαθμιαία η Τουρκία να αντιληφθεί τον παραλογισμό των διεκδικήσεων της και να υποχωρήσει από αυτές. Ή η Ελλάδα να δεχτεί ορισμένες υποχωρήσεις, λ.χ. όσον αφορά το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των 12ν.μ. για το σύνολο του Αιγαίου και το περιορισμό του στα ηπειρωτικά εδάφη (να επισημάνουμε ότι επί πρωθυπουργίας Σημίτη οι ίδιοι οι Τούρκοι είχαν προτείνει μια τέτοια λύση, δηλ. 12 ν.μ. για τα ηπειρωτικά εδάφη, 6 ν.μ. για τα νησιά, πράγμα που ανατράπηκε από την αλλαγή στάσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης ως προς την ένταξη της Τουρκίας, ως πλήρες μέλος της), ή ακόμα να δεχτεί την τουρκική καταγωγή των μουσουλμάνων της Θράκης και να επιτρέψει τη χρήση του όρου για την μειονότητα. Να επισημάνω ότι η χρήση του όρου Τουρκικός είχε επικρατήσει καθ' όλη τη διάρκεια του πρώτου ημίσεος του 20ου αιώνα, και τροποποιήθηκε μόνο με τα γεγονότα του 1955 και τη θλιβερή ιστορία του Κυπριακού.
Μια τέτοια λύση θα μπορούσε να απελευθερώσει από το βραχνά της αποτυχίας, και να οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις για την κύρια διαφορά της οριοθέτησης. Αλλά κι εδώ τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Τις δυο χώρες τις χωρίζουν διαφορετικές αντιλήψεις ως προς την οριοθετική γραμμή, πράγμα που σημαίνει ότι οι διαπραγματεύσεις θα είναι άκαρπες. Εκτός, βεβαίως, του Βόρειου Αιγαίου, όπου η απουσία πολλών νησιών και το εύρος της θάλασσας συμβάλλει στη δυνατότητα εύρεσης λύσης στο διμερές επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα συνυποσχετικό για την παραπομπή του υπολοίπου της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης.
Αλλά και το συνυποσχετικό θα παρουσιάσει δυσκολίες στη σύνταξη του, καθώς αυτό είναι μια διμερής συμφωνία, η οποία απαιτεί σύμπτωση των βουλήσεων και των δυο μερών προκειμένου να ολοκληρωθεί. Η μεν Τουρκία θα υποστηρίζει πως τα νησιά του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου στερούνται υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, ενώ η Ελλάδα θα υποστηρίζει το αντίθετο, με διεκδικήσεις πλήρους επήρειας για όλα τα κατοικημένα νησιά της. Σε αυτό το σημείο η σύνταξη του συνυποσχετικού δεν παρουσιάζει προβλήματα, καθώς είναι σύνηθες ένα συνυποσχετικό να παρουσιάζει διαφορετικές απόψεις ως προς το επίδικο αντικείμενο. Η δυσκολία σύνταξης του παρουσιάζεται από τη στιγμή που η Τουρκία θα επιμείνει να διευρύνει τα επίδικα αντικείμενα, παρουσιάζοντας διεκδικήσεις πέραν από αυτές της οριοθέτησης. Ο κίνδυνος συνεπώς ελλοχεύει, σε μια τέτοια περίπτωση, για τη ματαίωση της προσπάθειας σύνταξης συνυποσχετικού.
Όλα αυτά που προηγήθηκαν καθιστούν την επίλυση της μοναδικής διαφοράς εξαιρετικά δυσχερή σε όλα τα στάδια της, και την πιθανότητα κάπου να κολλήσουν οι προσπάθειες εξαιρετικά δυνατή. Πάντως αξίζει να φύγουμε από τη σημερινή μιζέρια των άκαρπων προσπαθειών αποκατάστασης της εμπιστοσύνης και να προσπαθήσουμε να δούμε κατάματα την πραγματικότητα όπως έχει. Γιατί η πλήρης αποκατάσταση της εμπιστοσύνης δεν πρόκειται να έρθει προτού οι δυο χώρες επιλύσουν τα προβλήματα τους, και προτού η Τουρκία πεισθεί ότι ορισμένες από τις διεκδικήσεις δεν μπορούν να δουν το φως της ημέρας, γιατί είναι παράλογες και ανατρεπτικές του πολυετούς status quo.
(Ο Χρήστος Ροζάκης είναι πανεπιστημιακός, πρώην υφυπουργός Εξωτερικών- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το Κ-Report)
from Όλες Οι Ειδήσεις https://ift.tt/MygOoRd
via IFTTT