Η κατάσταση στην Κεντροαριστερά ευρύτερα δεν είναι ελπιδοφόρα. Στο ΠΑΣΟΚ είναι ορατός ένας σπασμωδικός προγραμματικός λόγος, αμφίσημες προτάσεις και μια αναιτιολόγητα διπλή γλώσσα σχεδόν στα περισσότερα από τα καμώματα της Ν.Δ. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ κλείνει τον κύκλο του με κρότο, αναντίστοιχο με την ίδια την ιστορία του.
Η Αριστερά στις μέρες μας, μετά τον «αιφνίδιο θάνατο» του 1989 τόσο της κομμουνιστικής όσο και της σοσιαλδημοκρατικής αριστεράς του 20ου αιώνα, κάνει συγκεκριμένα πράγματα. Συνασπίζεσαι, δημιουργεί δηλαδή ισχυρό ενωτικό αριστερό πυρήνα, επικεντρώνεται στην αντιπαράθεση νεοφιλελευθερισμός/αντινεοφιλελευθερισμός, στηρίζει τις ειρηνικές και δίκαιες λύσεις έναντι του πολέμου, έχει σαφή κοινωνική ατζέντα -εργασία, οικολογία, φεμινισμό, δικαιώματα- και επιθυμεί να κυβερνήσει, κατά κανόνα με πράσινα και σοσιαλιστικά κόμματα που έχουν απαγκιστρωθεί από το νεοφιλελεύθερο «τρίτο δρόμο». Κοινός τόπος αυτής της στρατηγικής είναι η εμπειρία των τελευταίων είκοσι χρόνων στη Λατινική Αμερική και την Ευρώπη.
Όπως αποδείχθηκε, η αναλαμπή της Νέας αυτής Αριστεράς δεν διήρκησε πολύ στην περίπτωση της Ευρώπης. Σήμερα βρίσκεται σε κρίση (ΣΥΡΙΖΑ, Ποδέμος, Μπλόκο), όπως και το σύνολο των προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων στην Ευρώπη. Οι κακές επιδόσεις στις τελευταίες ευρωεκλογές και οι διασπάσεις στην Ευρωομάδα της Αριστεράς είναι προφανές ότι αποτελούν εκφάνσεις αυτής της συνθήκης. Η κρίση αυτή δεν είναι πρωτίστως μια κρίση ταυτότητας, όσο μια κρίση περιεχομένου της πολιτικής, του πώς δηλαδή τα ταυτοτικά αυτά στοιχεία μετατρέπονται σε βιώσιμη, «χρήσιμη πολιτική» για αυτούς που εκπροσωπεί ή θέλει να εκπροσωπήσει. Και ο κίνδυνος είναι σαφής, να μετατραπεί, με μονιμότερο τρόπο, σε περιθωριακή πολιτική δύναμη, που θα καταγγέλλει τα «κακώς κείμενα», αλλά δεν θα έχει λύσεις, άμεσες ή και υπό προϋποθέσεις μεσοπρόθεσμες για τα προβλήματα της κοινωνίας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος. Σε αυτό το δυστοπικό σενάριο η αριστερά θα συρρικνωθεί σε ένα φορέα που μεταφυσικά επικαλείται «ανατροπή του καπιταλισμού» και την επιστροφή σε κάποιας μορφής «υπαρκτό σοσιαλισμό», όπως ισχυρίζεται το ΚΚΕ, ή σε μια διαλυμένη Ευρώπη που θα αναβιώσει τις αρετές του «εθνικού νομίσματος» και του «εθνικού καπιταλισμού», όπως κάνει το Μέρα25.
Η Αριστερά όμως σήμερα στη χώρα μας καλείται να είναι πιο σαφής παρά ποτέ, καθώς η κυριαρχία της ΝΔ φαντάζει αδιατάρακτη παρά την υπαρκτή κοινωνική δυσφορία.
Στην οικονομία, η ΝΔ παραχωρεί κάθε μορφή αξίας, -δρόμοι, λιμάνια, πράσινη και συμβατική ενέργεια, παιδεία, υγεία και επικουρική ασφάλιση σε επιχειρηματικά συμφέροντα διασφαλίζοντας ταυτόχρονα σε τμήματα του ιδιωτικού τομέα σταθερές ροές εσόδων για τα επόμενα 20-25 χρόνια. Είναι η κλασική συνταγή μιας "rent seeking" οικονομίας και αυτές είναι και οι μόνες που χρηματοδοτούνται σήμερα και από τις τράπεζες. Αυτό το παραγωγικό πρότυπο έχει δυο παρενέργειες. Πρώτον, επιβαρύνει το κοινωνικό σύνολο σε βάθος χρόνου με αμετάκλητο τρόπο και αποθαρρύνει επενδύσεις σε οποιαδήποτε κλάδο με ρίσκο (βιομηχανία, τεχνολογία, γεωργία κ.ο.κ.). Παράλληλα, ενθαρρύνει και επιδοτεί τις επενδύσεις στον τουρισμό, που είναι χαμηλών κεφαλαιακών απαιτήσεων και έντασης ανειδίκευτης εργασίας. Το Ταμείο Ανάκαμψης επιτάχυνε αυτήν τη πλευρά της οικονομίας. Αντίθετα η Ευρώπη συζητά (και οι ΗΠΑ και Κίνα εφαρμόζουν) μία πολιτική απορρόφησης μέρους του ρίσκου για να επιταχύνουν τις βιομηχανικές και τεχνολογικές επενδύσεις, συνδυασμένες σε κάποιο βαθμό με την πράσινη μετάβαση της οικονομίας.
Στο φορολογικό ζήτημα, που αποτελεί το μόνιμο βραχνά της ελληνικής οικονομίας, η ΝΔ διατηρεί τη φοροασυλία στα πλούσια στρώματα και στη μερίδα των μεσαίων στρωμάτων που φοροδιαφεύγουν, επιλέγει τον άδικο τεκμαρτό τρόπο μείωσης της φοροδιαφυγής, και συστηματικά μειώνει τη φορολογία στα κέρδη και τα υψηλά εισοδήματα που δηλώνονται. Η φοροδιαφυγή, και η φοροαποφυγή έχουν πάρει πρωτόγνωρες διαστάσεις επί ΝΔ, μαζί και η πολιτική αδιαφάνεια που συνοδεύει τις απευθείας αναθέσεις, την υποστήριξη των ολιγοπωλίων και γενικότερα την ευνοϊκή μεταχείριση των επιχειρηματικών συμφερόντων. Κοινώς, η ελληνική οικονομία φαίνεται να προσωμοιάζει σε αυτό που οι φετινοί νομπελίστες των οικονομικών (Acemoglou και Robinson) αποκαλούν «extractive" οικονομία, και χαρακτηρίζουν κατά κανόνα τα απολυταρχικά καθεστώτα. Στον αντίποδα, η θεσμικά συγκροτημένη δημοκρατική κοινωνία ευνοεί την "inclusive" οικονομία, με δικαιότερη συμμετοχή της εργασίας, ανοικτή σε καινοτομίες, στη νεανική επιχειρηματικότητα και τη δυναμική και παραγωγική οικονομία. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αναδιανομή εισοδήματος από τους πλούσιους στους φτωχούς και η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους είναι αδύνατη χωρίς φορολογικά δίκαιο και ισότιμο σύστημα. Το υπάρχον μετατρέπει τους Έλληνες μισθωτούς (με την άμεση και έμμεση φορολογία) στους πιο βαριά φορολογημένους. Η συνθήκη αυτή δεν είναι μόνο προβληματική εξαιτίας της θεσμικής διάστασης αυτής της αδικίας αλλά και εξαιτίας των κρίσιμων αναπτυξιακών επιπτώσεων της.
Η πολιτική της Ν.Δ. στο κοινωνικό κράτος είναι επίσης σαφής. Στην υγεία (ιδιωτική υγεία, ιδιωτική ασφάλιση), στις συντάξεις (ιδιωτική επικουρική ασφάλιση), στην παιδεία (ιδιωτικά πανεπιστήμια) η επίθεση είναι καθολική. Με στάσιμες συντάξεις και μισθούς, μετρημένες προσλήψεις και διαδοχικά κύματα περιορισμού των δαπανών, το κοινωνικό κράτος και ο αναδιανεμητικές του ρόλος αποδυναμώνεται διαρκώς. Η δεξιά παράταξη στη χώρα μας δεν προωθεί μόνο την ιδιωτική πλευρά του κοινωνικού κράτους, αλλά ενσωματώνει εντός του δημόσιου συστήματος, πολιτικές διαφοροποίησης. Τα «πρότυπα και πειραματικά» σχολεία που γέμισαν την Ελλάδα, είναι μία παιδαγωγικά ανύπαρκτη μεταρρύθμιση, που απλά δημιουργεί μία ελιτίστικη ψευδαίσθηση διαφοροποίησης «από τη μάζα». Ελλείψει μάλιστα σχολικής στέγης, ωθεί τους δήμους στο να τα επιδοτούν.
Αναλόγως, την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ το δημόσιο και η διοίκηση δοκιμάζονται. Διαλυμένη αστυνομία, ανοργάνωτο πυροσβεστικό σώμα, αναποτελεσματικές διωκτικές αρχές, δημόσια διοίκηση με εξόφθαλμες περιοχές προβληματικών υπηρεσιών (σε εφορίες, υπηρεσίες ελέγχου, πολεοδομίες κλπ), αναχρονιστικό και ευάλωτο δικαστικό σύστημα, ανεξάρτητες αρχές υπό διαρκή πολιτική πίεση και επιχειρηματική αμφισβήτηση, ένα σοκαριστικό σύστημα παρακολούθησης πολιτικών και επιχειρηματιών, και ένα προκλητικό, αν και παρηκμασμένο, σύστημα ΜΜΕ χωρίς κανένα ιδιοκτησιακό ή άλλο περιορισμό ή κανονιστικό πλαίσιο.
Σε αυτή την εικόνα παρακμής η απάντηση της αριστεράς δεν μπορεί παρά να είναι το αίτημα για βαθιές μεταρρυθμίσεις. Στην εκπαίδευση, για παράδειγμα, είναι λογικό να καταργηθεί ή να περιοριστεί δραματικά ο αδιανόητος θεσμός των αναπληρωτών. Αλλά τις μεγάλες τομές και μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, στην έκφραση των οποίων η Αριστερά ήταν πρωτοπόρα κατά το παρελθόν, (π.χ. στη δημοτική γλώσσα, στην ενιαία εκπαίδευση του Παπανούτσου, στην πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση του 1982 κ.α.), σήμερα καλείται να επαναλάβει. Το ίδιο και στο μείζον θέμα της δημόσιας διοίκησης, της αποκέντρωσης του κράτους, και φυσικά στα μεγάλα θέματα της χωροταξίας και του περιβάλλοντος. και των βασικών εκσυγχρονισμών που ξεκίνησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ανέστειλε η ΝΔ (δασικοί χάρτες, κτηματολόγια, τοπικά χωρικά σχέδια παντού, θαλάσσια χωροταξία, περιβαλλοντική νομοθεσία, εργασιακά, κοινωνικά επιδόματα, δημόσιες προμήθειες, κατανομή ευρωπαϊκών πόρων κλπ).
Σε μια κοινωνία, όπου οι δυο μεγαλύτερες πόλεις δεν ανακυκλώνουν τα σκουπίδια τους, η Κέρκυρα αρνείται να τα διαχειριστεί και τα στέλνει στην Ήπειρο, που τα μισά νησιά δεν έχουν βιολογικούς καθαρισμούς, όπου δεν υπάρχει οριοθέτηση παραλιών όπου ακόμα υφίστανται 1 εκατομμύρια περιφερόμενα αυθαίρετα,100.000 εκ των οποίων είναι του δημοσίου, η Αριστερά καλείται να ταυτιστεί με τις αλλαγές που φέρνουν όχι μόνο την υπεράσπιση, αλλά και τη δημιουργία δημόσιου χώρου, όχι μόνο την αμφισβήτηση της άλωσης από ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά της οργάνωσης και της διαχείρισης των Κοινών Αγαθών. Από άκρου σε άκρου η χώρα απαιτεί νέα φιλοσοφία στη διαχείριση του δημοσίου χώρου, των δημοσίων αγαθών, στην ανακύκλωση, τις υποδομές, τη διαχείριση του νερού, στα έργα πολιτικής προστασίας και διαχείρισης των φυσικών καταστροφών, στην αποκατάσταση της φύσης κ.ο.κ..
Η πράσινη μετάβαση δοκιμάζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την ταύτιση με τα μεγάλα συμφέροντα και τις αγορές. Είναι το αγροτικό ζήτημα, ο εξοβελισμός των φτωχών, οι ανισότητες που γεννά η κλιματική κρίση. Η πράσινη μετάβαση για την Αριστερά πρέπει να επιταχυνθεί, πρέπει να απαγκιστρωθεί από τον ασφυκτικό κλοιό των επιχειρηματικών συμφερόντων, να γίνει κοινωνική υπόθεση, με μετατραπεί σε νέο πεδίο οικονομικών δυνατοτήτων, συνεκτικό πεδίο για την ανάκαμψη της οικονομία. Να αποφύγει τις ανοησίες (όχι στα επιχειρηματικά αιολικά στη στεριά, αλλά ναι στα επιχειρηματικά αιολικά στη θάλασσα ή το όχι στις εξορύξεις αλλά ναι στα ορυκτά καύσιμα για μεταβατικό καύσιμο), και πληθώρα άλλων αντιφατικών διατυπώσεων σε κρίσιμα θέματα. Ναι φυσικά στις «ελεύθερες παραλίες», αρκεί να ειπωθεί κάτι για το χωροταξικό, για το αδειοδοτικό χάος των παραλιών και, τώρα, για τις ορατές συνέπειες του υπερτουρισμού.
Πώς θα διασφαλιστεί η εργασία και η δίκαιη συμμετοχή της; Πώς θα αυξηθούν οι μισθοί; Γίνεται με τη σημερινή δομή της οικονομίας; Αρκεί μια ΑΤΑ ή η εξομοίωση δημοσίου και ιδιωτικού τομέα; Η χρειαζόμαστε την πιο σωστή λύση των συλλογικών διαπραγματεύσεων παντού και φυσικά την επιμονή ότι η αναδιανομή είναι καλή για την οικονομία (σωστή και δοκιμασμένη μέθοδος από την εποχή του Ρικάρντο και του Κέυνς), αλλά κυρίως ότι η εργασία καλείται να είναι μέρος μιας μεγάλης στροφής σε δραστηριότητες και επενδύσεις υψηλής παραγωγικότητας.
Όλα αυτά είναι απολύτως δυνατά κυρίως με την ανάπτυξη της οικονομίας σε αντινεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Οι λύσεις είναι υπαρκτές και εφικτές. Η κοινωνική οικονομία στην ενέργεια είναι βιώσιμη επιλογή, στο στεγαστικό το ίδιο, και σε πληθώρα άλλων προβλημάτων. Η μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος (και της διαχείρισης των κόκκινων δανείων) δεν είναι όνειρο θερινής νύχτας, αλλά ρεαλιστική προοπτική δοκιμασμένη σε πολλές άλλες χώρες. Η στροφή σε παραγωγικές και τεχνολογικές επενδύσεις δεν είναι ρητορικό σχήμα. Η μοίρα της αγροτικής οικονομίας δεν είναι αναπόφευκτα η παρακμή, όπως έχει προδιαγραφεί από ακατανόμαστες πολιτικές επιλογές, αλλά είναι συμβατή με την πράσινη μετάβαση και την παραγωγή. Δεν μειώνεται η αγροτική παραγωγή, λόγω των φωτοβολταϊκών, τα φωτοβολταϊκά έρχονται στη θέση μιας εγκαταλελειμμένης γεωργίας. Οι μάχιμοι και δυναμικοί αγρότες, βρίσκονται αντιμέτωποι με την τραγική αγροτική πολιτική, τον εκφυλισμό των θεσμών (ΟΠΕΚΕΠΕ), τα δισεκατομμύρια πεταμένα σε φράγματα που δεν δούλεψαν ποτέ, την ίδια τη παράπλευρη παραοικονομούσα γεωργία που υπονομεύει τη δυναμική της βιώσιμης γεωργίας.
Σήμερα η κατάσταση στην Κεντροαριστερά ευρύτερα δεν είναι ελπιδοφόρα. Στο ΠΑΣΟΚ είναι ορατός ένας σπασμωδικός προγραμματικός λόγος, αμφίσημες προτάσεις και μια αναιτιολόγητα διπλή γλώσσα σχεδόν στα περισσότερα από τα καμώματα της Ν.Δ. Άχρωμη η καμπάνια των υποψηφίων Πρόεδρων, άφησε μόνο ορατό το ρήγμα ανάμεσα σε πιο κεντροδεξιές και πιο κεντροαριστερές προσεγγίσεις, χωρίς τομές, χωρίς ρήξεις και χωρίς την διάθεση για βαθιές αλλαγές. Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, κλείνει τον κύκλο του με κρότο, αναντίστοιχο με την ίδια την ιστορία του.
Ο δρόμος φαντάζει μακρύς. Αλλά η Αριστερά καλείται να έχει μεγαλόπνοη στόχευση. Να γίνει η δύναμη που θα ταράξει τα νερά. Να αναβαπτιστεί μέσα από τη ρήξη με τις «μεγάλες σιωπές» που περιβάλλουν την πολιτική στην Ελλάδα και αναπαράγουν το στάτους κύβο σε «συντηρητική» ή «προοδευτική» εκδοχή. Είναι δύσκολο. Αν τα καταφέρει καλώς. Αλλιώς ο δρόμος της περιχαράκωσης είναι και «αυτός μια κάποια λύση». Μόνο που η Αριστερά των επιθέτων (αξιοπρεπής, μαχητική, επαναστατική, κλπ) δεν είναι το μέλλον. Η αναλαμπή πρέπει να έχει συνέχεια αυτή τη φορά.
(Ο Γιώργος Σταθάκης είναι πρώην υπουργός, στέλεχος της Νέας Αριστεράς)
from Όλες Οι Ειδήσεις - Dnews https://ift.tt/RQrKWM4
via IFTTT