Ερωτήματα με αφορμή την έκδοση ενός βιβλίου: Δημήτρης Καμούζης «Οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη, Εθνικισμός των ελίτ και μειονοτικές πολιτικές (1918-1930)» από τον εκδοτικό οίκο «Εστία».
Η κυκλοφορία του βιβλίου του Δημήτρη Καμούζη Οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη, Εθνικισμός των ελίτ και μειονοτικές πολιτικές (1918-1930) από τον εκδοτικό οίκο «Εστία» μας δίνει τη δυνατότητα να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα τα οποία, σε κάποιους κύκλους, ακόμη και σήμερα, οδηγούν σε πάθη και εντάσεις, ακυρώνοντας την ουσιαστική επιστημονική πραγμάτευσή τους.
Έχει, ενδεχομένως, ενδιαφέρον η διαπίστωση ότι όταν συζητάμε για τα γεγονότα ανάμεσα στο 1918 και 1923, αφήνουμε έξω τους Ρωμιούς της Πόλης, σαν να μην είναι μέρος αυτής της συζήτησης και κυρίως σαν οι εξελίξεις με τους Ρωμιούς της Πόλης να μην έχουν επηρεάσει τις πολιτικές επιλογές των Ελληνικών κυβερνήσεων. Παρούσα στις συζητήσεις αυτές είναι η Σμύρνη και τα υπόλοιπα παράλια, οι περιοχές της Καπαδοκίας, ο Πόντος, η Ανατολική Θράκη, αλλά απουσιάζει η Πόλη και ο ορθόδοξος πληθυσμός της. Το έργο του Δημήτρη Καμούζη μαζί και με του αείμνηστου Αλέξη Αλεξανδρή, έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό.
Το βιβλίο του Καμούζη ερευνά μία σειρά από προβλήματα τα οποία πολλοί δεν τόλμησαν να αγγίξουν με ένα επιστημονικά αυστηρό και γλωσσικά κατανοητό τρόπο. Ο Καμούζης δεν άφησε να του ξεφύγει τίποτα για να αναδείξει μία σχετικά άγνωστη πλευρά της ζωής στην Πόλη ανάμεσα στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 και των πρώτων χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας. Μελέτησε τη λειτουργία των Συνδέσμων που ιδρύονται στην Πόλη ώστε ο κάθε Σύλλογος να επηρεάσει Έλληνες πολιτικούς και να προσεταιριστεί το Πατριαρχείο για την πραγματοποίηση των στόχων του, επικεντρώνεται στη πολιτική και κοινωνική λειτουργία πολλών βενιζελικών οι οποίοι είχαν καταφύγει στην Πόλη και στη συνέχεια μετοίκησαν στην Αθήνα όταν τα πράγματα έγιναν δύσκολα στην Πόλη και συνέχισαν από εδώ τις δραστηριότητες τους για να κρατήσουν ζωντανή την Μεγάλη Ιδέα, αναδεικνύει την πλήρη και συνειδητή εμπλοκή του Πατριαρχείου στα σχέδια του Βενιζέλου και την αποστασιοποίησή του όταν επιστρέφει μετά το δημοψήφισμα ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο Βενιζέλος ζει πια στο Παρίσι.
Στο επίκεντρο, λοιπόν, του βιβλίου του Καμούζη είναι ο Βενιζέλος. Ακόμη και σήμερα το θέμα «βενιζέλος» δεν μπορεί να συζητηθεί ψύχραιμα. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν δημόσια πρόσωπα τα οποία μαζί με ελάχιστους πια ακαδημαϊκούς δεν ανέχονται μία έστω αχνή σκιά στην υπέρλαμπρη εικόνα του Βενιζέλου. Η εικόνα του Εθνάρχη, του κατ'εξοχήν εκφραστή της Μεγάλης Ιδέας και της πολιτικής για μία Ελλάδα των δύο Ηπείρων και πέντε θαλασσών, στοιχειώνει την κοινωνική και, ορισμένες φορές, την πολιτική ζωή της χώρας. Και, βέβαια, υπάρχει και η άλλη πλευρά του Βενιζέλου ως του αδιάντροπου προδότη, πράκτορα των Άγγλων και καταστροφέα των χριστιανών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Και γύρω από αυτές τις δύο ακραίες αντιλήψεις έχει υφανθεί ο μύθος του Βενιζέλου είτε ως του απόλυτα καλού είτε ως του απόλυτα κακού, ενός μύθου με ιδιαίτερα καταλυτικές συνέπειες στην ιδεολογική διαμόρφωση της κοινωνίας μας στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Το βιβλίο του Καμούζη, συμβάλλει αποφασιστικά στην απομυθοποίηση του Βενιζέλου. Το βιβλίο του Καμούζη ιστορικοποιεί τον Βενιζέλο και, το σημαντικότερο, ιστορικοποιεί τα στελέχη του βενιζελισμού και της συλλογικής λειτουργίας τους. Μελετάει τις ελίτ, όπως τις ονομάζει, που δραστηριοποιήθηκαν στην Πόλη την περίοδο μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και τις συνεχείς προσπάθειες τους να πιέζουν τον Βενιζέλο να προχωρήσει στην υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος του Καμούζη είναι ο Βενιζέλος των πολιτικών ισορροπιών, ο Βενιζέλος που έχει στο μυαλό του τη μεγάλη εικόνα και αποθαρρύνει πρωτοβουλίες που θεωρεί αδιέξοδες ακόμη και αν στα χαρτιά φαινεται να συμβάλλουν στην πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδεάς, είναι ο Βενιζέλος που περιτριγυρίζεται από άτομα με άκρατες φιλοδοξίες οι οποίοι τον πείθουν ότι ομιλούν εκ μέρους των Ρωμιών και είναι ο Βενιζέλος που αδυνατούσε να καταλάβει την δυναμική του κεμαλικού κινήματος.
Η αυστηρά επιστημονική και συστηματική μελέτη της περιόδου 1918 μέχρι 1930, έχει αναδείξει πολλά ιδιαίτερα προβλήματα για του Ρωμιούς της Πόλης τα οποία, όμως, επιδιώκει να αποσιωποιήσει μία αντίληψη περί εθνικής υπερηφάνειας μέσα από έναν δημόσιο λόγο ότι το δίκιο είναι πάντα με το μέρος μας και για όλα φταίνε οι Τούρκοι.
Οι ευθύνες των Τουρκικών κυβερνήσεων είναι δεδομένες. Για τις ευθύνες, όμως, των Ελληνικών κυβερνήσεων πώς και πότε ακριβώς θα μιλήσουμε;
Σήμερα πια υπάρχουν έρευνες, υπάρχουν στοιχεία και υπάρχουν επεξεργασίες που αναδεικνύουν όψεις της πορείας των ελληνικών κυβερνήσεων, ώστε να καταφέρουμε ως πολίτες μιας δημοκρατικής χώρας να συζητήσουμε ψύχραιμα για ένα παρελθόν που είναι, όμως, τόσο έντονα παρόν.
Θα αναφερθώ σε ορισμένες επισημάνσεις εν είδη ερωτημάτων.
1. Πώς οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων των τελευταίων 100 ετών έχουν δημιουργήσει τα πολλά αδιέξοδα στην αναζήτηση της ταυτότητας των ελληνόφωνων ορθόδοξων χριστιανών της Πόλης;
2. Για σχεδόν όλες τις παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης και για πολλές άλλες ενέργειες των τουρκικών κυβερνήσεων ενάντια στους Ρωμιούς, υπήρξε από πλευράς της Ελλάδας προσφυγή σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς καταγγέλλοντας τις τουρκικές ενέργειες. Πόσο ουσιαστικές, όμως, ήταν αυτές οι προσφυγές; Πόσο η Ελλάδα προσπάθησε επί της ουσίας να συγκροτήσει μία συμμαχία με άλλες χώρες ως προς τα δικαιώματα των Ρωμιών της Πόλης; Υπήρχε μία μακροπρόθεσμη στρατηγική της Ελλάδας για το θέμα των δικαιωμάτων των Ρωμιών της Πόλης;
3. Ποιος ο ρόλος του Πατριαρχείου και πόσο εξέφρασε τα συμφέροντα των Ρωμιών; Πόσο η εμπλοκή του με τις πολιτικές διαμάχες της Ελλάδας αποδυνάμωσε τη θέση του και λειτούργησε εναντίον του δικού του θεσμικού ρόλου; Πώς η εμμονή του Πατριαρχείου να μην θέλει να συνεργαστεί ουσιαστικά με τις κοινότητες για τα δικαιώματα των Ρωμιών και να ασκεί μία δική του πολιτική, υπονόμευσε και την δική του αυτονομία; Η εμπλοκή του με τόσο δυναμικό τρόπο στις πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, η πλήρης αδιαφορία πολλών ιεραρχών για το ποίμνιο τους, υπονόμευσε τον Οικουμενικό ρόλο του Πατριαρχείου για πολλές δεκαετίες. Και σε δύο ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας και περιόδους καμπής για την Ρωμιοσύνη, η εκλογή πατριάρχη έγινε με αποκλειστικά πολιτικά κριτήρια και μάλιστα με την εμπλοκή χωρών εκτός Ελλάδας. Εννοώ την εκλογή του Μελέτιου Μεταξάκη το1921 μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την εκλογή του Αθηναγόρα το 1848 μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
4. Πώς ο μεγαλοϊδεατισμός δεν τελείωσε με την ήττα του 1922 και πώς πολιτικοί παράγοντες στην Ελλάδα σε συνεργασία με ορισμένους Ρωμιούς της Πόλης, δίχασαν τους Ρωμιούς και τους απέτρεψαν να εμπλακούν σε μία σοβαρή διαπραγμάτευση με την τουρκική κυβέρνηση για να διαμορφώσουν ευνοϊκότερες συνθήκες για την δική τους επιβίωση; Πώς ήταν δομημένες οι ρωμαίικες κοινότητες; Τι εξέφραζαν οι αντιθέσεις μεταξύ των κοινοτικών παραγόντων; Πώς οι δομές εξουσίας και, ιδίως, η τεράστια περιουσία επηρέασε όλα αυτά; Πώς ο εθνικισμός των Τούρκων μαζί και με τις ιδιοτέλειες ομάδων Ρωμιών με στενές επαφές με ελληνικά κέντρα, δηλητηρίασαν τις σχέσεις ανάμεσα στους Ρωμιούς της Πόλης; Μήπως οι διαφορές ήταν οι απόηχοι και οι μεταμορφώσεις των τόσο σοβαρών αντιθέσεων που είχαν εκφραστεί ανάμεσα στο 1918 και 1930;
5. Και το σημαντικότερο: πώς μπορούμε να κατανοήσουμε τις σιωπές των Ρωμιών. Δημόσιες και συχνά ιδιωτικές σιωπές για όλα όσα έχουν ζήσει; Η πιο συνηθισμένη αλλά και μόνιμη συμπεριφορά των Ρωμιών για πάρα πολλές δεκαετίες ως προς τα μικρά αλλά και μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήταν η σιωπή. Η σιωπή για να μην τους ακούσουν οι Τούρκοι, σιωπή για να μην "μάθουν τα παιδιά τα προβλήματα", σιωπή γιατί δεν ήξερες ποιος μπορεί να τα έλεγε σε άλλους, σιωπή για να μην θιχτεί η Ελλάδα γιατί πολλά ήταν και αποτέλεσμα απαράδεκτων χειρισμών των ελληνικών κυβερνήσεων. Αυτή η στάση είχε μία σημαντική συνέπεια: οι Ρωμιοί δεν συζήτησαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ώστε να γίνει κατανοητός ο χαρακτήρας τους, μιας και βόλευε όλους να ερμηνεύονται όλα τα προβλήματα με το "για όλα έφταιγαν οι Τούρκοι". Οι οποίοι και προφανώς έφταιγαν για πάρα πολλά, όμως η καταφυγή στη σιωπή, υπονόμευσε την οποιαδήποτε κριτική αποτίμηση ενός τραυματικού ιστορικού παρελθόντος.
Θα πρέπει, όμως, να είμαστε κατηγορηματικοί πως κανένα από τα ερωτήματα που διατυπώσαμε δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την αποσιωποίηση των πολιτικών που άσκησαν οι κυβερνήσεις της Τουρκίας:
Ας έρθουμε τώρα σε κάτι πιο δύσκολο για ένα θέμα ταμπού: Την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης. Μέσα στις διεργασίες των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας ιδιαίτερα μέχρι και μετά την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας 1930, εδράζονται οι απαρχές μια αδιέξοδης πολιτικής για τις μειονότητες και στις δύο πλευρές. Είναι σαφές πως τα ερευνητικά αποτελέσματα φανερώνουν πως οι πολιτικές που άσκησαν οι κυβερνήσεις στην Τουρκία για τους Ρωμιούς και στην Ελλάδα για τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης έχουν τόσες πολλές ομοιότητες ώστε να είναι αδύνατον να θεωρηθούν συμπτώσεις. Και η σιωπηλή ανοχή των κυβερνήσεων και οι γραφειοκρατικές αντιδράσεις τους, εξυπηρέτησαν, τελικά, τις πολιτικές εθνικιστικών και ακραία συντηρητικών κύκλων σε κάθε χώρα.
Το διαχρονικό πρόβλημα στην Θράκη δεν είναι μόνον η παθητικότητα του Ελληνικού κράτους και η μη συγκρότηση μιας σταθερής πολιτικής η οποία θα απαντά στον τουρκικό εθνικισμό, όπως συχνά αναφέρεται. Αφέθηκε η Θράκη και η μουσουλμανική μειονότητα στα χέρια των εθνικιστικών κύκλων και στις δύο χώρες, ατόμων με σκοτεινές προθέσεις και βαθειά αντιδημοκρατική αντίληψη. Η ελληνική διοίκηση όχι μόνον δεν κατάφερε αλλά ούτε επιχείρησε να κατανοήσει τις αιτίες για τις οποίες γινόταν κυρίαρχη η τουρκική ταυτότητα μεταξύ των μειονοτικών μουσουλμάνων. Ο μετασχηματισμός των μειονοτικών ταυτοτήτων και υποκειμενικοτήτων θεωρήθηκε αποκλειστικά αποτέλεσμα της τουρκικής προπαγάνδας. Και όσο οι μουσουλμάνοι της Θράκης όλο και περισσότερο θεωρούσαν τους εαυτούς τους Τούρκους τόσο οι ορθόδοξοι της Πόλης σφιχταγγαλιάστηκαν με την ταυτότητα του Ρωμιού αναζητώντας καταφύγιο στην έννοια του Ρωμιού, του μέλους της ομογένειας και του Πολίτη, μακριά από κάθε αναφορά ότι είναι Έλληνες. Και έτσι η όποια νομική κατοχύρωση έμεινε στα χαρτιά.
Το «Ρωμιος» αντικαθιστά το «Έλληνας και γίνεται ένας μανδύας προστασίας απέναντι στην επιθετικότητα του νεοϊδρυθέντος τουρκικού κράτους και την παντελή αδιαφορία των Ελληνικών κυβερνήσεων.
Οι κατοχυρωμένοι στην Συνθήκη της Λωζάννης ως Μουσουλμάνοι της Θράκης, μετατράπηκαν σε Τούρκους, έχασαν την όποια εμπιστοσύνη είχαν στις ελληνικές κυβερνήσεις και προοδευτικά απέκτησαν τεράστια εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις της Τουρκίας.
Είναι εντυπωσιακό πόσο παράλληλες ήταν οι πολιτικές των δύο χωρών στα θέματα μειονοτήτων. Και πόσο βολικό ήταν για κάποιους στην Ελλάδα να ικανοποιούνται από την αναιμική αντιμετώπιση των διεθνών οργανισμών για τις καταγγελίες της Ελλάδας ως προς τα δικαιώματα των Ρωμιών της Πόλης. Αν αποτιμήσουμε αποστασιοποιημένοι τις εξελίξεις από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και μετά, αναδεικνύονται τα πολιτικά αδιέξοδα στην αντιμετώπιση της μειονότητας λόγω μιας εν πολλοίς αλλοπρόσαλλης πολιτικής χαρακτηριστική της διαχρονικής αδυναμίας της Ελληνικής Πολιτείας να επεξεργαστεί μακροπρόθεσμες πολιτικές βασισμένες σε μία στοιχειώδη προσπάθεια να κατανοήσει την πραγματικότητα έξω από το δίπολο «οι κακοί Τούρκοι» και οι «καλοί Έλληνες». Ακούγεται απλοϊκό το σχήμα, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Και σίγουρα η πολιτική αυτή αφαίρεσε από την Ελλάδα κάθε ίχνος σοβαρότητας και πειστικότητας όταν προσπαθούσε στα διεθνή φόρα να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των Ρωμιών της Πόλης.
Ο Κώστας Γαβρόγλου είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην Υπουργός Παιδείας.
from Όλες Οι Ειδήσεις https://ift.tt/FMyeHA0
via IFTTT