Για να λάβουν χώρα διαπραγματεύσεις με πιθανότητες να οδηγήσουν σε αίσιο τέλος, θα πρέπει να ισχύουν και για την Ελλάδα και για την Τουρκία έξι προϋποθέσεις.
Τον τελευταίο καιρό υπάρχει κινητικότητα σε σχέση με την οδό της επίλυσης της διένεξης του Αιγαίου, με σοβαρό ελληνοτουρκικό διάλογο, διμερείς διαπραγματεύσεις και με το Διεθνές Δικαστήριο στον ορίζοντα. Ωστόσο, για να λάβουν χώρα διαπραγματεύσεις με σοβαρές πιθανότητες να οδηγήσουν σε αίσιο τέλος, θα πρέπει να ισχύουν και για την Ελλάδα και για την Τουρκία έξι προϋποθέσεις-εκτιμήσεις:
(1) Οι ζημιές και οι θυσίες (οικονομικό κόστος, υπέρμετροι εξοπλισμοί που γονατίζουν τις δύο χώρες, ανασφάλεια κ.λπ.) από τη συνέχιση της σύγκρουσης να έχουν αποβεί δυσβάστακτες. (2) Και τα δύο μέρη να έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι μέθοδοι εξαναγκασμού του αντιπάλου να δεχθεί τις απόψεις μας (δηλαδή να του επιβάλουμε τις απόψεις μας) δεν επιτυγχάνουν και ούτε προβλέπεται να επιτύχουν στο μέλλον.(3) Οι τελικές θέσεις των δύο πλευρών δεν είναι διαμετρικά αντίθετες, όπως αρχικά φαινόταν λόγω διαπραγματευτικής στρατηγικής. Υπάρχει περιθώριο για αμοιβαίες υποχωρήσεις, με τα δύο μέρη να μην αναγκαστούν να υποχωρήσουν από τις «κόκκινες γραμμές» που έχουν θέσει.(4) Τα δύο μέρη να είναι διατεθειμένα να προβούν σε συμβιβασμούς, σε περιορισμό των μέγιστων επιδιώξεών τους και επιπλέον να πιστεύουν ότι η στιγμή είναι ώριμη για αμοιβαίους συμβιβασμούς χωρίς μεγάλο κόστος.(5) Και για τα δύο μέρη ο απολογισμός οφελών – ζημιών από τη συμφωνία, όπως διαμορφώνεται, σε σύγκριση με τα οφέλη – ζημιές από τη μη επίλυση κλίνουν σαφώς προς τα οφέλη από τη συμφωνία.(6) Το τελικό πακέτο λύσης να μην κρίνεται απαράδεκτο και άδικο, αλλά να θεωρείται λογικό, «ένας έντιμος συμβιβασμός», με αμοιβαίες, ανάλογες και ισάξιες υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές· και οι θυσίες και ζημιές που απαιτούνται για το τελικό πακέτο λύσης να μη θεωρούνται υπερβολικές, με άλλα λόγια να μπορούν οι δύο πλευρές «να ζήσουν με αυτές».
Αραγε σήμερα ισχύουν τα ανωτέρω; Θα τολμούσα να πω ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις-εκτιμήσεις 2 με 6, έχω κάποιες αμφιβολίες για την πρώτη προϋπόθεση. Υπάρχει και το γνωστό πρόβλημα που πάντα εμφιλοχωρεί: το εσωτερικό πολιτικό κόστος (σχολή Μολυβιάτη).
Ενας βασικός τρόπος για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο της μη επίλυσης της διένεξης του Αιγαίου (και κατ' επέκταση της διένεξης της Ανατολικής Μεσογείου) είναι η αλλαγή στο software και από τις δύο πλευρές, από τον επιθετικό εθνοκεντρισμό και εθνικισμό (ελληνικό και τουρκικό) και την πολιτική της ισχύος (power politics), στη λογική της από κοινού επίλυσης, χωρίς «νικητές» και «ηττημένους». Θα πρότεινα προς τον σκοπό αυτόν για περισυλλογή μερικές ιδέες με στόχο την υπέρβαση.
Πρώτον, το κλειδί για εμάς τους Ελληνες είναι, παρά τη μεγάλη ταύτιση και αγάπη μας για το Αιγαίο και τα νησιά του, να ξεχάσουμε μια για πάντα τη γνωστή στρεβλή αντίληψη ότι «το Αιγαίο είναι ελληνική θάλασσα» ή «ελληνική λίμνη», γιατί απλούστατα δεν είναι ούτε μπορεί ποτέ να γίνει, με δεδομένα την εκτενέστατη τουρκική ακτογραμμή στο Αιγαίο. Η Ελλάδα δεν είναι η Ελλάδα του 1919-1922 που κατείχε την περιοχή της Σμύρνης. Και επίσης η Ελλάδα να μην επιδιώκει – ή για την ακρίβεια δίνει την εντύπωση ότι επιδιώκει – να απλωθεί μέχρι τη μακρινή Ανατολική Μεσόγειο με εφαλτήριο το μικροσκοπικό Καστελλόριζο σε απόσταση αναπνοής από τα τουρκικά παράλια.
Δεύτερον, για τους Τούρκους το κλειδί είναι να μην επιμένουν ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν δίνουν δικαιώματα στην Ελλάδα γιατί αποτελούν γεωλογική προέκταση της Ανατολίας ή ότι η Κύπρος είναι γεωλογική προέκταση της Ανατολίας και τους απειλεί. Επίσης να μην υπονοούν ότι επειδή διαθέτουν τη μεγαλύτερη ακτογραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο (πράγμα συζητήσιμο, γιατί και η Αίγυπτος διαθέτει μεγάλη ακτογραμμή στη Μεσόγειο), θα πρέπει να εξασφαλίσουν τη μερίδα του λέοντος στην περιοχή αυτή.
Τρίτον, άλλο είναι οι εκατέρωθεν θέσεις που τίθενται για λόγους διαπραγματευτικούς και φαντάζουν εκ πρώτης όψεως αγεφύρωτες και άλλο οι ουσιαστικές θέσεις, που δεν είναι αγεφύρωτες, όπως φάνηκε ξεκάθαρα με τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις της περιόδου 1977-1981 επί Κωνσταντίνου Καραμανλή και το 2003 επί Κώστα Σημίτη, όπου υπήρχαν αρκετές συγκλίσεις και σχεδόν συμφωνία, ειδικά το 2003. Οι διαφορές του Αιγαίου, όλες ανεξαιρέτως, επιδέχονται λογικών και δίκαιων λύσεων με «δύο νικητές» (win-win).
(Ο Αλέξης Ηρακλείδης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα Τα Νέα)
from Όλες Οι Ειδήσεις https://ift.tt/Wr58ikn
via IFTTT