Προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων: Η διαδικασία στη διοικητική δίκη

Προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων: Η διαδικασία στη διοικητική δίκη

Λίγες ημέρες έμειναν πριν τις προφορικές εξετάσεις ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων του Νοεμβρίου 2024 και παρόλο που οι ερωτήσεις στον κώδικα διοικητικής δικονομίας δεν είναι πολλές κατά την εξέταση των υποψηφίων, είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζετε έστω και τελευταία στιγμή τις διατάξεις της ύλης σας μέσα από την ανάγνωση του παρακάτω κειμένου που ευελπιστώ να σας βοηθήσει ιδιαίτερα.

Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 του Συντάγματος «τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους». Όλες οι διοικητικές διαφορές είναι ακυρωτικές, εκτός αν έχουν χαρακτηριστεί ως διαφορές ουσίας από το Σύνταγμα ή από νόμο.

Η (ακυρωτική) διοικητική δίκη είναι ουσιαστικά «δίκη κατά (διοικητικής) πράξης». Το βασικό ένδικο βοήθημα της είναι η αίτηση ακύρωσης. Ο σκοπός της διοικητικής δίκης είναι η προστασία των δικαιωμάτων του θιγόμενου ιδιώτη από τη δράση της διοίκησης (ήτοι με πράξεις ή παραλείψεις).

Ικανότητα να είναι διάδικοι έχουν εκτός από τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, οι ενώσεις προσώπων (αποτελεί ένα ενδιάμεσο νομικό μόρφωμα μεταξύ σωματείου και αστικής εταιρείας) καθώς και οι ομάδες περιουσίας. Το δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών με εξαίρεση τις φορολογικές διαφορές όπου το δημόσιο εκπροσωπείται από την αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της (ήτοι υπάλληλοι των υπηρεσιών τους) και τις διαφορές που αφορούν τα σήματα όπου το δημόσιο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.

Δικαστικοί πληρεξούσιοι εκτός του δημοσίου διορίζονται δικηγόροι. Η δικαστική πληρεξουσιότητα παρέχεται είτε με προφορική δήλωση διαδίκου/νόμιμου αντιπροσώπου/εκπροσώπου στο ακροατήριο η οποία καταγράφεται στα πρακτικά είτε με συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο οπότε απαιτείται το γνήσιο της υπογραφής του διαδίκου/νομίμου αντιπροσώπου/εκπροσώπου. Η χρονική διάρκεια και η έκταση της εξουσίας του δικαστικού πληρεξουσίου προσδιορίζεται στο πληρεξούσιο έγγραφο και αν δεν ορίζεται διαφορετικά λήγει με την πάροδο πενταετίας από τη χρονολογία κατάρτισης του σχετικού εγγράφου. Κατ' εξαίρεση απαιτείται ειδική δικαστική πληρεξουσιότητα για α) δικαστικό συμβιβασμό β) παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε γ) προσβολή εγγράφου ως πλαστού δ) όπου αλλού προβλέπεται ρητώς από ειδικές διατάξεις. Τέλος, η δικαστική πληρεξουσιότητα παύει με α) κατάργηση δίκης/περάτωση διαδικαστικής πράξης β) θάνατο δικαστικού πληρεξουσίου/απώλεια ικανότητάς του γ) ανάκληση πληρεξουσιότητας/παραίτηση πληρεξουσίου από αυτήν δ) παραίτηση/παύση/έκπτωση πληρεξούσιου δικηγόρου από το δικαστικό λειτούργημα.

Τα στοιχεία νομιμοποίησης των νόμιμων αντιπροσώπων και εκπροσώπων των διαδίκων υποβάλλονται ως την πρώτη συζήτηση. Αν δεν υποβληθούν έως την πρώτη συζήτηση ή τα στοιχεία αυτά δεν είναι πλήρη, τότε το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του διαδίκου/νόμιμου αντιπροσώπου/εκπροσώπου/δικαστικού πληρεξουσίου, είτε αναβάλει τη συζήτηση είτε προχωρεί χορηγώντας εύλογη προθεσμία για τη χορήγηση των στοιχείων νομιμοποίησης. Αν κατά τη διάσκεψη διαπιστωθεί ότι υπάρχουν ελλείψεις στα στοιχεία νομιμοποίησης τότε ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή του οικείου τμήματος, με πράξη του, καλεί τον δικαστικό πληρεξούσιο να τα συμπληρώσει μέσα σε τασσόμενη από αυτόν ανατρεπτική προθεσμία. Τέλος, αν ο δικαστικός πληρεξούσιος δεν νομιμοποιηθεί τότε όλες οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από αυτόν είναι αυτοδικαίως άκυρες και το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορρίπτεται.

Για κάθε πράξη που διενεργεί δικαστής/δικαστικός υπάλληλος/άλλο αρμόδιο όργανο (μόνος ή συλλογικά), συντάσσεται έκθεση. Κατά τη σύνταξή της παρευρίσκονται όσοι συνέπραξαν ή παραστάθηκαν κατά τη διενέργεια της πράξης. Η έκθεση μνημονεύει α) τόπο και χρόνο πράξης β) ονοματεπώνυμο/ιδιότητα οργάνου που διενέργησε τη πράξη γ) ονοματεπώνυμα/ιδιότητες όσων συνέπραξαν/παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της πράξης δ) ονοματεπώνυμο που συνέταξε την έκθεση. Η έκθεση μόλις αναγνωστεί υπογράφεται από αυτόν που την συνέταξε και από όλα τα πρόσωπα που διενέργησαν την πράξη/συνέπραξαν/παραστάθηκαν κατά τη διενέργειά της. Η άρνηση υπογραφής μνημονεύεται ρητώς στην έκθεση.

Το δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία πρέπει να περιέχει α) το δικαστήριο στο οποίο απευθύνεται β) τόπο και χρόνο σύνταξής του γ) αν υποβάλλεται από φυσικό πρόσωπο à ονοματεπώνυμο, ΑΦΜ, ΑΜΚΑ, email, διεύθυνση, δικαστικό πληρεξούσιο και αν υποβάλλεται από νομικό πρόσωπο, ένωση περιουσίας ή προσώπων à επωνυμία, έδρα, ΑΦΜ, διεύθυνση, email, δικαστικό πληρεξούσιο και αντίκλητο δ) αν το δικόγραφο υπογράφεται από δικηγόρο, αναγράφεται το email του. Επίσης, το δικόγραφο δεν υπερβαίνει τις διακόσιες (200) λέξεις.

Οι επιδόσεις των εγγράφων επιτρέπονται οπουδήποτε και οποτεδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο μπορούν να γίνουν. Αν η επίδοση γίνει σε άλλο τόπο ή χρόνο είναι άκυρη. Άκυρη αν διενεργηθεί σε ημέρα αργίας ή κατά τη διάρκεια της νύχτας (7 το βράδυ έως 7 το πρωί). Άρνηση παραλαβής του επιδοτέου εγγράφου δεν επιτρέπεται σε κανέναν, σε περίπτωση άρνησης διαβιβάζεται από το όργανο της επίδοσης στην γραμματεία του οικείου δικαστηρίου. Η επίδοση σε χώρους λατρείας κατά τις ώρες των ιεροτελεστιών/θρησκευτικών τελετών/προσευχών είναι άκυρη. Δικόγραφο που αφορά περισσότερους διαδίκους επιδίδεται χωριστά στον κάθε έναν. Όμως, αν επιδίδεται σε περισσότερους νόμιμους αντιπροσώπους/δικαστικούς πληρεξουσίους/αντικλήτους, αρκεί η επίδοση σε έναν από αυτούς.

Το όργανο της επίδοσης των ιδιωτών είναι ο δικαστικός επιμελητής. Του δημοσίου/ΝΠΔΔ είναι είτε ο δικαστικός επιμελητής είτε υπάλληλος των υπηρεσιών τους. Του δικαστηρίου οι επιδόσεις γίνονται με δικαστικούς υπαλλήλους ή επιμελητές των δικαστηρίων.

Οι επιδόσεις προς το δημόσιο γίνονται στον Υπουργό Οικονομικών. Κατ' εξαίρεση για φορολογικές διαφορές, οι επιδόσεις γίνονται προς την αρχή που εξέδωσε την σχετική πράξη ή παρέλειψε την έκδοσή της. Στα λοιπά ΝΠΔΔ οι επιδόσεις γίνονται στους νόμιμους εκπροσώπους τους ή στους υπαλλήλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί από αυτούς ή δικαστικούς πληρεξουσίους.

Οι επιδόσεις προς ιδιώτες διενεργούνται στην κατοικία ή στο χώρο εργασίας. Αν απουσιάζουν από την κατοικία τους η επίδοση γίνεται στη σύζυγο/συγγενή/μέλος προσωπικού/σύνοικο (ακόμα και ο θυρωρός της πολυκατοικίας όχι όμως οι υπόλοιποι ένοικοι). Αν απουσιάζουν από το χώρο εργασίας η επίδοση γίνεται στον συνεταίρο/συνεργάτη/υπάλληλο που εργάζεται στον ίδιο χώρο, αν είναι δημόσιος υπάλληλος ο διάδικος τότε στον διευθυντή της υπηρεσίας του. Αν η διεύθυνση της κατοικίας ή του χώρου εργασίας βρίσκεται στην αλλοδαπή τότε η επίδοση (αν δεν υπάρχει αντίκλητος) γίνεται στον Υπουργό Εξωτερικών ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν υπάλληλο. Αν είναι αγνώστου διαμονής τότε η επίδοση γίνεται (αν δεν υπάρχει αντίκλητος) στον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διαμονής του (αν δεν υπάρχει τότε στον δήμαρχο ή πρόεδρο της κοινότητας της έδρας της αρχής που εξέδωσε την πράξη). Αν τα πρόσωπα στα οποία διενεργείται η παράδοση του εγγράφου απουσιάζουν από κατοικία ή χώρο κατοικίας ή αρνούνται τότε η επίδοση γίνεται με θυροκόλληση του επιδοτέου εγγράφου εντός σφραγισμένου και αδιαφανούς φακέλου. Για κάθε επίδοση συντάσσεται έκθεση που περιέχει α) παραγγελία προς επίδοση β) σαφή προσδιορισμό επιδοτέου εγγράφου και προσώπων που αφορά γ) ημέρα και ώρα επίδοσης δ) πρόσωπο που παραδόθηκε το έγγραφο και ιδιότητα ε) λόγους που προκάλεσαν τη θυροκόλληση.

Ειδικές επιδόσεις: α) αν νοσηλεύεται ή κρατείται σε φυλακή η επίδοση γίνεται στον διευθυντή του νοσοκομείου ή της φυλακής β) αν πρόκειται για τις ένοπλες δυνάμεις/λιμενικό σώμα/πυροσβεστικό σώμα η επίδοση γίνεται στο διοικητή της μονάδας ή στον προϊστάμενο της υπηρεσίας τους γ) αν υπηρετεί σε εμπορικό πλοίο η επίδοση γίνεται στον λιμενάρχη.

Ο αντίκλητος διορίζεται από τον διάδικο που δεν έχει ο ίδιος/νόμιμος εκπρόσωπος/εκπρόσωπος/δικαστικός πληρεξούσιος την κατοικία ή το χώρο εργασίας στην έδρα του δικαστηρίου. Ο διορισμός γίνεται με το πρώτο δικόγραφο που απευθύνεται στο δικαστήριο αλλά μπορεί να γίνει και με νεότερο έγγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία και επιδίδεται στους διαδίκους. Η πράξη του διορισμού περιέχει όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, επάγγελμα, διεύθυνση κατοικίας και εργασίας του αντικλήτου.

Οι προθεσμίες ορίζονται από το νόμο και αρχίζουν την επόμενη ημέρα από εκείνη που συντελέστηκε το γεγονός που αποτέλεσε την αφετηρία τους και λήγουν στις επτά το βράδυ της τελευταίας ημέρας (αν είναι αργία την αμέσως επόμενη εργάσιμη). Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε έτη τότε λήγει όταν περάσει η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου έτους. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες τότε λήγει όταν περάσει η τελευταία ημέρα του τελευταίου μήνα. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται σε εβδομάδες τότε λήγει όταν περάσει η αντίστοιχη ομώνυμη ημέρα της τελευταίας εβδομάδας. Αν η προθεσμία προσδιορίζεται ως μισό έτος ισχύει ως προθεσμία έξι μηνών. Αν η προθεσμία έχει προσδιοριστεί σε μήνες και ημέρες, υπολογίζονται πρώτα οι μήνες και μετά προστίθενται οι ημέρες.

Τα ένδικα βοηθήματα στη διοικητική δίκη είναι η αίτηση ακύρωσης, η προσφυγή ουσίας, η αγωγή, η ανακοπή εκτέλεσης και η ένσταση εκλογών. Στις ακυρωτικές διαφορές, το ένδικο βοήθημα είναι η αίτηση ακύρωσης ενώ στις διαφορές ουσίας ασκούνται τα υπόλοιπα ένδικα βοηθήματα.

Με την αίτηση ακύρωσης επιδιώκεται η ολική ή μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, όχι όμως η τροποποίησή της. Το δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα και όχι την ουσία της πράξης. Ασκείται είτε στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή σε τακτικό διοικητικό δικαστήριο. Η αίτηση ακύρωσης είναι απαράδεκτη, εάν δεν έχει ασκηθεί προηγουμένως η προβλεπόμενη ενδικοφανής προσφυγή. Από την άλλη πλευρά, η προσφυγή είναι το ένδικο βοήθημα με το οποίο ζητείται η άσκηση ουσιαστικού ελέγχου ατομικής διοικητικής πράξης. Ο νόμος χαρακτηρίζει τη διαφορά ως ουσίας. Με την προσφυγή δεν ελέγχεται μόνο η νομιμότητα της πράξης (δηλαδή ορθή εφαρμογή του νόμου) αλλά και η κατ' ουσία ορθότητα μιας διοικητικής πράξης. Ο δικαστής της προσφυγής έχει την εξουσία όχι μόνο να ακυρώσει αλλά και να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη πράξη.

Παράλειψη υπάρχει όταν η διοικητική αρχή, αν και υποχρεούται σύμφωνα με το νόμο, δεν εκδίδει εκτελεστή ατομική διοικητική πράξη για να ρυθμίσει ορισμένη έννομη σχέση. Βασικά, η παράλειψη συντελείται με την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας που τάσσει ο νόμος για την έκδοση της πράξης αυτής.

Προσφυγή ασκεί εκείνος που α) έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον ή β) του αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό από ειδική διάταξη νόμου. Μπορεί να ασκήσει προσφυγή και ο Υπουργός Οικονομικών καθώς και τα όργανα στα οποία έχει μεταβιβάσει αυτή την αρμοδιότητα με απόφασή του υπέρ του δημοσίου. Παθητικώς ενεργοποιείται το δημόσιο/ΝΠΔΔ/όργανο που εξέδωσε ή παρέλειψε να εκδώσει την πράξη. Ενεργητικώς ενεργοποιείται ο θιγόμενος ιδιώτης.

Το δικόγραφο της προσφυγής περιέχει εκτός από τα παραπάνω για το δικόγραφο, α) την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη β) αρχή που εξέδωσε την πράξη/παράλειψη την έκδοσή της γ) λόγους που θεμελιώνουν το αίτημα και δ) σαφώς καθορισμένο αίτημα. Η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης. Απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από τον ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης.

Με την αγωγή ένας ιδιώτης ζητεί από το δικαστήριο να του αναγνωριστεί χρηματική αξίωση ή να του καταβληθεί χρηματικό ποσό που του οφείλει το δημόσιο από οποιαδήποτε έννομη σχέση δημοσίου δικαίου. Επομένως, με την αγωγή ζητούνται χρήματα ενώ με την ακύρωση ακύρωσης/προσφυγή/ανακοπή ζητείται η ακύρωση πράξεων ή παραλείψεων της διοίκησης. Παθητικώς ενεργοποιείται το δημόσιο ή το ΝΠΔΔ που είναι υπόχρεο προς ικανοποίηση της χρηματικής αξίωσης.

Το δικόγραφο της αγωγής εκτός από τα παραπάνω στοιχεία για το δικόγραφο, πρέπει να περιέχει α) καθορισμό της έννομης σχέσης από όπου απορρέει η αξίωση β) σαφή έκθεση πραγματικών περιστατικών γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα. Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης αγωγής με το αυτό αντικείμενο από τον ίδιο ενάγοντα.

Επομένως, αν ο ασκών το ένδικο βοήθημα ζητάει αποζημίωση θα ασκήσει αγωγή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Αν προσβάλλεται κανονιστική πράξη (αφορά πολλούς ανθρώπους η πράξη αυτή) τότε η αίτηση ακύρωσης ασκείται στο Συμβούλιο της Επικρατείας ενώ αν προσβάλλεται ατομική πράξη (αφορά έναν άνθρωπο η πράξη αυτή) τότε πρέπει να βρεθεί το κατάλληλο ένδικο βοήθημα για να εξεταστεί αν πρόκειται για ακυρωτική διαφορά ή διαφορά ουσίας.

Τα ένδικα μέσα στη διοικητική δίκη είναι α) η ανακοπή ερημοδικίας β) η έφεση γ) η αίτηση αναθεώρησης, δ) η τριτανακοπή και ε ) η αίτηση διόρθωσης ή ερμηνείας. Όλα τα ένδικα μέσα εκτός από την έφεση εκδικάζονται από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη (οριστική) απόφαση. Η έφεση εκδικάζεται από το αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Δεν επιτρέπεται από το αυτό πρόσωπο η άσκηση για δεύτερη φορά του ίδιου ένδικου μέσου.

Έφεση μπορούν να ασκήσουν όσοι ήταν διάδικοι κατά την πρωτόδικη ακυρωτική δίκη, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών που αρχίζει από την επόμενη της ημέρας που κοινοποιήθηκε η απόφαση με επιμέλεια του διαδίκου και πάντας μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευσή της. Τα δικόγραφα των ένδικων μέσων εκτός από τα στοιχεία που αναφέρθηκαν παραπάνω για το δικόγραφο πρέπει να περιέχουν α) μνεία της προσβαλλόμενης απόφασης β) ειδικούς για κάθε ένδικο μέσο λόγους και γ) σαφώς καθορισμένο αίτημα.

Πριν τη συζήτηση στο ακροατήριο, η γραμματεία καταρτίζει για κάθε δικάσιμο έκθεμα, στο οποίο αναγράφονται με τη σειρά του πινακίου οι προς συζήτηση υποθέσεις. Οποιοσδήποτε μπορεί να το συμβουλευτεί καθώς αναρτάται έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων και στον ιστοχώρο του κάθε δικαστηρίου από την προηγούμενη της συνεδρίασης. Η μη ανάρτησή του δεν προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, ο δικαστής που προεδρεύει κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη της, προβαίνει στην προεκφώνηση και εκφώνηση (μπορούν να διενεργηθούν και συγχρόνως ή η μία μετά την άλλη) των υποθέσεων που είναι γραμμένες στο πινάκιο κατά τη σειρά εγγραφής τους, διευθύνει τη συζήτηση και έχει την ευθύνη της ευταξίας και ευπρέπειας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Κατά την προεκφώνηση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο αν έχουν κλητευτεί νόμιμα οι διάδικοι που δεν παρίσταται. Αν ναι, τότε συνεχίζεται η διαδικασία. Αν όχι, η συζήτηση αναβάλλεται. Ο διάδικος που δεν παραστάθηκε κατά την προεκφώνηση ή έναρξη διαδικασίας έχει δικαίωμα να παρασταθεί στη συνέχεια της συζήτησης. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν να μην εμφανισθούν στο ακροατήριο αλλά να παραστούν με τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης όποιος θορυβεί/εκδηλώνει ασέβεια/ανυπακοή/προκαλεί φθορά στην αίθουσα/παρακωλύει τη διαδικασία είτε αποβάλλεται από την αίθουσα είτε του επιβάλλεται χρηματική ποινή (από 30 € έως 150 €) είτε κρατείται το πολύ 24 ώρες με μέτρα που λαμβάνει ή διαταγή ο δικαστής που προεδρεύει. Αν θορυβεί δικηγόρος/δείχνει ανυπακοή του επιβάλλονται οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται από τον Κώδικα των Δικηγόρων.

Κατά τη συζήτηση, ο δικαστής δίνει το λόγο και απευθύνει ερωτήσεις προς τους διαδίκους/νόμιμους αντιπροσώπους/εκπροσώπους/δικαστικούς πληρεξουσίους αφαιρεί το λόγο και ζητά διευκρινίσεις ενώ παράλληλα εξετάζει μάρτυρες/πραγματογνώμονες/διερμηνείς. Κάθε μέλος του δικαστηρίου ύστερα από άδεια του δικαστή που διευθύνει τη συζήτηση μπορεί να απευθύνει ερωτήσεις στα ίδια πρόσωπα.

Το δικαστήριο, μπορεί ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή αυτεπαγγέλτως να αποφασίσει την εξέταση μαρτύρων/πραγματογνωμόνων/διαδίκων χωρίς να παρευρίσκονται στην αίθουσα συνεδρίασης. Αυτό μπορεί να γίνει με τηλεματική συνεδρίαση που πραγματοποιείται με τη χρήση μέσων σύγχρονης τεχνολογίας, με τα οποία καθίσταται δυνατή η μετάδοση εικόνας και ήχου σε πραγματικό χρόνο. Η αίθουσα τηλεματικής συνεδρίασης είναι εξοπλισμένη με κατάλληλο ηλεκτρονικό και λοιπό υποστηρικτικό εξοπλισμό ο οποίος μπορεί να είναι σταθερός ή φορητός. Με το τέλος της τηλεματικής συνεδρίασης, ο ορισθείς δικαστικός υπάλληλος συντάσσει για κάθε υπόθεση, έκθεση, όπου αναφέρει ημερομηνία και τόπο συνεδρίασης, ονόματα διαδίκων που παρευρέθησαν, ονόματα πληρεξούσιων δικηγόρων που παραστάθηκαν και λοιπών που συμμετείχαν.

Υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισμών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο τρεις (3) ημέρες μετά τη συζήτηση. Μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας ο αντίδικος έχει δικαίωμα να αντικρούσει τους ισχυρισμούς αυτούς.

Αν κατά τη συνεδρίαση/διενέργεια διαδικαστικής πράξης τελεστεί αξιόποινη πράξη, βεβαιώνεται με πρακτικό και διατάσσεται η σύλληψη του υπαιτίου ο οποίος παραπέμπεται στον αρμόδιο εισαγγελέα με απόσπασμα του σχετικού πρακτικού.

Σε περίπτωση που υπάρχουν τυπικές παραλείψεις αυτές συμπληρώνονται/καλύπτονται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο που έχει την σχετική πληρεξουσιότητα, ακόμα και μεταγενέστερα της συζήτησης.

Στο τέλος της συζήτησης, ο εισηγητής δικαστής συντάσσει και παραδίδει το σχέδιο της απόφασης σε ηλεκτρονική μορφή (περιλαμβάνει ιστορικό, σκεπτικό και διατακτικό) το οποίο υπογράφεται στις μονομελές συνθέσεις από τον δικαστή που δίκασε την υπόθεση και στις πολυμελείς συνθέσεις από εισηγητή και πρόεδρο και τίθεται και η χρονολογία της διάσκεψης. Η γνώμη της μειοψηφίας μνημονεύεται στην απόφαση. Το σχέδιο της απόφασης φυλάσσεται στη δικογραφία. Το πρωτότυπο της απόφασης παραδίδεται από τον δικαστή σε ηλεκτρονική μορφή και απαγγέλλεται σε δημόσια συνεδρίαση (ήτοι δημοσιεύεται).

#ΑΣΕΠ #ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ #ΘΕΣΕΙΣ_ΕΡΓΑΣΙΑΣ #ΕΡΓΑΣΙΑ #ΕΣΔΙ #ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ #ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ


from Όλες Οι Ειδήσεις https://ift.tt/eXDP9fp
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη