[1926 - 1983] Έλλη Λαμπέτη

Η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα Βίλλια το 1926. Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου και ο πατέρας της ήταν ένας ευκατάστατος έμπορος ξυλείας που είχε 7 παιδιά: Τη Φωτούλα, την Κούλα, τον Τάσο, την Ειρήνη, την Αντιγόνη, την Έλλη και τον Τάκη. Η Έλλη και ο Τάκης ήταν δίδυμοι και είχαν μεγάλη αγάπη ο ένας στον άλλο. Η οικογένεια μεταφέρθηκε από τα Βίλλια στην Αθήνα, στην αρχή στην οδό Αχαρνών κι αργότερα στην Ασκληπιού 132, σε μια ευχάριστη μονοκατοικία με κήπο. Ερχόταν εκεί τακτικά και τους έβλεπε ο θείος Τάσος, που ήταν ηθοποιός στο Εθνικό Θέατρο. Όταν άκουσε την Έλλη να απαγγέλλει στίχους από τους αγαπημένους της ποιητές, της πρότεινε να την πάει να δώσει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού. Η Έλλη απάγγειλε ένα ποίημα του Πολέμη, αλλά την απέρριψαν ομόφωνα. Ήταν γι’ αυτήν η πρώτη πίκρα, μα δεν το έβαλε κάτω. Με την ποδιά του γυμνασίου ακόμα ξαναδοκίμασε την τύχη της... Ο θείος Τάσος είχε ένα παρατσούκλι με το οποίο ήταν γνωστός στο Εθνικό: Τον φώναζαν «ο Λαμπέτης» επειδή του άρεσε απ’ όλα τα ποιήματα του Βαλαωρίτη ο «Αστραπόγιαννος» και τον απάγγελνε πολύ συχνά: «Λαμπέτη, εδείλιασα, / τα σωθικά μου / άσπλαχνο εθέρισε / βόλι πικρό...» Όταν λοιπόν η Έλλη και ο θείος της πήγαν στο «Ρεξ» όπου στεγαζόταν η Δραματική Σχολή
της Μαρίκας Κοτοπούλη και όπου θα γίνονταν εκείνο το πρωί οι εξετάσεις, ο Μανώλης Σκουλούδης, εισηγητής του δραματολογίου, ρώτησε την Έλλη, όταν ήρθε η σειρά της:- Πώς σε λένε, παιδί μου;
- Έλλη Λ..., έκανε να πει εκείνη, δίνοντας το αληθινό της όνομα, Λούκου.Όμως δεν πρόλαβε. Πίσω της, ο θείος Τάσος είχε μια αστραπιαία έμπνευση:
- Έλλη Λαμπέτη, είπε για λογαριασμό της.
Εκείνη τη στιγμή, ένα αστέρι του ελληνικού θεάτρου γεννήθηκε. Ήταν μια φθινοπωρινή μέρα του 1942. Μέλη της επιτροπής που θα έκρινε ήταν η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Ελένη Χαλκούση, ο Σπύρος Μελάς, ο Φάνης Μιχαλόπουλος και ο Τάκης Χορν. Αυτή τη φορά η Έλλη πέρασε τις εξετάσεις, και μαζί της η Βίλμα Κύρου και η Δάφνη Σκούρα. Η πρώτη της εμφάνιση ήταν στη μουσική κωμωδία «Ταξίδι Γάμου», όπου έπαιζαν ο Τάκης Χορν και η Νανά Σκιαδά. Σε μια σκηνή, στην αποβάθρα ενός τραίνου, έβγαινε ένα κοριτσάκι μ’ ένα καλάθι στη μασχάλη, που φώναζε:
- Καραμέλες, σοκολάτες, ...καραμέλες, μέντες...
Ακολούθησε μια άλλη μουσική κωμωδία, το «Αλάτι και Πιπέρι», όπου η Έλλη έκανε μια
κοπέλα κομμωτηρίου. Και οι δυο εμφανίσεις της δεν βαστούσαν παραπάνω από δύο λεπτά... Στο αναμεταξύ, οι δουλειές του πατέρα δεν πήγαιναν καλά και ο λατρευτός της δίδυμος αδελφός, ο Τάκης, πέθανε από φυματίωση από τις κακουχίες της Κατοχής. Η Μαρίκα Κοτοπούλη τής έδωσε μια καλή ευκαιρία: Το ρόλο της Χάννελε στο έργο του Χάουπτμαν «Η Χάννελε πάει στον Παράδεισο», με τη Μαρίκα σ’ ένα μικρό ρόλο και με συμπρωταγωνιστές τον Δημήτρη Μυράτ, τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο και τον Τάκη Γαλανό. Η επιτυχία της Έλλης ήταν τόσο μεγάλη ώστε έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα και ο Σπύρος Μελάς της αφιέρωσε ένα διθυραμβικό χρονογράφημα. Η Κατοχή πλησίαζε στο τέλος της, αλλά μια νέα τραγωδία περίμενε την οικογένεια της Έλλης Κάποιο μέλος αντιστασιακής ομάδας, κυνηγώντας έναν άλλο αντίπαλης ομάδας, τον πέτυχε στη γωνία Διγενή Ακρίτα και Ασκληπιού: Στεκόταν μπροστά στο κλειστό παράθυρο του σπιτιού της Έλλης Τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. Πίσω από το παράθυρο, μέσα στο δωμάτιο, η μητέρα της Έλλης έραβε στη ραπτομηχανή της. Η σφαίρα, περνώντας τα εξώφυλλα, σκότωσε κι εκείνη. Η Έλλη είδε ξαφνικά τη μητέρα της να γέρνει το κεφάλι σαν να είχε κουραστεί και αποκοιμήθηκε... Η πρώτη της επιτυχία δεν είχε άμεση συνέχεια. Της έδιναν πολύ μικρούς ρόλους και κάποια στιγμή η Έλλη έφυγε από το θίασο Κοτοπούλη και εμφανίστηκε στο θερινό «Θέατρο Μουσούρη», στην οδό Μαυρομματαίων, στο έργο «Σκάνδαλα σε Γυμνάσιο Θηλέων». Μετά την Κατοχή έπαιξε για πρώτη (και μοναδική) φορά σε μια επιθεώρηση με τίτλο «Χάιλ Χίτλερ!». Έπειτα έφυγε από του Μουσούρη και πήγε στο «Θέατρο Τέχνης» του
Κουν, όπου άρχισε τις μεγάλες καλλιτεχνικές της επιτυχίες. Στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τέννεσση Ουιλλιαμς, στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ και στον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, σε σκηνοθεσία του Κουν, με μουσική Χατζηδάκι και σκηνικά του Τσαρούχη... Η επιτυχία είχε χαμογελάσει στην Έλλη Λαμπέτη -αλλά η μοίρα δεν την ξεχνούσε. Στις πρόβες του επόμενου έργου του θιάσου Κουν, την ώρα που η Έλλη μακιγιαριζόταν στο καμαρίνι της για να βγει σε λίγο στη σκηνή, ήρθε η φοβερή είδηση: «Πέθανε ο πατέρας σου...». Με την πίκρα στην ψυχή, η Έλλη βγήκε στη σκηνή. Κατά σύμπτωση το έργο λεγόταν «Η Ζωή με τον Πατέρα»... Έπειτα από μερικές εμφανίσεις στο θερινό θέατρο της Κατερίνας, η Έλλη έπαιξε στο Εθνικό τη Ροζίνα στον «Κουρέα της Σεβίλλης» και τη Φανίτσα στους «Φοιτητές» του Γρ. Ξενόπουλου. Κατόπιν ξαναγύρισε στου Μουσούρη, όπου έμεινε τρία ολόκληρα χρόνια (1949—52). Τον Αύγουστο του 1950, η Έλλη παντρεύτηκε τον Μάριο Πλωρίτη. Ο γάμος δεν βάσταξε πολύ, αλλά η φιλία τους δεν διακόπηκε ποτέ. Οι μεγαλύτερες επιτυχίες της Έλλης στο «Θέατρο Μουσούρη» ήταν τα έργα «Πεγκ, Καρδούλα μου», «Λίλιομ», «Αξιοθαύμαστος Υπηρέτης», «Χαμένοι στο Σκοτάδι». Το 1951-53 έγινε συνδημιουργός του θιάσου Λαμπέτη-Παπά-Χορν, που στεγάστηκε στο «Θέατρο Κυβέλης» στην Πλατεία Συντάγματος. Από τότε άρχισε και ο δεσμός της με τον Τάκη Χορν, με τον οποίο γνώρισε μεγάλες επιτυχίες στα έργα «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (σε σκηνοθεσία του νεαρού τότε Κακογιάννη), η «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα», η «Νόρα», το «Ξενοδοχείον Ευτυχία», το «Γαλάζιο Φεγγάρι», «Ο Άνθρωπος με την Ομπρέλα». Όμως, από το 1954 ως το 1958, τρεις νέοι κεραυνοί έπεσαν στο οικογενειακό περιβάλλον της Έλλης. Το ‘54, η αδελφή της Κούλα, παντρεμένη με δυο παιδιά, πέθανε από καρκίνο. Το ‘56 πέθανε, κι αυτή από καρκίνο, η πρωτότοκη Φωτούλα, παντρεμένη αλλά χωρίς παιδιά. Και το ‘58 έφυγε και η Ειρηνούλα, που ήταν οδοντογιατρός: Σε μια εκδρομή με πούλμαν τραπεζικών υπαλλήλων, το Πάσχα, μια φίλη της την παρέσυρε να πάει μαζί της. Και έξω από τα Γιάννενα το πούλμαν έπεσε σε μια χαράδρα. Οι νεκροί ήταν 45 - κι ανάμεσά τους και η Ειρηνούλα, που είχε κάνει ήδη υστερεκτομή γιατί είχε κι εκείνη προσβληθεί από τη φοβερή αρρώστια...
Τον χειμώνα του 1955, το μεγάλο εκείνο θεατρικό συγκρότημα διαλύθηκε, λόγω αρρώστιας του Παπά, ο οποίος πέθανε λίγο αργότερα (1959). Αλλά η Έλλη πέρασε και μια προσωπική δοκιμασία: Από μια ψύξη, που της φάνηκε ασήμαντη, έπαθε πάρεση, που της παραμόρφωσε το πρόσωπο. Κλείστηκε στο σπίτι της, για να μην τη δει κανείς. Κατάφερε όμως, με τη θέλησή της, να γιατρέψει το πρόσωπό της κι έγινε τελείως καλά. Αλλά είχε ζήσει μια φοβερή αγωνία... Μαζί με τον Χορν στεγάστηκαν εκείνο το χειμώνα στο «Θέατρο Μουσούρη» και έπαιξαν τρία έργα: «Πρόσκληση στον Πύργο», «Το Τελευταίο Βαλς» και «Νυχτερινή Επίσκεψη». Τον επόμενο χειμώνα δημιουργήθηκε ο θίασος Λαμπέτη-Χορν, που πήρε μεγάλη θέση στην ελληνική θεατρική ιστορία. Όλη η Αθήνα μιλούσε για τον «Βροχοποιό», τη «Ζιζή» και προπαντός για το «Νυφικό Κρεβάτι», αλλά και για «Το Παιχνίδι της Μοναξιάς», την «Κυρία με τις Καμέλιες», τον «Εραστή από Χαρτόνι»... Κουρασμένη από τις συνεχείς παραστάσεις, η Έλλη ένιωσε την ανάγκη μιας ανάπαυλας. Πήγε πρώτα στην Αμερική, όπου έμεινε σ’ ένα αναρρωτήριο. Έπειτα πήγε στην Ιταλία, στη «Σινετσιτά», όπου δέχτηκε να παίξει σε μια ταινία, της οποίας το σενάριο είχε γράψει ο Αμερικανός Φρέντερικ Γουέικμαν. Σκηνοθέτης ήταν ο Μιχάλης Κακογιάννης και πρωταγωνιστής ο Αμερικανός Βαν Χέφλιν. Τίτλος: «Το Σκουπίδι». Στο τέλος του καλοκαιριού η Έλλη γύρισε στην Ελλάδα παντρεμένη με τον Γουέικμαν, ο οποίος με την ωριμότητα και την ηρεμία του της συμπαραστάθηκε στις δύσκολες ώρες της ζωής της. Μαζί βρήκαν το έργο με το οποίο θα έκανε την επανεμφάνισή της στην αθηναϊκή σκηνή: Ήταν «Το Θαύμα της Αννι Σάλλιβαν», που ανεβάστηκε στο θέατρο «Διονύσια».
Το ίδιο εκείνο έτος (1961) η Έλλη πήρε ένα «Αριστείο Κινηματογραφικής Αξίας», μοιρασμένο με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Μελίνα Μερκούρη, για την ως τότε προσφορά της στον κινηματογράφο. Τον επόμενο χρόνο δημιουργήθηκε ένα νέο θέατρο στην Αθήνα: Το «Θέατρο Έλλης Λαμπέτη» όπου έπαιξε την «Οντίν» του Ζιρωντού, με τον Νίκο Κούρκουλο. Κατόπιν έπαιξε στο «Βασιλικό Θέατρο» το «Ατλαζένιο Γοβάκι» του Κλωντέλ. Το 1964 ξαναγύρισε στα «Διονύσια» όπου ο Κακογιάννης σκηνοθέτησε γι’ αυτήν ένα έργο του Νηλ Σάιμον, το «Ξυπόλητη στο Πάρκο», με τον Κώστα Καρρά, και το 1965 έπαιξε την Μπλανς Ντυμπουά στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Νιώθοντας πάλι κούραση, δεν έπαιξε μια ολόκληρη χρονιά: Με τις οικονομίες μιας ολόκληρης ζωής είχε αγοράσει ένα σπίτι στο Πήλιο και πήγε εκεί να ξαποστάσει... Τον άλλο χειμώνα (1966-67), ανέβασε στα «Διονύσια» την «Αγία Ιωάννα» του Μπέρναρντ Σω, με τον Καρρά και τον Καζάκο. Ακολούθησε η τεράστια επιτυχία της «Πέπσυ», με τον Καρρά και τον Τσιβιλίκα. Έπειτα πήγε στο «Κεντρικόν» όπου παρουσίασε τα «Σαράντα Καράτια» - και ξαφνικά κυκλοφόρησε η τρομερή φήμη: «Η Έλλη είναι άρρωστη ...έχει καρκίνο...». Ήταν αλήθεια. Ο κεραυνός της φοβερής αρρώστιας είχε πέσει και σ’ αυτήν. Ο αγώνας της έμελλε να βαστάξει 16 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έπαιζε ακούραστη στο θέατρο, με διαλείμματα τις επισκέψεις στην Αμερική, όπου οι γιατροί την κρατούσαν στη ζωή με εγχειρήσεις και χημειοθεραπεία. Μεταξύ άλλων, έπαιξε το «Άνθος του Κάκτου» με τον Μούτσιο, το «Τσιν -Τσιν» με τον Κωνσταντάρα, την κωμωδία «Μια Λαίδη στο Σφυρί», το μιούζικαλ «Γλυκιά Ιρμα» με τον Ηλιόπουλο και τον Μαλαβέτα, την «Τυφλόμυγα» και τις «Μικρές Αλεπούδες» με την Κατερίνα... Η Έλλη Λαμπέτη είχε το πάθος να φέρει στον κόσμο ένα παιδί.
Δεν μπόρεσε να το αποκτήσει και κάποια στιγμή ξέσπασε ένας μεγάλος δημοσιογραφικός θόρυβος για ένα παιδί που είχε προσωρινά υιοθετήσει και δεν το ‘δίνε πίσω στους φυσικούς του γονείς. Η ιστορία αυτή τη φόρτωσε με περισσό άγχος... Για ένα χρόνο δεν έπαιξε καθόλου. Το 1974 εμφανίστηκε στον «Βυσσινόκηπο» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ και τη «Δεσποινίδα Μαργαρίτα», ένα έργο όπου έπαιξε δύο ώρες μόνη της... Έπειτα από ένα ακόμη ταξίδι στην Αμερική, έπαιξε (στη σαιζόν 1977-78) τη «Φθινοπωρινή Ιστορία» με τον Μάνο Κατράκη. Τότε ήρθε το τελευταίο χτύπημα: Ο αδελφός της Τάσος, αρχιτέκτονας, παντρεμένος με παιδί, μπήκε στον «Ευαγγελισμό» για τσεκ-απ ανησυχώντας για την καρδιά του, αλλά εκεί τον βρήκε μια φοβερή κρίση και πέσανε στο νοσοκομείο... Η αρρώστια και το νέο πένθος την ξανάφεραν με πάθος στη σκηνή. Το 1978-79, έπαιξε τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» με τον Παπαμιχαήλ, σε σκηνοθεσία Μάουρο Μπολονίνι.
Το 1980, έπαιξε την «Ντόλλυ» με τον Παπαμιχαήλ και τον Αρζόγλου. Ξανάφυγε πάλι για την Αμερική, κι’ αυτή τη φορά γύρισε σχεδόν χωρίς φωνή. Δεν το έβαλε κάτω: Βρήκε ένα έργο όπου μπορούσε να παίξει χωρίς φωνή: Τη «Σάρα» όπου υποδύθηκε μια κωφάλαλη... Μαζί με τη φωνή, άρχισε να χάνει και τα μαλλιά της. Έφυγε πάλι για την Αμερική, αφού πούλησε το σπίτι της, τον μοναδικό καρπό της δουλειάς της, για να αντιμετωπίσει τα έξοδα της αρρώστιας της. Γύρισε μ’ ένα σωληνάκι στο λαιμό. Τώρα πια, δεν αακουγόταν καθόλου. Όμως τα μαλλιά της άρχισαν να ξαναβγαίνουν. Έλπισε πως θα γινόταν καλά κι έκανε άλλο ένα ταξίδι στην Αμερική. Ήταν το τελευταίο. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1983, στις δυόμιση τ’ απόγευμα, ώρα Ελλάδας, η Έλλη έκλεισε τα μάτια για πάντα...

ΜΟΡΦΕΣ 20 ΑΙΩΝΩΝ
ΗΘΟΠΟΙΟΙ ΣΚΝΟΘΕΤΕΣ ΘΕΑΤΡΙΚΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
ΑΘΗΝΑ
1996


from anemourion https://ift.tt/VnElhcD
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη