Αλαμάνα: Ο Αθανάσιος Διάκος και 48 σύντροφοί του αρνούνται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους

22 Απριλίου 1821. Ο Αθανάσιος Διάκος και 48 σύντροφοί του αρνούνται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους στην Αλαμάνα!

Οδυσσέας φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα...

Τη δύσκολη πρώτη περίοδο της Επανάστασης, Απρίλιος – Μάιος 1821, όλα μπορούσαν να είχαν χαθεί χωρίς την παληκαριά, την ..τρέλλα, τη θυσία λίγων ψυχωμένων καπετάνιων οι οποίοι ενέπνευσαν πνεύμα αγωνιστικότητας και θυσίας στα παληκάρια τους. Χωρίς την Αλαμάνα (22/4), τη Γραβιά (7/5), το Βαλτέτσι (12/5), όλα μπορεί να είχαν χαθεί..

Ο Αθανάσιος Διάκος, από την Άνω Μουσουνίτσα της Φωκίδος, συνομήλικος, φίλος και παλαιότερα πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα, δοξάστηκε στη Γέφυρα της Αλαμάνας πριν μαρτυρήσει την επομένη στη Λαμία. (Λεπτομέρειες κατωτέρω).

Στην Αλαμάνα έπεσε πολεμώντας και ένας ακόμη πρωτεργάτης της ελευθερίας, ο πρώτος ανώτερος κληρικός που έπεσε στον Αγώνα, ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαϊας, από τη Δεσφίνα της Φωκίδος. Ήταν υψηλό στέλεχος της Φιλικής Εταιρίας. Τον Φεβρουάριο του 1821, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ τον έστειλε στην Πελοπόννησο με οδηγίες στους επισκόπους Παλαιών Πατρών Γερμανό, Τριπόλεως, και Ναυπλίου. Επέστρεψε στη Βοιωτία και έφερε οδηγίες στους επισκόπους Αθηνών, Βοιωτίας, και στον Αθανάσιο Διάκο. Στις 24 Μαρτίου ευλόγισε τα όπλα του Πανουργιά, ενώ στις 27 Μαρτίου μαζί με τους επισκόπους Αθηνών και Ταλαντίου ευλόγισαν τα όπλα του Αθανάσιου Διάκου στο μοναστήρι του Όσιου Λουκά. Εκεί έπεσαν και αδέλφια του Διάκου και του Ησαία!

Ακολουθεί Απόσπασμα απο τη Γενική Ιστορία του Α.Πολυζωΐδου, Αθήνα 1890. ΟΙ λεπτομέρειες του φριχτού βασανισμού του Διάκου διαβάζονται ΔΥΣΚΟΛΑ......

«...Ο Αθανάσιος Διάκος αρματωλός Λεβαδείας και οι προύχοντες αυτής, ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και οι προύχοντες Αμφίσσης συγχρόνως σχεδόν ύψωσαν την σημαίαν της επαναστάσεως, εκείνοι μεν εν Λεβαδεία, ούτοι δ’ εν Αμφίσση και εκυρίευσαν εκάτεροι των φρουρίων εκατέρας αυτών. Μετά δε την πτώσιν του φρουρίου της Αμφίσσης ο μεν Ιωάννης Γκούρας παρέμεινεν εν Αμφίσση, ο δε Κομνάς Τράκας μετέβη μετά 200 ανδρών εις την πολιορκίαν της Μενδενίτζης ή Βοδωνίτσης προς επικουρίαν των πολιορκητών αυτής Ιωάννου Δυοβουνιώτου και Αθανασίου Διάκου. Καταλιπόντες δ’ ο Διάκος και Δυοβουνιώτης σώμα προς πολιορκίαν της Μενδενίτζης επορεύοντο την εις Λαμίαν άγουσαν και αφικόμενοι εις την επί του Σπερχειού γέφυραν της Αλαμάνας τον μεν Κομνάν Τράκαν έπεμψαν ίνα πείραν λάβη των εν Λαμία δυνάμεων, αυτοί δ’ εστρατοπεδεύσαντο εν Κομποτάδες, όπου αφίκοντο και οι περί τον Πανουργιάν. Προελάσας δ’ ο Τράκας τη 14 Απριλίου 1821 μέχρι των τέταρτον απεχόντων της Λαμίας τουρκικών «Καλυβίων Κόγκα» και προσβληθείς εκεί υπό πολλών ιππέων τε και πεζών υπεχώρησε και στραφείς προς δυσμάς κατέλαβε την εκκλησίαν του χωρίου Μπεκί τέταρτον περίπου ώρας των Καλυβίων απέχοντος και ημίσειαν της Λαμίας, ένθα πολιορκηθείς αντεμάχετο γενναίως.

Οι δ’ εν Κομποτάδες, όπως λύσωσι την πολιορκίαν των εν Μπεκί κεκλεισμένων, εμηχανίσαντο τάδε: συλλέξνατες ίππους, ημιόνους και όνους χωρικών διέταξαν στρατιώτας πεζούς, ίνα ιππεύσαντες τραπώσι προς Σπερχειόν και διαβάντες αυτόν λάβωσι την εις Λαμίαν άγουσαν. Τούτου δε γενομένου, οι Τούρκοι υπολαβόντες ότι ούτοι όντωςήσαν ιππικόν σπεύδον εις την Λαμίαν ούσαν αφρούρητον έλυσαν περί την μεσημβρίαν την πολιορκίαν˙ οι δε περί τον Τράκαν εξήλθον αβλαβείς φονεύσαντες τινας Τούρκους˙ αυτός δ’ ο αρχηγός Τράκας ιδία χειρί εφόνευσε τον πρώην αυτού υπηρέτην Βελήν προσελθόντα εγγύς των τοίχων της εκκλησίας και απειλητικώς κραυγάζοντα: «Αφέντη Κομνά Τράκα, σήμερον θα σε πιάσω ζωντανόν. Οι δε Έλληνες εκραύγαζον: «Βελή και σείς οι άλλοι Τούρκοι, από τώρα και εις το εξής Τούρκοι και Γραικοί θα χωρισθώμεν διά πάντα και ή θα σας φάμε όλους ή θα μας φάτε, άπιστοι».

Εν τούτω δ’ ηγγέλλετο ότι ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ πασσάς εισήλαυνον μετά πολλού στρατού, η δε προπορεία αφίκετο ήδη επί της Όθρυος υπό τον Τελεχάμπεην. Πεμφθείς ο Κομνάς Τράκας ως πρόσκοπος άτε γινώσκων τον τόπον, άγων περί τους 250 ενέτυχε τω Τελεχάμπεη εστρατοπεδευμένω εν τω ου πόρρω της Θαυμακού επί της κορυφής της Όθρυος κειμένω χωρίω Δερβέν Φούρκα. Οι Έλληνες συνεπλάκησαν τοις Τούρκοις (16 Απριλίου 1821) και τινας εφόνευσαν των εχθρών, εν οις και τον σημαιοφόρον του Τελεχάμπεη˙ ο δε τόπος, εν ώ εφονεύθη, μέχρι του νυν καλείται «του Μπαϊρακτάρη». Εκ δε των περί τον Κομνάν εφονεύθησαν 17 και ο σημαιοφόρος αυτού και επληγώθησαν τινες, εν οις και ο εξ Αγόριανης Λουκάς Κοφίνης. Και οι μεν Έλληνες ήρξαντο πολιορκούντες τους Τούρκους, ούτοι δ’ ωχυρούντο εν τω ναώ του αγίου Νικολάου. Αλλά τη αυτή ημέρα περί την δείλην επελθόντες ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ έλυσαν την πολιορκίαν˙ οι δε περί τον Τράκαν ανεχώρησαν εις Κομποτάδες.

Τη δε 18 ο Διάκος μετά των υπαρχηγών αυτού Δημητρίου Καλύβα και Βακογιάννη, ο Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης, Κομνάς Τράκας και άλλοι περί τας δύο χιλιάδας παρακάμψαντες το περί την Υπάτην κείμενον Κονιαροχώρι Βογομύλων ήρξαντο της πολιορκίας της Υπάτης, ης μετέσχεν επί τέλους και ο αμφιταλαντευόμενος Μήτσος Κοντογιάννης και ο εκ Δωρίδος Σιαφάκας.

Αλλά και ταύτην την πολιορκίαν έλυσαν εν τη νυκτί της 18, διότι ο Ομέρ Βρυώνης και ο Κιοσέ Μεχμέτ στρατοπεδεύσαντες εν Λιανοκλάδι ηπείλουν τους Έλληνας εκ των νώτων˙ κατέλιπον δ’ εξ νεκρούς˙ επληγώθη δε και ο Ρούκης όστις μετεκομίσθη εις την μονήν Δαμάστας «Παναγίαν» κειμένην επί της βορείας κλιτύος του Καλλιδρόμου. Και οι μεν άλλοι Έλληνες πάντες ανεχώρησαν αύθις εις Κομποτάδες, ο δε Κοντογιάννης και Σιαφάκας εις την οικείαν.

Τη δε 20 Απριλίου ο Διάκος, Πανουργιάς, Δυοβουνιώτης και Τράκας υπεχώρησαν εις Κομποτάδες, εις Χαλκωμάταν και εκεί απεφάσισαν να καταλάβωσι τας οδούς απάσας εις Βοιωτίαν, Φωκίδα και Δωρίδα, ίνα διακόψωσι την περαιτέρω πορείαν του εχθρού.

Το επίμηκες πεδίον της καθ’ Όμηρον εριβώλακος Φθίης διαρρέων κατά μήκος εκ δυσμών προς ανατολάς ο εκ του Τυμφρηστού πηγάζων Σπερχειός ποταμός έχων προς νότον μέν την Οίτην, προς δ’ άρκτον την Όθρυν εκβάλλει εις τον Μαλιακόν κόλπον παρά τας Θερμοπύλας. Και εν θέρει μεν είναι βατός ο ποταμός πολλαχού πολλούς πόρους έχων, εν χειμώνι δε και έαρι και εν πολυομβρία διαβαίνουσιν αυτόν μόνον διά δύο γεφυρών, εξ’ ών η μεν προς ανατολάς και παρά τας Θερμοπύλας καλείται «το γεφύρι της Αλαμάνας» εκ του παρακειμένου αυτή χωρίου, η δε προς δυσμάς «του Φραντζή» εκ του παρ’ αυτήν χωρίου. Τέταρτον δε περίπου της ώρας προς ανατολάς της γεφύρας Φραντζή ο ποταμίσκος Δύρας πηγάζων εκ της ανατολικής κλιτύος της κορυφής της Οίτης Πυράς χύνεται εις τον Σπερχειόν˙ παρά δε την δεξιάν όχθην του Σπερχειού ου πόρρω των ερειπίων της Τραχινίας Ηρακλείας κείται το χωρίον Μουσταφάμπεη, δι ού ρέει ο ποταμίσκος, όστις «Καρβουναριά» καλείται παρά τας πηγάς, «Ντούνος» δε παρά τας εκβολάς. 

Και ο μεν Ιωάννης Δυοβουνιώτης κατέλαβε την προς δυσμάς του Μουσταφάμπεη γέφυραν του Φραντζή και τον Δύραν, οι δε οπλαρχηγοί του Διάκου Καλύβας και Μπακογιάννης και ο Αναγνώστης Καλπούζος την γέφυραν της Αλαμάνας, ο δε Διάκος την αντικρύ της γεφύρας κλιτύν του Καλλιδρόμου παρά τους πρόποδας αυτού άνω μεν μέχρι της Δαμάστας και της Χαλκωμάτας, κάτω δε μέχρι των εις την εγγύτατα της Αλαμάνας πεδιάδα καθηκόντων λόφων Πουριά καλουμένων˙ ο δε Πανουριάς την προς το ΝΑ του Μουσταφάμπεη Χαλκωμάταν κειμένην επί της κλιτύος του Καλλιδρόμου παρά την οδόν της εις Γραβιάν άγουσαν˙ ο δε Κομνάς Τράκας το Μουσταφάμπεη, παρ’ ό διέρχεται η δίοδος του Εφιάλτου, και τον παραρρέοντα Ντούνον.

Εν τη κοίτη δε του μεταξύ των Πουριών και του Ντούνου μικρού χειμάρρου Πλατανιά του εκ των περί την Χαλκωμάταν και της μονής Δαμάστας κατερχομένου υπάρχει μέχρι του νυν αμφιλαφής πλάτανος. Ταύτην δεικνύων τοις περί τον βασιλέα Όθωνα κατά την πρώτην αυτού εν τη ηπείρω Ελλάδι περιήγησιν ο Τράκας έλεγεν: «Αφού ετοποθετήσαμεν τους στρατιώτας μας εις μάχην, εμείναμεν έφιπποι επί σιδηροψάρων ίππων υπό την πλάτανον ταύτην, ενώ έπειπτεν αδιαλείπτως ψιλή βροχή και ωμιλούμεν περί της εκβάσεως της μάχης». Τότε οδόντες τους πέραν του Σπερχειού κατερχομένους Τούρκους προς τους εν Αλαμάνα ωχυρωμένους Έλληνας, μη βλέποντες δε τους εκ της γεφύρας Φραντζή και Δύρου διερχομένους ανά των πυκνών λευκών και ιτεών δάσος έσπευσαν προς τους στρατιώτας αυτών και τότε ο Αθανάσιος Διάκος είπε: «Έλληνες, οι Τούρκοι είνε πολλοί˙ αλλ’ εδώ θαποθάνωμεν τας Θερμοπύλας δεν θαφήσωμεν!»—«Δεν θάφήσωμεν μέχρι θανάτου» είπον και εκείνοι˙ και ούτως έσπευδαν έκαστος προς τας οικείας θέσεις˙ και ο μεν Διάκος όντως ετήρησε μετά των περί εαυτόν τον λόγον, ως αμέσως λεχθήσεται, ενώ οι άλλοι αρχηγοί εγκατέλιπον αυτούς μαχομένους. 

Και ο μεν Δυοβουνιώτης καταλιπών την γέφυραν του Φρατζή και το Γοργοπόταμον ανέβη προς το Δέμα, και εκείθεν εις την ιδίαν αυτού πατρίδα «Δύο Βουνά»˙ ο δε Πανουργιάς ανήλθεν επίσης εις τάνω της Χαλκωμάτας αποβαλών άλλους τ’ εκ των στρατιωτών και τον αοίδιμον επίσκοπον Αμφίσσης Ησαΐαν, όστις εφονεύθη παρά την πηγήν της Χαλκωμάτας μετά του αδελφού αυτού Παπαϊωάννου. Τω δε 1877 ο μακαρίτης γέρων Νικόλαος Κουνούπης εκ Τοπόλιας της Παρνασσίδος μοί έδειξε τον λίθον, εφ’ ού ιππεύων εφονεύθη ο Ησαΐας υπό Αλβανών. Άπασα λοιπόν η δύναμις των Τούρκων επήλθε κατά των περί τον Διάκον και Τράκαν˙ και ο μεν Χασάν Τομαρίτσας και Μεχμέτ Τσαπάρης επολιόρκησαν τους περί τον Τράκαν εν Μουσταφάμπεη, ο δε Ομέρ Βρυώνης, άπαν το ιππικόν κατά το πεδίον, άπαντες οι Αλβανοί εκ των κλιτύων Χαλκωμάτας και Δαμάστας και ο Μεχμέτ Κιοσσέ εξ Αλαμάνας περιεκύκλωσαν τους περί τον Διάκον, όστις καίπερ δυνάμενος να σωθή, κομισθείσης υπό του ιπποκόμου αυτού Ρωμάνη της φορβάδος Αστέρους, ου μόνον έμεινεν ακλόνητος ειπών το δη περιλάλητον «ο Διάκος δεν φεύγει», αλλά υποκαταβάς προς τον εγγύτατα της Αλαμάνας μέχρι του πεδίου καθήκοντα λόφον των Πουριών έστη μετά των ολίγων υπολειφθέντων αυτώ ανδρείων επί των λίθων των επί της κορυφής του λόφου, οίτινες καλούνται τα νύν «του Διάκου τα λιθάρια», και μεθ’ ηρωϊκόν αγώνα αιμόφυρτος συνελήφθη δύο πληγάς λαβών. Αιχμαλωτισθέντος δε του Διάκου, έλυσαν οι περί τον Τομαρίτσαν και Τσαπάρην την πολιορκίαν των εν τω Μουσταφάμπεη. Τα δε κατά τον Διάκον μετά την αιχμαλωσίαν ο μνημονευθείς Κουνούπης εξ αυτοπτών και αυτηκόων μαθών διηγήσατό μοι ώδέ πως: «Αφού έσπασαν τα πιστόλια του και το ξίφος του συνελήφθη ο Διάκος επάνω εις τα Πουριά υπό των Αλβανών του Ομέρ Βρυώνη.

Έπειτα τον έδσαν και τον έβαλαν επάνω εις μουλάρι και έφεραν εις το σεράγι, (μέγαρον) του διοικητηρίου και επαρουσίασαν την επιούσαν μετά την αιχμαλωσίαν εις τον Χαλήλμπεην, όπου κατέλυσαν οι πασσάδες Κιοσές και Ομέρ Βρυώνης. Εκ τούτων ο Ομέρ Βρυώνης και άλλοι πολλοί ανδρείοι Αλβανοί ελυπούντο τον Διάκον διά την ευμορφίαν του και διά την ανδρείαν και τον παρεκίνουν να γείνη Μωαμεθανός διά να σώση την ζωήν του και διορισθή πασσάς όλης της ανατολικής Ελλάδος. Αλλ’ ο Διάκος μετά τον καφφέ, τον οποίον τω είχον προσφέρη, επιθέσας υπερηφάνως τον ένα πόδα επί του άλλου και στρήψας τον μύστακά του τοις απεκρίθη ούτε την θρησκείαν του αλλάσσει ούτε το γένος του προδίδει˙ προτιμά εκατόν φορές τον θάνατον˙ Διάκοι ως αυτός και πολλοί καλλίτεροί του είνε χιλιάδες πέραν της Αλαμάνας». 

Ακολούθως ιδόντες αυτόν ακατάπειστον διέταξαν να τον σουβλίσωσι και δώσαντες εις τον ίδιον την ξυλίνην σούβλαν, ήν εν οργή βαδίζων ο Διάκος έφερεν επί του ώμου του μέχρι του τότε κοπρώνος εις το ανατολικόν άκρον της Λαμίας κειμένου, όπου τώρα είνε τα κρεωπωλεία, εσούβλισαν και ανεστήλωσαν περί την 2 ώραν μ.μ. της επιούσης της συλλήψεώς του ημέρας επί του τότε, ως είρηται, κοπρώνος στρέψαντες αυτόν προς πλείονα τιμωρίαν να βλέπη προς δυσμάς, ώστε ο προς την δύσιν βαίνων ήλιος προσέβαλεν αυτόν κατά πρόσωπον. Ο δε σκόλοψ εξήλθεν εις το άνωθεν μέρος της δεξιάς ωμοπλάτης του. 

Περί δε τον Διάκον ετοποθέτησαν και τας κεφαλάς των εν τη ιδία μάχη φονευθέντων Ελλήνων περί τας 80, εν αίς ήσαν η γεραρά κεφαλή του Αμφίσσης Ησαΐου, του αδελφού αυτού Παπαϊωάννου, η του αδελφού του Διάκου Δημητρίου, η του Μπακογιάννη, Καλύβα, Αναγνώστου Καλπούζου, η του Γιαννάκη Παπαχαντζή εκ Δαμάστας γυναικαδέλφου του Σπύρου Τράκα, όν αιχμαλωτίσαντες εφόνευσαν καθ’ οδόν. Προς εμπαιγμόν δε επί του μετώπου εκάστης κεφαλής καθήλωσαν χάρτην μετά της επιγραφής «καπετάνος»˙ πάσας δε τας κεφαλάς ενώπθιον του Διάκου εξέδειραν. Ο δε Διάκος εκ του σκόλοπος τους μεν Τούρκους και την θρησκείαν αυτών ύβριζε, τους δε Χριστιανούς επετίμα, διότι ουδείς είχε το θάρρος να τον φονεύση δι’ όπλου, όπως απαλλαγή εκ των βασάνων. Εζήτει δε πάντοτε ύδωρ˙ επί τέλους περί την εσπέραν της αυτής ημέρας Χριστιανός τις Βούλγαρος το γένος ιπποκόμος έχων έτοιμον τον ίππον του κυρίου του, ον την νύκτα έβοσκεν εις τα λιβάδια, σταθείς εις το μεσημβρινόν άκρον της προς άρκτον της νύν του Διάκου ονομαζομένης κειμένης κειμένης πλατείας, εν ή τελείται η εβδομαδιαία αγορά, 60 περίπου βήματα μακράν επυροβόλησεν αυτόν και αμέσως ιππεύσας εξέφυγε τους φυλάσσοντας Τούρκους, οίτινες επυροβόλησαν μεν τον Βούλγαρον, αλλ’ απέτυχον. Αλλ’ ει και η σφαίρα διήλθε δια της δεξιάς και αριστεράς ωμοπλάτης, ουχ ήττον ο Διάκος έτι επέζη και οδυρόμενος εκραύγαζε˙ «Μια στάλα νερό, . . . νερό . . . »˙ αλλ’ ουδείς ετόλμα. Περί δε το μεσονύκτιον ο πλησίον εκεί το αρτοπωλείον του έχων Παναγιώτης Ψωμάς εκ Λαμίας πόρρωθεν εκ του παραθύρου δι’ αγγείου ανηρτημένου εκ μακράς ράβδου έδωκεν αυτώ ύδωρ και αμέσως εξέπνευσεν ο ήρως.

Έμεινε δε επί του σκόλοπος το σώμα του Διάκου εξ ημέρας, καθάπερ και οι περί αυτό, ως ερρήθη, εκδεδαρμέναι κεφαλαί, άς τινάς, αν και δυσώδεις, ουδείς όμως ετόλμα να ζητήση προς ενταφιασμόν. Τέλος δε, επειδή η δυσωδία απέβη αφόρητος, ο μεν καφάσμπασης διά λακτισμάτων κατέρριψε τον ανεστηλωμένον Διάκον καταναθεματίζων αυτόν˙ ο δε σιδηρουργός κεφάλας και ο Φαραδήμος κάτοικοι Λαμίας σύραντες το δυσώδες του Διάκου σώμα κατά διαταγήν του καφάσμπαση έρριψαν αυτό, ως ήν ανεσκολοπισμένον, εις τον τας ακαθαρσίας δεχόμενον της πόλεως και το ύδωρ της κρήνης οχετόν ονομαζόμενον «Σκατόρρευμα» όντα βήματα τινα μακράν της νυν λιθίνης γεφύρας. Εκεί δε κατέρριψαν και τας κεφαλάς και δύω σάκκους ωτίων και ρινών αποκοπεισών υπό στρατιωτών Τούρκων εκ των φονευθέντων Ελλήνων και Τούρκων, ίνα λάβωσι δώρα. Συν τω χρόνω δ’ επεχώσθησαν άπαντα εκ των εκεί ριπτομένων ακαθαρσιών». Εγένετο δε η μεν μάχη των Θερμοπυλών τη 22 Απριλίου, το δε μαρτύριον του Διάκου της 23 ή πιθανώτερον τη 24 Απριλίου.

Αλλ’ ει και οι Τούρκοι διέπραξαν τας βαρβαρότητας ταύτας, ίνα εκφοβίσωσι τους Έλληνας, απέτυχον δε ούτοι ίνα εμποδίσωσι την εισβολήν των Τούρκων εν Υπάτη, Δερβέν Φούρκα και εν Θερμοπύλαις, ουδόλως όμως απέβαλον το θάρρος, αλλ’ εκδίκησιν πνέοντες συνήλθον εν Γραβιά, ίνα εμποδίσωσι την πορείαν του εχθρού

Ιωάννης Μπουγάς


ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ kaliterilamia.gr

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη