[958-1025] Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος

Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του άτεκνου Ιωάννη Τσιμισκή, ο θρόνος περιήλθε στους δυο νόμιμους κληρονόμους της Μακεδονικής Δυναστείας, Βασίλειο και Κωνσταντίνο, οι οποίοι ήταν έφηβοι 18 και 16 ετών αντιστοίχως. Τα αυτοκρατορικά δικαιώματα των δυο νόμιμων συνεχιστών της Μακεδονικής Δυναστείας είχαν μείνει τυπικά άθικτα, από τους δυο σφετεριστές αυτοκράτορες Νικηφόρο Φωκά και Ιωάννη Τσιμισκή. Στην πράξη είχε
καταστεί έθιμο η πραγματική εξουσία να περιέρχεται στα χέρια ενός στρατηγού που προερχόταν από τις μεγάλες στρατιωτικές οικογένειες. Το γεγονός όμως ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με αυτό το εθιμικό πεπρωμένο οφείλεται στην «απαράμιλλη ζωτικότητα του νεαρού αυτοκράτορα Βασιλείου Β'». Ο Βασίλειος Β' υπήρξε άνθρωπος με σιδερένια θέληση, σπάνια συναίσθηση του καθήκοντος και ασύγκριτο δυναμισμό. Διέθετε εξαιρετικές ικανότητες -στρατιωτικές, πολιτικές και διοικητικές. Οι δυο νεαροί αυτοκράτορες Βασίλειος και Κωνσταντίνος και λόγω της ηλικίας τους και λόγω της απειρίας τους βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι για την άσκηση της εξουσίας, η οποία μοιραίως παρέμεινε στον παρακοιμώμενο Βασίλειο, τον πρόεδρο της Συγκλήτου και θείο των δυο αυτοκρατόρων. Από το 976 μέχρι το 985 κυβέρνησε την Αυτοκρατορία ο πολυμήχανος ευνούχος ο οποίος διέθετε έξοχα διοικητικά προσόντα. Ο ίδιος ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος ομολογεί πως κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του, πολλά πράγματα γίνονταν χωρίς τη θέληση του, γιατί ο πρόεδρος Βασίλειος αποφάσιζε ο ίδιος τα πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Για να εξασφαλίσει επί όσο το δυνατόν μακρότερο χρόνο την εξουσία, φρόντισε να παραμελείται η αγωγή των δύο βασιλοπαιδιών, εκ των οποίων ο μεν Κωνσταντίνος, γνήσιος γιος του πατέρα του Ρωμανού Β', ήταν επιρρεπής στις ηδονές, ακόλαστος και επιπόλαιος και ενδιαφερόταν για τους αγώνες του Ιπποδρόμου περισσότερο παρά για τις υποθέσεις του κράτους, ενώ αντίθετα ο Βασίλειος ήταν εγκρατής, σοβαρός, ενεργητικός, καρτερικός, αποφασιστικός αυστηρός, λιτός και απέριττος. 
Απομάκρυνση του παρακοιμώμενου Βασιλείου (985)

Το έτος 985 υπήρξε πολύ σημαντικό για το νεαρό αυτοκράτορα Βασίλειο Β' γιατί κατά τη χρονιά αυτή απεμάκρυνε από την αρχή και καταδίκασε σε εξορία τον παρακοιμώμενο Βασίλειο. Ο Βασίλειος δεν ήταν πια ο άπειρος νεανίας που χρειάζεται κηδεμονία και καθοδήγηση. Είχε τώρα αποκτήσει αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα, στοιχεία τα οποία συνδυαζόμενα και με την αναφαινόμενη δίψα του για εξουσία και με την αγανάκτηση για τον συνεχιζόμενο παραγκωνισμό του, γέννησαν μέσα στην ψυχή του μίσος για τον άνθρωπο που του επέβαλε μια πολιτική διαφορετική από αυτή που ο ίδιος ήθελε να εφαρμόσει. Φαίνεται ότι αντιλαμβανόμενος ο παρακοιμώμενος την επερχόμενη προς το πρόσωπο του δυσμένεια, εξύφανε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα. Ο Βασίλειος Β' πρόλαβε τη συνωμοσία πριν εκδηλωθεί, συνέλαβε τον παρακοιμώμενο, δήμευσε την περιουσία του που ήταν τεράστια και τον περιόρισε σε μοναστήρι, όπου μετά από λίγο πέθανε αναπολώντας τις παλιές ημέρες της παντοδυναμίας του.

Εκχριστιανισμός των Ρώσων (989) 
Κατά την εποχή αυτή συνέβη, όπως προηγουμένως μας δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρουμε κατά τρόπο γενικό, ένα γεγονός τεράστιας ιστορικής σημασίας. Πρόκειται για τον εκχριστιανισμό των Ρώσων, γεγονός το οποίο είχε τριπλή σημασία: 
α) Για την ίδια τη Ρωσία, γιατί με τον εκχριστιανισμό της έβγαινε από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και έμπαινε στη χορεία των πολιτισμένων κρατών της Ευρώπης. 
β) Για τη χριστιανική Ευρώπη, η οποία επεκτεινόταν προς την Ανατολή κατακτώντας «χώρους εκτάκτου σπουδαιότητος» κατά την έκφραση του καθηγητού Δ. Ζακυθηνού. 
γ) Για το Βυζάντιο, το οποίο έτσι εξασφάλισε έναν απέραντο χώρο πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής ακτινοβολίας θέτοντας υπό την πνευματική του χειραγωγία το νέο χριστιανικό ρωσικό κράτος και τη ρωσική Εκκλησία. 
Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι οι Ρως ή Ρώσοι ορμώμενοι από τη νοτιοανατολική ακτή της Σουηδίας εγκαταστάθηκαν κατά τις αρχές του 9ου αιώνα στην περιοχή γύρω από το Κίεβο, όπου ίδρυσαν κράτος. Οι Ρως ή Ρώσοι οι οποίοι ήταν νορμανδικής (γερμανικής) καταγωγής έδωσαν στους Σλάβους που κατοικούσαν από πριν σ' αυτά τα μέρη το όνομα τους (Ρώσοι) και πήραν από αυτούς τη σλαβική γλώσσα. Τα πρώτα σπέρματα του Χριστιανισμού μεταδόθηκαν στους Ρώσους από ομοεθνείς τους εμπόρους, οι οποίοι κατέβαιναν διά του ποταμού Δνείπερου στις ελληνικές αποικίες τους Ευξείνου Πόντου και στο Βυζάντιο. Επίσης στο βυζαντινό στρατό κατά την εποχή αυτή (9ος αιώνας), υπήρχαν Ρώσοι μισθοφόροι, οι «Βαράγγοι». Και οι έμποροι και οι μισθοφόροι γνώριζαν κάποια σπέρματα του Χριστιανισμού, τα οποία μετέφεραν στην πατρίδα τους. Το 860 επί Μιχαήλ Γ' και Πατριάρχη Φωτίου έγινε η πρώτη επιδρομή των Ρώσων κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Με 200 μικρά πλοία κατέβηκαν από τα ποτάμια ώς τον Εύξεινο Πόντο και έφτασαν μπροστά στη Βασιλεύουσα, ενώ ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ' βρισκόταν στη Μικρά Ασία σε εκστρατεία κατά των Αράβων. Κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή βοήθησε πολύ στην άμυνα της Κωνσταντινουπόλεως ο Πατριάρχης Φώτιος. Η επιδρομή τελικά αποκρούστηκε αφού προηγουμένως οι κάτοικοι της Πόλεως πανικοβλήθηκαν από τους φοβερούς στην όψη Ρώσους. Μετά από την άτυχη αυτή εκστρατεία οι Ρώσοι έστειλαν πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη και συνήψαν συνθήκη ειρήνης με τους Βυζαντινούς. Σύμφωνα με το παλαιό Ρωσικό Χρονικό (το λεγόμενο του Νέστορος) ο ηγεμόνας των Ρώσων Oleg (Ολέγ) επεχείρησε κατά το έτος 907 δεύτερη εκστρατεία κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν και τότε υπογράφτηκε η πρώτη εμπορική συνθήκη μεταξύ Ρώσων και Βυζαντινών. Μερικές δεκαετίες αργότερα (το 941) ο ηγεμόνας των Ρώσων Ιγώρ επιχειρεί την τρίτη ρωσική επιδρομή κατά της Κωνσταντινουπόλεως, η οποία σημείωσε οικτρή αποτυχία. Ο ρωσικός στόλος καταναυμαχήθηκε στη βόρεια είσοδο του Βοσπόρου και στη συνέχεια καταστράφηκε ολοσχερώς στα παράλια της Βιθυνίας (Δ. Ζακυθηνός σελ. 284). Στη συνέχεια έγιναν διαπραγματεύσεις στο Κίεβο και στην Κωνσταντινούπολη και υπογράφτηκε συνθήκη (το 941 ή 944 ή 945). Στο έγγραφο της συνθήκης, το οποίο διασώθηκε στο Χρονικό του Νέστορος, γίνεται λόγος περί χριστιανών Ρώσων και αναφέρεται στο Κίεβο χριστιανικός ναός του Προφήτη Ηλία. 
Πάντως, ο ηγεμόνας Ιγώρ ήταν ειδωλολάτρης (εθνικός). Μετά το θάνατο του Ιγώρ η σύζυγος του Όλγα ήρθε στην Κωνσταντινούπολη όπου κατά το Ρώσο μοναχό Ιάκωβο βαπτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη (το 954 ή 955). Όμως, το υποστηριζόμενο από τον μοναχό Ιάκωβο και άλλους (ότι δηλαδή η Όλγα βαπτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη) δεν πρέπει να είναι αληθές γιατί ο συγγραφέας αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, ο οποίος περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τα της υποδοχής και της παραμονής της αρχόντισσας Όλγας στην Κωνσταντινούπολη (το 957) δεν ομιλεί πουθενά για βάπτισμα της φιλοξενούμενης του. (Έκθεσις Βασιλείου Τάξεως, Migne 112, 1108 κ.εξ). Ο γιος της Όλγας Σβιατοσλάβος και οι εγγονοί της ήταν εθνικοί αλλά διέκειντο συμπαθώς προς το Χριστιανισμό. (Βλέπε και πάλι Βασ. Στεφανίδου Εκκλησιαστική Ιστορία Αθήναι 1970 έκδοσις «Αστέρος» σελ. 407). Ο Σβιατοσλάβος, ο οποίος ως γνωστόν είχε ηττηθεί από τον Ιωάννη Τσιμισκή και αργότερα είχε σφαγεί (973) από τους Πατσινάκες, άφησε τρεις γιους, τον Υαροπόλκο στο Κίεβο, τον Ολεγ στα Δρεβλιανά και τον Βλαδίμηρο στο Νόβγοροδ. Οι τρεις αδελφοί δεν μπόρεσαν να ζήσουν ειρηνικά αλλά άρχισαν να εμπλέκονται σε φρικτούς εμφυλίους πολέμους κατά τους οποίους ο Υαροπόλκος σκότωσε τον Ολεγ (977) ενώ ο Βλαδίμηρος, αφού για ένα διάστημα αναγκάστηκε να καταφύγει στη Σουηδία, δολοφόνησε έπειτα τον Υαροπόλκο και έγινε μέγας ηγεμών του Κιέβου (980). Ο Βλαδίμηρος ήταν άγριος και πολεμοχαρής. Κατενίκησε πολλούς γειτονικούς ηγεμόνες και επεξέτεινε το κράτος του και προς τα βόρεια και προς τα ανατολικά. Ο Βασίλειος Β' για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους ανταπαιτητές του θρόνου του καθώς και την επανάσταση των Βουλγάρων (με αρχηγό τον Σαμουήλ) έστειλε πρεσβεία στον Βλαδίμηρο για να ζητήσει στρατιωτική ενίσχυση (αρχές του 988). Ο Βλαδίμηρος επειδή αφενός μεν ήθελε να απαλλαγεί από τους απείθαρχους Βαράγγους και επειδή αφετέρου ήθελε να προσεγγίσει τη Χριστιανική Ελληνική Αυτοκρατορία με τον ανώτερο πολιτισμό της, δέχθηκε το αίτημα αλλά ζήτησε ως σύζυγο την πορφυρογέννητη Αννα, την αδελφή των αυτοκρατόρων. Ο Βασίλειος δέχτηκε τον όρο με την προϋπόθεση ότι ο Βλαδίμηρος θα ασπαζόταν το Χριστιανισμό μαζί με το λαό του. Αφού έγιναν οι όροι αυτοί δεκτοί και από τα δυο μέρη, ο Βλαδίμηρος έστειλε στην Κωνσταντινούπολη τη στρατιωτική ενίσχυση που αποτελείτο από 6.000 Βαράγγους (άνοιξη του 988). Με τη στρατιά αυτή και με άλλα στρατεύματα, ο Βασίλειος κατόρθωσε να καταστείλει την ανταρσία του Βάρδα Φωκά και του Βάρδα Σκληρού. Και ενώ ο Βλαδίμηρος ετήρησε τα συμπεφωνημένα, δηλαδή την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας, ο Βασίλειος και ο Κωνσταντίνος δεν βιάζονταν να αποστείλουν την πορφυρογέννητη Άννα, είτε γιατί νόμισαν ότι θα απέφευγαν να εκπληρώσουν την υποχρέωση που είχαν αναλάβει, είτε γιατί αντιδρούσε πεισματώδους η ίδια η Αννα. Τότε ο Ρώσος ηγεμών για να πειθαναγκάσει τους αυτοκράτορες να εκτελέσουν την υπόσχεση τους, επιτέθηκε και κατέλαβε τη βυζαντινή πόλη Χερσώνα μετά από πολιορκία που άρχισε το καλοκαίρι του 988 και τελείωσε την άνοιξη του 989. Η είδηση της κατάληψης της Χερσώνος καταθορύβησε τους Βυζαντινούς γιατί φοβούνταν μήπως ο Βλαδίμηρος συμμαχήσει με τον Βούλγαρο τσάρο Σαμουήλ. Γι' αυτό υποχώρησαν και αναγκάστηκαν να θυσιάσουν την πορφυρογέννητη Άννα, παρά την υπερηφάνεια του Βυζαντίου και παρά τις αντιρρήσεις της ίδιας της Άννας, η οποία τελικά δέχτηκε να θυσιαστεί για να σώσει και τη Δυναστεία και την Αυτοκρατορία. Έτσι λοιπόν ταχέως αναχώρησε η πριγκίπισσα Άννα για τη Χερσώνα συνοδευόμενη από πολυπληθή συνοδεία που αποτελείτο από μητροπολίτες, επισκόπους, μοναχούς και αξιωματούχους του Βυζαντίου (Οκτώβριος του 989). Εκεί (στη Χερσώνα) και μάλιστα στην εκκλησία του Αγίου Βασιλείου βαπτίστηκε ο Βλαδίμηρος και μετά τη βάπτιση τελέστηκαν οι γάμοι του με την πριγκίπισσα Άννα (τέλη του 989). Οταν επέστρεψε στο Κίεβο διέταξε να καταστρέψουν τα είδωλα και να τα καύσουν. Μετά κάλεσε με προκήρυξη του όλους τους κατοίκους του κράτους του να προσέλθουν την επομένη ημέρα στον ποταμό Βορυσθένη (σημερινό Δνείπερο) για να βαπτιστούν, πράγμα το οποίο και έγινε ενώπιον του Βλαδίμηρου και των Ελλήνων ιερέων που είχαν συνοδεύσει την Άννα στη νέα της πατρίδα. Μετά από τους κατοίκους του Κιέβου βαπτίστηκαν και οι υπόλοιποι Ρώσοι. Ελληνες ιερείς και Ροόσοι αξιωματούχοι υπό την ηγεσία του Δοβρίνια, θείου του Βλαδίμηρου, βαπτίζουν διαδοχικά τους Ρώσους σε πόλεις και σε χωριά. Μόνο στο Νόβγοροδ συνάντησαν αντίσταση η οποία όμως εξουδετερώθηκε εύκολα. Το έργο του Βλαδίμηρου συνέχισε ο γιος του Ιαροσλάβος, ο οποίος ίδρυσε ναούς, μοναστήρια, σχολεία και εισήγαγε εκκλησιαστικά βιβλία μεταφρασμένα στη ρωσική γλώσσα (από τη Βουλγαρία κυρίως αλλά και από την Κωνσταντινούπολη). Η Εκκλησία της Ρωσίας από την αρχή της συστάσεως της τέθηκε κάτω από την πνευματική κηδεμονία της Κωνσταντινουπόλεως. Πρώτος μητροπολίτης της Ρωσικής Εκκλησίας αναφέρεται ο μητροπολίτης Σεβάστειας Θεοφύλακτος. Η Εκκλησία αυτή παρέμενε υπό τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι το 1448 οπότε ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη. Αργότερα μετά την Άλωση, το 1589, ιδρύθηκε το Πατριαρχείο Μόσχας. Η σημασία του εκχριστιανισμού των Ρώσων και αυτή καθ' εαυτή, και ως προςτη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν πολύ μεγάλη και στο θρησκευτικό και εκκλησιαστικό τομέα αλλά και στην τέχνη και στη λογοτεχνία και στον τρόπο ζωής ο οποίος «αντιγράφει τόσο πιστά το βυζαντινό πρότυπο, ώστε δικαιολογημένα ειπώθηκε ότι η Ρωσία ήταν μια επαρχία του βυζαντινού πολιτισμού και ότι η ιστορία της γίνεται κατανοητή μόνο με βαθιά γνώση της ιστορίας του Βυζαντίου». 

Πόλεμοι κατά των Βουλγάρων (986 - 1018) 
α) Αποστασία της Βουλγαρίας - Επιδρομές του Σαμουήλ 

Οι πόλεμοι του Βασιλείου Β' κατά των Βουλγάρων ήταν σκληρότατοι, διήρκεσαν τριάντα περίπου χρόνια (986 - 1018) και κατέληξαν σε θρίαμβο του Βασιλείου Β', ο οποίος ακριβώς εξαιτίας αυτού του θριάμβου πήρε το όνομα Βουλγαροκτόνος. Είδαμε στα προηγούμενα ότι ο Ιωάννης Τσιμισκής αφού νίκησε τους Ρώσους που είχαν εισβάλει στη Βουλγαρία, εν συνεχεία διέλυσε το βουλγαρικό κράτος αναγκάζοντας το βασιλιά των Βουλγάρων Βόρι τον Β' να παραιτηθεί από το θρόνο του και να αρκεστεί στον τίτλο του μαγίστρου που του απένειμε ο Ι. Τσιμισκής. Με τη διάλυση του βουλγαρικού κράτους τα σύνορα της αυτοκρατορίας προωθήθηκαν πάλι μέχρι τον Δούναβη. Όμως ο πολεμικός βουλγαρικός λαός δεν ήταν δυνατόν να δαμαστεί ολοκληρωτικά μόνο και μόνο επειδή εξουδετερώθηκε ο βασιλιάς του. Πράγματι οι δυνάμεις της επαρχιακής βουλγαρικής αριστοκρατίας τέθηκαν επικεφαλής της βουλγαρικής αντίστασης στη δυτική Βουλγαρία (μαζί με τη Σόφια) και στη σημερινή Νότια Γιουγκοσλαβία (περιοχή Σκοπίων), περιοχές που δεν είχαν καταληφθεί από τον Ιωάννη Τσιμισκή. Ακριβώς στις περιοχές αυτές γεννήθηκε και αναπτύχθηκε το επαναστατικό κίνημα των «Κομητόπουλων», δηλαδή των γιων του κόμητος Νικολάου, ο οποίος ήταν Βυζαντινός διοικητής της Μακεδονίας πριν γίνει αντάρτης. Κατά τον καθηγητή Δ. Ζακυνθινό «η αφετηρία αυτού του κινήματος είναι σκοτεινή και αμφισβητούμενη. Αμφισβητούμενα είναι ωσαύτως τα αφορώντα εις την καταγωγήν και την προσωπικότητα του πρωταγωνιστού αυτού του βασιλέως των Βουλγάρων Σαμουήλ. Ουχ ήττον, νεώτεραι έρευναι απέδειξαν ότι η επανάστασις, ήτις εδημιούργησε τη δυτικήν της Βουλγαρικής αντιστάσεως, τίθεται χρονικώς μετά τον θάνατον του Ιωάννου του Τσιμισκή. Μετά το έτος 976 ο Σαμουήλ ως επίτροπος του Συμεωνίδου βασιλέως Ρωμανού μέχρι το 997, ακολούθως δε ως βασιλεύς των Βουλγάρων (997 - 1014) απέβη ο μέγας αντίπαλος του Βασιλείου του Β' εν τη Χερσονήσω του Αίμου». Οι βυζαντινές πηγές μας πληροφορούν ότι οι Κομητόπουλοι δηλαδή οι γιοι του κόμητος Νικολάου ήταν τέσσερις: Δαυίδ, Μωυσής, Ααρών και Σαμουήλ. 
Μια σύγχρονη προς τα γεγονότα Αρμενική πηγή παραδίδει ότι οι Κομητόπουλοι ήταν δύο (Σαμουήλ και Δαυίδ), ήταν Αρμένιοι ως προς την καταγωγή και υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό ως μισθοφόροι. Η θεωρία αυτή της αρμενικής καταγωγής των Κομητόπουλων είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη γιατί έρχεται σε αντίφαση με αξιόπιστες βυζαντινές πηγές, οι οποίες αναφέρουν καθαρά ότι ο Νικόλαος ήταν Βούλγαρος κόμης. Η ανταρσία ξεκίνησε από την περιοχή της Πρέσπας και αργότερα το κέντρο της μεταφέρθηκε στην Αχρίδα. Οι επιθέσεις εναντίον των αυτοκρατορικών εδαφών άρχισαν μετά το θάνατο του Ιωάννη Τσιμισκή, δηλαδή μετά το 976 όταν η βυζαντινή Μικρά Ασία ήταν αναστατωμένη από την επανάσταση του Βάρδα Σκληρού (976 - 979)17. Από την πρώτη στιγμή οι Βυζαντινοί θεώρησαν το κίνημα των Κομητόπουλων ως ανταρσία. «Βουλγάρων ...αποστατησάντων», γράφει ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης. Οταν ο εκθρονισμένος Βούλγαρος τσάρος Βόρης πληροφορήθηκε την εξέγερση των ομοεθνών του, δραπέτευσε από την Κωνσταντινούπολη μαζί με τον αδελφό του Ρωμανό. Όμως κατά τη διάβαση των συνόρων ο μεν Βόρης ή Βόγορις (Β') σκοτώθηκε κατά λάθος από έναν Βούλγαρο σκοπό ο οποίος τον εξέλαβε ως Βυζαντινό επειδή φορούσε «στολήν Ρωμαϊκήν», ο δε Ρωμανός κατόρθωσε να διασωθεί και να φθάσει στη Βιδύνη κοντά στο Δούναβη. Όμως δεν ήταν δυνατόν να διεκδικήσει το βουλγαρικό θρόνο γιατί τον είχαν ευνουχίσει. Τελικά ο θρόνος της Βουλγαρίας περιήλθε στον νεότερο από τους τέσσερις Κομητόπουλους τον Σαμουήλ, ο οποίος διέθετε εξαιρετικές στρατηγικές ικανότητες, ακόρεστη φιλοδοξία και εύνοια της τύχης (997). Από τους αδελφούς του, ο μεν Δαυίδ σκοτώθηκε σε σύγκρουση με Βαλάχους νομάδες, ο Μωυσής σκοτώθηκε ενώ πολιορκούσε τις Σέρρες, ενώ ο Ααρών θεωρήθηκε προδότης (φίλος των Ελλήνων) και δολοφονήθηκε από τον ίδιο τον αδελφό του Σαμουήλ. Έτσι, ο νεότερος γιος του κόμητος Νικολάου, ο Σαμουήλ, έμεινε μόνος επικεφαλής του κινήματος το οποίο διήρκεσε περισσότερο από 40 χρόνια. Ο Σαμουήλ ήταν ικανότατος και δραστηριότατος. Απέβλεπε στην ανασύσταση του παλαιού βουλγαρικού κράτους. Ιδού τι γράφει σχετικά ο καθηγητής Ιωάννης Καραγιαννόπουλος: «Αντιθέτως όμως προς τον μεγάλον προκάτοχον του Συμεών που είναι το κέντρο βάρους της επικρατείας του ήτο εις τον παραδουνάβιον χώρον και ο άμεσος σκοπός του η κατάλυσις της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου, ο Σαμουήλ του οποίου το κρατικόν κέντρον ευρίσκετο εις τον χώρον της ΒΔ Μακεδονίας (σημ. γιουγκοσλαβική «Μακεδονία» επεδίωκε εν πρώτοις την ανασύστασιντου βουλγαρικού κράτους εις τον χώρον αυτόν και την επέκτασίν του προς την Θεσσαλονίκην και προς την κεντρικήν και νότιον Ελλάδα». Έτσι λοιπόν ο Σαμουήλ επωφελούμενος από την απασχόληση των Βυζαντινών με την κατάπνιξη της ανταρσίας του Βάρδα Σκληρού επεχείρησε επιδρομές κατά τη διάρκεια των ετών 977 έως 986, κατά τις οποίες κατέλαβε περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος και πλησίασε στην Πελοπόννησο. Από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που έπαθαν μεγάλες καταστροφές ήταν η Λάρισα, η οποία κατελήφθη από τον Σαμουήλ μετά από μακρόχρονη πολιορκία (το 986). Ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλεως μαζί με το λείψανο του πολιούχου της αγίου Αχίλλειου μεταφέρθηκε στην Πρέσπα που ήταν η αρχική πρωτεύουσα του κράτους του Σαμουήλ. (Αργότερα μετέφερε την έδρα του βορειότερα στην Αχρίδα την αρχαία Λυχνιδό κοντά στην Λινίτιδα λίμνη). Στην Αχρίδα εγκαταστάθηκε και το βουλγαρικό Πατριαρχείο, που το είχε καταργήσει ο Ιωάννης Τσιμισκής και το επανίδρυσε ο Σαμουήλ. Σχετικά με το κράτος του Σαμουήλ ο Ostrogorsky παρατηρεί τα εξής: «Ο Σαμουήλ έγινε ιδρυτής του ισχυρού τσαρικού κράτους, με κέντρο αρχικά την Πρέσπα και αργότερα την Αχρίδα. Σιγά σιγά συνένωσε υπό το σκήπτρο του όλες τις περιοχές της Μακεδονίας ως τη Θεσσαλονίκη, τα παλαιά εδάφη της Βουλγαρίας από το Δούναβη ώς την οροσειρά των Βαλκανίων καθώς επίσης τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, τμήμα της Αλβανίας με το Δυρράχιο και τελικά τη Ρασκία και τη Διόκλεια» Και συνεχίζει ο ίδιος ιστορικός: «Το νέο κράτος, από πολιτική και εκκλησίαστικήστική άποψη αποτελούσε συνέχεια του κράτους του Συμεών και του Πέτρου και θεωρήθηκε τόσο από τον Σαμουήλ όσο και από τους Βυζαντινούς ως το βουλγαρικό κράτος γενικά. Την εποχή εκείνη εκτός από το Βυζάντιο μόνο η Βουλγαρία κατείχε τα παραδοσιακά δικαιώματα μιας βασιλικής (τσαρικής) ηγεμονίας με δικό της Πατριαρχείο. Ο Σαμουήλ ιδιοποιήθηκε, τελείως, τις δύο αυτές παραδόσεις. Στην πραγματικότητα όμως το μακεδόνικο κράτος του διέφερε ουσιαστικά από το παλαιό κράτος των Βουλγάρων. Κατά τη σύνθεση και το χαρακτήρα του ήταν ένα καινούργιο και ιδιόμορφο κατασκεύασμα. 
 


Το κέντρο βάρους είχε τώρα μετατεθεί τελείως στη δύση και στο νότο και η Μακεδονία που άλλοτε ήταν στην περιφέρεια του παλαιού βουλγαρικού κράτους αποτέλεσε τώρα τον πραγματικό πυρήνα του»21 Από εκείνη την εποχή η Μακεδονία αποτελούσε πόλον έλξεως για τους Βουλγάρους και τους Σλάβους. 

β) Πρώτη εκστρατεία του Βασιλείου Β' κατά του Σαμουήλ (986) 
Μέχρι το 986 ο Βασίλειος Β' ήταν Άπησχολημένος με εσωτερικά ζητήματα και είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει τις βαλκανικές επαρχίες του κράτους στο έλεος του Σαμουήλ. Όμως το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ο Βασίλειος αποφάσισε ν' αντιμετωπίσει ο ίδιος την κρίσιμη κατάσταση στη Χερσόνησο του Αίμου. Αφού τέθηκε επικεφαλής ισχυρού στρατού, διά της κοιλάδος του Έβρου και διά των δύσβατων δυσχωριών της Ροδόπης εισέβαλε στο βουλγαρικό έδαφος. Αντικειμενικός στόχος της εκστρατείας ήταν να καταλάβει την Τριαδίτζα (αρχαία Σαρδική, σημερινή Σόφια)22. Αφού άφησε το στρατηγό του Λέοντα Μελισσηνό να φυλάει τα στενά που βρίσκονται γύρω από τη Φιλιππούπολη, ο ίδιος συνέχισε την πορεία του και έφτασε στο Στοπόνιο εξήντα χιλιόμετρα ΝΑ από τη Σαρδική, όπου και εστρατοπέδευσε. Από εκεί προχώρησε προς τη Σαρδική, την οποία επολιόρκησε επί είκοσι ημέρες χωρίς αποτελεσματικότητα. Έτσι αναγκάστηκε να τερματίσει την πολιορκία και να υποχωρήσει προς τα νότια. Κατά την υποχώρηση του παγιδεύτηκε από τους Βουλγάρους σε μια βαθιά χαράδρα στη λεγομένη Πύλη του Τραϊανού στις 16 Αυγούστου του 986. Η ήττα του αυτοκρατορικού στρατού ήταν πολύ βαριά. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν και «λαφυραγώγησαν» το βυζαντινό στρατόπεδο. Ο Βασίλειος παρά την γενναιότητα που επέδειξε δεν κατόρθωσε να συγκρατήσει τους απείθαρχους στρατιώτες του, οι οποίοι πανικοβλήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Ο ίδιος και οι στρατηγοί του σώθηκαν με δυσκολία από τους Βούλγαρους που έφτασαν μέχρι τη σκηνή του νεαρού αυτοκράτορα, όπου βρήκαν το σκήπτρο και το στέμμα του. Διασχίζοντας ο Βασίλειος με τα υπολείμματα του στρατού του, δύσβατες οροσειρές διέφυγε στη Φιλιππούπολη όπου τον περίμενε με το απόσπασμα του ο πιστός του στρατηγός Λέων Μελισσηνός. Δεν ήταν, όμως, δυνατόν τώρα να αναδιοργανώσει το στρατό του και γι' αυτό επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός Λέων ο Διάκονος ο οποίος υπηρετούσε ως διάκονος στον αυτοκρατορικό στρατό και ο οποίος έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα, αποδίδει την καταστροφή στην ασυνεννοησία των στρατηγών του Βασιλείου. Η ήττα αυτή των Βυζαντινών είχε πολύ σημαντικά αποτελέσματα γιατί έδωσε όλη την άνεση στον Σαμουήλ να οργανώσει ανενόχλητος τις δυνάμεις του και να διευρύνει εντυπωσιακά τα σύνορα του κράτους του, τόσο προς τον Εύξεινο Πόντο, όσο και προς το Αδριατικό Πέλαγος. Το 989 κατέλαβε τη Βέροια. 

γ) Δεύτερη εκστρατεία του Βασιλείου Β' κατά των Βουλγάρων (991) 
Μετά από την επιτυχή αντιμετώπιση των επαναστάσεων στην Ανατολή (για τις οποίες έχει ήδη γίνει λόγος στα προηγούμενα) και μετά από τη διευθέτηση της ρωσικής απειλής, ο Βασίλειος επανήλθε και πάλι στο μέτωπο της Βαλκανικής κατά τις αρχές του 991. Διά μέσου των θεμάτων Θράκης και Μακεδονίας, φτάνει στη Θεσσαλονίκη για να αποδώσει ευχαριστήρια στο μεγαλομάρτυρα Αγιο Δημήτριο. Είχε, ήδη, από πριν αποκαταστήσει διπλωματικές επαφές με τον άρχοντα της Κροατίας, Στέφανο Drzislav και με το Σέρβο άρχοντα της Διοκλείας, Ιωάννη Vladimir, στους οποίους είχε παραχωρήσει τίτλους και προνόμια. Με τις επαφές αυτές απέβλεπε στο να παρακινήσει τους Κροάτες και τους Σέρβους να προσβάλουν τον Σαμουήλ εκ των όπισθεν. Η εκστρατεία αυτή του Βασιλείου Β' διήρκεσε τέσσερα χρόνια. Η υπεροχή του βυζαντινού στρατού στις πεδινές περιοχές ανάγκασε το βουλγαρικό στρατό να αποσυρθεί νικημένος. Ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ρωμανός - Συμεών, γιος του Πέτρου, συνελήφθη αιχμάλωτος, ενώ ο Σαμουήλ διέφυγε. Τοιουτοτρόπως, ο Βασίλειος αποκατέστησε τη βυζαντινή εξουσία στη Μακεδονία και κατέλαβε πολλά φρούρια. Ένα από αυτά ήταν και η Βέροια.27Και ενώ ο Βασίλειος ήταν απασχολημένος με το βουλγαρικό μέτωπο, έφτασαν δυσάρεστες ειδήσεις από τη Συρία, όπου είχαν εισβάλει οι Φατιμίδες και απειλούσαν την Αντιόχεια. Αναγκάστηκε, λοιπόν, να διακόψει τις νικηφόρες επιχειρήσεις του στη Βαλκανική και να στραφεί στο ανατολικό μέτωπο. 

δ) Νέες επιδρομές των Βουλγάρων (995 - 997). Πανωλεθρία στον Σπερχειό (997). 
Ο Σαμουήλ εκμεταλλευόμενος την απομάκρυνση του Βασιλείου Β' από το βαλκανικό μέτωπο επεχείρησε νέες επιδρομές. Αυτή τη φορά βάδισε κατά της Θεσσαλονίκης την οποία δεν μπόρεσε να κυριεύσει, κατόρθωσε όμως να παγιδεύσει το Βυζαντινό διοικητή της πόλεως Γρηγόριο Ταρωνίτη και να τον φονεύσει (995).Ο διάδοχος του Ιωάννης Χάλδος συνελήφθη αιχμάλωτος. Τον ίδιο χρόνο (995) ο Σαμουήλ ανακατέλαβε τη Βέροια. Εν τω μεταξύ ο Βασίλειος μετά την επιστροφή του στη Βασιλεύουσα έστειλε δομέστικο των Σχολών της Δύσεως τον ικανότατο στρατηγό Νικηφόρο Ουρανό, ο οποίος ήταν συγχρόνως και πολιτικός και λόγιος. Ως συγγραφέας άφησε έργα Τακτικής και επιστολές. Το 997 ο Σαμουήλ αφού συνειδητοποίησε πλέον ότι δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, στράφηκε προς τα ΝΔ και αφού πέρασε τα Τέμπη διά της Θεσσαλίας, Φθιώτιδας, Βοιωτίας και Αττικής εισέβαλε στην Πελοπόννησο λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα. Κατά του Σαμουήλ βάδισε, τότε ο Νικηφόρος Ουρανός, ο οποίος από τη Θεσσαλονίκη έφτασε στη Λάρισα όπου άφησε τη βαριά αποσκευή του. Από εκεί με ταχύτατη πορεία προχώρησε προς τα νότια, διέσχισε την πεδιάδα των Φαρσάλων και αφού πέρασε τον Απιδανό ποταμό και προχώρησε ακόμη νοτιότερα, στρατοπέδευσε κοντά στις όχθες του Σπερχειού ποταμού, ο οποίος εκείνες τις ημέρες ήταν πλημμυρισμένος λόγω των βροχοπτώσεων. Στην απέναντι όχθη του ποταμού είχαν στρατοπεδεύσει οι Βούλγαροι, οι οποίοι επέστρεφαν από την ληστρική επιδρομή τους φορτωμένοι με αμέτρητα λάφυρα που είχαν αρπάξει από τις ελληνικές περιοχές. Η διάβαση του ποταμού θεωρήθηκε τρόπον τινά αδύνατη. Πεπεισμένος ως προς αυτό ο Σαμουήλ χαλάρωσε την επιτήρηση των αντιπάλων του και τη φρούρηση του στρατοπέδου του. Όμως το γεγονός αυτό το εκμεταλλεύθηκε ο γενναίος στρατηγός Νικηφόρος Ουρανός, ο οποίος ερευνώντας προσεκτικά το ποτάμι εν καιρώ νυκτός, βρήκε ένα πέρασμα από το οποίο οδήγησε το στρατό του στα νώτα των Βουλγάρων, που κοιμούνταν αμέριμνοι. Επακολούθησε φοβερή σφαγή των Βουλγάρων εκ των οποίων άλλοι δεν αντιστάθηκαν καθόλου λόγω του αιφνιδιασμού, άλλοι προσπάθησαν να φύγουν μέσα από το ποτάμι και παρασύρθηκαν από το ορμητικό ρεύμα του, άλλοι έτρεχαν προς το βουνό αλλά τους έφταναν οι Έλληνες ιππείς και τους σκότωναν, ενώ τέλος οι περισσότεροι δεν πρόλαβαν να βγουν από τις σκηνές τους. Ο Σαμουήλ και ο γιος του Γαβριήλ Ραδομηρός προσποιήθηκαν τους νεκρούς μέσα στη σκηνή τους με αποτέλεσμα να γλιτώσουν το θάνατο. 
Την επομένη νύχτα διέφυγαν και περνώντας από τα βουνά της Αιτωλίας και της Πίνδου έφτασαν στη Βουλγαρία. Όλοι οι Βυζαντινοί αιχμάλωτοι απελευθερώθηκαν και ο θριαμβευτής Νικηφόρος και οι αμύθητοι θησαυροί που είχαν αρπάξει οι Βούλγαροι από τις διάφορες ελληνικές πόλεις επανήλθαν στους Βυζαντινούς. Η σημασία της νίκης του Σπερχειού υπήρξε πολύ σημαντική για τρεις λόγους: α) Για πρώτη φορά ο βυζαντινός στρατός κατόρθωσε να συντρίψει τους αντιπάλους του, οι οποίοι μέχρι τότε απέφευγαν να συγκρουστούν μαζί του σε ανοικτή μάχη (Βλέπε Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος Η' σελ. 121 - 122). β) Οι νότιες επαρχίες της Αυτοκρατορίας απαλλάχτηκαν οριστικά από τις βουλγαρικές επιδρομές και γ) το θέατρο των πολεμικών συγκρούσεων μετατέθηκε προς βορράν (βόρεια Μακεδονία, Δυτική και Ανατολική Βουλγαρία). 

ε) Συνέχεια των βουλγαρικών πολέμων. Μάχη του Κλειδιού (29 Ιουλίου 1014). Θάνατος του Σαμουήλ (1014) 
Ο Σαμουήλ, παρά την ήττα του στον Σπερχειό, συνέχισε τις κατακτητικές του δραστηριότητες. Στράφηκε προς τα δυτικά και κατά το έτος 998 κατέλαβε το Δυρράχιο, τη Διόκλεια και τη Ρασκία. Από την άλλη πλευρά τα βυζαντινά στρατεύματα κατελάμβαναν την ανατολική Βουλγαρία. Εν τω μεταξύ ο Βασίλειος Β' προτού να ξεκινήσει για τη δεύτερη εκστρατεία του στη Συρία, κατά το έτος 998 ή στις αρχές του 999, επιχείρησε την τρίτη εκστρατεία του κατά των Βουλγάρων. Αφού έφτασε στην Φιλιππούπολη, προχώρησε προς τα ενδότερα της Βουλγαρίας και έφτασε μέχρι την περιοχή της Τριαδίτζας (σημερινή Σόφια) και κατέλαβε πολλά φρούρια. Κατά το επόμενο έτος (1000) οι στρατηγοί του Βασιλείου Β' (ενώ ο ίδιος βρισκόταν στο ανατολικό μέτωπο και συγκεκριμένα στη Συρία) επιχείρησαν εκστρατεία κατά των βορείων του Αίμου περιοχών και κατέλαβαν τη Μεγάλη και τη Μικρή Γλασκόβη. Ο Βασίλειος Β' μετά από τη θριαμβευτική του εκστρατεία στη Συρία και στην Ιβηρία επανήλθε στο μέτωπο της Βαλκανικής, όπου αποκατέστησε το Μακεδονικό σύνορο ανακαταλαμβάνοντας τη Βέροια και τα Σερβία (1001). Έπειτα προχώρησε μέχρι τη Θεσσαλία, όπου αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία ξαναχτίζοντας φρούρια που είχε καταστρέψει ο Σαμουήλ ή κυριεύοντας άλλα τα οποία κατείχαν ακόμη οι Βούλγαροι. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας επέστρεψε στη Μακεδονία και μετά από πεισματώδη πολιορκία, κατέλαβε τα Βοδινά (σημερινή Έδεσσα). Το επόμενο έτος (1002) ο Βασίλειος στράφηκε προς τις παραδουνάβιες περιοχές, όπου μετά από οκτάμηνη πολιορκία κατέλαβε τη Βιδύνη (αρχαία Βονωνία) που ήταν σπουδαίο παραδουνάβιο κάστρο. Ο Σαμουήλ επιχειρώντας αντιπερισπασμό κατέλαβε και λεηλάτησε την Αδριανούπολη κατά την ημέρα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (15 Αυγούστου του 1002). Από τη Βιδύνη ο αυτοκράτορας κινήθηκε προς τα νότια με ταχύτατες κινήσεις. Στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα Σκόπια κατήγαγε περιφανή νίκη κατά του Σαμουήλ και τον έτρεψε σε άτακτη φυγή. Στη συνέχεια τα βυζαντινά στρατεύματα πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία το φρούριο Πέρνικο στο βόρειο Στρυμόνα. Το έτος 1005 ο Ασώτιος ο Ταρωνίτης, ο οποίος είχε συλληφθεί αιχμάλωτος από τον Σαμουήλ και είχε νυμφευθεί την κόρη του Βούλγαρου ηγεμόνα, παρέδωσε το Δυρράχιο στον αυτοκρατορικό στρατό, ύστερα από προδοσία. Με την κατάληψη των Σκοπίων και των Βοδινών οι κεντρικές περιοχές του κράτους του Σαμουήλ, αποκλείστηκαν. Μετά από τετράχρονο ασταμάτητο πόλεμο οι Βούλγαροι έχασαν τα περισσότερα από τα μισά εδάφη τους. Με τις νίκες του αυτές ο Βασίλειος πέτυχε ν' αποκαταστήσει τα βυζαντινά σύνορα της χερσονήσου του Αίμου στα σημεία που τα είχε φέρει ο Ιωάννης Τσιμισκής. Το κράτος του Σαμουήλ είχε απομονωθεί γεωγραφικά από τους βόρειους γείτονες του και ειδικότερα από τους Πατσινάκες που κατοικούσαν σε περιοχές βόρεια από το Δούναβη. Όμως ο πόλεμος εξακολουθούσε με πείσμα. Τώρα είχε μεταφερθεί στο εσωτερικό του βουλγαρικού κράτους. Φυσικά, όπως παρατηρεί ο Ostrogorsky «δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία για την έκβαση του πολέμου»33. Ήταν φανερό πως η οικονομική, οργανωτική και τεχνική υπεροχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θα κυριαρχούσε. Πράγματι μετά το έτος 1004 ο Σαμουήλ βρέθηκε περικυκλωμένος. Δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς σε κανονική μάχη και απέφευγε κάθε αναμέτρηση. Ο αυτοκράτορας, όμως, ήταν αποφασισμένος να καθυποτάξει τη Βουλγαρία και γι' αυτό κάθε χρόνο επί δέκα συνεχή χρόνια (1004 - 1014) εισέβαλε στις βουλγαρικές περιοχές και κατέστρεφε τα πάντα στο πέρασμα του. Τα αποτελέσματα όμως των εκστρατειών αυτών του Βασιλείου ήταν πενιχρά, υπό την έννοια ότι δεν μπορούσε να κάμψει τελείως τη βουλγαρική δύναμη. Κατόρθωσε όμως να φθείρει συνεχώς τον αντίπαλο του, του οποίου η δύναμη συνεχώς μειωνόταν. Τώρα πλέον δεν τολμούσε ο Σαμουήλ ν' αναμετρηθεί σε ανοικτή μάχη με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα. Βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Βλέποντας ότι του ήταν αδύνατο ν' αντιμετωπίσει τους Βυζαντινούς σε ανοικτό πεδίο για να σταματήσει τις εισβολές του, κατέλαβε τις ορεινές διόδους από τις οποίες θα περνούσε ο βυζαντινός στρατός για να μπει στα βουλγαρικά εδάφη. Μια από τις κυριότερες διόδους ήταν τα στενά του Κλειδιού ή Κιμβαλόγγου, τα οποία βρίσκονται στην κοιλάδα του άνω Στρυμόνος, μεταξύ Σερρών και Μελένικου. Το στενό, λοιπόν, αυτό οχύρωσε ο Σαμουήλ και περίμενε την διέλευση του Βασιλείου. Πράγματι, το καλοκαίρι του 1014 ο αυτοκρατορικός στρατός έφτασε μπροστά στις βουλγαρικές οχυρώσεις τις οποίες επιχείρησε να καταλάβει. Ομως, η στενότητα του εδάφους και η σθεναρή αντίσταση των Βουλγάρων ματαίωσε τους σκοπούς του αυτοκράτορα34, ο οποίος βρέθηκε προς στιγμήν σε αμηχανία. Από τη δύσκολη αυτή θέση έβγαλε τους Βυζαντινούς ο στρατηγός Νικηφόρος Ξιφίας, ο οποίος κατόρθωσε να καταλάβει το υψηλό όρος Βαλαθίστα ή Βελάσιτζα, το οποίο βρίσκεται ανατολικά του Κλειδιού. Ετσι τα βουλγαρικά στρατεύματα αφού κυκλώθηκαν και χτυπήθηκαν από τα νώτα, έπαθαν φοβερή πανωλεθρία (στις 29 Ιουλίου του 1014). Πολλοί Βούλγαροι στρατιώτες έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ ακόμη περισσότεροι αιχμαλωτίστηκαν. Οι πηγές κάνουν λόγο για 14.000 ή 15.000 αιχμαλώτους. Πρόκειται για μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων που δείχνει ακριβώς τη θριαμβευτική νίκη των Βυζαντινών. Η σημασία της μάχης του Κλειδιού είναι μεγίστη γιατί έκρινε την τύχη του πολέμου, ο οποίος όμως δεν τελείωσε το 1014, αλλά συνεχίστηκε μέχρι το 1019 όπως θα δούμε στα επόμενα. Μετά από τη μάχη του Κλειδιού ο Βασίλειος τιμωρώντας τους Βουλγάρους αιχμαλώτους διέταξε να τους τυφλώσουν, αφού προηγουμένως τους χώρισε σε ομάδες εκ των οποίων καθεμιά περιλάμβανε εκατό στρατιώτες. Αφησε σε κάθε ομάδα ένα μονόφθαλμο για να μπορέσει να οδηγήσει τους υπόλοιπους στη Βουλγαρία. Πρόκειται αναμφισβήτητα για πολύ σκληρή τιμωρία, η οποία αυτή καθεαυτή υπήρξε οπωσδήποτε βάρβαρη πράξη. Ο Σαμουήλ όταν είδε τους κατακρεουργημένους στρατιώτες του έπαθε αποπληξία και μετά από δυο ημέρες πέθανε (6 Οκτωβρίου 1014). Η τύφλωση των Βουλγάρων αιχμαλώτων ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως από παλαιότερους και νεότερους ιστορικούς. Μερικοί είδαν την πράξη του Βασιλείου μέσα από το πρίσμα μιας γενικότερης προκατάληψης για το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του. Υπήρξε κατά την άποψη τους σύμπτωμα της βαρβαρότητας των ηθών που επικρατούσε στο Βυζάντιο.35 Αλλοι την είδαν ως πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Αλλοι έδωσαν κοινωνιολογικές ερμηνείες. Κατά την ταπεινήν μου γνώμη η πλέον επιτυχής ερμηνεία της ενέργειας του Βασιλείου Β' υπήρξε η «νομική» ερμηνεία του καθηγητή Διονυσίου Ζακυθηνού.36 Γράφει, λοιπόν, ο αείμνηστος καθηγητής και ακαδημαϊκός: «Αλλά την πύρωσιν των Βουλγάρων του Κλειδιού θα ηδυνάμεθα να ερμηνεύσομεν από της επόψεως του εσωτερικού και του διεθνούς Δικαίου. Κατά την ημετέραν γνώμην, ο αυτοκράτωρ, λαμβάνων τα αποδιδόμενα εις αυτόν σκληρά μέτρα, δεν ενήργησε ως αντίπαλος εκπροσώπου εμπολέμου κράτους και δεν ετιμώρησε πολίτας εμπολέμου επικρατείας, αλλ' ως κυρίαρχος καταπνίγουν εσωτερικήν επανάστασιν και κολάζων τους ιδίους υπηκόους, οίτινες ήγειραν τα όπλα εναντίον της ανωτάτης αυτών αρχής. Ο Σαμουήλ δεν ήτο Βούλγαρος, αλλ' υιός Βυζαντινού διοικητού, τούτο δε παρείχεν εις τον αυτοκράτορα το δικαίωμα να θεωρήσει τον πόλεμον ως στάσιν και ανταρσίαν και εσχάτην προδοσίαν και να μεταχειριστεί τους αιχμαλώτους ουχί ως εμπολέμους αλλ' ως στασιαστάς• επομένως να μη συμμορφωθεί προς το Διεθνές Δίκαιον και την διεθνή πρακτικήν, αλλά να κινήσει το εσωτερικόν Δίκαιον. Κατά τούτο οι ένοχοι στάσεως ετιμωρούντο διά τυφλώσεως. Αι πηγαί θεωρούν την πύρωσιν, επιβαλλομένην αντί της εσχάτης των ποινών επί στασιαζάντων, ως πράξιν φιλανθρωπίας»37. Ο θάνατος του Σαμουήλ υπήρξε γεγονός αποφασιστικής σημασίας για τη βουλγαρική αντίσταση. Ο πόλεμος όμως εξακολούθησε μέχρι το 1019. Τον Σαμουήλ διαδέχτηκε ο γιος του Γαβριήλ - Ρωμανός Ραδομηρός (1014 - 1015) ο οποίος επεδίωξε να συνθηκολογήσει με το Βυζάντιο. Αλλά δολοφονήθηκε από τον εξάδελφο του Ιωάννη Βλαδισλάβο (1015 - 1018) γιο του Ααρών (ο οποίος φέρεται ως αδελφός του Σαμουήλ). Ο πόλεμος συνεχίζεται και οι επιχειρήσεις διεξάγονται τώρα στη βορειοδυτική Θράκη, κυρίως όμως στη Μακεδονία. Το 1014 παραδόθηκε στους Βυζαντινούς το οχυρότατο φρούριο του Μελένικου. Εν συνεχεία ο ακαταπόνητος Βασίλειος κατέλαβε τα Βιτώλια και κατέκαυσε τα εκεί ευρισκόμενα ανάκτορα του Γαβριήλ. Σχεδόν συγχρόνως οι βυζαντινές στρατιές κατελάμβαναν τα φρούρια του Πρίλαπου και του Στυπείου. Στις 9 Απριλίου του 1015 κατέλαβαν την Εδεσσα. Εν τω μεταξύ ο Ιωάννης Βλαδισλάβος προχώρησε σε διαπραγματεύσεις. Με επιστολές του προς το Βασίλειο ο ίδιος και οι άρχοντες της Βουλγαρίας δήλωσαν την υποταγή τους στον αυτοκράτορα. Ομως ο Βασίλειος επειδή δυσπιστούσε σ' αυτές τις προτάσεις, αφού ανέλαβε νέα επιθετική δράση λεηλάτησε τις περιοχές του Οστρόβου και του Σωσκού και την πεδιάδα της Πελαγονίας.3ί! Εν συνεχεία κατέλαβε την Αχρίδα (1015) όπου ο Σαμουήλ είχε κτίσει τα ανάκτορα του. Δεν κατόρθωσε όμως να καταλάβει το Πέρνικο (1016) και την Καστοριά (1017). «Η τελευταία σελίς του δράματος», κατά την έκφραση του Δ. Ζακυθηνού «εγράφη υπό τα τείχη του Δυρραχίου τω 1018». Ο Βούλγαρος ηγεμόνας Ιωάννης Βλαδισλάβος πολιορκώντας την πόλη έπεσε πολεμώντας κατά του στρατηγού του θέματος Δυρραχίου Νικήτα του Πηγωνίτου.39 Τα βουλγαρικά φρούρια παραδόθηκαν το ένα μετά το άλλο: το φρούριο του Πέρνικου, της Πελαγονίας, του Μωροβίσδου, του Λιπενίου, της Στρούμιτζας. Στην τελευταία αυτή πόλη έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της Βουλγαρίας κομίζοντας γράμματα της χήρας του Βλαδισλάβου Μαρίας. Από την Στρούμιτζα ο Βασίλειος προχώρησε βορειότερα μέχρι τα Σκόπια και στη συνέχεια επέστρεψε στην Αχρίδα, ενώ ο λαός όλος τον προϋπαντούσε με επευφημίες και πανηγυρισμούς. Εκεί πήγαν για να παραδοθούν στο θριαμβευτή αυτοκράτορα η χήρα του Ιωάννη Βλαδισλάβου Μαρία, τα άλλα μέλη της βουλγαρικής βασιλικής οικογένειας και διάφοροι μεγιστάνες των Βουλγάρων. Επειτα, ο Βασίλειος Β', αφού συνέτριψε διάφορες μεμονωμένες προσπάθειες αντιστάσεως, ήρθε στην Καστοριά. Από εκεί, διά μέσου των Σερβίων, των Σταγών της Θεσσαλίας και των Θερμοπυλών, έρχεται στην Αθήνα: α) για να ευχαριστήσει τη Θεοτόκο στο Ναό της Παναγίας του Παρθενώνος και β) για να δει από κοντά την κατάσταση της χώρας.40 Το προσκύνημα αυτό του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, ενέπνευσε στον πατριδολάτρη εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά το μακρόπνοο επικολυρικό ποίημα «Φλογέρα του βασιλιά» (1910). 

στ) Τέλος του Βουλγάρικου Πολέμου. Πολιτική, θρησκευτική και διοικητική οργάνωση της Βουλγαρίας. 
Τοιουτοτρόπως τερματίστηκαν οι σκληροί και μακροχρόνιοι Βουλγαρικοί Πόλεμοι, οι οποίοι διήρκεσαν 44 χρόνια. Το κράτος του Σαμουήλ καταλύθηκε και το βόρειο σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αποκαταστάθηκε στο Δούναβη. Με την κατάληψη του Σιρμίου από το στρατηγό Κωνσταντίνο Διογένη (1019) συμπληρώθηκε η εδαφική επέκταση του Βυζαντίου στη Χερσόνησο του Αίμου. Η Σερβία, η οποία είχε προηγουμένως καταληφθεί από τους Βουλγάρους, τώρα Ι υποτάχτηκε στο Βυζάντιο. Οι ηγεμόνες της Κροατίας ανεγνώρισαν την επικυριαρχία του Βυζαντίου και έλαβαν βυζαντινά αξιώματα. Μετά από όλα αυτά η Βαλκανική Χερσόνησος ολόκληρη βρισκόταν και πάλι κάτω από το βυζαντινό σκήπτρο, για πρώτη φορά υστέρα από τη σλαβική εγκατάσταση του 7ου αιώνα. Από την εποχή του Ιουστινιανού κανένας αυτοκράτορας δεν έφτασε σε τόσο μεγάλο βαθμό δυνάμεως στη Χερσόνησο του Αίμου. Ενώ κατά τη διάρκεια των πολεμικών συγκρούσεων η συμπεριφορά του Βασιλείου προς τους αντιπάλους του υπήρξε σκληρή και αμείλικτη, αντίθετα, μετά το τέλος του μακροχρόνιου πολέμου συμπεριφέρθηκε προς τους υποταγμένους Βουλγάρους με σύνεση και μετριοπάθεια. Πρώτα - πρώτα προς τα μέλη της βουλγαρικής βασιλικής οικογένειας έδειξε μεγαλόφρονα συμπεριφορά. Στη χήρα του Βλαδισλάβου Μαρία, απένειμε το αξίωμα της ζωστής πατρικίας, στο γιο του Προυσιανό το αξίωμα του μαγίστρου, Βασιλείου Βουλγαροκτόνουενώ σε άλλους αδελφούς, το αξίωμα του Πατρικίου (βλέπε Δ. Ζακυθηνού Βυζαντινή Ιστορία, έκδοσις 1977, σελ. 437). Επίσης, έγιναν και πολλοί γάμοι μεταξύ Βυζαντινών και Βουλγάρων. 

Σχέσεις του Βασιλείου Β' με τη Βενετία 
Η Βενετία, η οποία μετά την κατάκτηση της Ιταλίας από τον Ιουστινιάνειο (554) αποτελούσε τμήμα του Βυζαντινού Κράτους, κατά την εποχή του Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, έχει αναδειχτεί σε ακμαία ναυτική δύναμη χειραφετημένη τελείως από την πρώην επικυρίαρχο Κωνσταντινούπολη. Αφετηρία της οικονομικής ανάπτυξης της Βενετίας υπήρξε το εμπόριο του άλατος. Κατά το δέκατο και τον ενδέκατο αιώνα, η Βενετία αναδεικνύεται σε σπουδαία ναυτική δύναμη. Στην ανάπτυξη της συνετέλεσαν η εμπορία των δούλων, οι οικονομικές ανταλλαγές με τους Βυζαντινούς και με τους Άραβες και οι ανάγκες της άμυνας Ι από τους Σλάβους της Αδριατικής και από τους Σαρακηνούς της Σικελίας. Οι Βενετοί ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις πρώτα με τους Άραβες και κατόπιν στράφηκαν προς την Κωνσταντινούπολη, όπου αναφέρονται για πρώτη φορά το 968.43 Το 992, ο Βασίλειος Β' με χρυσόβουλλο, δηλαδή με επιστολή «χρυσοίς γράμμασι γεγραμμένην και υπογεγραμμένην», παραχώρησε ειδικά εμπορικά προνόμια στους Βενετούς. Στο χρυσόβουλλο αυτό, ο Βασίλειος Β' καθόρισε με λεπτομέρειες «τους προνομιακούς οικονομικούς και διοικητικούς όρους των οποίων θα απέλαυον οι Βενετοί καταίροντες κατ' εμπορίαν εις την Κωνσταντινούπολιν». Οπωσδήποτε, ο Βασίλειος με την παραχώρηση των προνομίων στους Βένετους, απέβλεπε στη στρατιωτική υποστήριξη των βυζαντινών κτήσεων της Νότιας Ιταλίας, οι οποίες υφίσταντο τις συνεχείς επιδρομές των Αράβων της Σικελίας. Πράγματι, ολόκληρο τον 11ο αιώνα η Βενετία θα ακολουθήσει φιλοβυζαντινή πολιτική και θα βοηθήσει στρατιωτικά την Αυτοκρατορία. Το χρυσόβουλλο του 992 απετέλεσε σταθμό στην επέκταση της Βενετίας προς τις χώρες της Ανατολής, βυζαντινής και μουσουλμανικής. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, αμέσως μετά το 992, Βενετοί έμποροι «ξεχύθηκαν στα εδάφη της Αυτοκρατορίας»44. Γύρω στο έτος 1000, ήρθαν να εγκατασταθούν στη Σπάρτη. Νεότεροι ιστορικοί κατακρίνουν τον Βασίλειο Β' για την παραχώρηση των προνομίων προς τους Ενετούς. Θα έπρεπε, υποστηρίζουν, να προβλέψει τους κινδύνους που θα προέκυπταν από την οικονομική διείσδυση των ιταλικών πόλεων στις ελληνικές χώρες. Νομίζω ότι το σφάλμα δεν ανήκει στο Βασίλειο αλλά στους μεταγενέστερους αυτοκράτορες, οι οποίοι αύξησαν τα προνόμια προς τους Βενετούς και παραχώρησαν προνόμια στους Γενουάτες και στους Πισάτες, με αποτέλεσμα η οικονομική διείσδυση των ναυτικών αυτών πόλεων να υποσκάψει τα οικονομικά θεμέλια της Αυτοκρατορίας. 

Κοινωνική πολιτική του Βασιλείου Β' 
Ο Βασίλειος υπήρξε ευαίσθητος στα κοινωνικά ζητήματα. Γι' αυτό και η πολιτική του υπήρξε φιλολαϊκή και αντιαριστοκρατική. Το αποκορύφωμα της αντιαριστοκρατικής πολιτικής του Βασιλείου Β' υπήρξε το Αλληλέγγυον (1002). Αυτό υπήρξε μέτρο φορολογικής πολιτικής, με το οποίο υποχρεώνονταν οι δυνατοί να καταβάλλουν τους φόρους των πτωχών καλλιεργητών, οι οποίοι είχαν καταστραφεί οικονομικά κυρίως λόγω των μακροχρόνιων πολέμων. Υπήρχαν και πολλές περιπτώσεις αγροτών οικογενειαρχών, οι οποίοι σκοτώθηκαν στους πολέμους και έπειτα οι οικογένειες τους δεν ήταν δυνατόν να καταβάλλουν κανονικά τους φόρους τους στο κράτος, το οποίο όμως, λόγω των πολεμικών δαπανών αδυνατούσε να παράσχει φορολογική απαλλαγή στις ορφανεμένες αυτές οικογένειες των αγροτών - στρατιωτών. Έτσι, ήταν ανάγκη να «εξισορροπηθούν κάπως τα βάρη που εκαλούντο αι διάφοροι βυζαντινοί τάξεις να βαστάσουν» (Ι. Καραγιαννόπουλος, Τόμος Β', σελ. 455). Η εξισορρόπηση αυτή επιτεύχτηκε με το Αλληλέγγυον, που υπήρξε αποφασιστικό μέτρο, το οποίο είχε τις παρακάτω τρεις συνέπειες: 
α) κατάφερε ισχυρό χτύπημα στην απληστία και την αρπακτικότητα των δυνατών. 
β) ανακούφισε τους πτωχούς στρατιώτες καλλιεργητές ή τις οικογένειες τους, αν αυτοί είχαν φονευτεί στους πολέμους και 
γ) εξασφάλισε με τον ασφαλέστερο τρόπο έσοδα στο κράτος, το οποίο είχε ανάγκη από χρήματα, για να αντιμετωπίσει τις τεράστιες πολεμικές δαπάνες. 
Όρια του Βυζαντινού Κράτους κατά το τέλος της βασιλείας του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου. Θάνατος του Βασιλείου Β'. Γενικές κρίσεις για τη βασιλεία του. 
Ο Βασίλειος Β' αφού, μετά από μακροχρόνιους πολέμους, νίκησε τους Βούλγαρους στη Χερσόνησο του Αίμου, τους Αραβες, τους Αρμένιους και τους Ιβηρες (Γεωργιανούς) στην Ανατολή, προετοιμαζόταν σε ηλικία 72 χρόνων να εκστρατεύσει κατά των Αράβων της Σικελίας. Εστειλε, μάλιστα, ως προπομπό στη Σικελία τον πρωτοσπαθάριο Ορέστη με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις (θέρος Ι του 1025). Ομως δεν επέπρωτο να πραγματοποιηθεί αυτή η εκστρατεία γιατί προσβλήθηκε από αιφνίδια ασθένεια και πέθανε στις 15 Δεκεμβρίου του 1025, σε ηλικία 72 χρόνων, αφού βασίλευσε 50 χρόνια (από τις 12 Ιανουαρίου του 976 μέχρι της 15 Δεκεμβρίου του 1025). Κατά τον Σλουμπερζέ «η βασιλεία του υπήρξε μακρότατη καθ' όλην την ΰπαρξιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μια των πλέον μακροχρονίων της παγκοσμίου Ιστορίας». Ο Βασίλειος Β' έμεινε σε όλη τη ζωή του ανύμφευτος. Λίγο πριν από το θάνατο του υπέδειξε ως διάδοχο του τον αδελφό του, ο οποίος ήταν συναυτοκράτοράς του χωρίς να λαμβάνει ενεργό μέρος στη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Ενώ είχε ετοιμάσει μεγαλοπρεπή τάφο για τον εαυτό του στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, κοντά στους τάφους των προκατόχων του, την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη και έδωσε εντολή να ενταφιαστεί στο ναΐσκο του μικρού μοναστηρίου του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας στο Εβδομον, όπου γίνονταν συνήθως στρατιωτικές συγκεντρώσεις. Ετσι, λοιπόν, στη μικρή εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ετάφη χωρίς πομπές και επισημότητες, σαν απλός πολεμιστής, ο στρατιώτης αυτοκράτορας, ο οποίος επί πενήντα χρόνια έκανε τους Βούλγαρους, τους Αραβες και όλα τα έθνη της Ανατολής να τρέμουν ακόμα και στο άκουσμα του ονόματος του. Κληροδότησε μια Αυτοκρατορία, της οποίας το μεγαλείο, η δύναμη και η ευημερία είχαν φτάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η ακμή της και τα όρια της συναγωνίζονταν με την ακμή και τα όρια των εποχών του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1025 εκτεινόταν προς Ανατολάς μέχρι την Κολχίδα, τις οροσειρές της Αρμενίας, τον Ευφράτη ποταμό και την Ανω Συρία, προς τα βόρεια έφτανε μέχρι το Δούναβη, προς τα δυτικά μέχρι την Αδριατική και την Κροατία. Επίσης, περιλάμβανε ένα σημαντικό τμήμα της Νότιας Ιταλίας και τα μεγάλα νησιά Κρήτη και Κύπρο. Ο μεγάλος αυτοκράτορας με τους ατέλειωτους πολέμους του είχε ενσωματώσει στην Αυτοκρατορία ένα αχανές σλαβικό βασίλειο (το βουλγαρικό), ενώ ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, βρισκόταν κάτω από την πνευματική του επιρροή (το ρωσικό).45 Ο Γουσταύος Σλουμπερζέ τελειώνει το έργο του «Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος» με την επιγραμματική φράση: «Με τον θάνατον του Βασιλείου Β' εξέλιπεν η μεγαλύτερα και ενδοξότερα φυσιογνωμία του μεσαιωνικού Ελληνισμού».


from anemourion https://ift.tt/R6TIyip
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη