Γιουγκοσλάβοι κρατούμενοι σε αναγκαστική εργασία στη Θεσσαλονίκη και τη Λαμία, 1943-1944

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, στα διαφόρων τύπων ναζιστικά στρατόπεδα που δημιουργήθηκαν, φυλακίστηκαν και έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες πολίτες. Αυτά ήταν ταυτόχρονα και πηγές ομήρων για τα μαζικά γερμανικά αντίποινα σε όλη την περίοδο της Κατοχής. Από την Άνοιξη του 1942 υπήρξαν και πηγή εργατικού δυναμικού τόσο στη Γερμανία, όσο και στις κατεχόμενες χώρες, ανάμεσά τους και στην Ελλάδα.

Έρμαια της αναγκαστικής μετακίνησής τους, και με αφετηρία στρατόπεδα και φυλακές της χώρας τους, βρέθηκαν στο νότο δεκάδες εκατοντάδες άνθρωποι από τη διαμελισμένη Γιουγκοσλαβία. Υπό συνθήκες πολέμου, τον Ιανουάριο του 1943 αρχικά και τον Ιούνιο του ίδιου έτους στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και στα στρατόπεδα Χαρμάνκιοϊ (σημερινό Κορδελιό) και Παύλος Μελάς αντίστοιχα, για να έρθουν να συμπληρώσουν την πληθυσμιακή ετερογένεια των κρατουμένων αυτών των γερμανικών στρατοπέδων.

Στην πρώτη περίπτωση έφτασαν στο στρατόπεδο Χαρμάνκιοϊ[1] πεντακόσιοι περίπου Γιουγκοσλάβοι, άνθρωποι κάθε ηλικίας – μαθητές, φοιτητές, μεσήλικες, κυρίως από τη Σερβία, αλλά και από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την Κροατία. Ήταν ως επί το πλείστον Παρτιζάνοι, συλληφθέντες των ετών 1941-1942 κατά τις τοπικές εξεγέρσεις, στην προσπάθειά τους να αντισταθούν στον κατακτητή και με αφετηρία το γνωστό στρατόπεδο του Βελιγραδίου Μπάνιτσα (Banjica).[2]

Τη φύλαξη του «στρατοπέδου» Χαρμάνκιοϊ (πρώην στάβλων) είχαν αναλάβει τα μέλη μιας μηχανοκίνητης μονάδας της Wermacht που αποτελούνταν από 18 φύλακες-στρατιώτες και τον επικεφαλής της φρουράς με βαθμό υπαξιωματικού. Η ζωή σ’ αυτό ήταν πολύ σκληρή και οι συνθήκες διαβίωσης πρωτόγονες.[3] Από την αρχή ακόμη κατέστη σαφές στους κρατούμενους για ποιο λόγο βρίσκονταν εκεί[4] και τους τονίστηκε πως οι δολιοφθορείς και όσοι θα προσπαθούσαν να διαφύγουν, θα τιμωρούνταν με θάνατο, ενώ θα εκτελούνταν για κάθε δραπέτη δέκα κρατούμενοι ως αντίποινα.[5]

Υπ’ αυτές τις συνθήκες ξεκίνησε η αναγκαστική εργασία. Η γερμανική διοίκηση στη Θεσσαλονίκη σχημάτιζε ομάδες εργασίας από τους κρατούμενους για τα υπό κατασκευή γερμανικά κτήρια και διάφορες αποθήκες, κυρίως στη Θεσσαλονίκη και λιγότερο στην ευρύτερη περιοχή της βόρειας Ελλάδας. Η διοίκηση του στρατοπέδου Χαρμάνκιοϊ, επίσης, ελάμβανε καθημερινά αιτήματα από διάφορες γερμανικές στρατιωτικές υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης να τους διαθέσει ορισμένο αριθμό εργατών-κρατουμένων. Εκείνη τους τα εξασφάλιζε, άλλοτε πλήρως κι άλλοτε εν μέρει, ανάλογα με την κατάσταση υγείας των κρατουμένων που άλλαζε διαρκώς. Γι’ αυτό και, ενώ αρχικά δεν οδηγούνταν για εργασία το προσωπικό της εσωτερικής διοίκησης[6] του στρατοπέδου, αργότερα για να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα, άρχισαν να υποχρεώνονται σε εργασία και οι «προνομιούχες ομάδες» κρατουμένων.

Σχεδόν καθημερινά κρατούμενοι από το Χαρμάνκιοϊ απασχολούνταν σε εργασίες του ίδιου του στρατοπέδου και του περιβάλλοντος χώρου. Αμέσως μετά με την άφιξή τους και με το χιόνι να πέφτει, τους δόθηκε εντολή να ενισχύσουν την υπάρχουσα περίφραξη του στρατοπέδου με ακόμη μια σειρά αγκαθωτό συρματόπλεγμα ύψους τριών μέτρων και ανάμεσα στις δύο σειρές να τοποθετήσουν κουλούρες συρματοπλέγματος. Το αγκαθωτό συρματόπλεγμα έπρεπε να διασταυρώνεται και στη στέγη του κτηρίου του στρατοπέδου, ώστε να παρεμποδιστεί το ενδεχόμενο μίας απόδρασης από εκεί. Δίπλα στην είσοδο έπρεπε να υψωθεί πύργος παρατηρητηρίου. Άλλοι, πάλι, απασχολήθηκαν με την κατασκευή των αποχωρητηρίων των κρατουμένων και των Γερμανών φρουρών, την ισοπέδωση του χώρου, και το άνοιγμα αρτεσιανού πηγαδιού. Κάποιοι έφεραν άχυρο και το τοποθέτησαν στα κρεβάτια τους.[7] Σταδιακά οι κρατούμενοι μοιράστηκαν σε διάφορες αναγκαστικές εργασίες γύρω από το στρατόπεδο και ανάλογα με την ειδικότητά τους (κλειδαράδες, επιπλοποιοί, ράφτες, κηπουροί), ενώ οι νεαρότεροι σε ηλικία βοηθούσαν τους τεχνίτες και μάθαιναν από εκείνους την τέχνη τους.

Μία ομάδα, εκατό περίπου κρατουμένων, εργαζόταν καθημερινά σε μία από τις λεγόμενες Π.Α.Υ.Π.[8] στο χωριό Χαρμάνκιοϊ. Στο εργοτάξιο αυτό (μία αποθήκη φορτοεκφόρτωσης οικοδομικών υλικών), τους μοίρασαν σε ομάδες και άλλοι απ’ αυτούς εργάζονταν στο φόρτωμα αγκαθωτού συρματοπλέγματος σε φορτηγά, άλλοι στην τακτοποίηση διαφόρων μετάλλων, όπως κολώνες περίφραξης, σωλήνες, ράγες για τις στενές σιδηροδρομικές γραμμές. Τα παγωμένα σίδερα κολλούσαν στα χέρια τους και από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα πληγώνονταν οι παλάμες τους, αφού εργάζονταν με γυμνά χέρια και υπό αυστηρή επιτήρηση των φρουρών, πρωί και απόγευμα.

Στις 6 Απριλίου 1943 ξεκίνησε η σημαντικότερη εργασία, η κατασκευή του μεγάλου σιδηροδρομικού σταθμού Θεσσαλονίκης, όπου η κατασκευαστική εταιρεία χρειαζόταν τους περισσότερους κρατούμενους με εξειδίκευση και φυσική δύναμη. Γι’ αυτό καθημερινά έρχονταν στο στρατόπεδο εκπρόσωποι του εργοταξίου και επέλεγαν οι ίδιοι τους κρατούμενους για εργασία. Το έργο έπρεπε να είχε ξεκινήσει στις αρχές Φεβρουαρίου, αλλά καθυστέρησε λόγω της επιδημίας τύφου που ξέσπασε και της καραντίνας που ακολούθησε. Την πρώτη ημέρα οι κρατούμενοι ήταν διακόσιοι ογδόντα και τρεις διερμηνείς. Ο χώρος δε που επελέγη για το σταθμό αυτό ήταν βορειοδυτικά της Θεσσαλονίκης, δέκα χιλιόμετρα περίπου από το λιμάνι, παράλληλα με τη σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε τη Θεσσαλονίκη με το βορρά, δηλαδή τη Γιουγκοσλαβία. Πάνω στην πλαγιά, κοντά στην κορυφή του λόφου, βρισκόταν μία αποθήκη πυρομαχικών κι άλλη μία δίπλα ακριβώς στο μέρος, όπου θα κατασκευαζόταν ο Σιδηροδρομικός Σταθμός. Οι κρατούμενοι έκαναν όλες τις εργασίες, από το σκάψιμο, το φόρτωμα και το κουβάλημα του χώματος, έως τη μεταφορά και την τοποθέτηση των στρωτήρων[9] βάρους περίπου ογδόντα κιλών, εμποτισμένων με γράσο που τους έκαιγε τα ρούχα, τις πληγωμένες παλάμες και τους ώμους και των σιδηροτροχιών μήκους δέκα μέτρων και βάρους πάνω από πεντακόσια κιλά. Τις πρώτες ημέρες, λόγω της συνεχούς βροχής, η εργασία δεν ήταν καθόλου εύκολη, το χώμα κολλούσε στα εργαλεία, ενώ τα βαγονέτα γεμάτα χώμα έβγαιναν συχνά από τις ράγες και οι Γερμανοί, θεωρώντας πως ήταν δολιοφθορά, τους τιμωρούσαν. Ο σταθμός, με όλες τις γραμμές και τα κτήρια, έπρεπε να τελειώσει έως τα τέλη Αυγούστου, σε πέντε μήνες δηλαδή, σταμάτησε, όμως, στις 21 Σεπτεμβρίου 1943 και έμειναν ημιτελείς τέσσερις γραμμές και κάποια κλειδιά.[10]

Εργάστηκαν, επίσης, οι κρατούμενοι κάτω από την οργάνωση Todt, στο εργοτάξιο του σιδηροδρομικού σταθμού Κωνσταντινούπολης[11] (300×50 m2), το οποίο απείχε δύο χιλιόμετρα από την πλατεία Βαρδαρίου (νυν Δημοκρατίας). Σ’ αυτό το εργοτάξιο, όπου εργάζονταν καθημερινά μία ομάδα σαράντα έως ογδόντα ατόμων, έφερναν, κυρίως, τεχνίτες και διανοούμενους. Οι περισσότεροι ήταν μέλη του ΝΟΡ,[12] αλλά και Τσέτνικ, και συχνά προκαλούνταν μεταξύ τους έντονες συζητήσεις και διαπληκτισμοί. Κάποιες ομάδες εργάζονταν στη φορτοεκφόρτωση των οικοδομικών υλικών και κάποιες στην τακτοποίηση σανίδων, κούτσουρων και τούβλων. Πιο βαριά εργασία ήταν η φορτοεκφόρτωση των σακιών τσιμέντων και ασβέστη που συχνά έσπαζαν, χύνονταν το περιεχόμενό τους και έπρεπε να το μαζέψουν και να το τοποθετήσουν σε νέα σακιά χωρίς γάντια και άλλα προστατευτικά μέσα. Κάθε ομάδα είχε έναν ή δύο Γερμανούς φρουρούς, οι οποίοι, πέρα από τη φύλαξη, τους ωθούσαν σε εργασία. Ο αρχιμάστορας, όταν έβλεπε πως σταματούσαν, τους χτυπούσε αλύπητα με σανίδες στο κεφάλι.

Οι ομάδες με τους τεχνίτες απασχολούνταν σε πιο εύκολες εργασίες. Οι επιπλοποιοί εργάζονταν στην επισκευή κατεστραμμένων ξυλουργικών κατασκευών ή έβαζαν τζάμια στα παράθυρα των στρατιωτικών κτηρίων της πόλης, οι ράφτες έραβαν ή σιδέρωναν τα ρούχα των Γερμανών φρουρών. Κάποιες μικρές ομάδες μετέφεραν με φορτηγά στην πόλη ή στην περιφέρεια υλικά από αποθήκες σε εργοτάξια οικοδομών ή καθάριζαν τα ερείπια στην πόλη από τους ιταλικούς βομβαρδισμούς του 1941. Αυτοί βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση, αφού μπορούσαν να «δανείζονται» υλικά που έδιναν στους Έλληνες και έπαιρναν ως αντάλλαγμα τσιγάρα, τρόφιμα ή χρήματα. Σε αυτό το εργοτάξιο εργάζονταν τρεις Έλληνες και με τη μεσολάβησή τους κάποιες γυναίκες από τις γύρω περιοχές, υπό την καθοδήγηση του ΕΑΜ, συγκέντρωναν τρόφιμα, ενώ άλλες του Ερυθρού Σταυρού[13] τα μοίραζαν στους κρατουμένους. Τον Γερμανό επικεφαλής τον έπειθαν με το επιχείρημα ότι οι κρατούμενοι τρώγοντας θα αποκτούσαν δυνάμεις και θα εργάζονταν καλύτερα. Ο σταθμός αυτός καταστράφηκε με τους βομβαρδισμούς της αγγλικής αεροπορίας στις 21 Σεπτεμβρίου 1944.

Εργάστηκαν, ακόμη, οι κρατούμενοι του Χαρμάνκιοϊ, για τις αποθήκες τροφίμων και ζωοτροφών «AFL»[14] στο χωριό Λαχανόκηποι[15] Θεσσαλονίκης με επικεφαλής ένα Γερμανό υπαξιωματικό. Οι αποθήκες[16] αυτές απείχαν από το στρατόπεδο είκοσι χιλιόμετρα περίπου, εκεί που τελείωναν οι λαχανόκηποι των κατοίκων του χωριού και βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτούς και στις γραμμές του τραίνου. Εκεί, οι κρατούμενοι ξεφόρτωναν από τα βαγόνια μπάλες άχυρου και κατόπιν τις τοποθετούσαν σε στοίβες ύψους δύο ορόφων, πενήντα μέτρα περίπου από τις σιδηροδρομικές γραμμές. Η μεταφορά σε τέτοιο ύψος ήταν δύσκολη, αφού οι μπάλες είχαν βάρος περίπου σαράντα κιλών και όταν βρέχονταν διπλασιαζόταν. Εκτός αυτού, το άχυρο τους προκαλούσε μεγάλο κνησμό και άλλες οχλήσεις.

Από την άλλη, όμως, πλευρά, είχαν την ευκαιρία να τρέφονται σωστά, κρύβοντας τα τρόφιμα που τους πετούσαν οι ντόπιοι κάτω από το άχυρο και το σανό. Προσέφεραν και στους Έλληνες που εργάζονταν εκεί, οι οποίοι τους το ανταπέδιδαν με κάποιο σπιτικό φαγητό συνήθως. «Έτσι είχαμε την ευκαιρία και στη Θεσσαλονίκη να γευτούμε μία σπιτική πίττα, κάποια τηγανίτα, ψωμί κ.ά.», διηγείται ο Μλάντεν Ραντούλοβιτς (Mladen Radulović).[17] Το βράδυ, πάλι, επιστρέφοντας στο στρατόπεδο έφερναν κρυφά κάτι για τους ασθενείς που είχαν μείνει πίσω. Φροντίζοντας να είναι πολύ προσεκτικοί και εργατικοί, κέρδισαν την εμπιστοσύνη του επικεφαλής του εργοταξίου και έτσι επετεύχθη ο στόχος τους και στο εξής «το AVL θα καθίστατο το Ελ Ντοράντο»[18] για το στρατόπεδό τους.

Στα μέσα Αυγούστου 1943 μία ομάδα τριάντα κρατουμένων από το σταθμό της Κωνσταντινούπολης, με επικεφαλής έναν Γερμανό, εργάστηκε στη Σαλαμίνα, στην κατασκευή ενός συναρμολογούμενου χώρου στάθμευσης μηχανοκίνητων οχημάτων. Το εργοτάξιο αυτό που βρισκόταν ανάμεσα στον κόλπο και σε ένα δρόμο με μία απόσταση εκατό μέτρων μεταξύ τους, είχε μήκος περίπου εξακόσια μέτρα. Ήταν περιφραγμένο με μία μισογκρεμισμένη παλιά περίφραξη από τούβλα, ενώ η πλευρά προς τη θάλασσα ήταν ελεύθερη. Εκεί τις εξειδικευμένες εργασίες τις έκαναν οι Γερμανοί και άλλα μέλη της Todt (Πολωνοί οι περισσότεροι), ενώ οι κρατούμενοι έκαναν τις πιο βαριές χειρωνακτικές εργασίες. H εργασία αυτή ήταν πιο εύκολη από τις υπόλοιπες. Εδώ οι φρουροί ήταν Γερμανοί και Έλληνες αστυνομικοί. Οι τελευταίοι μεσολαβούσαν στους ντόπιους κατοίκους που τους έφερναν τρόφιμα, τσιγάρα ή και χρήματα. Τον Γερμανό επικεφαλής τον «έπειθαν» φέρνοντάς του ούζο και τους φρουρούς τσιγάρα και φρούτα. Για να ανταποδώσουν οι κρατούμενοι, υπεξαιρούσαν υλικά, τα οποία χάριζαν ή πουλούσαν σ’ εκείνους. Σε όλες αυτές τις δοσοληψίες συμμετείχαν και κάποια από τα μέλη της Todt, κυρίως Πολωνοί. Σ’αυτό το εργοτάξιο έμειναν ένα μήνα, ενώ τις εργασίες ολοκλήρωσαν οι Γερμανοί τεχνίτες και τα μέλη της Todt.

Παρόμοιες με αυτή στη Σαλαμίνα προέκυπταν και άλλες εργασίες που δεν διαρκούσαν πολύ, αλλά κάποιες ημέρες ή ώρες. Συνήθως αφορούσαν φορτοεκφόρτωση, εργασίες εντός της πόλης της Θεσσαλονίκης ή στα περίχωρα και τις διεκπεραίωναν ομάδες δέκα περίπου κρατουμένων ή λίγοι παραπάνω που σχηματίζονταν, συνήθως, από ένα μέρος της μεγάλης ομάδας της Κωνσταντινούπολης. Μία τέτοια ομάδα αποτελούμενη από εικοσιπέντε κρατούμενους εργάστηκε στην Κατερίνη για μία ολόκληρη ημέρα, εντός του Σεπτεμβρίου 1943, στο ξεφόρτωμα βαγονιών με οικοδομικά υλικά. Τα υλικά προορίζονταν για την κατασκευή ενός κτηρίου που είχε ήδη ξεκινήσει και έμοιαζε με οχυρό. Πιθανόν να «εξόπλιζαν» την περιοχή με σημαντικά κτήρια. Απείχε γύρω στα τριάντα μέτρα από το σταθμό και τις εργασίες εκτελούσαν Έλληνες εργάτες, με τους οποίους, όμως, δεν τους επιτράπηκε καμία επαφή. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν πολύ αυστηρά με περιπολίες Γερμανών στρατιωτών.

Επίσης, μία ομάδα κρατουμένων, την ίδια ημέρα, εργάστηκε σε ένα χωριό κοντά στην Κατερίνη, όπου από μία αποθήκη φόρτωναν διάφορες κολώνες και άλλες μεταλλικές βέργες που προορίζονταν για την κατασκευή κτηρίων. Εκεί οι κρατούμενοι, μέσα από τη συρμάτινη περίφραξη, κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με τους ντόπιους κατοίκους, οι οποίοι, μόλις έμαθαν ποιοι ήταν, τους έφεραν τρόφιμα και τσιγάρα.

Στο χωριό Γέφυρα (Τόψιν), υπήρχαν αποθήκες όπλων και πυρομαχικών και χρειάστηκε, επίσης, να εργαστεί μία ομάδα κρατουμένων. Σ’ αυτές υπήρχαν διάφορα πυρομαχικά και βλήματα για αντιαεροπορικά όπλα. Σε μία μικρότερη αποθήκη υπήρχαν κασόνια με όπλα (πιστόλια, βόμβες κ.λπ). Τον Ιούνιο του 1943, για πρώτη φορά, επέλεξαν μία ομάδα ογδόντα ατόμων να εργαστεί σ’αυτές τις αποθήκες. Από αυτούς κάποιοι εργάζονταν στο φόρτωμα πυρομαχικών και βλημάτων στα φορτηγά και άλλοι στη συγκέντρωση και τακτοποίηση των κασονιών με τα όπλα.

Εργάστηκαν, επίσης, οι κρατούμενοι για διάφορες γερμανικές υπηρεσίες της Θεσσαλονίκης, που χρειάζονταν εξειδικευμένους εργάτες-τεχνίτες, για τους οποίους υπήρχε συνεχώς ενδιαφέρον και ανάγκη. Αρχικά χρησιμοποιούνταν εντός του στρατοπέδου, ενώ αργότερα έβγαιναν και εκτός για να απασχοληθούν σε κάτι σχετικό με την τέχνη τους. Σε μία περίπτωση ζητήθηκε, από το διοικητή του στρατοπέδου, μία ομάδα δέκα ατόμων για τις ανάγκες των αποθηκών τροφίμων και της κουζίνας της γερμανικής διοίκησης στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ αυτών και ενός επιπλοποιού για την κατασκευή ραφιών στις αποθήκες και για τη συντήρηση των ξύλινων κατασκευών των κτηρίων στα οποία είχε εγκατασταθεί η γερμανική διοίκηση. Ο ίδιος ζήτησε όλους τους οδηγούς, δυο υποδηματοποιούς και από έναν ράφτη, σαμαρά και κλειδαρά για εργασίες σε γερμανικά εργοτάξια της πόλης. Εκεί εργάζονταν Έλληνες που είχαν αφεθεί «ελεύθεροι» από το στρατόπεδο και φορούσαν γερμανικές φόρμες εργασίας και δερμάτινα παπούτσια, τέτοια που οι Γερμανοί έδωσαν και σε εκείνους. Αυτοί ζούσαν καλύτερα, έτρωγαν καλύτερα και όταν επέστρεφαν στο στρατόπεδο έφερναν μαζί τους κάποια τρόφιμα ή τσιγάρα. Από τα τέλη Αυγούστου 1943 η ομάδα αυτή δεν επέστρεφε στο στρατόπεδο το βράδυ. Έμεναν σε παράγκες δίπλα στα εργαστήρια, όπου και οι Έλληνες εργάτες. Τους έδωσαν πλήρη γερμανική περιβολή εργασίας και οι κρατούμενοι σιωπηρά αποδέχτηκαν να καταστούν «ελεύθεροι εργάτες – κρατούμενοι». Ένας αριθμός τους κάθε εβδομάδα, με την άδεια των Γερμανών, ερχόταν στο στρατόπεδο, έφερνε τρόφιμα, τσιγάρα, αλλά και ειδήσεις για την κατάσταση στα μέτωπα.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου, η διοίκηση του στρατοπέδου Χαρμάνκιοϊ άλλαξε και παρέδωσε τα «ηνία» στη διοίκηση του «Dulag». Το Νοέμβριο του ίδιου έτους και μετά από παραμονή 312 ημερών σ’ αυτό, οι Γιουγκοσλάβοι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο Παύλος Μελάς ή, όπως ήταν επίσημα γνωστό, «Dulag-185». Εκεί συνάντησαν μία άλλη ομάδα 1.350 περίπου συμπατριωτών τους[19] που είχαν έρθει τον Ιούνιο του 1943. Αυτοί είχαν συλληφθεί τα έτη 1941-1943, κατά τη διάρκεια αντιστασιακών ενεργειών στο Μαυροβούνιο[20] και στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη,[21] απ’ όπου και κυρίως προέρχονταν. Ο συνολικός αριθμός τώρα των Γιουγκοσλάβων αιχμαλώτων στη Θεσσαλονίκη πλησίαζε τις δύο χιλιάδες, από τους οποίους τα δύο τρίτα είχαν έρθει ως ανήκοντες σε σχηματισμούς των Τσέτνικ.[22]

Οι κρατούμενοι, που αφίχθησαν τον Ιούνιο 1943 στο Παύλος Μελάς, με την έλευσή τους στο στρατόπεδο και έως τη διάλυσή του εργάστηκαν αρχικά στην οργάνωση και τακτοποίηση του περιβάλλοντος χώρου του στρατοπέδου, των θαλάμων τους, στην κατασκευή στρωμάτων με άχυρο, στην κουζίνα. Ενίσχυσαν την περίφραξη που χώριζε το δικό τους στρατόπεδο από αυτό των Ελληνίδων, ασχολήθηκαν με όλων των ειδών τις τέχνες (επιπλοποιία, υποδηματοποιία, ραπτική, κομμωτική κ.λπ.).

Τις πρώτες ακόμη ημέρες οι Γερμανοί μετέφεραν διακόσιους περίπου κρατούμενους σε μία περιφραγμένη έκταση, όχι μακριά από τη Θεσσαλονίκη,[23] όπου εργάστηκαν στο καθάρισμα και στη λίπανση πυρομαχικών για κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων, ενώ άλλοι αφαιρούσαν τα εκρηκτικά από υποθαλάσσιες παλιές νάρκες και κρατούσαν το μέταλλο. Μία εργασία βαριά και επικίνδυνη, αφού είχε να κάνει με εκρηκτικά. Αν και εργάζονταν υπό την εποπτεία των εκπαιδευμένων γι’ αυτή τη δουλειά Γερμανών στρατιωτών, ένας πιθανός κίνδυνος ελλόχευε συνεχώς, γι’ αυτό και προσπαθούσαν να την αποφύγουν με κάθε κόστος. Πίσω από την περίφραξη υπήρχαν δύο παράγκες, στη μία απ’ αυτές Ελληνίδες φυλακισμένες έπλεκαν με φύκια δίχτυα για καμουφλάζ.

Από τις αρχές Ιουλίου 1943, οι Γερμανοί μετέφεραν καθημερινά τρεις ομάδες, διακοσίων κρατουμένων η κάθε μία, σε τρεις αποθήκες πυρομαχικών. Η μία από αυτές βρισκόταν στη Γέφυρα,[24] η δεύτερη δεκαέξι χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη στους πρόποδες του εκεί βουνού, απ’ όπου περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή για το Κιλκίς[25] και η τρίτη τριάντα χιλιόμετρα περίπου από τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο πρώτες ήταν καλά ασφαλισμένες με διπλή αγκαθωτή περίφραξη, ύψους περίπου τριών μέτρων και εν μέρει βυθισμένες μέσα στο έδαφος, ενώ η τρίτη εξ ολοκλήρου μέσα στο έδαφος. Και στις τρεις οι κρατούμενοι εργάζονταν μέρα και νύχτα μεταφέροντας βλήματα κανονιών βάρους έως τριάντα κιλών. Την ημέρα ξεφόρτωναν κασόνια με πυρομαχικά από τα βαγόνια και τα τακτοποιούσαν στις αποθήκες, ενώ τη νύχτα τα φόρτωναν στα φορτηγά. Υπήρχε μεγάλη πίεση να βιαστούν και όταν δεν ανταποκρίνονταν, υπήρχαν έντονες επιπλήξεις και ξυλοδαρμοί. Λόγω της βαριάς εργασίας και της φτωχής διατροφής, πολλοί αρρώστησαν και κάποιοι δεν επέζησαν.

Στο εβραϊκό νεκροταφείο, επίσης, μεταφέρονταν καθημερινά από τα τέλη Ιουλίου 1943 μία ομάδα ογδόντα κρατουμένων, οι οποίοι καθάριζαν και αφαιρούσαν τα μάρμαρα από τα μνήματα των πλουσίων Εβραίων, μετά την καταστροφή του νεκροταφείου στα τέλη του 1942.[26] Οι Γιουγκοσλάβοι κρατούμενοι είχαν ακούσει από τους Έλληνες για την ιστορία των Εβραίων, για την τύχη των ιδιοκτησιών τους[27] και ότι οι Γερμανοί είχαν οργανώσει την εκσκαφή των τάφων, υπολογίζοντας πως σε αυτούς θα έβρισκαν διάφορα αντικείμενα αξίας (χρυσά δόντια, κοσμήματα κ.ά.). Γι’ αυτό οι τάφοι έχασκαν ανοιχτοί και, όπως σημειώνει ο Λάλιτς, δεν ήταν όλα τα οστά μέσα στους λάκκους, αλλά, «[υπήρχαν] κι αυτά που βγήκαν επάνω – σαν οι εκλιπόντες να προσπαθούσαν να δραπετεύσουν και ως εκ τούτου έχασαν άλλος την κνήμη, άλλος το μηρό [του]».[28] Εκεί, μία ομάδα εργαζόταν καθημερινά στο φόρτωμα βαριών μαρμάρινων πλακών σε φορτηγά, οι οποίες κατόπιν παραδίδονταν στο λιμάνι για φόρτωμα στα πλοία, με πιθανό προορισμό τη Γερμανία, ενώ κάποια μεταφέρθηκαν και στο γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1943, μία ομάδα τριάντα κρατουμένων και αφού τα μνήματα είχαν γκρεμιστεί, εργαζόταν κάτω από τη βροχή στην επίστρωση των διαδρόμων του νεκροταφείου.

Στις αποθήκες βενζίνης, μερικά χιλιόμετρα από τη Θεσσαλονίκη και στις αμμώδεις ακτές του κόλπου της, εργάζονταν καθημερινά τριάντα κρατούμενοι μεταγγίζοντας βενζίνη από τις δεξαμενές στα βαρέλια, τακτοποιώντας άδεια ή γεμάτα βαρέλια και σκεπάζοντάς τα με δίχτυα καμουφλάζ.

Στις αρχές Αυγούστου 1943, σε ένα ύψωμα πάνω από την Πυλαία, σε μία έκταση πέντε στρεμμάτων περίπου, μία ομάδα πενήντα κρατουμένων με επικεφαλής έναν Γερμανό υπαξιωματικό, ξεκίνησε να εργάζεται στην κατασκευή του γερμανικού στρατιωτικού νεκροταφείου.[29] Την πρώτη ημέρα, με αίτημα των Γερμανών πήγε μαζί τους και ο φύλακας του κοιμητηρίου του Ζέιτινλικ Τζιούρα Μιχαήλοβιτς (Đura Mihailovic)[30] ως διερμηνέας, αλλά και για να βοηθήσει στην οργάνωση του νεκροταφείου. Εκεί εργάζονταν ήδη στην κατασκευή της πέτρινης περίφραξης Έλληνες εργάτες και κάποιοι ειδικοί τεχνίτες λιθογράφοι. Ο ένας αφαιρούσε από το μάρμαρο την επιγραφή, ο δεύτερος γυάλιζε την ξυσμένη επιφάνεια και ο τρίτος σκάλιζε τα ονόματα των Γερμανών νεκρών. Από τους κρατούμενους, άλλοι ετοίμαζαν λάκκους, οι οποίοι δεν ήταν ποτέ αρκετοί, αφού, εξαιτίας της ενδυνάμωσης του αντιστασιακού κινήματος στην Ελλάδα, μεγάλωνε και ο αριθμός των νεκρών,[31] άλλοι ισοπέδωναν το έδαφος, έφτιαχναν διαδρόμους ή φύτευαν γρασίδι.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1943, πήγαιναν καθημερινά για εργασία στα γερμανικά λουτρά δεκαπέντε κρατούμενοι για τον κλιβανισμό και την απολύμανση στρατιωτικών ενδυμάτων και υποδημάτων (αγγλικών και ιταλικών μετά τη συνθηκολόγηση), αλλά και πολιτικών (Εβραίων και Ελλήνων εκτελεσθέντων) που έφταναν καθημερινά σε μεγάλες ποσότητες, με επικεφαλής και διερμηνέα έναν κρατούμενο.

Εργάστηκαν επίσης, οι κρατούμενοι στις αποθήκες τροφίμων της AFL,[32] όπου από τη μία πλευρά προσάραζαν τα πλοία και από την άλλη στάθμευαν τα βαγόνια των τραίνων για τη φορτοεκφόρτωση τροφίμων με τη χρήση γερανών. Σε αυτό το χώρο οι ανάγκες σε εργατικό δυναμικό ήταν εκατόν πενήντα κρατούμενοι και δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί ένας τέτοιος αριθμός, αφού πολλοί ήθελαν και προσπαθούσαν να εργαστούν εκεί προσδοκώντας στην υπεξαίρεση τροφίμων.

Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την αιχμαλωσία των Ιταλών στο Παύλος Μελάς δημιουργήθηκε το εργοτάξιο των ιταλικών αποθηκών ενδυμάτων και τροφίμων, οπότε και ζητήθηκε μία ομάδα διακοσίων κρατουμένων για να μεταφέρουν τα αποθέματα στις γερμανικές αποθήκες. Αυτή η εργασία κράτησε περισσότερο από ένα μήνα και οι κρατούμενοι ήταν σαν να «βούτηξαν» μέσα στο μέλι, αφού «και ντύθηκαν και χόρτασαν».[33]

Μία άλλη ομάδα εργασίας τριάντα περίπου ανθρώπων εργάστηκε για είκοσι περίπου ημέρες στη φορτοεκφόρτωση τροφίμων και ζωοτροφών σε μία αποθήκη του βουλγαρικού στρατού στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Οι Βούλγαροι στρατιώτες τους συμπεριφέρονταν καλά, ενώ κάποιοι κρατούμενοι τους πουλούσαν ρούχα κι εκείνοι το μεσημέρι τους έδιναν φαγητό και συζητούσαν μαζί τους.

Κάποια ακόμη εργοτάξια,[34] στα οποία εργάστηκαν οι Γιουγκοσλάβοι κρατούμενοι, ήταν το αεροδρόμιο, το «περιφραγμένο» Bahnhof, όπου μετέφεραν υλικά με βαγόνια, το Unterkunft, ανάμεσα στην πλατεία Βαρδαρίου και στο λιμάνι, όπου φυλάσσονταν αντικείμενα από λεηλατηθέντα εβραϊκά σπίτια και καταστήματα της Θεσσαλονίκης πριν μεταφερθούν στη Γερμανία και βέβαια στα εργοτάξια της Todt.

Στα τέλη Ιουνίου 1943, τετρακόσια άτομα μετέβησαν σε τρία προσωρινά στρατόπεδα-παραρτήματα του Παύλος Μελάς στην περιοχή της Λαμίας.[35] Ένα απ’ αυτά ήταν του Λιανοκλαδίου, το οποίο οι Γερμανοί δημιούργησαν για τους εργάτες που θα εργάζονταν στην κατασκευή της γκρεμισμένης σιδηροδρομικής γέφυρας που ανατίναξε ο ΕΛΑΣ και οι Βρετανοί κομάντος[36] και εν μέρει της κατεστραμμένης σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αθήνας στον ορεινό όγκο της Γραβιάς.[37] Στο εργατικό δυναμικό, που απαιτούνταν για να φορτώσουν και να μεταφέρουν διάφορα οικοδομικά και άλλα υλικά, ήταν και οι πεντακόσιοι περίπου «ζωντανοί σκελετοί» Εβραίοι,[38] τους οποίους συνάντησαν κι αντικατέστησαν οι Γιουγκοσλάβοι αιχμάλωτοι, ενώ εκείνοι με τραίνο μεταφέρθηκαν κάπου αλλού.

Το στρατόπεδο αυτό είχε Γερμανό διοικητή και ήταν εγκατεστημένο σε μία έκταση οκτακοσίων περίπου τετραγωνικών μέτρων, περιφραγμένο με συρματόπλεγμα. Το κυρίως κτήριο ήταν μία μεγάλη ξύλινη παράγκα με τέσσερις ισομεγέθεις εντελώς άδειους χώρους, χωρίς κρεβάτια ή άχυρο, γεμάτους κοριούς και άλλα έντομα, στο βρώμικο πάτωμα του οποίου κοιμoύνταν οι Εβραίοι, οι προηγούμενοι «ένοικοί» του. Νερό δεν υπήρχε στο στρατόπεδο, αλλά το μετέφεραν με βαρέλια από μία πηγή ένα χιλιόμετρο μακριά. Υπ’ αυτές τις συνθήκες κλήθηκαν να εργαστούν οι κρατούμενοι, που ήταν κυρίως χωρικοί από το Μαυροβούνιο και την Ερζεγοβίνηκαι λιγότεροι από τη Βοσνία. Τριάντα περίπου ήταν μέλη και συμπαθούντες του ΝΟΡ και η πλειοψηφία των υπολοίπων Τσέτνικ και πολιτικά ουδέτεροι.[39]

Στο Λιανοκλάδι υπήρχαν δύο μεγάλα εργοτάξια, το ένα στη Γραβιά[40] και το άλλο στο λιμάνι της Αγίας Μαρίνας,[41] είκοσι χιλιόμετρα περίπου από το στρατόπεδο. Στο πρώτο, εκατόν είκοσι κρατούμενοι φόρτωναν οικοδομικά και άλλα υλικά από το τραίνο σε φορτηγά στη μία πλευρά της κατεστραμμένης σιδηροδρομικής γραμμής και από τα φορτηγά σε βαγόνια στην άλλη πλευρά και στο δεύτερο εργοτάξιο. Άλλοι εκατόν είκοσι κρατούμενοι φόρτωναν, επίσης, οικοδομικά και άλλα υλικά από το τραίνο στο πλοίο και αντίστροφα. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι απασχολούνταν σε εργασίες κοντά στο στρατόπεδο, όπως στη φορτοεκφόρτωση υλικών από βαγόνι σε βαγόνι. Μία ομάδα είκοσι κρατουμένων εργαζόταν στην κατασκευή της σιδηροδρομικής γέφυρας, δύο – τρία χιλιόμετρα από το στρατόπεδο, όπου ασχολούνταν με τις βοηθητικές εργασίες. Το εργοτάξιο αυτό βρισκόταν στις όχθες ενός ποταμού,[42] όπου υπήρχαν οπωρώνες και οι ιδιοκτήτες τους τούς προμήθευαν με φαγητό και φρούτα κι έτσι τρέφονταν υποτυπωδώς.

Στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου 1943, απήχθησαν πέντε κρατούμενοι από μία ομάδα ανταρτών,[43] ένας εκτελέστηκε και δεκαοκτώ βαριά ασθενείς μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς στο νοσοκομείο του στρατοπέδου Παύλος Μελάς και στο Ιταλικό Νοσοκομείο (ο ένας πέθανε στη διαδρομή). Τότε έκλεισε το στρατόπεδο του Λιανοκλαδίου και οι επιζήσαντες μεταφέρθηκαν σε αυτό του Δομοκού.

Το στρατόπεδο-παράρτημα του Δομοκού[44] βρισκόταν βορειότερα από τη Λαμία. Διέθετε κι αυτό ξύλινες παράγκες και ήταν περιφραγμένο με αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Κι εδώ γινόταν οικονομία στο ψωμί και στο νερό, το οποίο ερχόταν μία φορά την ημέρα με δεξαμενή. Εδώ οι κρατούμενοι εργάστηκαν στο λατομείο σπάζοντας πέτρες και χρησιμοποιώντας μόνο εργαλεία χειρός. Τις πέτρες τις φόρτωναν σε βαγονέτα και τις μετέφεραν σε συγκεκριμένα μέρη, ενώ τη ναρκοθέτηση των βράχων και άλλες εξειδικευμένες εργασίες τις έκαναν τα μέλη της Todt. Η εργασία ήταν δύσκολη και συχνά τους κακοποιούσαν για να κάνουν πιο γρήγορα. Για τους συχνούς τραυματισμούς όχι μόνο δεν υπήρχε γιατρός, αλλά ούτε απλές γάζες, ενώ οι σοβαρά τραυματίες μεταφέρονταν στο νοσοκομείο της Λαμίας ή επέστρεφαν στη Θεσσαλονίκη. Οι κρατούμενοι εργάστηκαν ακόμη στην κατασκευή δρόμων, στην επέκταση νέων σιδηροδρομικών γραμμών στο σταθμό του Δομοκού, στη φορτοεκφόρτωση διαφόρων οικοδομικών υλικών από τα βαγόνια. Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, οι Γερμανοί διέκοψαν ορισμένες από τις εργασίες σε κάποιες γραμμές, χαλάρωσαν τα μέτρα απέναντί τους και ορισμένοι απ’αυτούς βρήκαν την ευκαιρία να δραπετεύσουν.[45]

Το τρίτο στρατόπεδο εκτός Θεσσαλονίκης, όπου εργάστηκαν εβδομήντα περίπου Γιουγκοσλάβοι κρατούμενοι –κυρίως Ερζεγοβίνιοι και πέντε με έξι Βόσνιοι–ήταν αυτό της Καΐτσας.[46] Εκατό μέτρα περίπου από τις σιδηροδρομικές γραμμές, σε ένα άδενδρο μέρος του δάσους, μακριά από σπίτια, βρίσκονταν δύο ξύλινες παράγκες. Στη μία απ’ αυτές εγκαταστάθηκαν οι Γερμανοί και στην άλλη, σε ένα ενιαίο χώρο, οι κρατούμενοι. Ένα είδος χόρτου, κάτι σαν φτέρη, σκορπισμένο στο πάτωμα της παράγκας, ήταν το στρώμα τους, ενώ για φωτισμό χρησιμοποιούσαν λάμπα πετρελαίου. Μπροστά από την παράγκα ήταν σκαμμένοι τάφροι και οδοφράγματα, επειδή εκεί κοντά βρίσκονταν Έλληνες αντάρτες.

Ο διοικητής του στρατοπέδου ήταν Γερμανός και διερμηνέας και επικεφαλής στους χώρους εργασίας ένας Πολωνός. Οι κρατούμενοι θα εργάζονταν στην αποπεράτωση της σιδηροδρομικής γραμμής, στην τοποθέτηση χαλικιού σε τμήμα της γραμμής, αλλά και νέων γραμμών μήκους τριών χιλιομέτρων, ενώ πριν από εκείνους εκεί εργάζονταν Έλληνες. Η εργασία έπρεπε να τελειώσει σε δύο μήνες, γι’ αυτό οι Γερμανοί χειροδικούσαν εναντίον τους και τους πίεζαν να βιαστούν. Από την πείνα και τη βαριά εργασία άρχισαν να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν.[47] Ως μοναδική σωτηρία και εδώ έβλεπαν την απόδραση.

Μετά το πέρας των εργασιών οι εναπομείναντες των τριών στρατοπέδων επέστρεψαν στο Παύλος Μελάς.[48] Εκεί και με την έλευση των κρατουμένων του στρατοπέδου Χαρμάνκιοϊ οι δύο γιουγκοσλαβικές ομάδες βρέθηκαν να διαβιούν στο ίδιο στρατόπεδο, αλλά σε διαφορετικούς χώρους και να εργάζονται σε διαφορετικά εργοτάξια.[49]

Εκεί, οι Γερμανοί, που δεν ήταν πάντα ικανοποιημένοι με την απόδοσή τους, για να πετύχουν το στόχο τους, τους τιμωρούσαν. Τα μέτρα τιμωρίας στα εργοτάξια ήταν κλιμακούμενα: από παρατηρήσεις, απειλές και ύβρεις, στέρηση και αυτού του ελάχιστου φαγητού, έως ξυλοδαρμοί και βασανιστήρια. Αυτός που συλλαμβανόταν στο εργοτάξιο να σφετερίζεται «γερμανική» περιουσία, τιμωρούνταν. Και στο στρατόπεδο εφαρμόζονταν τιμωρίες που καθόριζαν οι γερμανικές αρχές του στρατοπέδου και ήταν συνήθως στέρηση τροφής ή απομόνωση στο κελί με διάφορα έντομα και τρωκτικά για δέκα και πλέον ημέρες. Η έσχατη μορφή τιμωρίας ήταν η εκτέλεση, όταν, εξαιτίας της βαριάς εργασίας, προσπαθούσαν να δραπετεύσουν. Μοναδικός τρόπος μιας κάποιας «αντίδρασης» των κρατουμένων ήταν η διενέργεια μικρών δολιοφθορών.

Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής εργασίας στα εργοτάξια, έχασαν τη ζωή τους πολλοί κρατούμενοι. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς από εξουθένωση και ξυλοδαρμό, αφού «στο εργοτάξιο [στο λιμάνι] δέρνει ο Χοντρός με σανίδες, στο Ντουντουλάρ[50] δέρνουν με βέργα ή με μαστίγιο, στη Γέφυρα δέρνει ο Τσιόρο (Ćoro) με ό,τι προλαβαίνει».[51] Άλλοι πέθαναν από κάποιο ατύχημα[52] ή στην προσπάθειά τους να δραπετεύσουν. Κατά τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς, επίσης, στη Θεσσαλονίκη, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1944, ορισμένους Γιουγκοσλάβους κρατούμενους τούς βρήκε ο θάνατος σε κάποιο εργοτάξιο.[53]

Εν κατακλείδι, δύο ομάδες Γιουγκοσλάβων βρέθηκαν ανάμεσα στους ξένους κρατούμενους, εκτοπισθέντες για αναγκαστική εργασία στη Θεσσαλονίκη τη διετία 1943-1944. Στην πλειοψηφία τους Παρτιζάνοι οι πρώτοι, αιχμάλωτοι πολέμου και Τσέτνικ, ως επί το πλείστον, οι δεύτεροι. «Εξομοιώθηκαν» και τοποθετήθηκαν υπό κοινή και οι δύο ομάδες γερμανική διοίκηση, η οποία, σύμφωνα με τα πρότυπα των μεγάλων ναζιστικών στρατοπέδων της Γερμανίας, τους χρησιμοποιούσε για καταναγκαστική εργασία ώστε να τροφοδοτεί με εργάτες το γερμανικό στρατό και κάποιες (ημι)στρατιωτικές υπηρεσίες της. Τιμωρίες, ύβρεις, ξυλοδαρμοί και βασανιστήρια, κυρίως τον πρώτο χρόνο της παραμονής τους, είχαν επιστρατευτεί προς την επίτευξη του στόχου της διοίκησης. Κάποιοι έχασαν τη ζωή τους στα εργοτάξια και πολλοί περισσότεροι τραυματίστηκαν. Ορισμένοι απ’ αυτούς εκτελέστηκαν στους τόπους εργασίας, άλλοι ασθένησαν βαριά, πέθαναν και ενταφιάστηκαν εκεί και άλλοι, μην αντέχοντας τις συνθήκες κράτησης, δραπέτευσαν σε παρτιζάνικες γιουγκοσλαβικές μονάδες, αλλά και στους Έλληνες αντάρτες στα βουνά της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Οι εναπομείναντες[54] αναχώρησαν ομαδικά από τη Θεσσαλονίκη τον Νοέμβριο του 1944 με μέριμνα των Συμμάχων και επέστρεψαν στη χώρα τους μέσω Ιταλίας στα τέλη του 1944 και στις αρχές του 1945 οι τελευταίοι. Εκεί, άλλοι έλαβαν μέρος στην απελευθέρωση της πατρίδας τους, πολλοί απ’ αυτούς τραυματίστηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν,[55] κάποιοι διακρίθηκαν κι αργότερα ανέλαβαν διάφορα αξιώματα και άλλοι τιμωρήθηκαν επειδή συνεργάστηκαν με τον κατακτητή.

Βικτωρία Μπίχτα

  1. Ευρισκόμενο παραπλεύρως της «Σκευής Μηχανικού», νυν στρατόπεδο Ζιάκα. ↑
  2. Sima Begović, Logor Banjica 1941-1944, tom. 1 i 2, Institut za Savremenu Istoriju, Beograd 1989. [Σίμα Μπέγκοβιτς, Το στρατόπεδο της Μπάνιτσα 1941-1944, τόμ. 1 και 2, Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας, Βελιγράδι 1989]. ↑
  3. Αποτέλεσμα των κακών συνθηκών ήταν η επιδημία δυσεντερίας που ξέσπασε αμέσως με την έλευσή τους και από την οποία ασθένησαν πάνω από πενήντα άνθρωποι και αμέσως μετά η επιδημία εξανθηματικού τύφου. Έτσι, οι κρατούμενοι μπήκαν σε αυστηρή καραντίνα και για ενάμιση μήνα περίπου δεν πήγαιναν για εργασία, Mladen L. Radulović, Od Banjice do Soluna, Zapisi jednog logoraša, Glas Slavonije, Osijek 1946 [Από τη Μπάνιτσα στη Θεσσαλονίκη, Σημειώσεις ενός κρατουμένου, Η φωνή της Σλαβονίας, Όσιεκ 1946], σ. 9. ↑
  4. Όπως τους ελέχθη, «[πήγαν] στη Θεσσαλονίκη με αίτημα της Διοίκησης της Θεσσαλονίκης», να εργαστούν στην κατασκευή «του στρατιωτικού σιδηροδρομικού σταθμού Θεσσαλονίκης», όπως και σε άλλα έργα, στο ίδιο, σ. 8. ↑
  5. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Χαρμάνκιοϊ, οι Γερμανοί προέβησαν σε έξι εκτελέσεις σε περιπτώσεις απόδρασης ή προσπαθειών απόδρασης κρατουμένων ως αντίποινα. ↑
  6. Πρόκειται για άτυπη διοίκηση αποτελούμενη από κρατούμενους, η οποία είχε αναλάβει καθήκοντα, όπως την προετοιμασία των ομάδων εργασίας, τη διασφάλιση της τάξης στο στρατόπεδο, ενώ δευτερευόντως εκπροσωπούσε τους κρατούμενους έναντι της γερμανικής διοίκησης. ↑
  7. Δεν είναι άγνωστη η τακτική οι ίδιοι οι κρατούμενοι να προετοιμάζουν το στρατόπεδο στο οποίο επρόκειτο να εγκλειστούν (βλπ. στρατόπεδο Τρικάλων). ↑
  8. Προκεχωρημένη Αποθήκη Υλικού Πολέμου, “Pi-park” κατά τους κρατούμενους. ↑
  9. Είναι κατασκευασμένοι, συνήθως, από ξύλο και πάνω σε αυτούς τοποθετούνται οι δύο σιδηροτροχιές. ↑
  10. Slavko Pešić, Jugosloveni u nemačkim logorima u Grčkoj 1941-1944, Institut za savremenu istoriju, Beograd 1989 [Σλάβκο Πέσιτς, Γιουγκοσλάβοι σε γερμανικά στρατόπεδα της Ελλάδας 1941-1944, Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας, Βελιγράδι 1989], σ. 139-143, 147. ↑
  11. Για το σιδηροδρομικό σταθμό Κωνσταντινούπολης βλ. Γ. Χανδρινός, «Το σιδηροδρομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης», Σιδηροτροχιά, 41-42 (Δεκέμβριος 2013), 33-34, 47. ↑
  12. NOP: Narodnooslobodilački pokret (Εθνικοαπελευθερωτικό Κίνημα), του οποίου ηγούνταν το ΚΚΓ με επικεφαλής τον Γιόζιπ Μπροζ Τίτο (Josip Broz Tito). ↑
  13. Είναι γνωστός ο ρόλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ) και του Διεθνούς Ερυθρού Σρατρού (ΔΕΣ) την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα και ειδικά σε στρατόπεδα και φυλακές. ↑
  14. AVL, σύμφωνα με τον Radulović, ό.π., σ. 11. ↑
  15. Ευρισκόμενοι μεταξύ των οδών Γιαννιτσών και 26ης Οκτωβρίου, κοντά στο λιμάνι, μία περιοχή στρατηγικής σημασίας και με εύκολη πρόσβαση στο σιδηροδρομικό σταθμό, καθώς τη διέσχιζαν οι σιδηροδρομικές γραμμές. ↑
  16. Δύο και δέκα περίπου υπό κατασκευή. ↑
  17. Radulović, ό.π., σ. 12. ↑
  18. [Ο μύθος του Ελ Ντοράντο για το χρυσό], στο ίδιο, σ. 11. ↑
  19. Αγρότες στην πλειοψηφία τους (1.245) και οι υπόλοιποι διαφόρων επαγγελμάτων. Οι 407 ήταν οργανωμένοι ή συμπαθούντες του ΝΟΡ, οι υπόλοιποι 943 εχθρικά ή ουδέτερα διακείμενοι προς αυτούς, Pesic, ό.π., σ. 265-266. ↑
  20. Περισσότεροι από 700, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας. ↑
  21. Περίπου 600, όπως προέκυψε από την καταγραφή μας. ↑
  22. Οι 1.392, σύμφωνα με τον Ραντούλοβιτς, ο οποίος τους συνάντησε πολύ νωρίτερα και είχε μιλήσει μαζί τους, όταν, με μία ομάδα δέκα περίπου συμπατριωτών του, είχε επιλεγεί για την επισκευή των παραγκών, την κατασκευή κρεβατιών και στρωμάτων από άχυρο, Radulović, ό.π., σ. 20. ↑
  23. Κοντά στο χωριό Χαρμάνκιοϊ, σύμφωνα με: Mihailo Lalić, Raskid, treće izdanje nolit, Beograd 1977 [Ο χωρισμός, 3η έκδοση, Νόλιτ, Βελιγράδι 1977], σ. 189-190. ↑
  24. Σ’ αυτή την αποθήκη οι κρατούμενοι του Χαρμάνκιοϊ πήγαν μία και μοναδική φορά. Ίσως να ήταν μία απ’ αυτές που βομβαρδίστηκαν το Σεπτέμβριο του 1944, Γιώργος Καφταντζής (επιμ.), Το ναζιστικό στρατόπεδο Παύλου Μελά Θεσσαλονίκης, 1941-1944, όπως το έζησε και το περιγράφει στο ημερολόγιό του ένας όμηρος ο Λεωνίδας Γιασημακόπουλος (αριθμός μητρώου φυλάκισης 4436), τόμ. 1, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1999, τόμ. 2, σ. 270. ↑
  25. Πιθανόν κάπου ανάμεσα στη Νέα Μαγνησία και στη Νέα Φιλαδέλφεια. ↑
  26. Για την ιστορία και τοπογραφία του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, βλ. Στέλλα Σάλεμ, «Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης», Χρονικά, 181 (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2002), 6-17. Ρένα Μόλχο, «Προβλήματα ένταξης της γενοκτονίας στη συλλογική εθνική μνήμη: Η περίπτωση της Θεσσαλονίκης», Γιώργος Αντωνίου, Στράτος Ν. Δορδανάς, Νίκος Ζάικος, Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 553. Μαρία Καβάλα, Η Θεσσαλονίκη στη γερμανική Κατοχή (1941-1944): Κοινωνία, Οικονομία, Διωγμός Εβραίων, ανέκδοτη διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο 2009, σ. 87, υποσημ. 11 και της ιδίας «Η καταστροφή των Εβραίων της Ελλάδας» (1941-1944), σ. 67-69. Για την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης βλ. Leon Saltiel, “Reactions to the Persecution of the Jews of Thessaloniki, 1942-1943”, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 55-93. ↑
  27. Μαρία Καβάλα, «Επιβίωση βιολογική και πνευματική», Βασίλης Κ. Γούναρης, Πέτρος Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη. Ξένη κυριαρχία – Αντίσταση και επιβίωση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 29-32. Στράτος Δορδανάς, «Εξόντωση και λεηλασία: Η Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (ΥΔΙΠ), Γιώργος Αντωνίου, Ν. Δορδανάς, Νίκος Ζάικος, Νίκος Μαραντζίδης (επιμ.), Το Ολοκαύτωμα στα Βαλκάνια, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 335-336. ↑
  28. Lalić, ό.π., σ. 171. ↑
  29. Νυν Στρατιωτικό Κοιμητήριο Γ΄ΣΣ. Το 1953 καταργήθηκε το νεκροταφείο αυτό και έγινε η [πρώτη] εκταφή των νεκρών, Βλάσης Βλασίδης, Μεταξύ μνήμης και λήθης. Μνημεία και κοιμητήρια του Μακεδονικού Μετώπου, Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 44. Vlasis Vlasidis, “Constructing cemeteries and paying tribute to the fallen World War I and World War II soldiers in Greece”, Lemnos island, armistice of Moudros and the World War I: History and Legacies, Scientific Conference Proceedings Lemnos 25-28 May 2018, Hellenic Army General Staff, Army History Directorate, Athens 2020, σ. 176. Το 1975 εγκανιάστηκε το Γερμανικό Νεκροταφείο στο Διόνυσο Αττικής, όπου μεταφέρθηκαν τα οστά από αυτό της Θεσσαλονίκης και ο χώρος περιήλθε στο Γ΄Σ.Σ., βλ. Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Μνημονικοί τόποι και δημόσια ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ελλάδα – Μια συγκριτική προσέγγιση, διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 2014, σ. 364. https://thessaloniki/θέλω-να-γνωρίσω-την-πόλη/ανακαλύψτε/ιστορικά-και-στρατιωτικά-κοιμητήρια/ [ημερομηνία ανάκτησης: 12 Μαρτίου 2021]. ↑
  30. Ο παππούς του μέχρι πρότινος φύλακα Τζιόρτζιε Μιχαήλοβιτς (Đorđe Mihailović). ↑
  31. Εκεί ετάφησαν χίλιοι διακόσιοι Γερμανοί στρατιώτες, βλ. Βλάσης Βλασίδης, Η μνήμη του Μεγάλου Πολέμου. Κοιμητήρια του Μακεδονικού Μετώπου στη Θεσσαλονίκη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 43. ↑
  32. Ή AFAEL, πιθανόν συντομογραφία. Ένα τεράστιο κτήριο με πέντε ορόφους και δύο υπόγειους, Lalić, ό.π., σ. 240. ↑
  33. Pesic, ό.π., σ. 318. ↑
  34. Lalić, ό.π., σ. 241, 245-246, 250, 254-255. ↑
  35. Γνωστή και σε Έλληνες συγγραφείς η παρουσία Γιουγκοσλάβων σε στρατόπεδα στην περιοχή της Λαμίας την περίοδο της κατοχής, Vlasidis, “Constructing cemeteries and paying tribute to the fallen”, σ. 184. ↑
  36. Πρόκειται για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου στις 25 Νοεμβρίου 1942. Για τις πολιτικές του αντάρτικου εν γένει βλ. Mark Mazower, Η Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, μετάφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια 1994, σ. 164-165, Χάγκεν Φλάισερ, Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, τόμ. 1, Παπαζήσης, Αθήνα 1995, σ. 332. ↑
  37. Για τις δολιοφθορές που έλαβαν χώρα τον Ιούνιο-Ιούλιο στο πλαίσιο της επιχείρησης Annimals για την παραπλάνηση των Γερμανών αναφορικά με τη συμμαχική απόβαση που έγινε στη Σικελία βλ. Στράτος Δορδανάς, Αντίποινα των γερμανικών αρχών Κατοχής στη Μακεδονία (1941-1944), διδακτορική διατριβή, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και Λαογραφίας, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Φιλοσοφική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 335-353. Φλάισερ «Στέμμα και σβάστικα», τόμ. 1, σ. 411-413. ↑
  38. Lalić, ό.π., σ. 197. Η Ρένα Μόλχο κάνει λόγο για αποστολή Εβραίων σε καταναγκαστικά έργα στην Ελλάδα «σε διάφορες τοποθεσίες», στην κατασκευή δρόμων και σε ορυχεία, αλλά δεν αναφέρει ακριβείς τοποθεσίες, Ρένα Μόλχο, Το ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων: Μελέτες ιστορίας και μνήμης, Πατάκης, Αθήνα 2015, σ. 62-64. Για εκτοπισμό Εβραίων από τη Θεσσαλονίκη, μεταξύ των άλλων, σε Καρυά Λοκρίδας (Φθιώτιδα) και Δομοκό κάνουν λόγο οι Άννα-Μαρία Δρουμπούκη, Ιάσονας Χανδρινός, Η Θεσσαλονίκη κατά τη γερμανική κατοχή, Συλλογή φωτογραφιών Βύρωνα Μήτου, Ποταμός, Αθήνα 2014, σ. 44. Ανδρέας Ασσαέλ, «Από τη Θεσσαλονίκη στην Καρυά. Ένα οδοιπορικό στα καταναγκαστικά έργα Χριστιανών και Εβραίων με 500 ανέκδοτες φωτογραφίες μέσα από το φακό του κατακτητή». Άλμπουμ φωτογραφιών, ανέκδοτο έργο. ↑
  39. Pešić, ό.π., σ. 323. ↑
  40. Στο νομό Φωκίδας. ↑
  41. Στο δήμο Στυλίδας Φθιώτιδας. ↑
  42. Ίσως κάποιος από τους παραπόταμους του Σπερχειού. ↑
  43. Μετά από μακρά περιπλάνηση, επέστρεψαν όλοι στο Μαυροβούνιο, Pešić, ό.π., σ. 327, υποσ. 264. ↑
  44. Το ίδιο περίπου διάστημα (20 Ιουνίου 1944) εστάλησαν εβδομήντα δύο Έλληνες υπόδικοι από το Παύλος Μελάς για έργα, «πιθανόν στο Δομοκό», με αυτοκίνητα της Todt «για κάποια στρατιωτική εργασία», μας πληροφορεί ο Γιασημακόπουλος, βλ. Καφταντζής (επιμ.), ό.π., τόμ. 2, σ. 33-34, 37. ↑
  45. Δραπέτευσαν συνολικά, δεκαοκτώ κρατούμενοι και σχεδόν όλοι βρέθηκαν κοντά σε Έλληνες αντάρτες, οι οποίοι τους οδήγησαν στην Πρώτη Μακεδονο-κοσοβάρικη Ταξιαρχία, αν και Τσέτνικ οι περισσότεροι, όπου και κάποιοι σκοτώθηκαν, Pešić, ό.π., σ. 328-330 και υποσημ. 267. ↑
  46. Χωριό του νομού Φθιώτιδας, η σημερινή Μακρυρράχη, γνωστό για τα θειούχα λουτρά, δεκαέξι χιλιόμετρα από το Δομοκό. ↑
  47. Πέθαναν δύο, οι οποίοι ετάφησαν κοντά στο στρατόπεδο και επτά βαριά άρρωστοι οδηγήθηκαν, μάλλον, στο νοσοκομείο της Λαμίας, η τύχη των οποίων δεν επιβεβαιώνεται, Pešić, ό.π., σ. 330-331. ↑
  48. Περισσότερα για τη δεινή τους κατάσταση όταν επέστρεψαν, βλ. Lalić, ό.π., σ. 234-236. ↑
  49. Η μοναδική φορά που εργάστηκαν μαζί κρατούμενοι και των δύο στρατοπέδων ήταν στο εβραϊκό νεκροταφείο. ↑
  50. Πιθανόν ο Λάλιτς να αναφέρεται στις αποθήκες και στα εργαστήρια απογόμωσης στα Διαβατά (στη θέση των σημερινών Δικαστικών Φυλακών Διαβατών), βλ. Ιδιωτική Συλλογή Προφορικών Μαρτυριών Μπίχτα Βικτωρίας: Συνέντευξη με τον Γιώργο Γερασίμου (Γιωργούλη), Κορδελιό Θεσσαλονίκης, 18 Απριλίου 2021. ↑
  51. Lalić, ό.π., σ. 161. ↑
  52. Όπως στην αποθήκη πυρομαχικών κοντά στην παραλία (8 Αυγούστου 1943), όταν από λάθος ενός κρατούμενου προκλήθηκε έκρηξη και σκοτώθηκαν τρεις κρατούμενοι και άλλοι τόσοι τραυματίστηκαν, Pešić, ό.π., σ. 334. ↑
  53. Στο μύλο Μπάλτα [κοντά στο Νέο Σιδηροδρομικό Σταθμό, όπου και σήμερα], για παράδειγμα, έχασαν τη ζωή τους δύο κρατούμενοι (ο ένας προσπαθώντας να δραπετεύσει) και αρκετοί τραυματίστηκαν, στο ίδιο, σ. 400-401. Ο Γιασημακόπουλος τοποθετεί το επεισόδιο στις 19 Σεπτεμβρίου 1944, όταν «πληγώθηκαν έξι Έλληνες εργάτες, οκτώ Σέρβοι αιχμάλωτοι της αγγαρείας και ένας Σέρβος εφονεύθη», Καφταντζής (επιμ.), ό.π., τόμ. 2, σ. 258. ↑
  54. Πεντακόσιοι ογδόντα πέντε. (Εκατόν δέκα τουλάχιστον έχασαν τη ζωή τους, οι υπόλοιποι δραπέτευσαν). ↑
  55. Δεκαοκτώ, Pešić, ό.π., σ. 425. ↑
πηγές: eikostosaionas.gr, από το αρχείο του kaliterilamia.gr

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ kaliterilamia.gr

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη