ΑΛΕΚΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΣ
ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΑΓΟΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ ΑΘΗΝΑ 1995
Όταν έφτασα έξω από τη χαμηλή εκείνη πόρτα κονντοστάθηκα. Ο δρόμος ευτυχώς, ήταν κατασκότεινος. Έβγαλα το χαρτάκι με τη διεύθυνση και βεβαιώθηκα, άλλη μια φορά, στο φως του αναπτήρα μου, ότι ήτανε σωστή. Άπλωσα το χέρι μου για να χτυπήσω το κουδούνι, αλλά μου το κράτησε μια ντροπή. Ντράπηκα. Από τη μια ντράπηκα, κι από την άλλη θύμωσα μ’ αυτή μου τη ντροπή. Γιατί να ντραπώ; Ποιον να ντραπώ; Ήμουνα ένας
ξένος κι άγνωστος μέσα σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι μιας άγνωστης πόλης. Οι λιγοστοί περαστικοί, που διασχίζανε με σηκωμένους τους γιακάδες των παλτών τους το παγερό σκοτάδι του έρημου δρόμου, ήτανε βέβαιο ότι πολύ λίγο νοιαζόντουσαν για μένα. Έλα όμως που εγώ είχα την ανόητη υποψία ότι όλοι ξέρανε πολύ καλά τι σόι σπίτι ήτανε αυτό το σπίτι με τη χαμηλή την πόρτα και το κόκκινο φωτάκι δίπλα στο κουδούνι, ότι όλοι —κι ας μη με ξέρανε— θα μ’ ελεεινολογούσανε καθώς θα μ’ έβλεπαν να μπαίνω.
Έκανα μερικά βήματα, δήθεν αδιάφορα, προς τα κάτω και στάθηκα λίγο στη γωνιά. Ύστερα ξαναγύρισα, αλλά και πάλι δεν στάθηκα. Προσπέρασα τη χαμηλή πόρτα και σταμάτησα λίγο παραπάνω. Σκέφτηκα να φύγω, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα πως ο δρόμος ήτανε πια εντελώς έρημος. Ευκαιρία! Έτρεξα και χτύπησα το κουδούνι. Περάσανε μερικά αφόρητα δευτερόλεπτα, κι ύστερα άνοιξε το τζαμάκι της χαμηλής πόρτας. Στο άνοιγμα που σχηματίστηκε καντραρίστηκε το κεφάλι μιας γριάς:
— Ποιος;
— Εγώ.
Βέβαια, αυτό το «εγώ» ήτανε πολύ ανόητο, αλλά τι άλλο μπορούσα να πω; Η γριά με κοίταξε εξεταστικά —δεν θα μπορούσε να ’μαι και κάνας μυστικός του τμήματος ηθών;—και με ξαναρώτησε.
— Ποιόνε ζητάτε;
— Εκ μέρους του κ. Χαρίλαου.
— Περάστε.
Το παραθυράκι έκλεισε, η χαμηλή πόρτα άνοιξε και τρύπωσα βιαστικά σ’ ένα μικρό χωλ. Η γριά μου ’δείξε έναν κόκκινο ξεκοιλιασμένο καναπέ, κι αυτή, αμίλητη και σκυθρωπή, προχώρησε στη γωνία και βολεύτηκε σ’ ένα χαμηλό σκαμνάκι. Για μένανε, αυτό ήτανε: Ίσαμε να μπω. Από κει και πέρα δεν έδωσε δεκάρα τσακιστή. Αυτή η σιωπή της κι η αδιαφορία της για την παρουσία μου, μου φάνηκε σαν μια σίγουρη ένδειξη εσχάτης περιφρονήσεως για το άτομό μου. Κι ομολογώ ότι τη δικαιολόγησα απολύτως. Πώς να μην περιφρονεί κανείς έναν άντρα, που καταφεύγει σ’ ένα τέτοιο σπίτι για να βρει την πιο θλιβερή μορφή του επαγγελματικού έρωτα;
Σιχάθηκα τον εαυτό μου. Και σ’ αυτό με βοήθησε πολύ όλη αυτή η αθλιότης που με περιτριγύριζε. Η αθλιότης και, προ πάντων, η μυρωδιά. Μια έντονη μυρωδιά απολυμαντικού, που θύμιζε κλινική και που γινότανε αφόρητη καθώς ήτανε ανακατεμένη με τους καπνούς των τσιγάρων που είχανε καπνιστεί εκεί μέσα, και με μια βρώμικη, χλιαρή υγρασία, που ένιωθες να σε περιβάλλει. Σκέφτηκα να φύγω. Προτού όμως κουνήσω καν απ’ τη θέση μου, η γριά —τηλεπάθεια, ή απλώς πείρα;— με πρόλαβε.
— Δεν θ’ αργήσει. Περίμενε λίγο.
Η ντροπή, που πριν από λίγο δεν μ’ άφηνε να μπω, τώρα δεν μ’ άφηνε να φύγω. Άλλωστε, εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα του βάθους και βγήκε ένας ψηλός, ωχρός και ξερακιανός άνθρωπος, που μόλις με είδε κατέβασε το κεφάλι του από ντροπή —κατέβασα αμέσως κι εγώ το δικό μου— και προχώρησε βιαστικός προς την εξώπορτα, που πρόλαβε και του την άνοιξε η γριά. Άκουσα μια βιαστική καληνύχτα απ’ αυτόν και ένα τυπικό «ευχαριστώ» από τη γριά, που καθώς γύριζε στη θέση της, στο σκαμνάκι, δίπλωσε με προσοχή ένα πεντακοσάρικο.
Ένιωθα την αηδία να με πνίγει και σηκώθηκα αποφασισμένος να φύγω οπωσδήποτε. Κι αυτή τη φορά θα ’φεύγα —είχα σηκωθεί κι είχα φτάσει κοντά στην εξώπορτα— αν δεν με συγκροτούσε η φωνή της:
— Κωστάκη...
Δεν με λένε Κωστάκη, αλλά γύρισα. Ήτανε μια γυναίκα μάλλον παχουλή, μάλλον περασμένη στα χρόνια, που είχε τυλίξει πρόχειρα τη γύμνια της σε μια κόκκινη μεταξωτή ρόμπα και που μου χαμογελούσε επαγγελματικά από την πόρτα του βάθους.
Δεν ήταν άσχημη. Διατηρούσε ακόμα μια δροσιά και τα μάτια της, δυο μεγάλα μαύρα μάτια, ήταν γεμάτα από ένα γλυκό φως. Με πλησίασε χαμογελώντας και άρχισε να μου κάνει παράπονα.
— Με ξέχασες... Με ξέχασες εντελώς. Πόσο καιρό έχεις νά ’ρθεις βρε παλιόπαιδο;
Θέλησα να της εξηγήσω ότι ήτανε αδύνατον να την είχα ξεχάσει, μια και δεν την είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου, ότι δεν με λένε Κώστα κι ότι δεν είχα ξαναπάτησει το πόδι μου σ’ αυτό το σπίτι, αλλά σκέφτηκα ότι όλα αυτά θα ήτανε μάλλον περιττά, ότι ίσως να με περνούσε για κάποιον άλλον από το πλήθος των παλαιών γνωριμιών της, και προτίμησα να μη μιλήσω, για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση.
— Ώστε έτσι; Έτσι κάνουνε οι καλοί φίλοι; Δεν περνάνε ούτε για να δούνε αν ζούμε ή πεθάναμε;
...Χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα στο δωμάτιο της πόρτας του βάθους, που έκλεισε πίσω μας. Όταν βρεθήκαμε μόνοι, μ’ αγκάλιασε και με φίλησε με τον απλό τρόπο που σου προσφέρει ο μπάρμαν μια τηγανητή πατάτα, προτού σου βάλει το ούζο που του παρήγγειλες. Έσβησα το τσιγάρο —που είχα ανάψει απάνω στην αμηχανία μου— στο τασάκι του κομοδίνου, που ήτανε ήδη γεμάτο με αποτσίγαρα απ’ όλες τις γνωστές μάρκες, και ξάπλωσα σ’ ένα ταλαιπωρημένο διπλό κρεβάτι που τα σεντόνια του ήτανε ακόμα ζεστά.
...Στο μυαλό μου στριφογυρνούσε, όλη την ώρα, ο ψηλός και ξερακιανός άνθρωπος που τον είδα να φεύγει.
Όταν έδενα τη γραβάτα μου τη ρώτησα πώς τη λένε, περισσότερο για να της δείξω μ’ αυτό τον τρόπο ότι δεν ήμουνα ο γνωστός που νόμιζε και λιγότερο για να μάθω τ’ όνομά της, που στο κάτω—κάτω δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου. Χωρίς να την παραξενέψει καθόλου η ερώτησή μου, μου είπε πως τη λέγανε Λίζα και —αυτό ήτανε το πιο περίεργο!—με ρώτησε κι αυτή —σε άψογο, πια, πληθυντικό— για τ’ όνομά μου.
— Εσάς πώς σας λένε, αν επιτρέπετε;
— Γιώργο.
— Α, χαίρω πολύ.
Δεν ήξερα τι να υποθέσω: Μήπως κατάλαβε τώρα μόλις ότι δεν ήμουν ο «Κωστάκης» που «την ξέχασε τόσο καιρό», ή μήπως όλα αυτά ήτανε συνηθισμένο κολπάκι της βρώμικης δουλειάς της; Ποιος ξέρει. Πάντως, όπως και να ’χε το πράγμα, εμένα πολύ λίγο μ’ ένοιαζε. Δεν ήτανε ώρα αυτή για να λύνει κανείς σταυρόλεξα. Αυτό που ήθελα εγώ τώρα ήτανε να φύγω. Να φύγω όσο γίνεται πιο γρήγορα. Ν’ ανοίξει η πόρτα και να χαθώ στο πηχτό σκοτάδι του έρημου δρόμου.
Η Λίζα είχε φορέσει την κόκκινη μεταξωτή της ρόμπα και με περίμενε καθισμένη υπομονετικά στο κρεβάτι.
— Μήπως θέλετε τσατσάρα;
— Όχι, ευχαριστώ.
— Είναι ολοκάθαρη.
— Δεν αμφιβάλλω, αλλά έχω.
Δεν ξέρω, αλλά αυτή η προθυμία της μου θύμισε τη δραστηριότητα που αναπτύσσουν οι βοηθοί των γκαρσονιών όταν αντιληφθούν πως ετοιμάζεσαι να πληρώσεις το λογαριασμό σου.
Όταν πια φόρεσα και το σακάκι μου, έτρεξε να μου φέρει και το παλτό και προθυμοποιήθηκε να μου το κρατήσει.
— Μα δεν είναι ανάγκη.
— Σας παρακαλώ.
Ήμουνα πια έτοιμος να φύγω. Επιτέλους! Μ’ ενοχλούσε μόνο η σκέψη ότι έξω, στον ξεκοιλιασμένο κόκκινο καναπέ, πιθανώς θα καθότανε τώρα κάποιος άλλος, που θα’ πρεπε να περάσω από μπροστά του για να φύγω, κι ακόμα, επειδή δεν είχα ξαναπάει ποτέ στη ζωή μου σ’ ένα τέτοιο σπίτι, δεν ήξερα με ποιο τρόπο να ρωτήσω πόσα χρήματα έπρεπε να δώσω. Μου φαινότανε φριχτό να πω, «Τι σας οφείλω;» ή, «Πόσο κάνει;». Κι έτσι, μέχρι να βρω την κατάλληλη φράση, κοντοστεκόμουνα και κοιτούσα το δωμάτιο που δεν είχα προλάβει να το καλοδώ και που ήτανε εξίσου άθλιο με το χωλ. Έτσι όμως όπως κοιτούσα γύρω μου, τα μάτια μου σταματήσανε σ’ ένα κάντρο, που ήτανε κρεμασμένο στον τοίχο, πάνω ακριβώς από το λαβομάνο. Μέσα από αυτό το κάντρο —που ήτανε μια μεγεθυμένη φωτογραφία— μου χαμογελούσε ένα ωραιότατο κορίτσι. Δηλαδή, αυτό το «μου χαμογελούσε» δεν είναι εντελώς σωστό. Τα χείλια του κοριτσιού χαμογελούσανε, βέβαια, αλλά η θλίψη που είχε στα ωραία μάτια του διέψευδε κατηγορηματικά το χαμόγελο των χειλιών του. Ήτανε ένα αιθέριο πραγματικά πλάσμα, ίσαμε δεκαεπτά χρόνων, με μια σεμνή σχολική ποδιά, μ’ άσπρο γιακαδάκι και με δυο απλές μαθητικές πλεξούδες, που η μία τους κατέληγε σ’ έναν άσπρο σεμνό φιόγκο.
Δεν ξέρω, αλλά θυμάμαι πως μου φάνηκε φριχτό το ότι, έστω κι η φωτογραφία αυτουνού το σεμνού κοριτσιού, έβλεπε τα όσα γινόντουσαν μέσα σ’ αυτό το άθλιο δωμάτιο.
— Ποιο είναι αυτό το κορίτσι;
Η Λίζα δεν μου απάντησε αμέσως. Γύρισε τα μάτια της στο κάντρο, κοίταξε για λίγο βουβά το κορίτσι με το θλιμμένο χαμόγελο κι ύστερα αργά—αργά πήγε και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Έσκυψε το κεφάλι της —σε μια στιγμή, μάλιστα, μου φάνηκε πως σκούπισε, στα κρυφά, κι ένα δάκρυ— κι ύστερα άρχισε με πολύ χαμηλή φωνή να μου λέει:
— Εσείς, βέβαια, όπως κι ο καθένας που με βλέπει εδώ, σ’ αυτή τη ζωή, έχετε το δικαίωμα να σκέπτεστε ό,τι θέλετε για μένα. Τι είμαι; Ένα χαμένο κορμί είμαι. Ένα χαμένο κορμί που κυλιέται στην πιο βρώμικη λάσπη. Αυτό όμως που κανένας σας δεν ξέρει, είναι το πώς και γιατί έφτασα σ’ αυτό το σημείο. Με ρωτήσατε πιο πριν ποιο είναι αυτό το κορίτσι. Ε, λοιπόν, αν εγώ είμαι σήμερα εδώ που με βλέπετε, είμαι γι’ αυτό το κορίτσι. Γιατί αυτό το κορίτσι, κύριε —κι εδώ η φωνή της χαμήλωσε κι έγινε ψιθύρισμα— είναι το παιδί μου.
Σήκωσε αργά το κεφάλι της προς το κάντρο. Τα βουρκωμένα μάτια της χαϊδέψανε μ’ ένα τρυφερό βλέμμα το κορίτσι με τις πλεξούδες, κι έτσι, απ’ αυτή τη θέση, συνέχισε.
— Στάθηκα άτυχη στη ζωή μου. Τον άντρα μου τον έχασα πολύ νωρίς... κι έμεινα μόνη κι έρημη σαν την καλαμιά στον κάμπο, μ’ αυτό το κορίτσι. Προσπάθησα να βρω δουλειά για να ζήσουμε. Δε βαριέσαι. Όπου κι αν πήγα, όπου κι αν κλαύτηκα, βρήκα τις πόρτες κλειστές. Και μια—δυο φορές που έτυχε να βρω μια δουλίτσα κι είπα δόξα σοι ο Θεός, αναγκάστηκα να φύγω σε λίγες μέρες, γιατί ο αφεντικός ήθελε από μένα κι άλλου είδους ανταλλάγματα εκτός από εκείνα που ήμουν υποχρεωμένη να του προσφέρω. Δυστύχησα, πείνασα, υπέφερα. Σκέφτηκα να πάρω ένα σωληνάριο κινίνα και να δώσω δυο φάσκελα σ’ αυτή την παλιοζωή, αλλά δεν τόλμησα να το κάνω για το χατίρι της. Τι θα γινότανε αυτή, μόνη κι απροστάτευτη σ’ έναν τόσο κακό κόσμο;
Γύρισε το κεφάλι της σε μένα, σκούπισε τα δάκρυά της μ’ ένα βρώμικο μαντίλι και με ρώτησε.
— Μήπως σας κουράζω;
— Όχι... Σας παρακαλώ... Μ’ ενδιαφέρει.
Έσκυψε πάλι το κεφάλι της και συνέχισε.
— Ναι. Κατάλαβα πως δεν είχα το δικαίωμα ούτε να πεθάνω. Έπρεπε να ζήσω για να το προστατέψω. Αν έμενε μόνο του, θα ’φτάνε σίγουρα κάποια μέρα εδώ που είμαι εγώ τώρα. Για να μη φτάσει λοιπόν αυτή, έφτασα εγώ. Τώρα το πώς, δεν έχει τόση σημασία. Είχα βρει πάλι μια δουλίτσα και κουτσοπερνούσαμε. Τ’ αφεντικό, όπως συνήθως, μου ρίχτηκε. Έσκυψα το κεφάλι. Είχα πια πικρή πείρα, απ’ αυτές τις δουλειές. Τ’ άλλα ήρθανε μόνα τους. Κάτι δωράκια στην αρχή, κάτι δανεικά κι αγύριστα πιο ύστερα, έμαθα σιγά—σιγά —τέλος πάντων— να πουλάω αυτό που ζητούσανε οι άντρες από μένα. Και για να μη σας τα πολυλογώ, έτσι είναι αυτός ο κατήφορος. Πολύ γλιστερός. Δεν προλαβαίνεις να κάνεις το πρώτο βήμα και βρίσκεσαι στο τέρμα. Αλλά μη νομίζετε κύριε... Το παιδί μου, ευτυχώς, δεν ξέρει τίποτα. Νομίζει ότι η μανούλα της δουλεύει τίμια. Την έχω κλεισμένη στις καλόγριες, κι όταν πηγαίνω και τη βλέπω πηγαίνω εντελώς άβαφτη. Το πιστεύετε, κύριε, δεν τολμάω ούτε να τη φιλήσω, όπως λαχταρώ. Δεν τολμάω ν’ ακουμπήσω στ’ απαλό δερματάκι της τα βρώμικα χείλια μου, που τα φιλάει ο ένας κι ο άλλος... Τη φιλάω μόνο στα μαλλιά. Στ’ αγαπημένα της μαλλάκια, που έχουνε για μένα το πιο γλυκό άρωμα του κόσμου. Κι εγώ εδώ, σ’ αυτό το καταγώγιο κύριε, δουλεύω χωρίς να βαρυγκομώ. Για τον εαυτό μου δεν κάνω κανένα έξοδο. Σ’ αυτό εδώ το κρεβάτι που βλέπετε κοιμάμαι, σ’ αυτό ξυπνώ, σ’ αυτό δουλεύω. Και μαζεύω χιλιάρικο—χιλιάρικο αυτά τα λεφτά της βρώμικης δουλειάς μου, για να μπορέσω μια μέρα, όταν τελειώσει το σχολείο της, να την πάρω μαζί μου, σ’ ένα μικρό φτωχό σπιτάκι μιας μακρινής συνοικίας. Αυτά τα άτιμα λεφτά θα εξασφαλίσουνε σ’ εκείνη μια τίμια ζωή. Κι όταν τη δω αποκαταστημένη κύριε θα κλείσω ήσυχα τα μάτια μου. Δεν θα τον περιμένω το θάνατο. Όταν έρθει εκείνη η ώρα θα τρέξω να τον συναντήσω. Η ζωή για μένανε, για λογαριασμό μου, είναι βάρος αβάσταχτο.
Σκούπισε πάλι τα μάτια της και κατέληξε:
— Έτσι όπως ήρθανε τα πράγματα, μια από τις δυο μας θα έκανε μοιραία αυτή τη δουλειά. Προτίμησα να την κάνω εγώ, κι όποιος μπορεί ας με κατηγορήσει.
Αναστατώθηκα. Όλη αυτή η τραγική ιστορία με κατατάραξε. Ντράπηκα για λογαριασμό ολόκληρης της ανθρωπότητας. Προσπάθησα να βρω δυο λόγια παρηγορητικά, αλλά δεν τα κατάφερα. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήτανε να γυρίσω να κοιτάξω το κορίτσι του κάντρου, που τώρα πια δεν μπορούσα να το διακρίνω καθαρά. Τα μάτια μου ήτανε πλημμυρισμένα από ένα δάκρυ, που ’χε σταθεί εκεί και δεν έλεγε να κυλήσει.
Έβγαλα ό,τι λεφτά είχα επάνω μου, τ’ άφησα στο κομοδίνο κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Ήταν τόση η βιασύνη μου να βρεθώ έξω, στο δρόμο, που σας βεβαιώ ότι φεύγοντας δεν είδα ούτε τη γριά ούτε κι αν καθότανε κανένας στον κόκκινο ξεκοιλιασμένο καναπέ.
Μόνο όταν ανάπνευσα έξω, τον καθαρό, παγωμένο αέρα της χειμωνιάτικης νύχτας, άρχισα να συνέρχομαι απ’ αυτό τον εφιάλτη.
Ύστερα από ένα χρόνο, οι δουλειές μου με ξαναφέραν σε κείνη την πόλη. Κι ήτανε μια νοσηρή περιέργεια εκείνο που οδήγησε τα βήματά μου ξανά στη χαμηλή πόρτα του έρημου δρόμου. Αυτή τη φορά δεν δίστασα να χτυπήσω. Κι η γριά, φαίνεται πως με θυμήθηκε κάπως, γιατί μου άνοιξε χωρίς πολλές διατυπώσεις την πόρτα.
Δεν χρειάστηκε να κάτσω στον κόκκινο καναπέ τής αναμονής. Η Λίζα, με την ίδια κόκκινη ρόμπα και το ίδιο επαγγελματικό χαμόγελο, ήτανε ήδη στο χωλ.
— Κωστάκη...
Πάλι Κωστάκη! Ήτανε, λοιπόν, βέβαιο πως δεν με θυμότανε και πως το «Κωστάκη» αυτό ήταν απλώς ένα κόλπο για να εξοικειώνεται πιο εύκολα με τον καινούριο πελάτη.
— Με ξέχασες. Με ξέχασες εντελώς. Πόσο καιρό έχεις νά ’ρθεις βρε παλιόπαιδο;
Τα ίδια ακριβώς παράπονα με τα ίδια ακριβώς λόγια και το ίδιο ακριβώς προκαταρκτικό φιλί, όταν έκλεισε πίσω μας η πόρτα της θλιβερής κρεβατοκάμαρας.
Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο, τα μάτια μου αναζήτησαν αμέσως το κορίτσι με τις πλεξούδες. Ήτανε εκεί, πάνω από το λαβομάνο, και μου χαμογελούσε με το ίδιο θλιμμένο χαμόγελο. Πόσο τρυφερά το λυπόμουνα αυτό το άγνωστο κορίτσι του κάντρου και πόσο οίκτο ένιωθα για την τραγική του μητέρα!
Σε μια στιγμή σκέφθηκα να θυμίσω στη Λίζα την περσινή μας κουβέντα, να τη ρωτήσω για την κορούλα της, να της αφήσω λίγα χρήματα και να φύγω, αλλά μια ανεξήγητη περιέργεια με συγκρότησε. Κάθισα στη μοναδική καρέκλα, άναψα ένα τσιγάρο κι έτσι, σαν άγνωστος, σαν ξένος, τη ρώτησα.
— Πώς σας λένε;
— Λίζα... Κι εσάς;
— Γιώργο.
— Α, χαίρω πολύ.
Τράβηξα δύο—τρεις ρουφηξιές κι υστέρα, κοιτώντας το κορίτσι του κάντρου, την ξαναρώτησα, έτσι, εντελώς αδιάφορα.
— Ποιο είν’ αυτό το κορίτσι;
— Η αδελφή μου.
Έπεσα απ’ τα σύννεφα.
— Η αδελφή σου;
— Μάλιστα. Αν είμαι σήμερα εγώ εδώ, σ’ αυτή την κατάντια, είμαι γι’ αυτήν. Για την αδελφούλα μου. Α, κύριέ μου, η ζωή στάθηκε πολύ κακιά για μας τις δυο. Εσείς βέβαια που με βλέπετε εδώ, να πουλιέμαι στον έναν και στον άλλο, θα λέτε —και με το δίκιο σας— ότι είμαι ένα παλιογύναικο, ένα χαμένο κορμί, άξιο της τύχης του. Αλλά δεν είναι έτσι, κύριε μου... Δεν είναι...
Την άκουγα κατάπληκτος. Κι η κατάπληξή μου διπλασιάστηκε όταν την είδα να κοιτάει το κορίτσι του κάντρου, να βουρκώνει και να συνεχίζει την καινούρια ιστορία της με μια φωνή που έτρεμε από την πιο δυνατή, λες, συγκίνηση.
— Ναι, κύριέ μου. Ήμαστε δυο αδελφούλες και ζούσαμε μια ζωή ήσυχη και μετρημένη με τον καημένο τον πατέρα μας, μια και τη μανούλα μας είχαμε την ατυχία να τη χάσουμε πριν από πολλά χρόνια. Πριν από πέντε χρόνια ο θάνατος ξαναχτύπησε την πόρτα του σπιτιού μας. Ο πατέρας μας πεθαίνοντας δεν μας άφησε παρά μόνο την ευχή του. Και μείναμε, κύριέ μου, δυο κορίτσια μονάχα, χωρίς κανένα συγγενή, κανένα προστάτη, κανένα πόρο. Η Λέλα —έτσι τη λένε την αδελφούλα μου— δεν ήτανε τότε ούτε δώδεκα χρόνων. Βρήκα, τέλος πάντων, μια δουλειά σ’ ένα κατάστημα νεωτερισμών και με το μισθό μου ζούσαμε κι οι δυο. Δεν ήτανε, βέβαια, σπουδαίος μισθός, αλλά το φαΐ μας και το νοίκι μας το φέρναμε βόλτα. Πρόπερσι η Λέλα αρρώστησε. Φώναξα το γιατρό. Την εξέτασε προσεκτικά και υστέρα, όταν μείναμε μόνοι μας, κούνησε θλιβερά το κεφάλι του και μου είπε: «Αν θέλεις να ζήσει η αδελφή σου, θα πρέπει να τη στείλεις εξοχή. Χρειάζεται ανάπαυση, καθαρό αέρα και υπερσιτισμό.» Μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι. Εμείς ίσια—ίσια που τα φέρναμε βόλτα. Που να βρεθούνε τα λεφτά για εξοχές και για φρέσκα βούτυρα; Απάνω σ’ αυτή την απελπισία μου βρέθηκε ένας κύριος, που έδειξε πως με συμπόνεσε και προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Εγώ στην αρχή δεν κατάλαβα. Νόμιζα πως ό,τι έκανε το έκανε από την καλή του καρδιά. Ύστερα κατάλαβα. Αλλά κι όταν κατάλαβα, δεν τόλμησα να πω όχι. Πώς θα μπορούσα να πω όχι, αφού μ’ αυτό το όχι θα έσωζα, βέβαια, την υπόληψή μου, αλλά θα καταδίκαζα σε θάνατο την αδελφούλα μου; Από κει και πέρα κύριε, τη συνέχεια την καταλαβαίνετε. Ο σκοπός είναι να μην πηδήξεις απ’ το παράθυρο. Άμα πηδήξεις, θες δε θες, θα βρεθείς στο πεζοδρόμιο. Και τώρα, κύριέ μου, εγώ δουλεύω εδώ και τα βρώμικα λεφτά που μαζεύω γίνονται μπιφτέκια και φρέσκα βούτυρα της Λέλας, που αγωνίζομαι να τη γλιτώσω από τα νύχια αυτής της άτιμης αρρώστιας.
Σκούπισε τα μάτια της —πού τα ’βρίσκε τόσο πρόχειρα όλα αυτά τα δάκρυα;— και με κοίταξε, για να δει τι εντύπωση μου έκανε η ιστορία της. Κι ομολογώ ότι η ιστορία της μου ’χε κάνει, πραγματικά, καταπληκτική εντύπωση. Για μένανε, αυτή η δεύτερη ιστορία, είχε αληθινά ευεργετικό αποτέλεσμα. Σήκωσε από τα στήθη μου το βάρος που είχε τοποθετήσει η πρώτη ιστορία και που —πιστέψτε με— με βασάνιζε έναν ολόκληρο χρόνο.
Σηκώθηκα ανάλαφρος κι άφησα λίγα χρήματα στο κομοδίνο.
— Αυτά για την αδελφούλα σου.
— Με κοίταξε παραξενεμένη.
— Δεν θα μείνετε;
— Όχι... Έχω μια δουλειά, που τώρα τη θυμήθηκα... Θά ’ρθω καμιά άλλη φορά.
Μου φάνηκε σαν προσβεβλημένη.
— Τότε πάρτε τα λεφτά σας...
— Όχι, όχι... Επιτρέψτε μου να κάνω ένα δώρο στην αδελφούλα σας...
Δεν μου είπε ούτε ευχαριστώ. Βγήκα από το δωμάτιο, προσπέρασα ένα χοντρό μεσόκοπο που περίμενε στον κόκκινο καναπέ —τόλμησα, μάλιστα, να τον κοιτάξω και κάπως ειρωνικά— και βρέθηκα στην εξώπορτα που μου την είχε ανοίξει ήδη η γριά. Την ώρα που έβγαινα, μου ψιθύρισε:
— Από την άλλη βδομάδα, θα έχουμε εδώ και μια μικρούλα πολύ όμορφη.
Θέλησα να τη φτύσω, αλλά δεν τόλμησα. Της έδωσα μάλιστα κι ένα πεντακοσάρικο. Μ’ ευχαρίστησε κι έκλεισε την πόρτα πίσω.
Το σκοτεινό δρόμο τον διέσχισα σφυρίζοντας ένα εύθυμο τραγουδάκι της μόδας.
Ήταν ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο... Θα ’χάνε περάσει πάνω—κάτω δυο χρόνια από την τελευταία επίσκεψή μου στη Λίζα. Οι δουλειές μου με είχανε υποχρεώσει να εγκατασταθώ πια οριστικά σ’ αυτή την πόλη, κι έτσι εκείνο το απογευματάκι γύριζα μ’ ένα μεσίτη, που είχε αναλάβει να μου βρει ένα μικρό και φτηνό διαμέρισμα για να εγκατασταθώ. Όταν μπήκαμε σ’ εκείνο το δρομάκι, δεν το γνώρισα. Το είχα δει και τις δυο φορές μόνο νύχτα. Τη χαμηλή πόρτα, όμως, τη γνώρισα αμέσως. Και μου ’κάνε, ομολογώ, κατάπληξη όταν είδα ότι ο μεσίτης με πήγαινε κατευθείαν εκεί. Πρόσεξα τότε και είδα πως είχε ενοικιαστήριο. Ένα μεγάλο μαύρο ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ που από κάτω, με μολύβι, μας πληροφορούσε ότι επρόκειτο περί «επιπλωμένου διαμερίσματος, εξ ενός δωματίου, χωλ, και λοιπών χρειωδών».
— Εδώ, μου είπε ο μεσίτης.
Θα προτιμούσα χίλιες φορές να μένω έστω και σ’ ένα πεζοδρόμιο, παρά εκεί. Δεν είπα όμως τίποτα, γιατί μια ανεξήγητη περιέργεια μ’ έσπρωχνε να μπω άλλη μια φορά σ’ αυτό το άθλιο σπίτι. Στο μυαλό μου στριφογύριζε πάντα το κορίτσι του κάντρου με τις μαθητικές πλεξούδες και το θλιμμένο χαμόγελο. Τι ήτανε, τέλος πάντων, αυτό το κορίτσι; Πού ζούσε, αν ζούσε, και τι σχέση είχε με τη θλιβερή εκείνη Λίζα;
Ο μεσίτης με ρώτησε:
— Θέλετε να το δούμε κι αυτό το διαμερισματάκι; Έχετε υπόψη σας ότι είναι και πολύ φτηνό.
— Κατοικείται τώρα;
— Όχι.
— Και πώς θα μπούμε;
— Θα πάρουμε το κλειδί από το επάνω πάτωμα.
Και χωρίς να περιμένει πια τη συγκατάθεσή μου, χτύπησε το κουδούνι της διπλανής πόρτας, που οδηγούσε στο απάνω πάτωμα του σπιτιού, κι ύστερα από λίγο κατέβηκε μαζί με μια παχουλή και πρόσχαρη μεσόκοπη γυναικούλα, που με χαιρέτησε με ένα βουβό αλλά ανοιχτόκαρδο γέλιο.
— Από δω η κυρία Φρόσω, είναι η ιδιοκτήτριατου σπιτιού.
— Α, χαίρω πολύ.
Η κυρία Φρόσω άνοιξε τη χαμηλή πόρτα και μας έκανε τόπο να περάσουμε.
— Ορίστε... Περάστε...
Βρεθήκαμε στο γνωστό μου χωλ και το μάτι μου, φυσικά, έπεσε αμέσως στον κόκκινο ξεκοιλιασμένο καναπέ, που ήταν μόνος, θλιβερός και σκονισμένος.
— Αυτό είναι το χωλ, μας πληροφόρησε η κυρία Φρόσω, που εν τω μεταξύ προχώρησε προς τη γνωστή μου κρεβατοκάμαρα...
— Ορίστε, περάστε κι από δω...
Περάσαμε κι από κει... Καμιά ουσιαστική αλλαγή δεν είχε κι η κρεβατοκάμαρα. Το ίδιο κρεβάτι με γυμνό το ταλαιπωρημένο σομιέ του, το ίδιο κομοδίνο, η ίδια ντουλάπα, το ίδιο θλιβερό λαβομάνο. Κι από πάνω... Από πάνω μου χαμογελούσε πάντα, με το ίδιο θλιμμένο χαμόγελο, το κορίτσι του κάντρου.
Η κυρία Φρόσω, μαζί με το μεσίτη που της έκανε σεγόντο, μου εξηγούσε τα χαρίσματα του σπιτιού και την αξία των επίπλων του, αλλά εμένα τα μάτια μου δεν ξεκολλούσαν από το κορίτσι με τις πλεξούδες. Κι έτσι, μόλις η κυρία Φρόσω σταμάτησε για να πάρει αναπνοή, βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω:
— Ποιο είναι αυτό το ωραίο κορίτσι;
Η πρόσχαρη και μεσόκοπη γυναικούλα κοκκίνισε, έσκυψε το κεφάλι της σαν από μια ντροπαλή μετριοφροσύνη, και μου είπε:
— Ε, κύριέ μου, μη μας κοιτάτε έτσι... Κάποτε ήμαστε κι εμείς νέες!
from anemourion https://ift.tt/KSIUNA8
via IFTTT