Αναβιώνει ο εφιάλτης της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι μέσα από τις καταθέσεις συγγενών των θυμάτων, στη δίκη που που γίνεται στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Συνεχίζονται οι συγκλονιστικές καταθέσεις των συγγενών των 104 νεκρών και των εγκαυματιών που έζησαν τον εφιάλτη στην εθνική τραγωδία με την φονική πυρκαγιά του Ματιού. Πόνος και οργή αναδύεται από τις καταθέσεις ανθρώπων, που οι δικοί τους χάθηκαν στην φωτιά.
Φορτισμένη, πότε με οργή, πότε με δάκρυα στα μάτια, κατέθεσε στην δίκη για την τραγωδία στο Μάτι η γυναίκα που έχασε στην φωτιά τον γιο της, τους γονείς και τον αδελφό της.
Η κ. Ανδριανή Καλαγιαννάκη, μην μπορώντας να συγκρατήσει τον θυμό της, είπε στους δικαστές του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου πως οι αρμόδιοι «από ανικανότητα και κακό συντονισμό φέρθηκαν με τέτοιο απάνθρωπο τρόπο» και «άφησαν στο έλεος του Θεού» τόσους ανθρώπους. «Πιστεύω ότι υπήρχε δόλος», είπε και συμπλήρωσε πως «στον βωμό των προσωπικών φιλοδοξιών τους, έκαψαν ζωντανό το παιδί μου, τον αδελφό μου και τους γονείς μου».
Η μάρτυρας κατέθεσε για όσα πιστεύει πως επέδρασαν για να εξελιχθεί η φωτιά της 23ης Ιουλίου 2018 σε κόλαση, μίλησε για ευθύνες της Αστυνομίας που δεν κατηύθυνε τον κόσμο, για την ανυπαρξία της πολιτικής προστασίας και της Πυροσβεστικής που δεν ειδοποίησαν και άφησαν «να πιάσει στον ύπνο η φωτιά τους Ματιώτες» και άφησαν την φωτιά να περάσει την Μαραθώνος, για το Λιμενικό «που την ώρα που ψαροκάικα έβγαζαν ανθρώπους από τη θάλασσα, έστελνε αυτοκίνητα προς το Μάτι». Δεν άφησε επίσης ασχολίαστη την φράση που είχε πει η κατηγορούμενη, τότε περιφερειάρχης, Ρένα Δούρου. Φωνάζοντας η μάρτυρας ανέφερε πως «η Δούρου είπε ότι έγινε στραβή στη βάρδια της. Η κυνικότητα αυτών των ανθρώπων! Τουλάχιστον ας μην μιλάνε...».
Η γυναίκα κατέθεσε πως «η φωτιά έπιασε την οικογένεια της στον ύπνο», πως αναζητούσε τους δικούς της μέσα στην αγωνία: «είχαν κλείσει τον δρόμο και δεν μπορούσα να περάσω. Με τα χίλια ζόρια με άφησαν να περάσω από τη διασταύρωση της Ραφήνας στις έντεκα και μισή τη νύχτα. Αρχίσαμε και τρέχαμε...Πηγαίναμε στα ξενοδοχεία, στο λιμάνι της Ραφήνας. Και την επόμενη μέρα ακούω ότι βρέθηκαν είκοσι έξι άτομα σε ένα οικόπεδο ..Ούτε μου πήγε το μυαλό μου ότι θα ήταν εκεί οι δικοί μου. Είχε έρθει ο Ερυθρός Σταυρός στη Ραφήνα.. έδωσα τα ονόματα. Ο πατέρας του παιδιού έδωσε για το παιδί και εγώ για τους γονείς μου δείγμα DNA. Θεωρώ ότι εκτός από ανικανότητα και κακό συντονισμό υπήρξε και ανυπαρξία των ανθρώπων αυτών που είναι επαγγελματίες, επιφορτισμένοι για την προστασία των ανθρώπινων ζωών.. Αν πέντε λεπτά νωρίτερα, πριν περάσει η φωτιά στη Μαραθώνος, πέρναγε ένα αστυνομικό όχημα με ένα μεγάφωνο να γίνει εκκένωση του οικισμού, δεν θα γινόταν αυτή η τραγωδία. Αν είχαν χτυπήσει καμπάνες..», είπε.
Ο Αναστάσιος Αλεξόπουλος, πατέρας του παιδιού της κ. Καλαγιαννάκη, είπε πως το μυαλό του δεν πήγε στο κακό, όταν άκουσε για φωτιά. «Πολιτισμένη χώρα είμαστε και θα έχουν αναλάβει οι υπηρεσίες. Δεν μπορούσα να φανταστώ κάτι άλλο... Όμως είχαν δύο ώρες καιρό και δεν έκαναν τίποτα...».
«Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου»
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο μάρτυρας πήγε το επόμενο πρωί στο Μάτι. «Παντού τέφρες. Και μια μυρωδιά θανάτου παντού. Όλα λιωμένα...Τα μέταλλα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι συνέβαινε αυτό. Πέρασαν τρεις μέρες, έψαχνα να βρω το πτώμα του παιδιού μου. Πήγαμε στο Σχιστό...Ήταν εκατόν πενήντα πτώματα σε κίτρινες σακούλες. "Τραβάτε να δείτε αν είναι κάποιος δικός σας". Μετά άλλαξαν γνώμη και μας έστειλαν στο Γουδή. Μετά μας είπαν για να δώσουμε DNA και τελικά με ειδοποίησαν ότι αναγνωρίστηκε το παιδί και με ρώτησαν αν θέλω ψυχολογική στήριξη.. Αυτοί οι άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί σαν τα ποντίκια. Γιατί τους εγκλώβισαν τους ανθρώπους και τους οδήγησαν μέσα στις φωτιές; Γιατί άφησαν τον κόσμο να καεί; Γιατί;».
Η μάρτυρας Μαρία Αβραμίδου που έχασε στο Μάτι μητέρα, αδελφή, γαμπρό και ανιψιό, ενώ η ίδια με την κόρη της σώθηκαν από τύχη, ζήτησε από τους δικαστές «να αποδώσουν δίκαια τις ευθύνες».
«Δε θέλω να τιμωρηθεί κάποιος αθώος. Θα ήθελα να τιμωρηθεί αυτός που δεν έκανε καλά τη δουλειά του, δεν είναι δυνατόν να ζούμε στην πρωτεύουσα της Ελλάδας, στο νομό Αττικής και να έχουν χαθεί τόσοι άνθρωποι. Πολλοί από εμάς είμαστε ζωντανοί νεκροί. Αυτός ο πόνος και η απώλεια δε θα περάσει ποτέ. Δεν μπορώ να δεχθώ ότι έφυγαν μόνοι και αβοήθητοι..».
Η μάρτυρας που είχε σπίτι στην περιοχή, κατέθεσε πως την επίμαχη ημέρα, καθαρά από τύχη έφυγε με την κόρη της από το Μάτι πριν το ζώσει η πύρινη λαίλαπα, γιατί «η μητέρα μου και η αδελφή μου επέμεναν να φύγω νωρίτερα. Τελικά πήρα την κόρη μου και φύγαμε στις 6 παρά 5.. Βγήκα στη Μαραθώνος.. Δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, ήταν σαν να φεύγαμε μόνες μας».
Όπως είπε η μάρτυρας, ενώ ήταν ήδη στο σπίτι της στην Αθήνα μίλησε για τελευταία φορά με την μητέρα της στο τηλέφωνο. «Μου είπε ότι έχουν δυσκολέψει πολύ τα πράγματα, μου είπε "είναι μπροστά μου φλόγες". Εγώ το θεώρησα υπερβολή. Παίρνω ξανά το τηλέφωνο ήταν νεκρό. Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με κανέναν τους».
Η γυναίκα περιέγραψε πως άρχισε να αναζητά τους δικούς της, να τηλεφωνεί στην Πυροσβεστική και να ψάχνει στα νοσοκομεία. «Μετά ακούμε ότι κάποιοι φτάνουν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί. Μάλιστα πήρα και μπουρνούζια και πετσέτες, μήπως έχουν βραχεί, ήμουν σίγουρη ότι θα τους βρω εκεί», είπε η κ. Αβραμίδου.
Η μάρτυρας την επομένη το πρωί πήγε με τον άλλον ανιψιό της στο Μάτι να ψάξουν «μήπως κάτι βρούμε. Αντίκρυσα ένα βομβαρδισμένο τοπίο. Ήταν ασύλληπτη η εικόνα.. Το σπίτι ήταν ολοσχερώς καμένο. Πάω προς Κόκκινο Λιμανάκι. Ήταν μία μάζα με αυτοκίνητα καμένα. Το ένα πάνω στο άλλο δεν μπορώ να σας το περιγράψω.. Ο ανιψιός μου βρήκε τα αυτοκίνητα των δικών μας άθικτα, αλλά εκείνους πουθενά. Δώσαμε DNA. Είχα ένα παιδί, τον Δημήτρη, σπίτι, που δεν ήθελε να ακούει ούτε ειδήσεις και ζούσαμε την αναμονή, περιμένοντας να έχουμε κάποιο νέο. Κάποια στιγμή τον βλέπω και παίρνει ένα αναπτήρα να κάψει το πόδι του. Του λέω τι κάνεις; "Τίποτα, να δω τι έχουν νιώσει". Την Κυριακή μας είπαν ότι έχουν ταυτοποιηθεί και οι 4 και να πάμε να τους παραλάβουμε από το Σχιστό..».
Ο ανιψιός της κ. Αβραμίδου, Δημήτρης Κατσουλάκης που εκείνο το απόγευμα έχασε όλη την οικογένειά του, κατέθεσε: «Εγώ ήμουν στην Κρήτη. Μαθαίνω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στη Κινέτα. Με πήρε ο αδελφός μου κάποια στιγμή το μεσημέρι και μου λέει έχει φωτιά στην Κρήτη και να προσέχω. Του λέω "εσείς καλά;" Μου απαντάει, ναι. Αργότερα, προσπαθούσα να πάρω τους γονείς μου δεν απαντούσαν. Κατά τις 6:30 με παίρνει τηλέφωνο η νονά μου και μου λέει έχουν εγκλωβιστεί. Τα ξημερώματα μου είπε η θεία μου να ανέβω στην Αθήνα διότι η οικογένεια μου αγνοείται». Έξι ημέρες μετά, η θεία του ενημέρωσε τον σχεδόν 18χρονο τότε μάρτυρα πως ταυτοποιήθηκαν οι γονείς και ο αδελφός του. «Η αιτία θανάτου, έλεγε απανθρακώθηκαν. Δεν είχα δει κανέναν. Αυτό ήταν το σκληρό. Απλά ήταν ένα χαρτί.. τίποτα. Έπρεπε να αποδεχθώ το γεγονός.. Ήταν μόνοι τους και εγώ έπρεπε να συνεχίσω», κατέθεσε ο κ. Κατσουλάκης.
«Δεν έχω ακούσει από κανέναν "συγγνώμη"»
«Με καταδίκασαν να έχω τύψεις ότι εγκατέλειψα τη μητέρα μου και να το έχω βάρος σε όλη μου τη ζωή. Χάσαμε φίλους, γείτονες και δυστυχώς δεν έχω ακούσει από κανέναν "συγγνώμη". Όλα τα έκαναν πολύ καλά. Αν δεν ήταν καλά καμωμένα τι θα γινόταν; Τώρα έχουμε 104 νεκρούς και 54 σοβαρά τραυματίες» κατέθεσε στην δίκη για το Μάτι γυναίκα που αναγκάστηκε, έχοντας πάρει φωτιά η ίδια, να αφήσει πίσω τη μητέρα της.
Η Αγγελική Κωνσταντάκη, που έχασε τη μητέρα της στη φωτιά και τραυματίστηκε η ίδια, περιέγραψε στο δικαστήριο τις ώρες αγωνίας και αβάστακτου πόνου που βίωσε όταν «άρχισε να βρέχει καύτρες στο Μάτι». Η μάρτυρας που όπως είπε το σπίτι της ήταν «20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο», αποφάσισε με το σύζυγο και τη μητέρα της να φύγουν προς τη θάλασσα όταν είδαν πολλή κάπνα να κυκλώνει την περιοχή: «Πέντε παρά δέκα με πήρε μια φίλη από το Βουτζά και μου λέει φεύγω από το σπίτι γιατί έχει φωτιά στο Νταού και φοβάμαι. Το σπίτι μου βρίσκεται 20 μέτρα από τον παραλιακό δρόμο. Ανέβηκε ο άντρας μου στην ταράτσα δεν έβλεπε κάτι ανησυχητικό. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.00 ακούσαμε ότι υπάρχει φωτιά στην Καλλιτεχνούπολη. Έκανε δηλώσεις ο κ. Μπουρνούς (δήμαρχος τότε, που είναι κατηγορούμενος στην δίκη) ότι δεν κινδυνεύει το Μάτι. Η καπνά γίνεται πολύ έντονη. Έπεσε το ρεύμα και πήγαμε να φύγουμε στις 18.20. Έβαλα τα παιδιά και τη μητέρα μου στο αμάξι να πάμε στη θάλασσα».
Όπως κατέθεσε η γυναίκα, αφού είπε στα παιδιά της να φύγουν πήρε τη μητέρα της και άρχισαν να κατεβαίνουν «ενώ είχε αρχίσει να βρέχει καύτρες. Οδήγησα τη μάνα μου προς τα σκαλιά και λίγο πριν σκόνταψε κι έπεσε. Ο άντρας μου κατάλαβε ότι υπάρχει θέμα. Γυρίζει να με βοηθήσει να πάρουμε τη μητέρα μου. Εκείνη την ώρα μας έπιασε μεγάλη φωτιά, άρπαξα κι εγώ φωτιά, καιγόμουν και δεν υπήρχε κανείς κοντά. Ο άντρας μου δεν μπορούσε να την μετακινήσει. Όταν ο άντρας μου είδε ότι δεν μπορούσαμε να σώσουμε τη μητέρα μου με άρπαξε για να σώσει εμένα. Με κατέβασε σε μια μικρή παραλία. Ήταν καμπόσος κόσμος εκεί. Με έβαλαν μέσα στη θάλασσα. Κάθησα λίγη ώρα κι επειδή είχα αφόρητους πόνους από το έγκαυμα βγήκα… Έμεινα έξι ώρες στην θάλασσα... Ήξερα ότι έχω τη μητέρα μου από πάνω κι εγώ δε μπορούσα να κάνω τίποτα. 'Ακουγα εκρήξεις, ανθρώπους να φωνάζουν ονόματα ψάχνοντας τους δικούς τους… Κατά τις 12.30 τη νύχτα ήρθαν κάποιοι με φακούς να μας πάρουν για να μας βγάλουν από εκεί… Με έβαλαν σε μια καρέκλα και με πέταξαν σε φουσκωτό και με πήγαν στη Ραφήνα. Πήγα περπατώντας στο λιμάνι από το σημείο που μας άφησαν. Δεν είχα κανέναν. Οι γιοι μου έφτασαν περπατώντας και κολυμπώντας στη Νέα Μάκρη. Τους περιέθαλψε ένας καθηγητής τους...» ανέφερε.
Η μάρτυρας είπε πως «συναντούσα φίλους γνωστούς, καμένους, πονεμένους, που έψαχναν να βρουν όλοι τι έγινε. Κανείς δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έχει γίνει και γιατί έχει γίνει. Άρχισαν να φέρνουν σάκους για πτώματα. Δεν ήξερα αν ήταν η μαμά μου μέσα... Όταν με είδε ο γιατρός με έστειλε στο "Γεννηματά". Έμεινα 17 ημέρες. Βίωσα πάρα πολύ δύσκολα πράγματα».
Ο Άρης Γρεκιώτης κατέθεσε για την απώλεια της συντρόφου του Στέλλας Χριστοφίδου για την οποία κατέθεσαν και οι δύο κόρες της. Η γυναίκα χάθηκε στην προσπάθειά της να φθάσει στη θάλασσα. Είχε βρεθεί στο οικόπεδο Φράγκου απανθρακωμένη και είχε ταυτοποιηθεί πέντε ημέρες μετά την τραγωδία.
Ο κ. Γρεκιώτης κατέθεσε πως βρισκόταν με τη σύντροφό του στο σπίτι τους στο Κόκκινο Λιμανάκι και πως ενώ αρχικά ανέβηκαν με τη μηχανή του προς το βουνό μετά επέστρεψαν στο Μάτι. Προς το Μάτι όμως κατέβαινε και η φωτιά που στο μεταξύ λόγω του αέρα είχε αλλάξει η κατεύθυνσή της «ο καπνός αυξανόταν και είχε αλλάξει φορά». Έτσι αποφάσισαν να φύγουν «η Στέλλα μπήκε στο αμάξι ενώ εγώ θα έφευγα με τη μηχανή... Είχαμε δώσει ραντεβού στο Κόκκινο Λιμανάκι. Πήγα στο Κόκκινο Λιμανάκι και περίμενα τη Στέλλα. Την παίρνω τηλέφωνο εφτά παρά δυο λεπτά το απόγευμα. Μου απάντησε ότι άφησε το αμάξι. Ότι έχει φοβερή φωτιά. Την έπαιρνα, καλούσε αλλά δεν μου απάντησε. Έκανα 3-4 κλήσεις. Σκέφτηκα ότι θα έτρεχε και δε μπορούσε να απαντήσει. Καθώς ήμουν στο Κόκκινο Λιμανάκι είδα 2-3 δέντρα να φουντώνουν. Τα αυτοκίνητα είχαν μπλοκάρει».
Ο μάρτυρας είπε πως ξεκίνησε από την παραλία με τα πόδια να βρει την σύντροφό του. Στη διαδρομή έβλεπε μπλοκαρισμένα αμάξια «τρελάθηκα γιατί έστω κι ένας αστυνομικός να υπήρχε εκείνη την ώρα να μην αφήνει τα αμάξια να μπαίνουν προς το Μάτι θα είχαν φύγει όλα τα αυτοκίνητα και δεν θα καιγόταν κόσμος. Πήγα με τα πόδια στην παραλία με σκόνη να φτάσω από τα βράχια ή κολυμπώντας να βρω το σημείο που κατέβηκε η Στέλλα. Ανεβαίνοντας στα βράχια με αέρα, λάβα και φωτιά, έφτασα. Κρυβόμουν στις σπηλιές να μη με κάψει η φωτιά. Φτάνω στο Μπλε λιμανάκι. Ακούω μια κόρνα και ήταν ένα φουσκωτό. Μου λένε να έρθουν να με διασώσουν. Ανέβηκα στο φουσκωτό και συνεχίσαμε προς Κυανή Ακτή».
Διάσωση με το φουσκωτό
Όπως είπε ο κ. Γρεκιώτης άρχισαν να κάνουν διαδρομές προς τη Ραφήνα και πίσω με το φουσκωτό για να διασώσουν κόσμο. Σε μία από αυτές πήραν και τη σορό της Εβίτας Φύτρου «ο λιμενικός που βρισκόταν στο φουσκωτό δέχτηκε κλήση να πάμε σε μια παραλία γιατί υπήρχε άνθρωπος που είχε πεθάνει. Ήταν το κοριτσάκι που είχε πέσει από τα βράχια. Πήγαμε εκεί, εγώ δεν άντεξα να βγω. Παραλάβαμε το κοριτσάκι. Το βάλαμε στο φουσκωτό. Πήγαμε στη Ραφήνα. Εγώ ρωτούσα αν είχε δει κανείς τη Στέλλα. Είχαν περάσει 2 με 2,5 ώρες.
Ο κ. Γρεκιώτης κατάφερε να μάθει για τη σύντροφό του πέντε μέρες αργότερα. «Έψαχνα πολλές μέρες μαζί με τις κόρες και την αδελφή της Στέλλας. Δεν υπήρχε από πουθενά βοήθεια. Δεν ειδοποιήθηκε ο κόσμος. Υπήρχε χρόνος να ενημερώσουν. Ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε».
Οι κόρες της Στέλλας Χριστοφίδου περιέγραψαν την αγωνιώδη προσπάθεια να εντοπίσουν τη μητέρα τους. «Είχα ακούσει ότι σε ένα οικόπεδο είχαν βρεθεί πολλά άτομα. Πήγα εκεί. Είδα πεταμένα πράγματα από ανθρώπους, έπιασα ένα κλειδί καμένο, το άφησα κάτω. Δεν είδα κάτι της μητέρας μου προφανώς. Έδωσα δείγμα DNΑ. Πήγαινα κάθε ημέρα στο Μάτι, φώναζα "μαμά" παντού. Μας ενημέρωσαν πέντε ημέρες μετά ότι η μητέρα μου είχε ταυτοποιηθεί στο κτήμα Φράγκου», είπε η μία από τις κόρες του θύματος, η Αθηνά Νικολάου.
Στην κατάθεσή του ο Αντώνης Κάκαρης που έχασε τον αδελφό του Σπύρο, ο οποίος εγκλωβίστηκε μέσα στο Μάτι είπε πως η σορός του Σπύρου Κάκαρη ταυτοποιήθηκε πέντε ημέρες μετά: «Τον ψάχναμε, κάναμε αναρτήσεις, μέσω φίλων, γνωστών. Ήταν αλεξιπτωτιστής, δυνατός, θεωρούσα αδύνατον να πάθει κάτι. Ψάχναμε πέντε ημέρες που ήταν αγνοούμενος, μέχρι που έγινε ταυτοποίηση. Μάθαμε ότι κατευθύνθηκε προς θάλασσα με αποτέλεσμα να πέσει στο μποτιλιάρισμα. Δυστυχώς με όλα αυτά που έγιναν, έχασε τη ζωή του, στην Ποσειδώνος. Εγκλωβίστηκε, περπάτησε προς θάλασσα και δεν κατάφερε να γλιτώσει».
Πρώτη απόφαση αποζημίωσης συγγενών
Ελήφθη η πρώτη απόφαση για την αποζημίωση θυμάτων από το ελληνικό Δημόσιο. Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Πρωτοδικείο επιδίκασε αποζημίωση 300.000 ευρώ σε πέντε συγγενείς νεκρής 77χρονης κατοίκου Nέου Bουτζά.
Το δικαστήριο αναγνώρισε ευθύνη του ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας για το γεγονός ότι δεν πραγματοποίησε έγκαιρη εκκένωση των κατοίκων του Νέου Βουτζά, έτσι ώστε να μην θρηνήσουμε θύματα.
Να τονιστεί πάντως ότι εκκρεμούν πολλές ακόμη αγωγές.πυρ
from Dnews: Τελευταία νέα και ειδήσεις https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/koinonia/411894/mati-ponos-kai-orgi-apo-tous-syggeneis-sti-diki-tefres-kai-myrodia-thanatou-pantoy-den-exo-akoysei-apo-kanenan-syggnomi
via IFTTT