«Για ποια “αποτροπή” της τουρκικής επιθετικότητας μιλάμε;»
Η αποτροπή αποτελεί ενδεχομένως την πιο πολυσυζητημένη έννοια των στρατηγικών σπουδών, όταν αναφερόμαστε στην ανάγκη αντιμετώπισης της εξ ανατολών απειλής. Η χάραξη αποτρεπτικής στρατηγικής συνίσταται στην καλλιέργεια της πεποίθησης στον αντίπαλο ότι αν επιχειρήσει επιθετική ενέργεια, το κόστος, που θα επωμιστεί, θα είναι σαφώς μεγαλύτερο σε σχέση με ενδεχόμενα οφέλη του.
Ο εν λόγω στόχος επιτυγχάνεται στο σύνολο των πεδίων, δηλαδή στο στρατιωτικό-επιχειρησιακό, διπλωματικό ή και οικονομικό, ενώ προϋποθέτει σοβαρότητα από πλευράς του πολιτικού συστήματος της χώρας. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι αδιανόητη η υπονόμευση του αποτρεπτικού μηνύματος από τα στελέχη της Ν.Δ., όπως συνέβη επανειλημμένως την περίοδο 2015-2019, ενώ ανεπίτρεπτες είναι και οι παλινωδίες των οποίων γινόμαστε μάρτυρες τα τελευταία τρία χρόνια.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι το 2018, δηλαδή το έτος κορύφωσης της τουρκικής επιθετικότητας επί Κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α., εστάλη ισχυρό μήνυμα αποτροπής μέσω συγκεκριμένων γεγονότων. Τον Απρίλιο, τουρκικό ελικόπτερο πραγματοποίησε χαμηλή πτήση σε απόσταση 100-200 μέτρων από τη Ρω με την ελληνική φρουρά να ρίχνει προειδοποιητικές βολές, ενώ τις επόμενες ημέρες δέχθηκε τα συγχαρητήρια της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, με αποτέλεσμα να καταδειχθεί στην Άγκυρα ότι έχουμε τη βούληση να υπερασπιστούμε την εθνική κυριαρχία μας.
Τον Οκτώβριο, το τουρκικό σεισμογραφικό πλοίο Barbaros επιχείρησε να διεξάγει έρευνες έχοντας εκδώσει παράνομη Navtex, παρά τις προειδοποιητικές ανακοινώσεις του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Τότε, η φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς» έλαβε σαφείς εντολές παρεμπόδισης του Barbaros, με αποτέλεσμα την άμεση υποχώρησή του μαζί με τα συνοδευτικά τουρκικά πολεμικά πλοία. Πρόκειται για το περιστατικό, που όφειλε να είναι «οδηγός» σε κάθε παρόμοια περίπτωση κλιμάκωσης της επιθετικότητας εκ μέρους της Άγκυρας καθώς, όπως ο Αλέξης Τσίπρας έχει επισημάνει σε παρόμοιες περιπτώσεις τα τελευταία τρία χρόνια: «Δεν περιμένω από την Κυβέρνηση να πράξει τίποτε λιγότερο απ’ ό,τι έγινε τον Οκτώβριο του 2018».
Ήταν η ίδια περίοδος που ο Αναπληρωτής Εκπρόσωπος της Ν.Δ. κ. Κυρανάκης μας «ενημέρωνε» ότι «η Ελλάδα προκαλούσε την Τουρκία στο Αιγαίο» και ο Βουλευτής της Ν.Δ. κ. Σταμάτης ότι «πίστευε τον Ερντογάν και όχι τον Έλληνα Πρωθυπουργό». Αυτή ήταν η «συστράτευση» της Ν.Δ., από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, στην εθνική στρατηγική αποτροπής του νεοοθωμανικού αναθεωρητισμού.
Τα τελευταία τρία χρόνια, η αλλοίωση του μηνύματος αποτροπής από τη Ν.Δ. εξακολουθεί, αλλά από διαφορετική σκοπιά, την κυβερνητική. Σε αντίστοιχα περιστατικά, όπως τα προαναφερθέντα του 2018, τουρκικά οπλισμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη πετούν ανενόχλητα πάνω από ελληνικά νησιά, το ερευνητικό πλοίο Oruc Reis έκανε «κρουαζιέρα» επί 82 ημέρες και η Κυβέρνηση στρουθοκαμήλιζε υποστηρίζοντας ότι «το πήρε ο άνεμος», ενώ και οι διπλωματικές προσπάθειες σε επίπεδο Ε.Ε. για να ενεργοποιηθούν κυρώσεις εις βάρος της Άγκυρας έχουν ξεχαστεί πλήρως.
Τον Ιούνιο του 2019, ο τότε Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Πρόεδρος της Κύπρου Νίκος Αναστασιάδης πέτυχαν την επιβολή πακέτου κυρώσεων κατά της Τουρκίας, αλλά αυτό δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ μετά την εκλογή της Ν.Δ. στην Κυβέρνηση. Μάλιστα, ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών κ. Βαρβιτσιώτης ανέφερε με σαφήνεια: «Στρατηγική απόφαση να μη ζητήσουμε κυρώσεις για την Τουρκία».
Σήμερα, ως Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας ζητά και πάλι «κυρώσεις και όχι απλώς δηλώσεις» σε συναντήσεις του με τον Ύπατο Εκπρόσωπο της Ε.Ε. για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας κ. Μπορέλ, αλλά αυτό ομολογουμένως δεν είναι αρκετό, όταν η ίδια η Κυβέρνηση δεν αποφασίζει να χρησιμοποιήσει κάθε διπλωματικό εργαλείο ενάντια στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Τη στιγμή, μάλιστα, που η Τουρκία έχει οξύνει την ρητορική της και αδιαφορεί ακόμη και για την ομαλή συνέχιση της ευρωπαϊκής επιχείρησης “IRINI” και την τήρηση της ειρήνης στη Λιβύη.
Η υλοποίηση επιτυχούς αποτρεπτικής στρατηγικής συνιστά πολυεπίπεδο εγχείρημα, το οποίο συνάδει με την αξιοπιστία και το κύρος της εξωτερικής πολιτικής. Όταν η στρατηγική παρουσιάζει ασυνέχειες ή υπονομεύεται εν τοις πράγμασι από βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος, τότε η «αποτροπή» καθίσταται απλά ένα σύνθημα για εσωτερική κατανάλωση και εξευμενισμό του κομματικού ακροατηρίου.