|
ΜΙΑ ΟΜΑΔΑ ΑΓΓΛΩΝ, ΓΑΛΛΩΝ ΚΑΙ ΣΕΡΒΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΣΤΟ ΣΑΚΟΥΛΕΒΟ, ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. |
|
ΔΥΟ ΣΕΡΒΟΙ ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΜΕΤΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟΥ. Σε ειδικά φορεία προσαρμοσμένα στη ράχη ενός μουλαριού και οι σύντροφοι τους τους προσφέρουν με συμπόνια λίγο νερό από μια παλιά τούρκικη πηγή. |
του 1915, ο σερβικός στρατός είχε δύναμη 250.000 ανδρών. Μετά τις χειμερινές επιχειρήσεις οι 150.000 βρήκαν ασφαλές καταφύγιο στην Κέρκυρα περνώντας από τις χιονισμένες διόδους των βουνών της Αλβανίας και του Μαυροβουνίου. Στη σύγχυση των ημερών αυτά είχαν ξεχαστεί. Δεν υπήρχε ούτε καν επαρκής τροφή, ένδυση, φάρμακα και ιατρικό προσωπικό να τους περιμένει. Άνθρωποι που είχαν πολεμήσει όλο το χειμώνα πέθαιναν στις ανοιχτές παραλίες του νησιού Βίδο. Οι ετοιμοθάνατοι έσκαβαν πρώτα τους δικούς τους τάφους κι ύστερα όσων είχαν ήδη πεθάνει. Όταν ξεκίνησαν οι φθινοπωρινές επιχειρήσεις του 1916, είχαν μείνει λιγότεροι από τους μισούς στρατιώτες ικανοί να υπηρετήσουν. ΕΝΑΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΩΝ ΠΑΡΑΤΑΓΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΠΟΛΕΜΟ. Το στράτευμα που ακολούθησα τον περσινό χειμώνα ήταν αξιοθρήνητο, θλιβερό, αλλά όχι σε απόγνωση. Πολλοί από τους στρατιώτες ήταν cheechas κατά την έκφραση των Σέρβων: όταν ένας στρατιώτης φτάνει την ηλικία των σαράντα αποκαλείται «θείος» των συντρόφων του. Μερικοί από αυτούς τους άντρες ήταν σαραντάρηδες ήδη πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Η Σερβία για τον Σέρβο χωρικό σημαίνει ένα μικρό λευκό σπιτάκι, το περιβόλι με τις δαμασκηνιές και δέκα στρέμματα γης. Όταν πριν από πέντε χρόνια ξεκίνησε ο πόλεμος στα Βαλκάνια, ελάχιστοι Σέρβοι είχαν ταξιδέψει 70 χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό τους. Και ακόμα λιγότεροι ξαναείδαν από τότε τα σπίτια τους. Δεν έλαβαν ποτέ νέα από τις γυναίκες και τις οικογένειες τους, γιατί η αυστρο-βουλγαρική λογοκρισία ήταν πολύ αυστηρή. Είδαν τους συντρόφους τους να πεθαίνουν, ενώ οι πιο πολλοί -τρεις στους πέντε στις περισσότερες μονάδες- τραυματίστηκαν κάποια στιγμή στη διάρκεια του πολέμου. Δεν ακούγονταν τραγούδια στις στρατιωτικές πορείες -εκτός από εκείνες τις χαρμόσυνες ημέρες όταν οι Βούλγαροι εκδιώχτηκαν από το Μοναστήρι. Δεν ακούγονταν ανάλαφρες κουβέντες γύρω από τις φωτιές στο στρατόπεδο. Δεν ακουγόταν μουσική, εκτός κι αν έφτανε καμιά φορά στ' αυτιά μας ο απόκοσμος και παραπονιάρικος ήχος ενός μονόχορδου βιολιού που κάποιος υπομονετικός στρατιώτης είχε φτιάξει με ότι υπήρχε πρόχειρο. Οι άντρες κάθονταν μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες, δυο-τρεις μαζί. Το βράδυ, μια πληθώρα από μικρές φωτιές σπινθηροβολούσαν στον ανοιχτό χώρο κατά μήκος της Εγνατίας, εκεί όπου οι μικρές συντροφιές μαζεύονταν για να μαγειρέψουν το βραδινό τους φαγητό. Βάδιζαν βαριά, αργά, καμπουριάζοντας, με τους γέρικους ώμους τους να γέρνουν κάτω απ' το βάρος των σακιδίων τους, με τα σταχτιά τους πρόσωπα σκαμμένα βαθιά. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι ήταν η αιχμή του δόρατος που διέσπασε τις αμυντικές γραμμές των Βουλγάρων. Μία μεραρχία -η Μοράβα- ήταν επιτιθέμενη για 95 ημέρες χωρίς σταμάτημα για ανάπαυση. Σε όλο αυτό διάστημα είχαν μόνο ένα ανάχωμα. Το ανάχωμα της πρώτης γραμμής του μετώπου. Δεν υπήρχε δεύτερη γραμμή ούτε εφεδρεία ούτε καταυλισμός για να ξεκουραστούν. Ένα σύνταγμα της μεραρχίας Χουμαδιά στην κατάληψη του όρους Βέτερνικ έχασε 1.100 από τους 1.400 άντρες που διέθετε. Κι ύστερα, μέχρι να έρθουν ενισχύσεις, κράτησε το βουνό για 20 μέρες, ενώ δεχόταν τα πυρά των αντιπάλων από τον αποκαλούμενο Βράχο του Αίματος, που δέσποζε στην κορυφή. Ακόμη και τότε οι άντρες του συντάγματος, που είχε σχεδόν αφανιστεί, δεν πήγαν να ξεκουραστούν. Έμειναν στο Βέτερνικ.
|
Ο ΒΡΑΧΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Σύμφωνα με μία τοπική παράδοση, όταν ο Απόστολος Παύλος επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη, «τίναξε τη σκόνη από τα πόδια του» -επαληθεύοντας τις Γραφές- δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την αντίθεση του προς ορισμένους κατοίκους της. Εκείνοι έλαβαν σοβαρά υπόψη τους την πράξη του όπως φαίνεται από αυτό το ιστορικό μνημείο που στέκει πάνω σε βάθρο με τρία σκαλιά. |
|
ΥΠΑΙΘΡΙΟ ΚΟΥΡΕΙΟ ΣΤΟ ΙΒΕΝ Στο Ίβεν είχε στρατοπεδεύσει μία από τις πιο σημαντικές μεραρχίες των Σέρβων, η μεραρχία Μοράβα. |
Στην κατάληψη του Καϊμακτσαλάν οι μισοί στρατιώτες, ορισμένων σχηματισμών του εχθρού, σκοτώθηκαν μονομιάς. Η επιτυχία αυτή οφειλόταν εν μέρει στην εμπειρία που είχαν αποκτήσει οι Σέρβοι μετά από πέντε χρόνια συνεχούς πολέμου αλλά και στο ηθικό τους: Δεν είχαν πλέον καμία προσδοκία για τη ζωή τους και ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν. Όσοι όμως, είναι ακόμα ζωντανοί πιστεύουν ότι θα σκοτωθούν στη μάχη, εκπληρώνοντας έτσι το καθήκον τους απέναντι στη Σερβία. Αν μπορούσε κανείς να ξεχάσει την εικόνα του πολέμου, το χειμωνιάτικο τοπίο της Μακεδονίας θα θύμιζε τοπίο του Ουαϊόμινγκ ή της Μοντάνα. Υπάρχουν τα ίδια χαμηλά καφετιά υψώματα με συστάδες από καχεκτικούς θάμνους, τα ίδια κιτρινισμένα φαράγγια, μακριά οι ίδιοι λόφοι, καλυμμένοι από μαύρα δάση, και κάποιος ψηλός και γυμνός βράχος που ορθώνεται απότομα εδώ κι εκεί. Οι βοσκοί βόσκουν τα κοπάδια τους υπό τον ήχο πυροβολισμών. Οι γυναίκες πλένουν τα ρούχα τους στην ακροποταμιά και ούτε καν σηκώνουν το κεφάλι όταν βαδίζει το πεζικό στην Εγνατία Οδό. Μικρές μαύρες φιγούρες που καλπάζουν θα μας φαίνονταν σαν καουμπόηδες, αν δεν είχαμε κιάλια ώστε να διακρίνουμε ότι είναι ένστολοι άντρες. Υπάρχει όμως πάντα κάτι που προδίδει ότι αυτή η χώρα ανήκει στην Ανατολή. Μπορεί να είναι μια τούρκικη πηγή, που το πόσιμο νερό της τρέχει ακόμα μέσα απ' τους παλιούς σωλήνες της. Μπορεί να είναι ένα τούρκικο νεκροταφείο -εγκαταλειμμένο, γεμάτο αγριόχορτα- όπου τα γελάδια βόσκουν ανάμεσα στα χαλάσματα. Μπορεί να είναι σε μια πόλη κάποιος χωρικός που γλίτωσε τον τραυματισμό γεμάτος δυσαρέσκεια και πικρία. «Ούτε Βουλγάρα ούτε Σέρβα» είπε μια ηλικιωμένη γυναίκα απροκάλυπτα, μόλις βγήκαμε από την Εγνατία Οδό στο Ντομπραβένι. «Εγώ είμαι απλώς από τη Μακεδονία και μισώ τον πόλεμο». ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΓΥΜΝΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ. Παντού υπάρχουν σκυλιά. Σ' αυτή τη χώρα των βοσκών τριγυρίζουν διαρκώς έξω απ' τις καλύβες των χωρικών. Στα μέρη της Ανατολής ούτε ταΐζουν ούτε χαϊδεύουν τους σκύλους, με αποτέλεσμα να νιώθουν απόβλητοι και περιφρονημένοι. Στη διάρκεια αυτού του πολέμου τα στρατεύματα, το ένα μετά το άλλο, σάρωσαν τη βόρεια Μακεδονία, παρασύροντας στο πέρασμα τους και τους χωρικούς. Πίσω έμειναν μόνο οι σκύλοι. Τη νύχτα ακούγονται τα ουρλιαχτά τους στα έρημα βουνά. Η μυρωδιά της σαπίλας που φτάνει μέχρι την πεδιάδα υποδηλώνει τη φρικτή τροφή που τους κρατάει στη ζωή. Τη μέρα όλοι οι άντρες τα πυροβολούν εκτός από όσα περιφέρονται έξω από κάποιο ακατοίκητο σπίτι. Περιφέρονται ύποπτα πίσω από τα βράχια, όπως τα κογιότ. Όποιος περπατάει το βράδυ, ακούει τα ελαφρά τους βήματα να τον ακολουθούν στους έρημους δρόμους και τα μάτια τους αστράφτουν στο φως του φακού. Όλοι οπλοφορούν στη Μακεδονία τη νύχτα, όχι για να προφυλαχθούν από τους ανθρώπους, αλλά απ' τα σκυλιά. Ο πόλεμος στην περιοχή έχει πολύ ξεχωριστό και προσωπικό χαρακτήρα. Στο δυτικό μέτωπο η έκταση του έχει προκαλέσει κατάπληξη. Εκατοντάδες όπλα βρυχώνται. Χιλιάδες άντρες προωθούνται σε ένα μέτωπο που εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει με ακρίβεια τι συμβαίνει, είναι σαν να έγινε ξαφνικά σεισμός. Εδώ, για να παρακολουθήσει κάποιος τις επιχειρήσεις, αρκεί να βρεθεί σε ανοιχτό χώρο. Αν χωθεί σε ένα παρατηρητήριο του πυροβολικού στην κορυφή κάποιου λόφου, θα διακρίνει τις μικρές γκρίζες φιγούρες που κάνουν έφοδο στην απέναντι πλαγιά. Μερικές φορές αναχαιτίζονται και διακρίνονται από μακριά καθώς οπισθοχωρούν τρέχοντας προς τα κάτω, προσπαθώντας να κρυφτούν στα ρήγματα που υπάρχουν στην επιφάνεια των βράχων. Περιστασιακά το δράμα αποκτά μια οικεία χροιά, σαν να αφορά γείτονες. Πέρυσι το χειμώνα πέντε άντρες από τη μεραρχία Χουμαδιά, παγωμένοι απ' το κρύο, συνειδητοποίησαν ότι στο βουλγαρικό όρυγμα, ακριβώς απέναντι απ' τη δική τους θέση -ούτε 15 μέτρα μακριά- συναντιόνταν συχνά τρεις αξιωματικοί που φορούσαν γούνες. «Να τους πάρουμε τις γούνες», είπαν οι πέντε παγωμένοι Σέρβοι. Η ιστορία της αρπαγής είναι πολύ μεγάλη για να τη διηγηθούμε εδώ.
|
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ LEONIEFF, ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΑΞΙΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ |
|
ΕΝΑΣ CHEECHA ΛΙΑΖΕΤΑΙ ΚΑΘΙΣΜΕΝΟΣ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΝΤΡΑ, ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΕΡΘΕΙ Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΕΙ ΣΤΑ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΑ |
|
ΤΟ ΜΠΑΞΙΣΙ ΔΙΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Είναι πολύ εύκολο να βγάλει κανείς καλές φωτογραφίες παιδιών στη Μακεδονία. Ένα δηνάριο μπορεί να τους δώσει πολύ μεγαλύτερη χαρά από ό,τι μια λίρα σε ένα καλοαναθρεμμένο παιδί της Δύσης. Δεν σταματάνε στιγμή να παρακαλούν για ένα δηνάριο. Όταν κάποιος βρεθεί στο δρόμο τους, ακούει έναν και μόνο χαιρετισμό: «Ένα δηνάριο, Τζόνι;», χαιρετισμό που κανένα παιδί δεν ντρέπεται να απευθύνει. |
|
ΣΚΗΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΑΛΙΑΣ ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
Όμως τις δύο εβδομάδες κατά τις οποίες οι άντρες συνωμοτούσαν κι έκαναν τους κατάλληλους χειρισμούς για να πάρουν τα τρία γούνινα πανωφόρια, ολόκληρο το σύνταγμα πήρε χαμπάρι τα σχέδια τους και τους παρακολουθούσε όπως θα παρακολουθούσε ένα πολύ διασκεδαστικό κινηματογραφικό έργο. Τελικά, οι πέντε παγωμένοι άντρες τα κατάφεραν. Χάθηκαν ζωές κι από τις δύο πλευρές, αλλά αυτό δεν μετράει. Οι άντρες του συντάγματος, συμπεριλαμβανομένου και του συνταγματάρχη, απόλαυσαν τη στρατηγική των πέντε παγωμένων αντρών. Γιατί τον υπόλοιπο χειμώνα μπορούσαν να τον περάσουν μέσα στην πολυτέλεια φορώντας τις γούνες. Δεν τους τρόμαζε πια ούτε ο μανιασμένος αέρας στο βουνό Ντομπραπόλι. Σ' εκείνα τα μέρη ζούσε και η γριά του Πόλοκ. Το Πόλοκ δεν είναι καν χωριό. Είναι απλώς μερικές πέτρινες καλύβες, σημαδεμένες από τα χρόνια, με μισοκατεστραμμένες στέγες από μαυρισμένα καλάμια. Για πολλές εβδομάδες οι Σέρβοι έκαναν επιθέσεις στο βουνό Τσούκα σε μια λάκα του οποίου βρίσκεται το χωριό. Το χωριό βομβαρδιζόταν καθημερινά. Από το παρατηρητήριο του πυροβολικού έβλεπαν τη γριά να βγαίνει έξω και να κάνει τις δουλειές της κανονικά. Κανένας άλλος χωρικός δεν κυκλοφορούσε στο Πόλοκ, εκείνη όμως, σαν να βασίλευε ειρήνη, άρμεγε τις αγελάδες της και πήγαινε να τις ποτίσει. Μια φορά την είδαν να κυνηγάει με το μπαστούνι της μια ομάδα Βουλγάρων στρατιωτών σαν να κυνηγούσε άτακτα παιδιά. Μετά από μάχες σώμα με σώμα το χωριό καταλήφθηκε δύο φορές και χάθηκε ξανά. Την τρίτη φορά οι Σέρβοι κατάφεραν να το κρατήσουν. Η γριά κατέβηκε τότε την πολύπαθη πλαγιά, πέρασε δίπλα απ' τους νεκρούς και τους τραυματισμένους, ανάμεσα από τις τρύπες που είχαν ανοίξει οι οβίδες και τα γκρεμισμένα σπίτια, μέχρι που συνάντησε το διοικητή. «Και ποιος θα με πληρώσει για την αγελάδα μου;» τον ρώτησε. «Τι σχέση έχω εγώ με τον πόλεμο σας; Θέλω να με πληρώσετε για την αγελάδα μου, που είναι νεκρή». ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΑΕΡΟΠΛΑΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ. Μερικές φορές επισκέπτονται την Εγνατία Οδό εχθρικά αεροπλάνα. Όταν ο καιρός είναι καλός κάνουν και αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από τη Θεσσαλονίκη, 160 χιλιόμετρα μακριά από τις αμυντικές τους γραμμές. Στόχος τους είναι να μάθουν πόσα πλοία υπάρχουν στο λιμάνι, ώστε να έχουν υπό έλεγχο τα σχέδια των Συμμάχων. Δεν ρίχνουν συχνά βόμβες. Συνήθως φτάνουν τις μεσημεριανές ώρες, όταν όλοι οι Θεσσαλονικείς, που διατηρούν τον ήρεμο ρυθμό ζωής, πίνουν τον καφέ τους έξω από το αγαπημένο τους καφενείο. Κανείς δεν πηγαίνει στα καταφύγια, δεν αξίζει τον κόπο. Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα πέσουν βόμβες, αλλά και αν ακόμη πέσουν, η εμπειρία τους έχει διδάξει ότι το να τρέχουν για να γλιτώσουν είναι ανώφελο. Δεν νιώθουν πάντως καταδικασμένοι από τη μοίρα. Η αδιαφορία για το τι θα συμβεί είναι αυτή που τους κρατάει στη θέση τους. Έχουν «μπουχτίσει» τα αεροπλάνα, όπως λένε οι Βρετανοί. Ορισμένες φορές η αδιαφορία τους φτάνει στα άκρα. Μια μέρα επισκέφθηκα για πρώτη φορά ένα νοσοκομείο στην Εγνατία Οδό. Υπήρχαν σ' αυτό πολλές νεαρές και όμορφες νοσοκόμες. Δίπλα του βρισκόταν μια αποθήκη πυρομαχικών και λίγο πιο πέρα υπόστεγα για τα πολεμικά αεροσκάφη. Πρόσφατα ένα εχθρικό αεροπλάνο, που χωρίς αμφιβολία σκόπευε να βομβαρδίσει την αποθήκη πυρομαχικών, βομβάρδισε κατά λάθος τις σκηνές του νοσοκομείου. Ο χειρουργός του νοσοκομείου ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος, προνοητικός και συνετός. Είχε ανοίξει σε όλη τη γύρω περιοχή χαρακώματα -πάρα πολλά χαρακώματα- που λειτουργούσαν ως καταφύγια. Όσο απρόσμενα κι αν έκανε την εμφάνιση του ένα αεροπλάνο, αρκούσε να βουτήξει κανείς μέσα σε έναν τέτοιο λάκκο. Χρειαζόταν ίσως ταχύτητα, όμως το σχέδιο πρόσφερε σιγουριά και ασφάλεια. «Γιατρέ έρχεται», ψέλισε μια χαριτωμένη νοσοκόμα. «Γρήγορα στους λάκκους, κορίτσια», φώναξε ο γιατρός. Στάθηκε στο στόμιο του δικού του λάκκου και περίμενε. Σαν καλός καπετάνιος που έχει χρέος να σταθεί στο πλοίο του, ήθελε να βεβαιωθεί πρώτα ότι οι νοσοκόμες του δεν κινδύνευαν. Το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να χωθούν καλά μέσα στους λάκκους, να μισοστρίψουν προς τα αριστερά κι έπειτα θα ήταν ασφαλείς -όσο ασφαλείς μπορούσαν να είναι σε τέτοια περίπτωση.
|
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΧΑΡΙΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Ζητιανεύουν πεισματικά, είναι όμως τόσο δροσερές κι αξιολάτρευτες, που τους συγχωρούνται όλα και έτσι καταφέρνουν να μαζέψουν χρήματα. |
|
ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΕ ΠΑΛΙΑ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΗΓΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ |
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΑ. Τα κορίτσια έτρεξαν. Αλλά αντί να τρέξουν προς τους λάκκους, όρμησαν στις σκηνές και βγήκαν έξω κρατώντας μικρές φωτογραφικές μηχανές με εμβέλεια περίπου 15 μέτρων. Στάθηκαν στον ανοιχτό χώρο, φωτογράφισαν το αεροσκάφος και άρχισαν να βγάζουν μικρές φωνίτσες ενθουσιασμού. Ο γιατρός δεν κατέβηκε στο λάκκο. Αγνοώντας τους κανονισμούς επέδειξε αξιολύπητη έλλειψη ηθικής δύναμης. Αλλά ούτε κι εγώ μπόρεσα να κατέβω, γιατί κουβέντιαζα μαζί του. Γύρω από την Εγνατία Οδό υπάρχουν πάντα συνεργεία οδικών έργων. Ορισμένοι εργάτες φορούν τη λερωμένη καφετιά φόρμα και το ρωσικό καπέλο του βουλγαρικού στρατού. Δεν είναι και ιδιαίτερα χαρούμενοι, δείχνουν όμως πραγματικά ατάραχοι. Για να πούμε την αλήθεια, οι Βούλγαροι δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν για ποιο λόγο γίνεται ο πόλεμος. Αν απλώς πολεμούσαν τους Σέρβους, δεν θα τους ένοιαζε καθόλου. Πάντοτε τους πολεμούσαν. Και τους αντιπαθούν όσο κι εκείνοι. Δεν μπορούν όμως να ξεχάσουν ότι μόλις πριν από λίγο γύρισαν και πάλι στα χωράφια τους μετά τον τελευταίο πόλεμο κατά των Σέρβων, τους οποίους είχαν πολεμήσει τότε με όλη τους την καρδιά. Αυτή τη φορά τους κάλεσαν να πολεμήσουν τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία, χώρες για τις οποίες άκουγαν πάντοτε ότι ήταν φιλικά διακείμενες προς τη Βουλγαρία. Έχουν μπερδευτεί και δεν διστάζουν να το πουν. Πολύ συχνά βρίσκονται σε τέτοια σύγχυση που λιποτακτούν. ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΝ ΤΑ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΟΔΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ. Αν υπάρχουν Γερμανοί που φοράνε κράνος στην Εγνατία, είναι οπωσδήποτε οι προϊστάμενοι των συνεργείων. Οι Γερμανοί είναι εξαιρετικοί στην οργάνωση της δουλειάς. Κάτω από την επίβλεψη τους οι Βούλγαροι δουλεύουν πολύ πιο σκληρά από ό,τι όταν τους διευθύνει ένας Σέρβος στρατιώτης, γιατί οι Σέρβοι δείχνουν κατανόηση σε αυτούς που δεν συμπαθούν τη δουλειά. Οδηγώντας στους δρόμους, συναντάμε Βούλγαρους που κοιμούνται κάτω από θάμνους ή είναι ξαπλωμένοι μπρούμυτα στην άμμο ή περιεργάζονται τα παπούτσια και γενικά κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός απ' το να δουλεύουν. Και δεν είναι καθόλου απίθανο να δούμε κι ένα συμπαθή Σέρβο φρουρό να κάθεται κάτω από ένα βράχο εκεί κοντά και να καπνίζει γαλήνια το τσιγάρο του σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Με μεγάλη ευχαρίστηση θα σκότωνε οποιονδήποτε από αυτούς που έχει υπό την ευθύνη του, εάν επιχειρούσε να δραπετεύσει, αλλά δεν έχει τίποτε εναντίον όσων δεν δουλεύουν. «Μόλις σήμερα ήρθε», μου είπε ένας φρουρός, δείχνοντας μου έναν ιδιαίτερα χαρούμενο Βούλγαρο, που σκότωνε την ώρα του. «Ήρθε από το μέτωπο, 35 χιλιόμετρα μακριά». Ο αιχμάλωτος μού εξήγησε ότι είχε λιποτακτήσει, είχε κρύψει το όπλο του και πήγε να παραδοθεί. Ολόκληρη η ύπαιθρος είναι γεμάτη Βούλγαρους αιχμαλώτους κι έτσι κανείς δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία. Περπατούσε και περπατούσε, εξετάζοντας όλα τα συνεργεία, μέχρι που βρήκε κάποιο στο οποίο η δουλειά ήταν σεβαστή. Το μόνο του παράπονο ήταν ότι, αφού είχε παραδοθεί, τον ανάγκασαν να περπατήσει τρία χιλιόμετρα επιπλέον, μέχρι να βρει στο Βέρτεκοπ έναν αξιωματικό που θα έβαζε τη σφραγίδα που χρειαζόταν για να τον δεχτούν. Σκέφτηκε ότι αυτό το τυπικό έγγραφο θα μπορούσε να το είχε λάβει ταχυδρομικώς. ΟΙ ΧΩΡΙΚΟΙ ΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΝ. Μαζί με τους αιχμαλώτους συναντάμε επίσης συνεργεία χωρικών που έχουν επιστρατευτεί από τις γύρω περιοχές. Είναι βαθύτατα δυσαρεστημένοι, μολονότι πληρώνονται για τη δουλειά τους. Και αυτό δεν είναι απορίας άξιο. Πάντοτε γίνονταν πόλεμοι στη Μακεδονία και μετά από κάθε πόλεμο οι χωρικοί είχαν έναν καινούργιο αφέντη στο κεφάλι τους. Πριν από λίγο καιρό ήταν υποταγμένοι στους Τούρκους. Έπειτα κατέλαβαν τη Μακεδονία οι Έλληνες και τους επέβαλαν φορολογία. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκαν οι Βούλγαροι στα εδάφη τους. Και πριν προλάβουν να υποχωρήσουν αυτοί, ήρθαν οι Σέρβοι μαζί με ένα πλήθος παράξενους ανθρώπους, που φορούν διαφορετικές στολές και μιλούν διαφορετικές γλώσσες. Το μόνο που μένει στους χωρικούς απέναντι σε αυτή την μπερδεμένη κατάσταση είναι να το φιλοσοφούν με καυστική διάθεση. «Τη μια χρονιά καταστρέφεται η σοδειά από τον καιρό» λέει «και την επόμενη
|
ΤΡΕΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ ΔΙΠΛΑ ΣΤΟ ΚΟΝΤΑΡΙ ΤΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ, ΟΠΟΥ ΟΙ ΑΕΡΟΠΟΡΟΙ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΤΑΞΟΥΝ ΧΑΜΗΛΑ ΚΑΙ ΝΑ ΡΙΞΟΥΝ ΤΑ ΜΥΝΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. Αριστερά διακρίνεται ο στρατηγός Jerome του γαλλικού στρατού, στο κέντρο ο Σέρβος Voivode Mischitch, αρμόδιος για τη στρατηγική των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, και δεξιά ο στρατηγός του γαλλικού στρατού Sicard. |
|
Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ EMILY SIMMONDS, ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ ΤΟΥ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΥ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ, ΓΕΥΜΑΤΙΖΕΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΔΥΟ CHEECAS, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΤΗΣ ΦΡΟΥΡΑ ΣΤΟ ΜΠΡΟΝΤ |
|
ΤΥΠΙΚΗ ΜΕΡΑ ΠΑΖΑΡΙΟΥ ΣΤΟ ΣΟΥΜΠΟΤΣΚ |
ξεσπάει πόλεμος. Για το φτωχό άνθρωπο το ίδιο κάνει». Στην Εγνατία υπάρχει διαρκώς ένα αργόσυρτο ρεύμα προσφύγων - κάθε φορά κι από λίγοι. Μέσα σε μια ολόκληρη μέρα μπορεί να περάσουν το δρόμο μόνο πέντε έξι άνθρωποι κι άλλοτε πάλι καμιά πενηνταριά! Όσοι άντεξαν μέχρι το τέλος, μετά την εκκένωση ενός ολόκληρου χωριού, προχωρούν προς την ασφάλεια με απάθεια κι απροθυμία. Αυτός ο φτωχός λαός ποτέ δεν εγκαταλείπει το σπίτι του, εκτός και αν τον υποχρεώσουν. Ο έξω κόσμος του φαίνεται άγνωστος και εχθρικός. Πιθανώς ούτε ένας στους εκατό δεν έχει φύγει έστω και 30 χιλιόμετρα μακριά απ' το χωριό του. ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΜΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ. Στοιβάζουν τα φτωχά τους υπάρχοντα πάνω στα γαϊδούρια, βάζουν πάνω πάνω τα μωρά και φορτώνουν τις γυναίκες με ό,τι έχει απομείνει. Αν κάποιο ζώο είναι ελεύθερο, ανεβαίνει σε αυτό ο άντρας του σπιτιού. Αν υπάρχουν δύο ελεύθερα ζώα, τότε το καβαλάει ο μεγαλύτερος γιος. Οι γυναίκες φυσικά πηγαίνουν πάντα με τα πόδια. Μόνο μια φορά είδα έναν άντρα να περπατά ενώ η γυναίκα του ήταν πάνω στο γάιδαρο. Όλος ο δρόμος βούιξε απ' το κουτσομπολιό. Έχει υποφέρει πολύ αυτός ο άμοιρος λαός. Και για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να πω ότι η δυστυχία των Μακεδόνων που διώχνονται απ' τον τόπο τους δεν είναι μεγαλύτερη από τη δυστυχία όσων παραμένουν στα χωριά. Στα μάτια ενός Δυτικού οι άνθρωποι αυτοί φαίνονται σαν να βρίσκονται στα όρια της λιμοκτονίας. Η βάση της διατροφής τους είναι ο αραβόσιτος —τόσο χοντροαλεσμένους στους νερόμυλους ώστε τους προκαλεί δυσπεψία, με αποτέλεσμα να πρήζονται τα σώματα τους και να γίνονται αποκρουστικά. Αν κάποιος έχει ένα ζευγάρι βόδια και σαράντα πρόβατα, είναι πλούσιος. Τα σπίτια τους δεν είναι παρά πέτρινες μάντρες με στέγες από μαυρισμένα καλάμια, χωρίς παράθυρα και ορισμένες φορές με μια κουβέρτα αντί για πόρτα ή ένα κομμάτι δέρμα που το κουνά πέρα δώθε ο αέρας. Στο κέντρο του βρόμικου πατώματος, ανάβει συχνά μια φωτιά και ο καπνός διαχέεται μέσα από τα σκασίματα των τοίχων και τις τρύπες της οροφής. Οι τουαλέτες είναι άγνωστες και τα ζωύφια αποτελούν κοινό τόπο της καθημερινότητας τους. Κι όμως, οι χωρικοί μένουν τυφλά προσκολλημένοι σ' αυτά τα χαμόσπιτα. Όταν κρύβονται από έναν εισβολέα, διαλέγουν πάντοτε κάποια γωνιά στο λόφο απ' όπου θα μπορούν να βλέπουν τις μαύρες στέγες των σπιτιών τους. Κρύβουν τρόφιμα σε μυστικά σημεία και τη νύχτα παίρνουν απ' αυτά μια χούφτα καλαμπόκι ή λίγο τυρί από κατσικίσιο γάλα. Οι άντρες, όταν διώχνονται απ' τα χωριά τους, φεύγουν αθόρυβα. Αλλοτε είναι βαρύθυμοι. Άλλοτε χαμογελούν στους συνοδούς τους δειλά δειλά, προσπαθώντας να τους εξευμενίσουν. Οι γυναίκες ακολουθούν κατά πόδας υπομονετικά. Μετά την πρώτη αντίδραση για την εκδίωξη τους, ποτέ ξανά δεν προκαλούν ανοιχτά τους στρατιώτες. Ωστόσο, αυτές είναι που δείχνουν τη μεγαλύτερη ανυπακοή. Επιστρέφουν τη νύχτα στο εγκαταλειμμένο τους υποστατικό, παίρνοντας μαζί και τα παιδιά τους. Για να μπορέσουν να φτάσουν, πρέπει να ξεφύγουν απ' τους φρουρούς και να περιπλανηθούν στην έρημη χώρα μέσα στη νύχτα, κινδυνεύοντας διαρκώς από τα αδέσποτα σκυλιά ή από τα τουφέκια των σκοπών. Έως ένα βαθμό τα καταφέρνουν. Για λόγους ανθρωπιστικούς, τα μικρά χωριά στη ζώνη του πολέμου πρέπει να εκκενωθούν μέχρι και την τελευταία ψυχή, καθώς στα μετόπισθεν θα βρουν τροφή και καταφύγιο, ενώ στο μέτωπο υπάρχει μόνο πείνα και κίνδυνος. Όμως λίγο λίγο οι κάτοικοι γυρίζουν πίσω. Στην αρχή διακριτικά. Μολονότι σ' έναν οικισμό μπορεί να μένουν μέχρι και πενήντα άνθρωποι, κανείς δεν βλέπει περισσότερους από τέσσερις ή πέντε τη φορά. Στο τέλος ξαναρχίζουν να ζουν όπως πριν, όσο αυτό είναι δυνατό. Συχνά τρέφονται με τα τρόφιμα που έχουν κρύψει. Μερικές φορές είναι σχεδόν αδύνατο να ανακαλύψει κανείς πώς ζουν. Κάτι τέτοιο συνέβη στο Μπροντ. Είναι μια πόλη αρκετά μεγάλη για τα δεδομένα της βόρειας Μακεδονίας. Υπάρχουν γύρω στα 150 σπίτια, διάσπαρτα στις πλαγιές ενός βραχώδους υψώματος ή χωμένα μέσα στη λάσπη της Κοιλάδας της Τσέρνα. Εδώ οι Βούλγαροι συμπεριφέρθηκαν «αρκετά καλά», όπως είπαν οι χωρικοί. Κάποιοι άντρες χτυπήθηκαν, ορισμένοι μεταφέρθηκαν για δουλειά στα χαρακώματα και μερικοί το 'σκασαν στα
|
ΠΑΙΔΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ - ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΣΥΝΑΝΤΑ ΚΑΝΕΙΣ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ |
βουνά, όμως η πόλη δεν πυρπολήθηκε και οι γυναίκες δεν βιάστηκαν. Οι κάτοικοι ήταν ευγνώμονες. ΑΜΕΡΙΚΑΝΗ ΝΟΣΟΚΟΜΑ ΤΑΪΖΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥΣ ΣΤΟ ΜΠΡΟΝΤ. Όταν οι Σέρβοι πήραν το Μπροντ, βρήκαν εκεί εκατοντάδες ανθρώπους. Δεν υπήρχαν τρόφιμα. Η περιοχή ήταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Κάθε Μακεδόνας χωρικός είναι ένας εν δυνάμει κατάσκοπος - είναι τέτοια η σύγχυση και στις δύο πλευρές ως προς την καταγωγή κάθε κατοίκου και την πίστη του στο κράτος ώστε δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη. Οι κάτοικοι του Μπροντ εκδιώχθηκαν μέχρι τον τελευταίο άντρα, το τελευταίο μωρό. Οι Σέρβοι έψαξαν τα σπίτια ένα προς ένα. Ξεψάχνισαν ακόμη και την Τσέρνα και τις γυμνές πλαγιές των γύρω λόφων. Κανείς δεν είχε μείνει. Ο επικεφαλής του χωριού έπαιρνε όρκο γι' αυτό. Κι όμως λίγο αργότερα, όταν οι Σέρβοι είχαν δώσει τη θέση τους στους Ιταλούς, οι λασπώδεις και βρόμικοι δρόμοι του Μπροντ ζωντάνεψαν ξαφνικά και γέμισαν παιδιά. Παντού υπήρχαν παιδιά, πεινασμένα παιδιά, απίστευτα βρόμικα, κάτωχρα και γεμάτα μολύνσεις, ντυμένα με ρούχα τόσο κουρελιασμένα που άφηναν το χιόνι να φτάσει μέχρι τη γυμνή τους σάρκα. Εκείνη την ώρα δεν υπήρχε στο χωριό κανένας άντρας και ελάχιστες γυναίκες. Οι Ιταλοί στρατιώτες τάισαν αυτούς τους μικρούς απόκληρους με τα αποφάγια τους. Η στρατιωτική μερίδα είναι υπολογισμένη επακριβώς, ώστε να καλύπτει μόνο τις ανάγκες του στρατιώτη. Δεν υπάρχει περίσσευμα για να μπορέσει να εκφράσει τα φιλάνθρωπο του αισθήματα. Η δεσποινίς Emily Simmonds του αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού έσπευσε σε βοήθεια. Όταν έμαθε για την κατάσταση των παιδιών στο Μπροντ, ήταν νοσοκόμα σε ένα κοντινό νοσοκομείο. Έφυγε μέσα στη νύχτα χωρίς άδεια, χωρίς συνοδεία και εξοπλισμένη μόνο με μια μικρή σκηνή σε κακή κατάσταση — μάλιστα, από την ασταμάτητη βροχή είχε σαπίσει το στρώμα του κρεβατιού της. Όταν έφτασε, κατέγραψε τον αριθμό των ανθρώπων που βρίσκονταν σε κατάσταση ασιτίας: 40 γυναίκες και 200 παιδιά, που δεν είχαν ούτε μια μπουκιά να βάλουν στο στόμα τους ούτε μια κουβέρτα να σκεπαστούν ούτε καύσιμα για να ζεσταθούν. Είναι να απορεί κανείς πώς κατάφερναν να επιβιώνουν μέσα στην απόλυτη ένδεια και την πλήρη εξαθλίωση, κάτι που φαίνεται ότι αποτελεί τον κανόνα στα Βαλκάνια. Τον περισσότερο καιρό λιμοκτονούσαν. Κοιμούνταν ο ένας πάνω στον άλλο, σαν τα ζώα, για να κρατιούνται ζεστοί. «Στείλτε τροφή» τηλεγράφησε η δεσποινίς Simmonds, «Κυρίως φασόλια». ΧΩΡΙΚΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΝ ΒΟΥΤΥΡΟ ΑΠΟ ΣΥΜΠΥΚΝΩΜΕΝΟ ΓΑΛΑ. Τα φασόλια ήρθαν, αλλά τίποτε άλλο. Δεν υπήρχε ούτε αλάτι ούτε κρέας. Τίποτε άλλο εκτός από φασόλια. Όταν έχεις περάσει κάμποσες μέρες με σκέτα φασόλια, τα βρασμένα φασόλια δεν τρώγονται πια με τίποτα. Βέβαια η νοσοκόμα και οι πρόσφυγες ήταν ευγνώμονες για το γεύμα τους εκείνη την εβδομάδα. Τους γλίτωσε από το θάνατο από πείνα. Αργότερα έφτασαν και τα υπόλοιπα τρόφιμα. Οι καημένες οι χωρικές, ορμώμενες από την έμφυτη γυναικεία κλίση τους, έκαναν μία απεγνωσμένη προσπάθεια να ξαναφτιάξουν το νοικοκυριό τους όπως αυτές ήξεραν. Κάποια στιγμή πλησίασαν τη νοσοκόμα αγανακτισμένες και παραπονούμενες. Μερικές ακούμπησαν μπροστά στη νοσοκόμα τους κάδους με το συμπυκνωμένο γάλα που είχε διανεμηθεί: «Μπήκε ο διάολος μέσα του» είπαν οι γυναίκες με βεβαιότητα. «Το χτυπάμε με τις ώρες κι όμως βούτυρο δεν γίνεται». Στη Σλίβιτσκα ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα ότι αυτοί οι φουκαριάρηδες μπορεί και να 'χουν τελικά κάποια αίσθηση του χιούμορ. Είχα πάει στην πόλη μαζί με έναν Σέρβο αξιωματικό, ο οποίος έκανε έρευνα για την πρόσφατη δράση των Βουλγάρων. Στήσαμε το δικαστήριο μέσα σε έναν στάβλο για αγελάδες, ενώ έβρεχε καταρρακτωδώς. Έξω περιφερόταν ένας Γερμανός αιχμάλωτος, ο οποίος έκανε μία ακαταλαβίστικη ερώτηση. Τα είχε χάσει τελείως στη διάρκεια της μάχης. Πήγαινε πάνω κάτω χωρίς σκοπό. Μερικές φορές στεκόταν απέναντι από την ανοιχτή πόρτα του στάβλου μας, με τα δάκρυα στα μάγουλα του να ανακατεύονται με τη βροχή. Στο μουσκεμένο άχυρο ήταν ξαπλωμένοι τραυματισμένοι άντρες. Καμιά δεκαριά κοντοί, γεροδεμένοι και ευδιάθετοι Γάλλοι στρατιώτες στέγνωναν τα ρούχα τους στη φωτιά, που κάπνιζε στο βρόμικο πάτωμα. Στο πλάι
|
ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΑΠΑΣ ΠΛΑΙ ΣΤΟ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΑΜΒΩΝΑ ΜΙΑΣ ΠΑΛΙΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΗΡΥΤΤΕΙ |
|
ΕΝΑΣ ΣΟΒΑΡΟΣ ΚΙ ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ. Παρά το καμένο σπίτι που άφησε πίσω του και το ότι έχει χάσει ολόκληρη την οικογένεια του. |
στεκόταν ένας πολύ σκυθρωπός ιερέας. Ένας χωρικός άρχισε να διηγείται την ιστορία του χωριού. «Οι Βούλγαροι ήταν αγενείς με τον ιερέα μας εδώ πέρα» είπε δείχνοντας τον παπά. «Και μ' εμάς ήταν σκληροί». Ο παπάς γέλασε με ένα επιδεικτικά ειρωνικό ύφος. Ποτέ μου δεν έχω δει ιερωμένο να έχει τόσο κακές σχέσεις με τους ενορίτες του. Έστρεψε την πλάτη του για να φύγει. Έπειτα γύρισε πίσω σαν να ήθελε να ακούσει την ιστορία. «Οι Βούλγαροι είπαν ότι αν δεν τους δίναμε 200 δηνάρια, το μεσημέρι θα κρέμαγαν τον παπά μας» είπε ο χωρικός με φανερή διάθεση εντυπωσιασμού. Μου φάνηκε ότι απέφυγε να κοιτάξει τον παπά στα μάτια. «Και τι κάνατε;» ρώτησε ο Σέρβος αξιωματικός που διεξήγαγε την ανάκριση. Ο χωρικός εξήγησε ότι ήταν φτωχοί άνθρωποι στη Σλίβιτσκα. Δεν είχαν τα 200 δηνάρια. Και επιπλέον οι περισσότεροι είχαν κρυφτεί στα βουνά όταν μπήκαν οι Βούλγαροι στην πόλη. «Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε για τον ιερέα μας» είπε ο χωρικός ευγενικά «ήταν να ζητήσουμε απ' τους Βούλγαρους να αναβάλουν την εκτέλεση μέχρι τις τέσσερις η ώρα το απόγευμα. Έτσι οι άνθρωποι μας θα είχαν το χρόνο να κατεβούν από το βουνό για να μπορέσουν να τον δουν κρεμασμένο». Η λάσπη της Μακεδονίας σε συνδυασμό με την Εγνατία είναι τρομερός εχθρός για τις συμμαχικές δυνάμεις. Ο δρόμος αυτός, παρά το ότι είναι σε χρήση τόσους αιώνες, βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Όταν βρέχει, βουλιάζεις μέσα στην παχιά λάσπη που μοιάζει σαν να μην έχει τέλος. Κι όταν έχει ξηρασία, το χώμα είναι τόσο πολύ ώστε από τα σύννεφα της σκόνης που σηκώνονται μπορείς να διακρίνεις από χιλιόμετρα μακριά προς τα πού κινείται μία φάλαγγα. ΕΠΙΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΚΑΚΟ ΔΡΟΜΟ. Οι Σύμμαχοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να βελτιώσουν το δρόμο. Όμως η στρατιωτική βάση της Θεσσαλονίκης απέχει από τη γραμμή του μετώπου κατά μέσο όρο 160 χιλιόμετρα και όσα εμπορεύματα δεν μπορούν να μεταφερθούν από τις δύο μονές σιδηροδρομικές γραμμές πρέπει να περάσουν από την Εγνατία. Το μεταφορικό δίκτυο βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση υπερκορεσμού. Οι βοϊδάμαξες των ντόπιων αποτελούν πάντοτε την τελευταία λύση στις μεταφορές. Όταν έχει κακό καιρό, οι γέφυρες των σιδηροδρόμων αχρηστεύονται από τα ποτάμια που υπερχειλίζουν. Οι μικροί σιδηρόδρομοι Ντε Κοβίλ που διασχίζουν τους λόφους, μετά από κάθε νεροποντή γίνονται κυριολεκτικά κομμάτια. Οι λεπτές τους ράγες παρασύρονται προς την πλαγιά ή γεμίζουν στους αρμούς τους με πηχτή λάσπη. Στην Εγνατία Οδό τα μεγάλα μηχανοκίνητα φορτηγά καταπονούνται, γλιστρούν και δημιουργούν μεγάλα αυλάκια στο δρόμο. Όταν ένα αυτοκίνητο κολλήσει, το σπρώχνουν στο χαντάκι, στην άκρη του δρόμου. Οι άντρες που βρίσκονται σ' αυτό τσαλαβουτούν γύρω τριγύρω ξυπόλητοι και απελπισμένοι, κάνοντας πράγματα που ξέρουν ότι δεν πρόκειται να φέρουν κανένα αποτέλεσμα. Πρέπει να περιμένουν μέχρι να επανέλθει ο δρόμος στην αρχική του κατάσταση. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα καραβάνια των υποζυγίων εγκαταλείπουν το δρόμο και κατευθύνονται προς τα χωράφια. ΟΙ ΒΟΪΔΑΜΑΞΕΣ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΛΥΣΗ ΣΤΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ. Αλλά οι βοϊδάμαξες τρίζουν, στενάζουν και ταλαντεύονται. Τα ζώα γέρνουν πότε από τη μια, πότε από την άλλη και μουγκρίζουν στα χτυπήματα της βουκέντρας. Το ταξίδι είναι απελπιστικά αργό, αλλά όμως υπάρχει πρόοδος. Στο τέλος πάντοτε φτάνουν στον προορισμό τους. Στη διάρκεια της κατοχής οι συμμαχικές δυνάμεις δημιούργησαν στη Μακεδονία ένα οδικό δίκτυο κυρίων και δευτερευόντων δρόμων μήκους 3.000 χιλιομέτρων που έχει βελτιώσει τις οδικές μεταφορές όταν δεν βρέχει. Βέβαια, η χαλαρή σύσταση του εδάφους και τα αμμώδη πετρώματα της περιοχής δεν προσφέρονται για την κατασκευή καλών δρόμων. Όταν οι Σύμμαχοι αποχωρήσουν και οι ντόπιοι επιστρέψουν στα φτωχικά χωριά τους στα γύρω βουνά, η Εγνατία θα γίνει και πάλι όπως ήταν όταν την έφτιαξε ο Αλέξανδρος ή όπως τη βρήκε ο Δαρείος. Μέχρι να τελειοποιηθεί η κεντρική αυτή αρτηρία και να γίνουν κατάλληλοι για την κυκλοφορία όσοι δρόμοι ξεκινούν απ' αυτή, δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή βελτίωση στο εσωτερικό της βόρειας Μακεδονίας. Όπου η Μακεδονία δεν είναι λοφώδης, είναι ελώδης. Το χειμώνα οι λόφοι της αψηφούν τη φύση και μετατρέπονται σε έλη. Αν το άσχημο οδικό δίκτυο είναι ένα αναγκαίο κακό, τα κουνούπια που μεταδίδουν την ελονοσία είναι ένας πραγματικός εχθρός. Πέρυσι τα συμμαχικά στρατεύματα δεν είχαν ιδέα -όπως φαίνεται- για το τι μπορεί να προκαλέσει το μακεδόνικο κουνούπι. Δεν ήταν προετοιμασμένα. Κι έτσι η ελονοσία έθεσε εκτός μάχης τις μισές τους δυνάμεις. Μόνο σε μία περίοδο αποστρατεύτηκαν και επέστρεψαν στην πατρίδα περισσότεροι από όσους είχαν φτάσει με τα πλοία. Άκουσα για τάγματα στα οποία το 75% των αντρών ήταν κλινήρεις και για λόχους στους οποίους μόνο πέντε στρατιώτες ήταν μάχιμοι. Οι υγιείς βρίσκονταν στα χαρακώματα, ενώ όσοι είχαν αρρωστήσει αναστέναζαν μέσα στα καταφύγια. Όμως όταν γινόταν επίθεση, ακόμα και οι ασθενείς ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα. Ακόμα και μες στο καταχείμωνο έβλεπες
|
ΚΑΘΩΣ ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΥΠΟΧΩΡΟΥΣΑΝ, ΔΟΘΗΚΕ ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ ΓΙΑ ΠΡΟΕΛΑΣΗ. ΔΩΔΕΚΑ ΑΛΟΓΑ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΞΕΚΟΛΛΗΣΟΥΝ ΤΟ ΚΑΝΟΝΙ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΧΤΗ ΛΑΣΠΗ |
|
ΧΩΡΙΚΟΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ. Στην περίπτωση αυτή η έξοδος τους έγινε τόσο εσπευσμένα που δεν είχαν χρόνο ούτε για να φορτώσουν τα πράγματα τους στα γαϊδούρια. |
|
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΣΤΟ ΝΤΟΜΠΡΑΒΕΝΙ. Στη διάρκεια της τα μεγαλύτερα μέλη της οικογένειας φρόντισαν με προσοχή τα κεφαλάκια των μικρότερων παιδιών, κάτι που, όπως φαίνεται, είχαν μεγάλη ανάγκη. |
|
ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ ΜΕ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΚΙΑΛΙΑ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΣΟΥΚΕ. Δυο ώρες πριν τραβηχτεί αυτή η φωτογραφία, το χαράκωμα το ήλεγχε μια γερμανική μονάδα. |
|
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΡΟΣΤΑΓΜΑ ΠΑ ΠΡΟΕΛΑΣΗ: ΜΕΣΑ ΣΕ ΠΕΝΤΕ ΛΕΠΤΑ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ ΕΖΕΥΞΑΝ ΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ Η ΟΜΑΔΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕ |
|
«ΑΠΟΘΗΚΗ» ΜΕ ΤΡΟΦΙΜΑ ΣΤΗΝ ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟ, ΣΕ ΑΡΚΕΤΗ ΑΠΟΣΤΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ, ΩΣΤΕ ΝΑ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ |
|
ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΚΙΑΛΙΑ ΤΙΣ ΜΑΚΡΙΝΕΣ ΜΑΧΕΣ ΑΠΟ ΕΝΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΙΚΟΥ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΤΣΟΥΚΑ, ΕΝΩ ΟΙ ΣΕΡΒΟΙ ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΟ ΛΟΦΟ 1212 |
|
ΜΙΑ ΑΝΑΛΑΦΡΗ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΜΟΡΑΒΑ. Τα λάφυρα της προηγούμενης μέρας περιελάμβαναν ένα καινούργιο ολμοβόλο. Στη φωτογραφία καταλαμβάνει την τιμητική θέση μαζί με ένα πολυβόλο, επίσης τμήμα της πολεμικής λείας. Οι στρατιώτες στ' αριστερά κρατούν ένα μαύρο κι ένα άσπρο πρόβατο, τις μασκότ της μεραρχίας. |
στην Εγνατία άντρες κατακίτρινους να πηγαίνουν τρεκλίζοντας σε κάποιο κοντινό νοσοκομείο. Συχνά χρειάζονταν μία ολόκληρη μέρα για να καλύψουν εφτά με οχτώ χιλιόμετρα. Τη νύχτα καμιά φορά έπεφταν για ύπνο πάνω στη λάσπη, τυλιγμένοι σε κουβέρτες που ήταν μούσκεμα απ' τη βροχή της μέρας. Δεν παραπονούνταν. Τι νόημα θα είχε; ΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΙ ΠΟΥ ΜΕΤΑΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΕΛΟΝΟΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ. Οπωσδήποτε οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί για τις επιχειρήσεις που θα ακολουθήσουν. Οι Σύμμαχοι βρίσκονται τώρα σε εδάφη μεγαλύτερου υψομέτρου. Έκοψαν δρόμο μέσα από τις βουλγαρικές γραμμές και έφτασαν στα βουνά. Βέβαια κι εκεί υπάρχει ελονοσία. Ελονοσία θα υπάρχει πάντοτε στη Μακεδονία μέχρι να γίνουν αποξηραντικά έργα και να πέσει λίπασμα στα χωράφια όπως στον Παναμά. Αλλά οι γιατροί μαθαίνουν σιγά, σιγά πώς να την αντιμετωπίσουν και τα προληπτικά μέτρα είναι εντυπωσιακά. Οι άντρες φορούν γάντια και μάσκες, προστατεύουν το λαιμό τους από τα κουνούπια και στις σκηνές καλύπτονται με κουνουπιέρες. Η δυσκολία είναι μέχρι να πειστούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα προστατευτικά μέσα. Η μακεδονική ζέστη τους κάνει ευέξαπτους, το σώμα τους στεγνώνει και χάνουν τελείως τη δύναμη τους. Σκίζουν τα καλύμματα του κεφαλιoύ τους για να πάρουν λίγο αέρα και πετούν τα γάντια από τα χέρια τους, που έχουν ασπρίσει κι λεπτύνει από τη συνεχή εφίδρωση. Και τότε το κουνούπι βρίσκει τέλειο έδαφος για να χτυπήσει. Σήμερα η Εγνατία Οδός καταλήγει στο Μοναστήρι. Στην πραγματικότητα ένα παρακλάδι της πηγαίνει προς τα βόρεια, προς τη Νις, την Ουσκούμπ και την Πρίλιπ, ενώ ένα άλλο διασχίζει τα βουνά μέχρι την Αδριατική. Αλλά η βουλγαρική άμυνα ο' αυτά τα τμήματα έχει πέσει. Το Μοναστήρι είναι μία πόλη 40.000 κατοίκων, ιδιαίτερα καθαρή για τα ανατολικά δεδομένα, με φαρδείς δρόμους κι ένα κελαριστό ποτάμι που ρέει κατά μήκος της όμορφης κεντρικής λεωφόρου. Καταλήφθηκε από τους Συμμάχους το Νοέμβριο του 1916, αλλά οι Βούλγαροι κράτησαν τα γύρω βουνά. Την βομβάρδιζαν κάθε μέρα μέχρι τα μέσα Απριλίου και απ' όσο ξέρω, ίσως να συνεχίζουν να τη χτυπούν ακόμα και τώρα. Ο βομβαρδισμός αυτός είχε μία χροιά περιφρόνησης. Μολονότι διέθεταν αρκετά μεγάλα κανόνια και μερικές φορές έριχναν επιδεικτικά στη μέση κάποιου δρόμου μια βόμβα 210 χιλιοστών για να το αποδείξουν, το μεγαλύτερο μέρος των πυρών τους προερχόταν από τα ελαφριά πεδινά πυροβόλα διαμετρήματος 77 χιλιοστών. Βλέπεις, ήταν τόσο κοντά στο Μοναστήρι - απείχαν μόνο τέσσερα ή πέντε χιλιόμετρα. Τη νύχτα το κροτάλισμα από τα μυδραλιοβόλα έμοιαζε να έρχεται από την άκρη της πόλης. Το Μοναστήρι ήταν πολύ μεγάλο για να εκκενωθεί άμεσα. Υπάρχουν λίγα καταφύγια για πρόσφυγες στην περιοχή αυτή με τα ερειπωμένα χωριά και τα μικρά αγροκτήματα. Έτσι, στην αρχή μόνο οι πολύ φτωχοί -γύρω στους 10.000 συνολικά- που δεν είχαν ούτε τροφή ούτε χρήματα ούτε κι ελπίδα, στάλθηκαν στη Θεσσαλονίκη και αλλού. Οι πιο πλούσιοι έμειναν πίσω τρομαγμένοι από τους συνεχείς βομβαρδισμούς. Αργότερα πήραν ένας ένας την άδεια να φύγουν όταν όμως τον Ιανουάριο είδα το Μοναστήρι για τελευταία φορά, ο μισός πληθυσμός κρυβόταν ακόμη μέσα στα κατώγια των σπιτιών, ελπίζοντας ότι οι Βούλγαροι θα διώχνονταν. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Στο μοναδικό καφενείο που παρέμενε ανοιχτό κάθονταν μόνο Γάλλοι στρατιώτες, που τραγουδούσαν όλοι μαζί ένα ζωηρό γαλλικό τραγούδι. Και στο μοναδικό εστιατόριο οι μόνοι πελάτες εκτός από μένα ήταν Ιταλοί αξιωματικοί. Τη νύχτα δεν υπήρχε ούτε ένα φως στην πόλη. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο μόνος όσο όταν περπατούσα σ' αυτούς τους μεγάλους δρόμους, που φάνταζαν άσπροι από το φως του φεγγαριού. Κάθισα στο κράσπεδο του πεζοδρομίου και παρατηρούσα τους άντρες ενός συντάγματος που μόλις είχαν φτάσει, ξαναφέρνοντας ζωή στην πολύπαθη, εγκαταλειμμένη πόλη. Έσερναν τα βήματα τους εξαντλημένοι από την κούραση, με τα καρφιά απ' τις αρβύλες τους να χτυπούν πάνω στις πέτρες του δρόμου. Και τότε ένας Άγγλος αξιωματικός ήρθε κοντά μου και μου έκανε μια ερώτηση την οποία από κανέναν άλλον άνθρωπο σ' αυτόν τον κόσμο δεν θα περίμενα ν' ακούσω παρά μόνο από έναν Άγγλο. «Πού θα μπορούσα να βρω ένα πιάνο;» ρώτησε. «Λέμε να πούμε κανένα τραγουδάκι απόψε».