Ο ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΕΤΡΟΣ ΖΗΤΟΥΝΙΑΤΗΣ - ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΑΖΑΡΟ ΤΗΣ ΛΙΒΑΔΕΙΑΣ ΣΤΑ ΠΑΡΙΣΙΝΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΣΑΛΟΝΙΑ

του ΜΙΧΑΛΗ ΣΤΑΦΥΛΑ
ΣΥΜΠΟΣΙΟ - Η ΛΙΒΑΔΕΙΑ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ , ΑΥΡΙΟ / ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ - ΛΙΒΑΔΕΙΑ : ΔΗΜΟΣ ΛΕΒΑΔΕΩΝ 1997

Είναι κοινό μυστικό πως, πέρα από τους λογοτέχνες που προβάλλονται σχεδόν συστηματικά από τους δραματολόγους, τους ιστορικούς της Λογο­Λογο­τεχνίας μας και τους Ανθολόγους, υπάρχουν και πολλοί άλλοι που αγνοούνται αν και το έργο που άφησαν είναι εφάμιλλο, αν όχι καλύτερο πολλές φορές, από τους προβαλλόμενους.
Ένας τέτοιος, ολότελα αγνοημένος ίσαμε σήμερα, είναι και ο Πέτρος Ζητουνιάτης - που όταν θελήσαμε να ’ρθουμε σε επαφή με το έργο του κι επιχειρήσαμε κάποιες βιβλιογραφικές αναζητήσεις, δεν βρήκαμε τίποτα ή σχεδόν τίποτα, τουλάχιστον από εκείνους που έχουν την ευθύνη για τη διατήρηση της μνήμης όσων οικοδόμησαν τον πνευματικό μας πολιτισμό. Ούτε σε συγγράμματα πανεπιστημιακών φιλολόγων αναφέρεται πουθενά, ούτε στ’ αναγνωστικά των σχολείων, ούτε στις βιογραφίες των λογοτεχνών. Μόνο σε κάποιες εγκυκλοπαίδειες υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες κι αυτές συχνά λαθεμένες.

Ο Δημαράς στην «Ιστορία» του απλά αναφέρει τ’ όνομά του μόνο: «Πέτρος Ζητουνιάτης από τη Λιβαδειά» μέσα σε έναν κατάλογο είκοσι άλλων παλαιότερων δημιουργών. Κι ο Γιάννης Κορδάτος στη δική του «Ιστορία» γράφει: «Μνημονεύοντας και τον Πέτρο Ζητουνιάτη. Γεννήθηκε στη Λιβαδειά, αλλά πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στο Παρ­ίσι. Έγραφε ποιήματα και πεζά. Εμφανίστηκε στο περιοδικό «Παναθήναια» (του Μιχαηλίδη) μα πολύ γρήγορα ξεχάστηκε. Η προσφορά του στα ελληνικά Γράμματα ήταν ασήμαντη».

Έτσι με δύο κουβέντες τον ρίξανε στον καιάδα της λησμονιάς και πρέπει να το πούμε, χωρίς φόβο και πάθος, πως οι Ιστορικοί της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας πιστοί στην παράδοση της αντιγραφής του ενός από τον άλλο, συνεχίζουν τα λάθη, τις παραλείψεις και τις απόψεις που συχνά δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα.

Δεν θα ισχυριστούμε φυσικά πως ο Πέτρος Ζητουνιάτης, ήταν από τους κορυφαίους της Λογοτεχνίας μας. Δεν ήταν όμως ασήμαντος. Κι αν ο πρόωρος θάνατός του, στην ηλικία των 34 χρόνων δεν σταματούσε την πορεία του, όλα δείχνουν πως θ’ ανέβαινε σε ακόμα ψηλότερες κορφές του πνεύματος κι η προσφορά του θα ’ταν αδιαμφισβήτητα σημαντική.

Άλλωστε, την προσφορά και την αξία των λογοτεχνών πρέπει να τη βλέπουμε σε συνάρτηση με την εποχή που έζησαν και με τα βιώματα που είχαν να εκφράσουν κι όχι να τους αντιμετωπίζουμε ξεκομμένους από τις κοινωνικές συνθήκες, τα ρεύματα του καιρού τους και το πνευματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσαν.

Όσο για τον Ζητουνιάτη πρέπει να θυμηθούμε κάτι που σηματοδοτεί την εποχή του και την προσφορά του. Η λογοτεχνία, και κυρίως η Ποίηση, στα χρόνια του, βρισκόταν στο περιθώριο των δραστηριοτήτων. Θεωρούνταν δηλαδή σαν κάποιο πάρεργο ανθρώπων που δείχνουν την αγάπη τους στον έντεχνο λόγο και τίποτα παραπάνω. Πως γράφουν για να γράφουν και όχι να εκφράζουν τους γενικότερους παλμούς του καιρού τους και του λαού τους.' Ηταν η ποίησή τους εσωστρεφής, που συνήθως θέρμαινε ένας αόρατος ρομαντισμός. Ένας ρομαντισμός που είχε γίνει κάτι σαν επιδημία κι όλοι θέλανε να κάμουν κάποια επίδειξη στιχοπλοκής. Κι όταν μάλιστα αυτή η στιχοπλοκή γινόταν στην καθαρεύουσα, η «ποίηση», που αναγκαστικά πρέπει να μπει σε εισαγωγικά, περνούσε στους χώρους της γελοιοποίησης.

Ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος για παράδειγμα, σαν ο θεωρητικός αυτών των ενασχολήσεων, προσπαθεί να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα:

Γελάτε ήδη και εγώ καθώς υμείς εγέλων
Κ ’ενδεμονόαν επλάττον, κ’εφανταζόμην μέλλον
Ο γέλως ήδη έσβεσε, και ο σπασμός του μόνον
Δεικνύει την μετατροπήν της ηδονής εις πόνον....

Σ’ αυτήν την παραποίηση της πνευματικής ζωής, ήρθαν αντιμέτωπα τα πιο φωτεινά μυαλά εκείνης της εποχής. Ο Ψυχάρης, αρχικά, με το «Ταξίδι» του ξεκίνησε το μεγάλο και εθνικόν αγώνα, για την επιβολή της δημοτικής γλώσσας ενώ άλλοι δημιουργοί αγωνίζονταν για την απαλλαγή της Λογοτεχνίας από τους αρρωστημένους και πεισιθάνατους που ήθελαν την αγαπημένη τους «με 20 φθινόπωρα και άνοιξιν καμίαν...».

Αξίζει να θυμηθούμε τα ποιήματά του «Θα περπατήσω μοναχός»:

Θα περπατήσω μοναχός στ’αμμόστρωτο ακρογιάλι
Οπου το κύμα ολάφριστο σιγά και αγάλι φτάνει.
Και με τον πόνο στην ψυχή θα φέρω στο κεφάλι
Ω Λιούσα μου, τ ’ ακάνθινο! που μούδωκες στεφάνι.

Και τότε δάκρυα χύνοντας στη θάλασσα για σένα.
Ακουμπισμένος στ’άσαρκο το χέρι του Ομήρου.
Μες στη σιγή των αστεριών και τον σπασμό του Απείρου
Θα βυθισθώ για σένανε, ψυχή, στα περασμένα.

Στον αγώνα για την απαλλαγή της Λογοτεχνίας από τα κατάλοιπα του παρελθόντος των λογιότατων, που λαθεμένα νόμιζαν πως με την αρχαιοπληξία θα γινόταν η αναγέννηση του Έθνους, ήρθαν αντιμέτωποι όσοι έβλεπαν αυτήν την αναγέννηση να βγαίνει μέσα από τα σπλάχνα του ίδιου του λαού και με εκφραστικό μέσο την ίδια της τη γλώσσα του.

Ανάμεσα σ’ αυτούς τους φωτισμένους δημοτικιστές κι ο Πέτρος Ζητουνιάτης που, όμως, εκείνον τον καιρό παράπαιε ανάμεσα στο ρομαντισμό της εποχής του και στο συμβολισμό που ακολουθούσε ο φίλος του Ζαν Λιωρέας. Η παραμονή του, άλλωστε, στο Παρίσι κι η συντροφιά του εκεί, με τους πιο φημισμένους δημιουργούς, του διαμόρφωσαν την ιδεολογία και του άλλαξαν πολλές απόψεις πάνω σε ποικίλα θέματα.

Αλλά οι ξένες λογοτεχνικές επιδράσεις, επόμενο ήταν να μεταφυτέψουν το κανούργιο περιεχόμενο και στην πνευματική μας ζωή κι έτσι οι ρομαντισμοί σιγά-σιγά περνούσαν στο περιθώριο, ενώ οι αληθινοί ποιητές, που ένιωθαν μέσα τους έντονα τη δυναμική του ταλέντου τους, προχωρούσαν προς τους νέους δρόμους. Οι περισσότεροι κάτω από τη σκιά του Παλαμά, που μεσουρανούσε.

Η Ρούμελη και πάλι έβαζε το ριζιμιό λιθάρι, για την Οικοδόμηση του νεοελληνικού πολιτισμού αυτή τη φορά. Η Ρουμελιώτικη λογοτεχνική σχολή που είχε στους κόλπους της τα πιο μεγάλα ονόματα όπως το Μαλακάση, του Βλαχιγιάννη, των Χατζοπουλαίων, του Τραυλαντώνη και πολλών άλλων ακόμα, χρωστούσε τη ρωμαλεότητα και το ρεαλισμό στον απόηχο του Μεγάλου Αγώνα, αλλά και στη γραφή του Μακρυγιάννη, που ο λιτός του λόγος θεωρείται υποδειγματικός και ανεπανάληπτος.

Σ’ αυτήν τη Ρουμελιώτικη σχολή ανήκει κι ο Πέτρος Ζητουνιάτης -όσο κι αν οι πνευματικές του αποσκευές περιείχαν και ευρωπαϊκό υλικό.

Η λογοτεχνική γενιά, λοιπόν, που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα, θάλεγα πως είναι η γέφυρα από την οποία περνούν για τον 20ο αιώνα όσοι είναι αληθινοί λογοτέχνες κι όσοι νιώθουν πως έχουν το προνόμιο και την ευθύνη να εκφράσουν την εποχή τους και τους οραματισμούς των συγκαιρι­ νών τους μέσα από τη Λογοτεχνία. Οι άλλοι, αυτοί που γράφουν για να γράφουν, μένουν στην απέναντι όχθη, απλοί στιχοπλόκοι, με τον άκρατο ρομαντισμό και την απαισιοδοξία τους τραγουδούν το θάνατο κι όχι τη ζωή.

Αλλά πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση του έργου του Ζητουνιάτη, πρέπει, νομίζω, να πούμε κάποιους σταθμούς της ζωής του για να εξηγήσουμε ύστερα μόνο το βαθμό της προσφοράς του, αλλά και τα γεγονότα που επηρέασαν την πνευματική του πορεία.

Η Λιβαδιώτικη φάρα των Ζητουνιάτηδων έλαβε μέρος στην Επανάσταση του Εικοσιένα κι έβγαλε πολλούς σκληροτράχηλους αγωνιστές. Ο πατέρας του ποιητή, Δημήτριος Ζητουνιάτης αν και φύλαγε τ’ άρματα των προγόνων του στο μικρό του σπίτι κοντά στο σταροπάζαρο της Λιβαδειάς ήταν ήρεμος άνθρωπος, έμπορας ευυπόληπτος, μεσίτης σε καπνά και βαμπάκια - ενώ είχε αρνηθεί ν’ ακολουθήσει το στρατιωτικό επάγγελμα - που τόσο το ήθελαν οι γονείς του.

Παντρεύτηκε την Ευσταθία Παυλίστρου κόρη μιας πλούσιας οικογένειας από την Αθήνα που, χωρίς αντίρρηση, δέχτηκε να εγκατασταθεί στη Λιβαδειά- όπου στις 7 Γενάρη του 1875 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί - ο Πέτρος. Λένε πως η γιαγιά του, η Ζώζα Παυλίστρα (το γένος Χωραφά) μόλις είδε το μικρό, γυρίζοντας στους άλλους που ήταν κοντά τους είπε: «Διαβλέπω σ ’ αυτό χη δόξα ζωγραφισμένη στο μέτωπό του με χρυσά γράμματα».

Μπορεί αυτά τα λόγια να ’ταν μια συνηθισμένη ευχή, ως ένας ευσεβής πόθος, της πολύ μορφωμένης (για την εποχή της) γιαγιάς του. Ωστόσο κι αυτή δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια - πιστεύοντας μονάχα στην πρόβλεψή της.

Σαν τελείωσε το Δημοτικό και το Σχολαρχείο το εγγόνι της, το πήρε στην Αθήνα, για να τελειώσει εκεί το Γυμνάσιο. Στη συνέχεια γράφτηκε στη Νομική Σχολή, αλλά δεν πήρε ποτέ το πτυχίο. Ενιωθε πως άλλους δρόμους ήταν προορισμένος ν’ ακολουθήσει. Έτσι όπως από το Σχολαρχείο ακόμα διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του, είχε οριστικοποιήσει τις αποφάσεις του - παρά τις αντιδράσεις των δικών του.

Άρχισε να εκφράζει τις απόψεις του μέσα από ποικίλα κείμενα που γίνονταν ευπρόσδεκτα από τις εφημερίδες. Κι αυτή η ευκολία γραψίματος και δημοσίευσης τον απομάκρυνε οριστικά από την επιστήμη του. Η δημο­ σιογραφία τον έθελγε - όπως άλλωστε τους περισσότερους λογοτέχνες εκείνου του καιρού, αφού διαμέσου αυτής μπορούσαν να εκφραστούν και - γιατί όχι;- να προβληθούν. Άλλωστε τα πρώτα τους λογοτεχνικά πετάγματα στις εφημερίδας τα δοκίμασαν ο Παπαδιαμάντης, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, ο Βλαχογιάννης, οι Χατζοπουλαίοι, οι Μαρτζωκήδες και πολλοί άλλοι - όπως και ο Ζητουνιάτης. Από εκείνη την εποχή είναι και το ποίημα «Μέσα στον πόνο» που εκφράζει κάποια αισιόδοξα μηνύματα ακόμα και μέσα σε μελαγχολικές νότες.

Μέσα στον πόνο το βαθύ.
Γιατί η καρδιά μου λιώνει;
Αφού γνωρίζω πως θα ’ρθει,
Πάντα μια νύχτα σκοτεινή,
Που θα διαβούν κι οι πόνοι.

Κι όμως, καβάλα στ’όνειρο.
Μέσα στο χάος τρέχω.
Και του Πηγάσου τα φτερά.
Στις Ιπποκρήνης τα νερά.
Με δάκρυα τα βρέχω.

Και περπατώ σαν ίσκιωμα.
Στις λαγκαδιές που κλαίνε.
Κι ακούω τα δέντρα να θρηνούν.
Πουλάκια όπου κελαηδούν.
Και κάθουνται και λένε:

λύπη
Μέσα στον πόνο το βαθύ.
Γιατί η καρδιά σου λιώνει;
Αφού γνωρίζει πως θα ’ρθει.
Πάντα μια νύχτα φωτεινή.
Που θα διαβούν οι πόνοι.

Εκείνον τον καιρό - και πάντα, ως σήμερα - το Παρίσι ήταν πόλος έλξης των νέων ταλαντούχων που ήθελαν να χαρούν ευρύτερους ορίζοντες και να ’ρθουν σ’ επαφή μ’ έναν κόσμο γιομάτον οραματισμούς και ευρύτερες επιδιώξεις. Εκεί διαμορφώνονταν τα ποιήματα, τα καλλιτεχνικά ρεύματα κι ύστερα φτάνανε ως την άκρη του πλανήτη επηρεάζοντας το παγκόσμιο πνεύμα. Και πόσο θα ’θελε να τον στείλουν σαν ανταποκριτή στη γαλλική πρωτεύουσα - μια που φρόντισε να μάθει την ξένη γλώσσα τόσο καλά.

Και ξαφνικά, ένα απροσδόκητο γεγονός ήρθε να ενισχύσει τις ελπίδες του για την πραγματοποίηση αυτού του ονείρου του.

Παίχτηκε στο Στάδιο η «Ιφιγένεια» του Ζαν Μωρέας με πρωταγωνιστές το πασίγνωστο, τότε, ζευγάρι των Συβλέν. Είχε έρθει μάλιστα από το Παρίσι κι ο ίδιος ο ελληνογάλλος συγγραφέας του έργου, που είχε μια πανευρωπαϊκή αναγνώριση.

Κοντά στις κριτικές που γράφτηκαν για την «Ιφιγένεια», το συγγραφέα της και τους ηθοποιούς, ήταν και εκείνη του Πέτρου Ζητουνιάτη. Ο Ζαν Μωρέας την ξεχώρισε και γράφοντας στους «Καιρούς» του Παρισιού, ούτε λίγο ούτε πολύ επισήμανε πως ο Ζητουνιάτης είναι ένας ένας από τους μεγαλύτερους' Ελληνες κριτικούς.

Αυτό ανέβασε τις μετοχές του νεαρού δημοσιογράφου και έκαμψε τις αντιρρήσεις των δικών του. Με μια τέτοια γνωριμία, ενός μεγάλου συγγραφέα που είναι τα πρώτα ονόματα της πνευματικής Γαλλίας, δεν θα χανόταν στην απέραντη μεγαλούπολη, ενώ θα μπορούσε μ’ ευκολία να βγάζει ειδήσεις.

Εδώ θα κάνουμε μια παρέμβαση για να επισημάνουμε το χαρακτήρα του Ζητουνιάτη. Οταν ήρθε από το Παρίσι η εφημερίδα με τους επαίνους του Ζαν Μωρέας, οι μεγαλύτεροι και πιο ξακουστοί λογοτέχνες και κριτικοί χολώθηκαν κι ο πάντα οργίλλος Γιάννης Βλαχογιάννης έγραψε στην εφημερίδα που συνεργαζόταν κάποιο ειρωνικό σχόλιο για τον «νεοσσό συνάδελφο». Την άλλη μέρα που συναντήθηκαν, στου Ζαχαράτου, ο Ζητουνιάτης χαιρέτησε το Βλαχογιάννη με την ίδια εγκαρδιότητα και ηρεμία. Κι όταν κάποιος του θύμισε το τι έγραψε ο Βλαχογιάννης, αποκρίθηκε: «Για να παίρνει τον κόπο να γράφει για μένα ο κ. Βλαχογιάννης, θα πει πως κάτι αξίζω».

Με τέτοιο άκακο χαρακτήρα που είχε, ποτέ δεν απόχτησε εχθρό. Κι ήταν ένας από τους λίγους οικουμενικά αποδεχτούς, γιατί και τότε - όπως και σήμερα - οι πνευματικοί μας άνθρωποι τρώγονταν με τους συναδέρφους τους. Ο Ζητουνιάτης στις μικροκακίες απαντούσε καλοσυνάτα κι έτσι αφόπλιζε όσους ήθελαν να τον κακολογήσουν.

Στο Παρίσι έμεινε την πρώτη φορά από το 1896 ως το 1899 σαν ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων και σαν συντάκτης των Γαλλικών «Φιγκαρώ, Μέρκουρ ντε Φράνς και Επιθεώρηση του Αιώνα». Και θα ’μενε ακόμα περισσότερο αν ένας βαθύς έρωτας δεν τον ανάγκαζε να γυρίσει στην Ελλάδα.

Ως φοιτητής είχε γνωρίσει δύο αδερφές - κόρες γνωστής αθηναϊκής οικογένειας που τον είχαν αγαπήσει με πάθος, αλλά τελικά εκείνος συνδέθηκε με τη μικρότερη - τη Θεώνη.

Πρόκειται για τη Θεώνη Στρακοπούλου, τη μεγάλη - αργότερα - και τόσο αισθαντική ποιήτρια με το ψευδώνυμο Μυρτιώτισσα. Η Θεώνη ήταν μια από τις ωραιότερες γυναίκες της Αθήνας, πράμα που εύκολα το διαπίστωνε όποιος τη γνώριζε ακόμα και στην προχωρημένη της ηλικία.

Τότε όμως που γύρισε ο Ζητουνιάτης φλογισμένος από τον έρωτα του, εκείνη ήταν ανήλικη μκόμα, αλλά δέχτηκε να την απαγάγει ο αγαπημένος της. Τέσσερις μέρες ευτυχίας ήταν όλες κι όλες που έζησαν μαζί. Οι γονείς της Θεώνης απείλησαν πως θα καταφύγουν στη δικαιοσύνη - με την κατηγορία της αποπλάνησης - μα εκείνη τους είπε θαρρετά πως δεν μπορεί να κάμει χωρίς τον Πέτρο. «Οταν ενηλικιωθείς κάμε ό,τι θέλεις», της είπαν.

Με σφιγμένη την καρδιά ο Ζητουνιάτης ξανάφυγε για το Παρίσι απ’ όπου έστελνε στη μικρή του αγαπημένη μαζί με φλογερά γράμματα και ποιήματα.' Ενα απ’ αυτά «Αγάπη πως μ ’ εκούρασες» αρχίζει με τούτο το τετράστιχο:

Αγάπη, πως μ ’ εκούρασες και πως ποθώ ακόμα
να με λικνύσεις στα φτερά σου επάνω
από της ζωούλας σου να πιω το μυροβόλο στόμα
φαρμακερό χυμό για να πεθάνω.

Κι εκείνη, από την Αθήνα, του απαντούσε ποιητικά:
Δεν βάσταξες αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι
ωσότου τέλος σταματάς.

Ο έρωτας αυτός του Ζητουνιάτη στάθηκε ένα μαρτύριο αλλά και μια
διαρκής έμπνευση που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Κι είναι αυτά τα ερωτικά ποιήματα τόσο άρτια, ώστε θεωρούνται σαν τα πιο αντιπροσωπευτικά του καιρού του, φυσικά.

Σαν ένα θείον όνειρο ο νους μου τριγυρίζει.
Στου κλίνη σου είναι που ανόνειρη κοιμάσαι αγαπημένη.
Ο ύπνος σου είναι ατάραχος, γιατί σε νανουρίζει
το θλιβερό παράπονο που απ’την Ψυχή μου βγαίνει.
Κι ένα τετράστιχο ακόμα:
Μάτια που δεν σας ξέχασα και στην οργή μου ακόμα.
Που τάχατες αστόχαστε τραβάτε την ψυή μου;
Μάτια, που κι αν δεν έχετε τ ’ ωραίο ουράνιο χρώμα.
Ομως εσείς φωτίζετε την σκοτεινή ζωή μου.

[Ο Ζητουνιάτης όμως, φαίνεται πως δεν ήθελε μπλεξίματα με γονείς που δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους. Κι όσο κι αν ο έρωτάς του δεν έσβησε ποτέ από την καρδιά του, δεν έδωσε συνέχεια - μπήκαν στο μεταξύ κι οι υποχρεώσεις του προς την πατρική φαμέλια].

Από ένα γράμμα της Θεώνης που παρουσίασε ο Τάκης Λάππας στη «Νέα Εστία (15 Μαρτίου 1990) φαίνεται καθαρά πως ο Ζητουνιάτης αδρανοποίησε αυτό το ειδύλλιο. Στο γράμμα αυτό ανάμεσα στ’ άλλα διαβάζουμε και τούτα, που του γράφει η αγαπημένη του:

«Αγαπημένε φίλε
Σ ’ευχαριστώ για τα πράγματα που μου έστειλες. Τα έλαβα ασφαλώς και δεν επλήρωσα τίποτα. Τώρα σου λέω αυτά.
Θέλεις να ενωθούμε μια μέρα; Θέλεις να ζήσουμε ένα καλλιτεχνικόν βίον. Με το ταλαντόν μου τώρα, μπορώ να κερδίζω χρήματα αργότερα. Να αφήσω την Καλλιτεχνίαν είναι αδύνατον, ούτε που ως Καλλιτέχνης θα το θέλεις. Ειμπορούμε να ζήσουμε και να εργασθούμε μαζί λαμπρά.
Μια μέρα θα γίνω μεγάλη, το νιώθω. Και με Consert μόνον μπορώ να βγάζω χρήματα πολλά. Τί λες; Τον ερχόμενον Ιανουάριον γίνομαι ενήλιξ. Ενθυμείσαι τί είπαν οι γονείς μου «Τότε κάνετε ό,τι θέτε». Αν θέλεις γράψε μου δια του Σπόρου, εάν δεν θέλεις, ας πούμε ένα τελευταίον αποχαιρετισμόν από μακράν και ας χωρισθούμε ως φίλοι.
Θεώνη».

Στο Παρίσι που ζει, με συντροφιά πάντα του αδερφικού του πια φίλου Ζαν Μωρέας, μπαίνει στα καλύτερα φιλολογικά σαλόνια, γνωρίζεται με λογο­ τέχνες και καλλιτέχνες διεθνούς κύρους ακόμα και με την πριγκήπισσα Μαρία Βοναπάρτη, που ήταν μια συγκροτημένη, μορφωμένη και έξυπνη γυναίκα. Ηταν τόση η εντύπωση που προκαλούσε η εμφάνισή του και οι τρόποι του ώστε του έμεινε η προσωνυμία «ο γλυκός Έλληνας». Και να φαντασθεί κανένας - πως από γεννησιμιού του έσερνε λίγο το πόδι του. Είχε δηλαδή ένα σημαντικό ελάττωμα που συχνά του επέτεινε το αίσθημα της θλίψης. Το ποίημα «Ω χάδια» είναι γραμμένο κάτω απ’ αυτό το συναίσθημα. Ας το θυμηθούμε:

Ω χάδια κι ω φιλήματα στη λήθη ταφιασμένα
που στην ψυχή, μ ’ αφήσατε κάποιες Θλιμένες έννοιες
Ξανθά μαλλιά, που κοίτεσθε κουλουριαστά κλεισμένα
Σε φυλαχτά ολόχρυσα σε σκέπες κρυσταλλένιες

Ω, θεία μικροπράγματα, που στο γλαυκό του Απείρου
Λεν είστε καν φωσφόρισμα πλανήτη ρημαγμένοι
όμως εσείς μας πλέκετε τα μάγια του ονείρου
Μέσα στο μάταιο θόρυβο του βίου του θλιμμένου.

Ήρθε όμως σύντομα ο καιρός που έπρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα. Στα 1903 πέθανε ο πατέρας του κι αυτός σαν πρωτότοκος έπρεπε να γνοιαστεί για τη φαμίλια του που δεν ήταν και μικρή. Τέσσερις αδερφές και δυο μικρότερους αδερφούς, όλοι σε μια ηλικία που είχαν ανάγκη από τις φροντίδες του. Και τι ήταν αυτός; Μόλις 28 χρόνων, αναντικατάστατος σχεδόν αφού οι δημοσιογράφοι τότε σχεδόν φυτοζωούσαν. Ενα παιδί ακόμα με τόσα όνειρα για τη ζωή, που θάμεναν απραγματοποίητα.

Καιρός όμως να δούμε τον πνευματικό άνθρωπο και την προσφορά του στα νεοελληνικά Γράμματα.

Σε ηλικία 20 χρόνων, στα 1895, κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Γραμμές». Ήταν μια σειρά από πεζά κείμενα και ποικίλα θέματα που τα περισσότερα είχαν παρουσιαστεί πρωτύτερα στις εφημερίδες και κυρίως στα «Παναθήναια». Γοητευμένος από τα γλωσσικά κηρύγματα του Ψυχάρη προσχώρησε από τους πρώτους στο κίνημά του, με τη νεανική ορμή και μαχητικότητα. [Μάλιστα επειδή αυτοί οι μοντέρνοι νέοι λογοτέχνες - όπως και ο Ζητουνιάτης - σχεδόν στην πλειοψηφία τους ήταν δημοτικιστές κι άφηναν συνήθως γένια και μακριά μαλλιά τους κόλλησε το παρατσούκλι «μαλλιαροί», που έμεινε σαν ενδεικτικό (αλλά και περιπαιχτικό) των δημοτικιστών ίσαμε τα τελευταία χρόνια].

Στις «Γραμμές» που είναι γραμμένες με ακραία ψυχαρική γλώσσα, και μάλιστα σε ηλικία 20 χρόνων, εκθέτει τις απόψεις του για πολλά πνευματικά θέματα. «Η δημοτική» γράφει στο πρώτο κεφάλαιο «είναι η γλώσσα με ζωή, αυτή μας δροσολούζει, μας μεγαλώνει το αίσθημα, μας ευφραίνει την καρδιά με τη μουσική της, με τη λεβεντιά της, με τη δροσιά της».

Λίγο αργότερα όμως, όταν διαπιστώθηκε πως ο Ψυχάρης -συντηρητικός ως προς τις ιδέες του- ήθελε να φκιάσει μια δική του γλώσσα κι όχι να παρακολουθήσει την εξέλιξή της στο στόμα του ίδιου του λαού, ο Ζητουνιάτης διαφοροποιείται, με τη σωστή άποψη πως η γλώσσα, όπως και το χρήμα, είναι μέσο κι όχι σκοπός. Σε δυο εμπεριστατωμένα μάλιστα άρθρα του στην «Πρωία» της Κωνσταντινούπολης (19 και 20 Σεπτέμβρη του 1907) αποδείχνει, με σοβαρή επιχειρηματολογία, πως η ελληνική γλώσσα είναι ίδια από τον Ομηρο ακόμα, μόνο που ακολουθεί κι αυτή το νόμο της εξέλιξης - όπως γίνεται για όλα τα πράγματα στη ζωή.

Μ’ όλα αυτά ο Ζητουνιάτης αγνοείται και στις Ιστορίες του Γλωσσικού Αγώνα, ενώ η συμβολή του σ’αυτούς υπήρξε αποφασιστική και μάλιστα στα πιο δύσκολα χρόνια που ο δημοτικιστής ήταν συνώνυμος του «αντεθνικώς δρώντος».

Στις «Γραμμές» διαβάζουμε θαυμάσιες φυσιολατρικές περιγραφές δεμένες με ιστορίες και διηγήσεις για τον Ελικώνα, τον Παρνασσό, το Ζεμενό, την Κλεφτουριά, αλλά και εικόνες από άλλους τόπους που τους επισκέφθηκε για να μελετήσει τη ζωή και την ιστορία τους. Κι από τα πεζά αυτά, του πρώτου του νεανικού βιβλίου, διαφαίνεται πως στο βάθος ο συγγραφέας του ήταν ποιητής. Ένας πλούσιος λυρισμός διαχέεται στα κείμενά του και πολλές ποιητικές εικόνες που καταχτούν τον αναγνώστη.

Σχετικά με το Ζητουνιάτη, θυμάμαι κάτι που επισήμανε ο ποιητής Ανδρέας Τσούρας: «Για την εποχή του ήταν μια σπάνια όχι μόνο βοιωτική αλλά και Ευρωπαϊκή προσωπικότητα».

Στα 1900 κυκλοφόρησε στο Παρίσι την ποιοτική συλλογή «Αστέρια» με κάπου 70 ποιήματα, όπου προσπαθεί να διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος, μέσα από ποικίλες εμπνεύσεις και τεχνοτροπίες, που έχουν σαν βασικό τους άξονα μια επίδραση από το Γρυπάρη, αλλά κι από άλλους ακόμα, που εκείνα τα χρόνια θεωρούνταν πρότυπα (Κώστας Χατζόπουλος, Δροσίνης, ΜαρτζώΜαρτζώκης κι άλλοι). Μέσα από ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο ψυχικό κλίμα, η μελαγχολική ενατένιση της ζωής κι ένα, όλο ευγένεια, ερωτικό πάθος δίνουν κάποιες διαστάσεις στην ποίησή του, που - βέβαια - δεν διακρίνεται για ανοίγματα σε ψηλότερους και ευρύτερους ορίζοντες. Ψάχνει ακόμα να βρει το δρόμο που θ’ ακολουθήσει, δεν μπορεί να ξεφύγει από τις επιδράσεις, αλλά φανερώνει και κάτι πολύ σημαντικό για ένα νέο 25 χρόνων - όπως είναι ο δημιουργός των «Αστεριών». Επιχειρεί και καταφέρνει να σπάσει την καθιερωμένη και καταπιεστική μετρική, ν’ απελευθερώσει το ρυθμό από τη σχολαστική ομοιομορφία των ίσων συλλαβών και της άκαμπτης ομοιοκατομοιοκαταληξίαςληξίας. Ας θυμηθούμε λίγους στίχους.

Δανάη!
και πάλι η χρυσή βροχή το νου μας θα ναρκώσει
πάμε καρδιά!
και δεν Θα πάμε ανόνειροι στ’αλαργινό ταξίδι
Ποιός το είπε;
Η στρίγγλα η έννοια Θάφτηκε, στης γης το κατακλείδι
κι ο πόνος που δεν έσβησε τη νιότη μας θα υψώσει
ως τα ουράνια...

Το ποιητικό του ταλέντο μπορούμε να πούμε πως αναπτύχθηκε στα εφτά χρόνια που έμεινε στο Παρίσι. Και μάλιστα αναπτύχθηκε παράλληλα και με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις που ξεκίνησαν από το θαυμασμό του για το θετικισμό του Κόντ - που κατέρριπτε παλιές θεωρίες (θεολογικές και μεταφυσικές) που για πολλά χρόνια - αιώνες θα λέγαμε - είχαν ξεστρατίσει τον ανθρώπινο νου, από την Αλήθεια που βρίσκεται μονάχα στις κοινωνικο- επιστημονικές γνώσεις που διαμορφώνονται από φυσικούς και ηθικούς νόμους. Και να ένα ποίημα με φιλοσοφική διάθεση δεμένο με τις μνήμες της πατρίδας: «Ω Ελικών»

Ω Ελικών π ’ ανέγγιστον σ ’ αφήνει πάντα ο χρόνος
κι οι χάριτες στήνουν χορούς στα χλοερά σου πλάγια
Που νοσταλγώ, σαν μέσα σου πικρά βογγάει ο χρόνος
Μες στους δρυμούς, τους ίσκιους σου με τ’Απολλώνια μάγια.
Οταν η σκέψη μου βαριά μέσα στο χάος τρέχει.
Σαν ένα μαύρο σύννεφο που αγεροταξιδεύει
Μεσ’τον αένναο δρόμο της αναπαυμό της έχει
της Ιπποκρήνης την πηγή, που τις κορφές του υδρεύει.

Τις απόψεις του αυτές, που σχεδόν πάντα τις έδενε με τη διαχρονική ελληνική παρουσία στους χώρους του πνεύματος, ο Ζητουνιάτης τις παρουσίαζε σε συχνές διαλέξεις στο Παρίσι και σε άλλες γαλλικές πόλεις. Το ίδιο κι όταν, σαν απεσταλμένος των γαλλικών κυρίως εφημερίδων, επισκέφθηκε την Αλεξάντρεια, το Κάιρο, την Πετρούπολη και την Τύνιδα, πρόβαλλε με πολλή θέρμη την πατρίδα του και τις φιλοσοφικές του απόψεις σαν καλός συζητητής που έχει στέρεες και κατασταλαγμένες φιλοσοφικές θέσεις αλλά και ενδιαφέρον για τις θέσεις των άλλων.

Ο κύκλος των ανθρώπων που συναναστρέφεται ολοένα και διευρύνεται. Στα 1902 ο μεγάλος χαράκτης Γαλάνης τον συναντάει και του φέρνει νέα από την Αθήνα. Του έκαμε μάλιστα ένα γελοιογραφικό σκίτσο που εντυπωσίασε τους Παριζιάνους καθώς το δημοσίευσαν πολλά έντυπα ταυτόχρονα.

Ήταν σχεδόν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος κι ένας επιτυχημένος συγγραφέας, δημοσιογράφος και ποιητής. Η ποίηση στάθηκε πάντα το καταφύγιό του και η μεγάλη του ερωμένη. Κι ενώ όλα πήγαιναν τόσο καλά, στα 1903 έρχονται από την Ελλάδα τα κακά μαντάτα. Πέθανε ο πατέρας του και μαζί με την ορφάνεα μπήκε και η φτώχεια στο σπιτικό τους. Εκείνος, πια, έπρεπε να πάρει τη θέση του προστάτη της φαμέλιας.

Ήταν ο πρωτότοκος και τα έξι αδέρφια του μικρά.

Κατεβαίνει αμέσως στην Πατρίδα - εγκαταλείποντας την όμορφη παρισινή ζωή και δραστηριότητα. Για το μεσιτικό γραφείο του πατέρα του ούτε ν’ ακούσει. Τα καπνά και τα βαμπάκια δεν ήταν γι’ αυτόν. Ετσι καθώς είχε τη φήμη του καλού δημοσιογράφου και, μάλιστα, του δημοσιογράφου που δούλεψε στις μεγαλύτερες γαλλικές εφημερίδες πιάνει δουλειά στο «Αστυ» και στη «Μεταρρύθμιση» που ήταν από τις πιο έγκυρες εφημερίδες που διαμόρφωναν την κοινή γνώμη. Αργότερα δουλεύει και στα «Παναθήναια», ενώ διορίζεται και ανταποκριτής των αγγλικών εφημερίδων «Νταίηλυ Μαίηλ» και «Νταίηλυ Τελεγκράφ».

Συχνά και με το ψευδώνυμο «Κηφισός», κυρίως στο «Αστυ», καταπιάνεται με κάθε θέμα που ανακύπτει κάθε φορά, αλλά και με τα γενικότερα που απασχολούν την κοινωνία και το Έθνος. Είναι από τους πρώτους φεμινιστές που προβάλλει με ένταση τα δικαιώματα της Γυναίκας, κι από τους αληθινά υπεύθυνους κριτικούς βιβλίου, θεάτρου και εικαστικών τεχνών, που η βαθιά γνώση κι η αντικειμενικότητα, δίνουν στα κείμενά του ειδικό βάρος. Κριτικές για τον Παλαμά, τον Πολέμη, το Ραμά, τον Καρκαβίτσα, το Νιρβάνα, τον Τανταλίδη και άλλους, πολύ συζητήθηκαν.

Έτσι εξασφάλιζε και μια σχετική άνετη ζωή στους δικούς του, αλλά και η θέση του στους πνευματικούς κύκλους ολοένα και εδραιωνόταν κι η εκτίμηση στην προσφορά του ήταν γενική. Τα «Παναθήναια» του προτείνουν ένα ταξίδι στο εξωτερικό για να ’ρθει σ’ επαφή με τον ανά τον κόσμο ελληνισμό. Αλλο που δεν ήθελε αυτός^ ο κοσμοπολίτης, που πάντα ήθελε αυτήν την επαφή με τους ξενιτεμένους μας. Αλεξάντρεια, Κάιρο και πάλι. Αλλά και Αφρική, Σμύρνη, Κύπρο, Κωνσταντινούπολη, πόλεις του Εύξεινου, Οδησσό. Παντού όπου πήγαινε έδινε διαλέξεις, συζητούσε, φέρνοντας το φλογερό ελληνικό μήνυμα,' έδινε άρθρα στις -εφημερίδες, γνοιαζότανε για τον αλύτρωτο ελληνισμό.

Μονάχα στη Ρουμανία συλλαμβάνεται σαν κατάσκοπος, επειδή το Μακεδονικό ζήτήμα βρισκόταν στο προσκήνιο- κι αποφυλακίζεται ύστερα από έντονο διάβημα του πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη προς το Ρουμάνο ομόλογό του. Βέβαια τα πατριωτικά του, στο εξωτερικό που πήγαινε, τον έσπρωχναν να προβάλλει κάθε φορά τις μεγάλες ελληνικές διεκδικήσεις, πολύ συχνά μάλιστα με φανατισμό. Κάποτε συναντήθηκε με τον Τούρκο υπουργό της Παιδείας Χακή-Βέη, με τον οποίο είχαν γίνει στενοί φίλοι στο Παρίσι, του μίλησε έντονα για το κρητικό ζήτημα, απαιτώντας να παραδώ­σουν το νησί στην Ελλάδα που της ανήκει. Εκείνος αρνήθηκε επίμονα, οπότε σα να ξύπνησαν μέσα του οι αρματωλοί της Λιβαδειάς, τον έβρισε κι έκοψε κάθε σχέση μαζί του.

Τα ταξίδια τον θέλγουν. Εμεινε για λίγο στην Αθήνα κι αμέσως φεύγει για τη Ρώμη, όπου τον φιλοξενεί ο πάπας στο Βατικανό για μια εβδομάδα, περνάει από το Παρίσι όπου δίνει μια ενδιαφέρουσα διάλεξη για τα 100 χρόνια του Ουγκώ και στη συνέχεια πηγαίνει στο Λονδίνο, προσκαλεσμένος από τον Πλάτωνα Δρακούλη - τον πασίγνωστο προοδευτικό κοινωνιολόγο, που ήταν καθηγητής των ελληνικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Όμως, ήρθε η ώρα του θανάτου πολύ σύντομα. Στις 2 του Οκτώβρη του 1909 πέθανε από συγκοπή σε ηλικία 34 χρόνων, πάνω στην πιο ώριμη περίοδο της ζωής του, που ξανοιγόταν μπροστά του η μεγάλη λεωφόρος για μεγαλύτερες ακόμα επιτυχίες και για ακόμα πιο μεγαλόπνοο έργο.

Η Μυρτιώτισσα, που δεν έπαψε ποτέ να τον αγαπάει, έγραψε τότε ένα ωραιότατο θρηνητικό ποίημα που αρχίζει με το πρώτο τετράστιχο που του έστειλε κάποτε στο Παρίσι:

Δεν βάσταξες αγάπη μου στο δύσκολο ανηφόρι
κουράστηκες, παραπατάς,
παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι,
ωσότου, τέλος, σταματάς.

Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα,
κι ακόμα, βλέπεις, προχωρώ,
σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα,
και με σπασμένο το φτερό...»

Μετά το θάνατό του με την επιχορήγηση ενός θαυμαστή του, του Μηνά Κουκούλη, τυπώθηκαν μερικά από τα κατάλοιπα ποιήματα του Ζητουνιάτη με το συμβολικό τίτλο «Λήκυθος». Και βέβαια είναι γνωστό πως άφησε ακόμα πολλά πεζογραφήματα όπως την «Ιστορία της Νεωτέρας - Ελληνικής Φιλολογίας» {στη γαλλική γλώσσα), τον «Ιησού», την «Ωφελιμότητα των δακρύων» και πολλά άλλα ακόμα, εκτός από τα πολλά αθησαύριστα δημοσιευμένα, που πρέπει κάποτε να συγκεντρωθούν για να πούμε πιο σίγουρα και τεκμηριωμένα την προσφορά του.

Πάντως οι πνευματικοί κύκλοι της εποχής του, όταν πέθανε, θρήνησαν το θάνατό του, με την κοινή διαπίστωση πως η Ελλάδα έχανε ένα διαλεχτό της τέκνο. Στους «Καιρούς» της 9 Οκτωβρίου 1909 διαβάζουμε: «Εις εκ των εμπνευσμένων εργατών του καλάμου, έγκριτος δημοσιογράφος ο Π. Ζητουνιάτης απέθανε και ετάφη χθες. Είχε διακριθεί δια την ακεραιότητα του χαρακτήρος και το ευγενές και λεπτόν και ποιητικόν ύφος της γραφίδος του απολαυών εκτιμήσεως και την αξία του παρά τη κοινωνία τοις λογίοις και τω δημοσιογραφικώ'κόσμω...» Και ο «Οικογενειακός αστήρ» της 15 Οκτωβρίου του 1909 γράφει: «Έπαψε αηό χθες το κελάηδημα ενός αηδονιού, ένας αληθινός ποιητής, γεμάτος από φιλοσοφία και τέχνη επέταξε πιο ψηλά από τη γη, για να εύρη εκεί πάνω, μέσα στα ονείρατά του, την αλήθεια. Ο Π. Ζητουνιάτης μια γλυκειά ποιητική φυσιογνωμία νεωτάτη [...] επάλαιψε ολίγα λεπτά με τον Χάρον και υπέκυψε... Η Νεωτέρα Ελληνική Φιλολογία θα αισθανθεί πολύ την έλλειψίν του...»

Πριν τελειώσουμε αυτή την περιπλάνηση στον ποιητικό κόσμο του Ζητουνιάτη, ας δούμε για λίγο τη «Λήκυθο» που όπως το είπαμε, κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του.

Ο Παύλος Νιρβάνας στο «Αστυ» της 22 Φεβρουαρίου 1910 επισήμανε ανάμεσα στ’ άλλα και τα παρακάτω.

«Ενα μελαγχολικόν βιβλίον είδε το φως της ημέρας
αυτάς. Η μητέρα του ποιητού, ο οποίος απέθανε νέος
περισυνέλεξε τους στίχους του τέκνου της, την μόνην
κληρονομίαν που της αφήκε μαζί με τον πόνο του χαμού
του και τους έδωκε πτερά να πετάξουν να κελαηδήσουν
την θλίψην εκείνου που δεν υπάρχει πλέον και την θλίψη
την ιδικήν της» και πιο κάτω «οι στίχοι του Πέτρου
Ζητουνιάτη - ας είναι τουλάχιστον γλυκά τα όνειρα εις τον
αιώνιον ύπνον - αποπνέουν τώρα περισσότερον που ομοιάζουν
με στεναγμούς εξερχομένους από ένα τάφον, όλη την καρτερικήν
μελαγχολίαν μιας πληγωμένης ζωής. Και μας ενθυμίζουν
εις μιαν σπαρακτικήν αντίθεσιν, τον άνθρωπον, ο οποίος δεν
ήτο στυγνός και κατηφής και απρόσιτος αλλά μελαγχολικός
και πρόσχαρος και μειλίχιος και υποχρεωτικός...».

Ο προσδιορισμός του μεταθανάτιου αυτού βιβλίου σαν μελαγχολικό, που τον έκανε ο Νιρβάνας, είναι ο πιο σωστός κι ο πιο χαρακτηριστικός. Μια αισιοδοξία διαχέεται και στις 134 σελίδες του, που αφήνει την εντύπωση στον αναγνώστη πως ο ποιητής είναι ένας τραγικός άνθρωπος που τα βλέπει όλα, κάτω από τη σκιά μιας βασανιστικής μελαγχολίας. Ένα χαρακτηριστικό ποίημα αυτού του κλίματος είναι και το «Μην είσαι τόσο γελαστός».

Μην είσαι τόσο γελαστός, χαρούμενε ανθρωπάκο
Γιατί και σένα στη ζωή κάποιο κακό προσμένει
Αεν ξέρεις ποιός στο δρόμο σου μαύρο σ’ανοίγει λάκκο
Κι αν είν’η μοίρα σου καλή κι’αν είναι πικραμένη.

Είμαστε τόσο ασήμαντοι μπρος στην αιώνια φύση
που και μεγάλων καραβιών συντρίβεται η πλώρα
και στης χαράς μας το τρελλό κι ατέλειωτο μεθύσι
το χτες δεν είναι σήμερα, και τ’αύριο πάλι τώρα.

Αυτή η μελαγχολία εκφράζει κι αυτός, εκτός από την ψυχική του διάθεση, κι ένα γενικότερο κλίμα απαισιοδοξίας που διαμορφώθηκε ύστερα από τον άτυχο πόλεμο του 1897 την προδοσία των συμμάχων μας και τις εξαρτήσεις που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα.

Στο ίδιο κλίμα μελαγχολίας κινούνταν τότε όλοι οι ποιητές και μοναχά ύστερα από το αναγεννητικό κίνημα, που ξεκίνησε από το Γουδί και φτέρωσε τον ελληνισμό μ’ ελπίδες, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση προς την αισιοδοξία και την ελπίδα. Χωρίς άλλο η επίδραση των Γάλλων συμβολιστών και ξεχωριστά του Ζαν Μωρέας είναι εμφανής στη «Λήκυθό». Άλλωστε, πολλά από τα ποιήματα αυτά έχει μεταφράσει ο ίδιος ο Ζαν Μωρέας στα γαλλικά, μερικά μάλιστα απαγγέλθηκαν και χειροκροτήθηκαν στα παρισινά φιλολο­γικά σαλόνια εκείνων των χρόνων. Και μια τελευταία παρατήρηση: Ο Πέτρος Ζητουνιάτης, και βέβαια επηρεασμένος από την ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης, τα πεζά ειδικά κείμενά του φαίνεται καθαρά πως ήθελε να τα μπολιάζει με τις νέες ιδέες που κυριαρχούσαν τότε στον Ευρωπαϊκό χώρο αν και η χώρα μας παραδέρνοντας ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση με πολλά τραύματα και εμπειρίες προσπαθούσε να βρε^το δρόμο της και, φυσικά, χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες από τότε για νά συντονίσει το βήμα της με τις άλλες προηγούμενες Ευρωπαϊκές χώρες.

Στη «Λήκυθο» αυτό το μελαγχολικό, όπως ειπώθηκε, βιβλίο, υπάρχει το τελευταίο τετράστιχο που θαρρεί κανένας πως, αναιρώντας όλα τα προηγού­μενα ως προς τους στόχους και τα μηνύματα, ποιήματά του, προχωρεί στους χώρους της αισιοδοξίας και των ελπίδων. Κι απ’ αυτό συμπεραίνουμε πως, αν ζούσε, ίσως η θλίψη η απογοήτευση που αποπνέουν οι στίχοι του να παραχωρούσαν τη θέση τους σε κάποιους άλλους, υμνητικούς της ζωής κι όχι του θανάτου. Ιδού το τετράστιχο της Ελπίδας:

Μα τι σε νοιάζει η απαίσια η γνώση των πραγμάτων
που με γοητεύει από καιρούς και χρόνια
Μ ’ ακούει που ζω σαν όνειρο σε κόσμους οραμάτων
και τραγουδώ με κύκνους και μ ’ αηδόνια....

Τόσα χρόνια μετά, ο Πέτρος-Ζητουνιάτης συνεχίζει να μας θέλγει με τους στίχους του, γιατί ήταν ένα γεννημένος ποιητής που εξέφραζε με ένταση τους παλμούς του καιρού του.

Όταν σε λίγο ο Χάροντας θα έρθει να σε πάρει
Σε μια βαρκούλα ολόλευκη και τεχνοσκαλισμένη
τάχα θα νιώσω σπαραγμό σε μια γαλήνια χάρη
Μες την ψυχή του κοίτεται τώρα σε θλιμένη;

Κι όταν κι εγώ στο πλάι σου θα έρθω να πεθάνω
Βλαστήμια αφήνοντας στη γη για το καινούργιο θύμα
τάχα θα νιώσουμε μαζί τον πόθο μας τον πλάνο
Να μας θωπεύει τ ’ όνειρο το μυστικό στο μνήμα;

Φυσικά, πρέπει νάχουμε υπόψη μας τις χρονικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Ζητουνιάτης κι οι συγκαιρινοί του δημιουργοί, έδωσαν το έργο τους. Αλλάζουν τόσο οι αισθητικές αντιλήψεις του αναγνωστικού κοινού και θα ’ναι λάθος να κρίνουμε τους λογοτέχνες του παρελθόντος με τα μέτρα του παρόντος. Στην εποχή του ο Ζητουνιάτης είχε μεγαλύτερο βεληνεκές από σήμερα. Αναμφισβήτητα όμως έβαλε το λιθαράκι του κι αυτός για το μεγαλειώδες οικοδόμημα που λέγεται Ελληνική Αογοτεχνία.

Ο ίδιος σ’ ένα αυτοβιογραφικό του τετράστιχο, ζωγραφίζει τον εαυτό του, χωρίς καθόλου έπαρση;

Εις το Βουνό των Ελαιών σαν χριστιανός
που την ψυχή μου δεν εχάιδεψε η απάτη
Γονάτησα, μ’ευλόγησεν ο Ουρανός
κι είδα τον Ανακτα των Πάντων, μες τα πλάτη.


from anemourion https://ift.tt/o0ya4Vn
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη