Δεκατρία χρόνια έζησαν κάτω από γην ίδια στέγη νύφη και πεθερός. Συμβίωση που είχε ως αποτέλεσμα τη συγγραφή ενός βιβλίου - του πρώτου - που μιλούσε για τη ζωή και την τέχνη του. Στη φωτογραφία ο Ιακωβίδης με τη νύφη του, την ποιήτρια Λιλή Ιακωβίδη, το 1921. Το πρωΐ ξυπνούσε πριν απ’ όλους και ύστερα από ένα πολύ λιτό πρωινό (καφέ ή ρόφημα, ένα κουλουράκι) έφευγε, πάντα πρώτος, για το γραφείο του. Τα μεσημέρια πολλές φορές τραβούσε για του Ζαχαράτου ή για την Αθηναϊκή Λέσχη, όχι μόνο γιατί έβρισκε άξιους αντιπάλους στο μπιλιάρδο - στο οποίο ο ίδιος, χάρη στο σταθερό του χέρι και μάτι, διέπρεπε - αλλά και γιατί η Λέσχη είχε τότε και έναν εκλεκτό μάγειρο - κι ο Ιακωβίδης ήταν από... ανατολίτικη παράδοση θαυμαστής της καλής κουζίνας και της καλής ζαχαροπλαστικής! Σαν γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά του, τον κέρδιζαν ολότελα τα εγγονάκια του. Ιδίως στην αρχή, με την πρωτότοκη κόρη μας την Αγλα, που είχε πάρει το όνομα της γυναίκας του, έδειχνε μιαν ιδιαίτερη προσήλωση. Νομίζω, μάλιστα, πως αυτήν την κράτησε ακόμα και όταν γεννήθηκε κι ο συνονόματος εγγονός, που τόσο ο ζωγράφος όσο και ο γιος του τον περίμεναν με κρυφή ανησυχία για τη «συνέχεια» της οικογένειας που αλλιώε θα σταματούσε σ’ αυτούς. Όμως αν και η αγάπη του για τα εγγονάκια του ξεχείλιζε και τον έκανε τον γλυκύτερο και τον τρυφερότερο παππού, πρέπει να πω ότι και με το γιο του, τον ηθοποιό Μίχη Ιακωβίδη, είχε έναν ιδιαίτερο στενό ψυχικό σύνδεσμο. Ήτανε ο μεγάλος θαυμαστής του - παρ’ όλο που αρχικά τον είχε στείλει στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης για σπουδές μηχανικού. Δεν άφηνε πρεμιέρα που να μην πάει να τον χειροκροτήσει. Κι αν την επόμενη οι κριτικές έγραφαν σε τόνο επαινετικό για το παίξιμό του, τότε το πρόσωπο του πατέρα ακτινοβολούσε! Για τη θεατρική φυσιογνωμία του γιου του ο Ιακωβιδης δεν περιοριζότανε μόνο σε εκδηλώσεις θαυμασμού και σε «λόγια». Πολύ συχνά, στις δύσκολες ώρες των θεατρικών επιχειρήσεων του, στεκότανε δίπλα του οικονομικός αρωγός, ακλόνητος παραστάτης. Τεράστια ποσά του είχε προσφέρει για πολλές και άτυχες θεατρικές του επιχειρήσεις. Ποτέ δεν του χαλούσε χατίρι. Μία και μόνη φορά σε όλο το διάστημα της συμβίωσής μας, θυμάμαι που του αρνήθηκε. Ήτανε λίγα χρόνια πριν από το θάνατό του, τότε που τα οικονομικά του βρισκόντουσαν σε μεγάλη κάμψη. Είχαμε νοικιάσει για την καλοκαιρινή διαμονή ένα σπίτι στην ακρογιαλιά του Μεγάλου Πεύκου. Εκεί, κάποιο βράδυ, ήρθε και ο γιος του τάχα για να μας δει, (δεν έμενε μαζί μας γιατί ήταν υποχρεωμένος το βράδυ να βρίσκεται στο θέατρο) αλλά κυρίως για να συναντήσει τον πατέρα του, να του εκθέσει τα καινούργια μεγαλεπήβολα θεατρικά του σχέδια και τελικά να του ζητήσει να χρηματοδοτήσει τη μέλλουσα επιχείρησή του. Ο Ικακωβίδης, δίχως να τον διακόψει, τον άφησε να εκθέσει το ζήτημα. Όταν ο γιος του παρουσίασε, με τη γνωστή ευγλωττία και πειστικότητα που διέθετε, τα επιχειρήματά του, ο πατέρας σηκώθηκε και του είπε μία και μόνη λέξη:
— Αρνούμαι!
Μας καληνύχτισε όλους και μπήκε στην κάμαρά του κοιτάζοντας το ρολόι που έδειχνε περασμένα μεσάνυχτα. Το ίδιο έκαμε σε λίγο και ο γιος με ολοφάνερη στο πρόσωπό του την έκφραση μιας απελπισίας για την αποτυχία του. Την άλλη μέρα, το βαποράκι της γραμμής έφευγε νωρίς το πρωί από το Μεγάλο Πεύκο για τον Πειραιά. Ο γιος του Ιακωβίδη ξύπνησε πολύ νωρίς το πρωί για να το προλάβει και να βρίσκεται στην Αθήνα στην ώρα του για τις πρόβες στο θέατρο. Λίγο αργότερα σηκώθηκε και ο πατέρας Ιακωβίδης. Ήρθε στην τραπεζαρία για το πρωινό του. Αμέσως μετά το καλημέρισμα ζήτησε να δει το γιο του. Τον πληροφόρησα nos δεν ήτανε πολύ ώρα που είχε φύγει για να προλάβει το βαποράκι.
— Και δεν είπαμε ούτε μια καλημέρα! Μου απάντησε μελαγχολικά. Και να δείτε τώρα (πάντα μου μιλούσε στον πληθυντικό), θα το αποδώσει στη χθεσινοβραδινή μου στάση. Σ’ εκείνο το «αρνούμαι» το τόσο κατηγορηματικό...
Δεν το πιστεύω πατέρα, του απάντησα. Του έχετε δείξει άπειρες φορές τα αισθήματά σας. Ο Mίχης γνωρίζει πολύ καλά πόσες θυσίες έχετε κάμει προς χάρη του. Πριν προλάβει να μου απαντήσει μας διέκοψε η σειρήνα του μικρού βαποριού που περνούσε σύρριζα σχεδόν από το σπίτι μας. Και τότε, βλέπω τον Ιακωβίδη να τινάζεται από το τραπέζι σαν να πέρασε απάνω του ηλεκτρικό ρεύμα, να παίρνει την άσπρη πετσέτα του και να τρέχει στη βεράντα κάνοντας σινιάλο στο βαποράκι. Τρόμαξα, καθώς για πρώτη φορά τον έβλεπα να κάνει τέτοια πράγματα.
— Τι κάνετε αυτού πατέρα;
— Καλημερίζω το γιο μου. Δεν θέλω να νομίζει πως είμαι θυμωμένος με τα χθεσινοβραδινά...Και θέλω, ακριβώς, με το χαιρετισμό να του δείξω πως το «αρνούμαι» δεν σημαίνει και διακοπή σχέσεων...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο είναι απόσπασμα από βιβλίο της ποιήτριας Λιλής Ιακωβίδη «Γεώργιος Ιακωβίδης - Από τη ζωή και από την τέχνη του». Εκδόσεις Διογένης, 1984.
Κείμενο : Λιλή Ιακωβίδη
Πηγή : Γεώργιος Ιακωβίδης / Συλλογικό - Αθήνα : Επτά ημέρες της Καθημερινής, 2000
from anemourion https://ift.tt/39rKvIU
via IFTTT