Σύμφωνα με τα όσα μας περιγράφουν οι κόρες του Ιταλού αγωνιστή, ο Εουτζένιο Ντε Σιμόνε συνελήφθη από τους Γερμανούς στον Δομοκό και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο Τσαλτάκη, όπου έμεινε αιχμάλωτος για έξι- επτά μήνες και την κρίσιμη στιγμή της αποχώρησης των Γερμανών πήρε την απόφαση να κάνει τη γενναία πράξη.
Είχε ξεκινήσει από την Ιταλία ως στρατιώτης με την αποστολή «vivo Valentia» για να έρθει στην Ελλάδα με προορισμό το Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Το πλοίο βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς αλλά ορισμένοι σώθηκαν, γύρω στα τέσσερα με πέντε άτομα, και βγήκαν κολυμπώντας στη στεριά.
Βγαίνοντας στη στεριά ήταν γυμνοί. Κάποια γριούλα τους περιμάζεψε, τους έδωσε ρούχα και μετά ακολούθησαν πολλές κακουχίες. Τον Ντε Σιμόνε τον κυνήγησαν οι Γερμανοί για να τον συλλάβουν, κατάφερε όμως να σωθεί. Κάποιοι τον πήραν, τον έντυσαν γυναίκα και έτσι βρέθηκε σε κάτι χωράφια να θερίζει για να κρυφτεί, ώσπου κάποια στιγμή ανέβηκε σε ένα διερχόμενο τρένο και βρέθηκε στο Δομοκό, όπου και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Γερμανούς και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο στρατόπεδο Τσαλτάκη.
Πριν την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, ο Εουτζένιο Ντε Σιμόνε, όντας ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, είχε πάρει εντολή από τους Γερμανούς να φτιάξει και να τοποθετήσει στο στρατόπεδο Τσαλτάκη τα εκρηκτικά καλώδια που θα σήμαιναν το τέλος για την πόλη της Λαμίας. Το σχέδιο είχε ως εξής: οι Γερμανοί θα εγκατέλειπαν την πόλη και όταν θα έφταναν στο «δεκαέξι» (16ο χιλιόμετρο Λαμίας προς Δομοκό) εκείνος θα πυροδοτούσε τα μικρά εκρηκτικά καλώδια ως σινιάλο για τον ερχομό της καταστροφής και στη συνέχεια θα ενεργοποιούσε τα μεγάλα για να έρθει η καταστροφή.
Όντως, η πρώτη έκρηξη έγινε. Όχι όμως για να ειδοποιηθούν οι Γερμανοί στρατιώτες, αλλά για να παραπλανηθούν. Ο Ντε Σιμόνε αφού ενεργοποίησε τα μικρά καλώδια, αγωνίστηκε, προκαλώντας εγκαύματα στα χέρια του, για να αποσυνδέσει τα υπόλοιπα καλώδια που θα προκαλούσαν τις μεγάλες εκρήξεις. Δούλεψε σκληρά όλη νύχτα, μέχρι τα ξημερώματα, ώρα πέντε, οπότε μπήκαν οι αντάρτες μέσα στο στρατόπεδο και τον βρήκαν να αποσυνδέει τα καλώδια, αποτρέποντας τη μοιραία ανατίναξη.
Γιατί όμως ένας Ιταλός αποφάσισε να ρισκάρει τη ζωή του για να σώσει μία μικρή πόλη σε μια ξένη χώρα; Σχετικά με την πράξη της απελευθέρωσης, ο ίδιος έλεγε στις κόρες του ότι το έκανε αυτό γιατί όλοι όσοι είχαν έρθει, δεν είχαν έρθει για πόλεμο. Είχαν έρθει περισσότερο για διασκέδαση παρά για να πολεμήσουν. Μάλιστα ο Ντε Σιμόνε ήταν εξαιρετικός μουσικός και είχε φέρει μαζί του το μαντολίνο.
Οι κόρες περιγράφουν τον πατέρα τους ως φιλέλληνα, απλό άνθρωπο, μετριόφρονα, και πανέξυπνο και αποδίδουν την πράξη του στο γεγονός ότι δεν ήθελε να έχει την ευθύνη για το θάνατο τόσων πολιτών. Ο ίδιος ήταν ταλαιπωρημένος, ήταν αιχμάλωτος και είχε εκτιμήσει την αξία της ζωής. Αγαπούσε τους ανθρώπους, γι’ αυτό και πήρε την απόφαση έτσι απλά. Χωρίς πολλή σκέψη.
Η αναγνώριση
Το πρωί της επόμενης ημέρας, στις 18 Οκτωβρίου 1944, οι καμπάνες χτυπούσαν ασταμάτητα σημαίνοντας την απελευθέρωση της Λαμίας. Σύμφωνα με την οικογένεια, από την πρώτη ημέρα αναγνωρίστηκε το όνομά του. Όλοι είχαν μάθει ότι ήταν ένας Ιταλός, ο Ντε Σιμόνε, που απέτρεψε την ανατίναξη της πόλης και κάθε χρόνο στη γιορτή του Αγίου Λουκά, στη λειτουργία που γινόταν στο εκκλησάκι του Αγίου Λουκά, τον μνημονεύανε.
Επιπλέον, κάποιοι από τους αντάρτες που ήταν αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και πολλοί Λαμιώτες που γνώριζαν λεπτομέρειες για την πράξη του Ντε Σιμόνε, έσπευσαν να καταθέσουν εγγράφως τις μαρτυρίες τους για να αναδείξουν το γεγονός.
Ο Εουτζένιο Ντε Σιμόνε, έμεινε στη Λαμία και εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, ιδιαίτερα σε εκκλησίες. Παντρεύτηκε την Ελπίδα Πέτρου με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, την Βαγγελιώ, τη Ροσάνα, την Κατερίνα, τον Φράνκο και τον Αθανάσιο, ο οποίος έχει φύγει από τη ζωή.
Η επιστροφή στην πατρίδα
Σελίδες από μυθιστόρημα θυμίζει η επιστροφή στο χωριό του, το Απριλιάνο της Κοσέντζα. Ο Εουτζένιο Ντε Σιμόνε κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, θέλησε να επισκεφθεί το χωριό του. Φτάνοντας εκεί διαπίστωσε ότι όλοι τον θεωρούσαν νεκρό, πιστεύοντας ότι είχε πέσει στη μάχη.
Μάλιστα, πηγαίνοντας στην πλατεία του χωριού είδε ότι υπήρχε μία πλάκα με το όνομά του γραμμένο ανάμεσα στα υπόλοιπα ονόματα των πεσόντων. Τότε, ο ίδιος έσβησε το όνομά του από την πλάκα, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι κόρες του, οι οποίες επισκέφθηκαν το χωριό και είδαν πράγματι, ότι το όνομα τους πατέρα τους στην πλάκα ήταν μισοσβησμένο.
Παρά το γεγονός ότι κανείς δεν πίστευε πως ο Ντε Σιμόνε ήταν στη ζωή, η αδελφή του δεν έχασε ποτέ την ελπίδα της. Προσδοκώντας την επιστροφή του αδελφού της, έκανε τάμα να τον ξαναδεί ζωντανό και όταν εκείνος επέστρεψε, το εκπλήρωσε πηγαίνοντας ξυπόλητος στην εκκλησία.
Δείτε σπάνιο φωτογραφικό υλικό από τη σελίδα που έχει δημιουργηθεί προς τιμήν του από μέλη της οικογένειάς του στο facebook εδώ.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ kaliterilamia.gr
ΘΕΜΑ:
ΙΣΤΟΡΙΑ