Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου αφορμή για το ξέσπασμα του Λαμιακού Πολέμου

Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Βαβυλώνα.

Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) οδήγησε στον κατακερµατισµό της αχανούς αυτοκρατορίας του και στον εµφύλιο πόλεµο µεταξύ των φιλόδοξων στρατηγών του, οι οποίοι εποφθαλµιούσαν τον θρόνο του νεκρού στρατηλάτη. Επιπλέον, στο άκουσµα της είδησης του θανάτου του νεαρού βασιλιά, οι υποτελείς ελληνικές πόλεις επεδίωξαν την απαλλαγή τους από τη µακεδόνικη κυριαρχία.

Οι εξεγέρσεις αυτές, οι οποίες ξέσπασαν σε όλη την αυτοκρατορία (ηπειρωτική Ελλάδα και Ασία), δηµιούργησαν ορισµένες νέες συµµαχίες µεταξύ των Ελλήνων και αναζωπύρωσαν παλαιές φιλοδοξίες των παρηκµασµένων πλέον πόλεων - κρατών, όπως της Αθήνας. Στο παρόν άρθρο περιγράφεται το ιστορικό πλαίσιο µέσα στο οποίο η Αθήνα συσπείρωσε τις περισσότερες από τις ελληνικές πόλεις εναντίον της µακεδόνικης κυριαρχίας, κατά τα πρώτα έτη µετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επίσης, παρουσιάζονται οι διπλωµατικές ενέργειες, καθώς και οι πολεµικές συγκρούσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα την περίοδο αυτή. Τέλος, αναφέρονται τα άµεσα αλλά και τα έµµεσα αποτελέσµατα αυτής της σύγκρουσης, η οποία ονοµάστηκε «Λαµιακός Πόλεµος».

Προς το τέλος της βασιλείας του ο Μέγας Αλέξανδρος αποφάσισε την επιστροφή όλων των εξόριστων πολιτών των ελληνικών πόλεων στις εστίες τους. Οι πολίτες αυτοί είχαν εκδιωχθεί από τα δηµοκρατικά καθεστώτα εξαιτίας των φιλοµακεδονικών τους πεποιθήσεων. Από το ευνοϊκό αυτό µέτρο εξαιρούνταν οι καταδικασθέντες για εγκλήµατα του κοινού ποινικού δικαίου. Απώτερος σκοπός του ήταν ο προσεταιρισµός των εξόριστων αυτών οι οποίοι στην πλειοψηφία τους ήταν αντιδηµοκρατικοί.

Ο θάνατος δύο σπουδαίων στρατηγών
Το φθινόπωρο του 323 π.Χ. ο Λεωσθένης ξεκίνησε την πολιορκία της ακρόπολης της Λαµίας. Ο Αθηναίος στρατηγός εγκατέστησε φρουρές σε διάφορα σηµεία γύρω από το κάστρο, από τα οποία ήταν πιθανή η διενέργεια εξόδου από τους πολιορκηµένους. Επίσης, κατασκεύασε µία βαθιά τάφρο περιµετρικά της ακρόπολης και διενήργησε αρκετές εφόδους προς τα τείχη, προσπαθώντας να εισέλθει στην πόλη. Οι προσπάθειές του όµως για την άλωση της Ακρόπολης δεν ευοδώθηκαν.

Τα ενισχυµένα τείχη του φρουρίου και ο εµπειροπόλεµος µακεδόνικος στρατός, ο οποίος βρισκόταν πίσω από αυτά, απετέλεσαν ανυπέρβλητο εµπόδιο για τον συµµαχικό στρατό. Παρόλα αυτά ο Αντίπατρος ζήτησε συνθηκολόγηση υπό όρους από τον Λεωσθένη, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε κατηγορηµατικά απαιτώντας την πλήρη υποταγή των πολιορκηµένων. Ο Αντίπατρος αρνήθηκε και ο Λεωσθένης αποφάσισε τον πλήρη αποκλεισµό της ακρόπολης της Λαµίας από εξωτερικές ενισχύσεις, καθώς και την προετοιµασία του στρατού του για πιθανή αντιµετώπιση µακεδόνικων στρατιωτικών ενισχύσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Αθηναίος στρατηγός πίστευε ότι η πείνα θα γινόταν το ισχυρότερο όπλο του εναντίον των πολιορκηµένων.

Η συνοχή όµως των συµµαχικών στρατευµάτων άρχισε να διασπάται. Οι Αιτωλείς αποφάσισαν την επιστροφή τους στην πατρίδα τους, λόγω σηµαντικών εσωτερικών υποθέσεων, όπως ισχυρίστηκαν. Επίσης, κατά τη διάρκεια των οχυρωµατικών έργων των αθηναϊκών δυνάµεων ο Λεωσθένης κτυπήθηκε στο κεφάλι από την πέτρα ενός εχθρικού καταπέλτη και υπέκυψε στα τραύµατά του, δύο ηµέρες αργότερα.

Οι Αθηναίοι όρισαν νέο αρχιστράτηγο τον Αντίφιλο, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως συνετός και ανδρείος. Ο νεκρός Αθηναίος στρατηγός κηδεύτηκε µε τιµές, ενώ ο δηµοφιλής αντιµακεδόνας ρήτορας Υπερείδης εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Οι Αθηναίοι τίµησαν ιδιαιτέρως τον Λεωσθένη, ο οποίος «είχε δοξάσει την Αθήνα», τοποθετώντας την προσωπογραφία αυτού και των παιδιών του στο τέµενος της Αθηνάς και του ∆ιός στον Πειραιά. Στο αντίπαλο στρατόπεδο ο Λεοννάτος αποφάσισε να συγκεντρώσει στρατό και να εκστρατεύσει προς βοήθεια των πολιορκηµένων Μακεδόνων στη Λαµία. Ασφαλώς ο Λεοννάτος δεν επεχείρησε κάτι τέτοιο χωρίς αντάλλαγµα.

Ο στόχος του ήταν ο θρόνος της Μακεδονίας. Η µητέρα του Αλεξάνδρου Ολυµπιάδα είχε υποσχεθεί στον Λεοννάτο την κόρη της Κλεοπάτρα, η οποία διεκδικούσε τον θρόνο του βασιλείου της Μακεδονίας.

Ως εκ τούτου ο Λεοννάτος µετέβη στην Ευρώπη και στρατολόγησε περισσότερους από 20.000 πεζούς και 1.500 ιππείς. Τα στρατεύµατα αυτά, υπό τη διοίκηση του Λεοννάτου, κατευθύνθηκαν προς τη Θεσσαλία για να αντιµετωπίσουν τον συµµαχικό στρατό των Αθηναίων.

Στο άκουσµα αυτής της είδησης, οι πολιορκητές της Λαµίας εγκατέλειψαν την προσπάθεια τους για την άλωση της οµώνυµης ακρόπολης. Ακολούθως έστειλαν τις προµήθειες τους και τους µη µάχιµους άνδρες στην πόλη Μελίτεια και έκαψαν το στρατόπεδό τους.

Εν συνεχεία αναδιοργανώθηκαν και ετοιµάστηκαν για να αντιµετωπίσουν τον στρατό του Λεοννάτου πριν αυτός φθάσει στη Λαµία και ενωθεί µε αυτόν του Αντίπατρου. Τα συµµαχικά στρατεύµατα αριθµούσαν περί τους 22.000 πεζούς και 3.500 ιππείς. Αξίζει να σηµειωθεί ότι εκτός από τους Αιτωλείς και οι στρατιωτικές δυνάµεις ορισµένων ακόµη ελληνικών πόλεων είχαν αποχωρήσει από τη συµµαχία και είχαν επιστρέψει στις πατρίδες τους.

Την άνοιξη του 322 π.Χ. οι δύο συγκρούσθηκαν στη Θεσσαλία. Το ιππικό των συµµαχικών στρατευµάτων επικράτησε του µακεδόνικου. Τον κύριο ρόλο στην ιπποµαχία αυτή είχε το θεσσαλικό ιππικό (2.000 ιππείς), επικεφαλής του οποίου ήταν ο Μένων.

Ο Μακεδόνας στρατηγός Λεοννάτος έπεσε νεκρός στο πεδίο της µάχης, ενώ ο µακεδόνικος στρατός αποσύρθηκε στα γύρω ορεινά. Τότε τα συµµαχικά στρατεύµατα αποφάσισαν να µην καταδιώξουν τους αντιπάλους τους στα βουνά, λόγω του δύσβατου της περιοχής. Αντ’ αυτού ο Αθηναίος στρατηγός Αντίφιλος διέταξε την περισυλλογή των νεκρών και την ανέγερση τροπαίου σε ανάµνηση της νίκης τους. Την επόµενη ηµέρα ο Αντίπατρος ενώθηκε µε τις υπόλοιπες µακεδόνικες δυνάµεις.

Σύµφωνα µε ορισµένους αρχαίους ιστορικούς η εξέλιξη των γεγονότων κατά βάθος είχε ικανοποιήσει τον Αντίπατρο, αφού είχε αποκτήσει έναν ακόµη µεγαλύτερο και αξιόµαχο στρατό από τον προηγούµενο αλλά και επειδή είχε σκοτωθεί ένας ακόµη επίδοξος διεκδικητής του θρόνου της Μακεδονίας (ο Λεοννάτος), στον οποίο απέβλεπε και ο ίδιος.

Ο Μακεδόνας στρατηγός προτίµησε να µην έλθει άµεσα σε σύγκρουση µε τον εχθρό αλλά να ανασυντάξει τις δυνάµεις του. Γνωρίζοντας ότι το συµµαχικό ιππικό υπερτερούσε έναντι του δικού του, προτίµησε να κινηθεί µέσω των βουνών και να µεταβεί σε ασφαλείς περιοχές πέρα από τον Πηνειό, αναµένοντας τις ενισχύσεις από τον Κρατερό. Στο αντίπαλο στρατόπεδο ο Αντίφιλος παρέµεινε στη Θεσσαλία αναµένοντας την αντεπίθεση των Μακεδόνων.

Κατά την αρχή του θέρους του 322 π.Χ. ο Κρατερός έφθασε στη Μακεδονία από την Κιλικία για να ενισχύσει τα στρατεύµατα του Αντίπατρου. Οι ενισχύσεις του γηραιού Κρατερού αριθµούσαν περί τους 6.000 Μακεδόνες στρατιώτες, οι οποίοι ήταν παλαίµαχοι συµπολεµιστές του Αλεξάνδρου, 4.000 Ασιάτες µισθοφόρους, 1.000 τοξότες και σφενδονήτες, καθώς και 1.500 ιππείς. Εν συνεχεία ο Κρατερός µε τον στρατό του έφθασε στη Θεσσαλία όπου ενώθηκε µε τις υπόλοιπες µακεδόνικες δυνάµεις και παραχώρησε οικειοθελώς την αρχηγία στον Αντίπατρο.

Ο Κρατερός προέβη σε αυτήν την ενέργεια, παρά τη δυσαρέσκεια των στρατιωτών του, επειδή θεωρούσε τον Αντίπατρο ανώτερο του αφού είχε ορισθεί από τον ίδιο τον Αλέξανδρο ως στρατηγός της Ευρώπης. Επίσης, ο συνετός και πειθαρχηµένος Κρατερός, αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλέα, όπως τον είχαν ανακηρύξει οι στρατιώτες του, θεωρώντας ότι η προχωρηµένη ηλικία του δεν του επέτρεπε να αναλάβει τέτοιες ευθύνες.

Ως εκ τούτου οι µακεδόνικες δυνάµεις του Αντίπατρου, του Λεοννάτου και του Κρατερού αριθµούσαν περί τους 40.000 πεζούς στρατιώτες µε βαρύ οπλισµό, τους 3.000 τοξότες και σφενδονήτες, καθώς και 5.000 ιππείς. Ολοι αυτοί τελούσαν υπό τη διοίκηση του Αντίπατρου.

Το τέλος του πολέµου
Προς το τέλος του καλοκαιριού του 322 π.Χ., διεξήχθη η αποφασιστική µάχη µεταξύ συµµάχων και Μακεδόνων. Στην πρώτη γραµµή των συµµαχικών δυνάµεων παρατάχθηκε το θεσσαλικό ιππικό. Στην ιπποµαχία, η οποία ακολούθησε, οι Θεσσαλοί επικράτησαν των Μακεδόνων. Τότε ο Αντίπατρος προώθησε την πανίσχυρη µακεδόνικη φάλαγγα εναντίον του συµµαχικού πεζικού. Οι Μακεδόνες επεκράτησαν, προξενώντας µεγάλες απώλειες στους συµµάχους.

Ο Λεωσθένης αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει, µη µπορώντας να αντιµετωπίσει την ορµή των Μακεδόνων. Οι σύµµαχοι, διατηρώντας τις γραµµές τους, οχυρώθηκαν σε µία πιο δύσβατη περιοχή, από την οποία µπορούσαν να αποκρούουν ευκολότερα τις µακεδόνικες επιθέσεις. Στο άκουσµα αυτής της είδησης οι Θεσσαλοί ιππείς υποχώρησαν, αφήνοντας το πλεονέκτηµα στους Μακεδόνες. Κατά την πρώτη ηµέρα της µάχης οι σύµµαχοι έχασαν περισσότερους από 5.000 στρατιώτες ενώ οι Μακεδόνες µόνον 130.

Την εποµένη ηµέρα οι δύο σύµµαχοι στρατηγοί, Αντίφιλος και Μένων, αφού συσκέφθηκαν, αποφάσισαν την έναρξη των διαπραγµατεύσεων µε τον Αντίπατρο για τη λήξη του πολέµου. Ο Μακεδόνας στρατηγός όµως αξίωσε όπως διαπραγµατευθεί µε κάθε πόλη χωριστά, προκειµένου να διαλύσει τη συµµαχία. Οι σύµµαχοι απέρριψαν την αξίωση του Αντίπατρου και ο τελευταίος κατέλαβε όσες θεσσαλικές πόλεις δεν µπορούσαν να προστατευθούν από τον συµµαχικό στρατό. Ως εκ τούτου οι πόλεις αναγκάστηκαν να διαπραγµατευθούν ξεχωριστά µε τον Αντίπατρο, ο οποίος τις αντιµετώπισε ευνοϊκά. Ο σκοπός του Μακεδόνα στρατηγού ήταν να απογυµνώσει από τους συµµάχους τους την Αθήνα και την Αιτωλία, οι οποίες ήταν οι ηγέτιδες δυνάµεις στον πόλεµο αυτό και οι πλέον εχθρικές προς τη Μακεδονία.


Ο Αθηναίος ρήτορας και φανατικός αντιµακεδόνας, ∆ηµοσθένης. Αντίγραφο του ελληνιστικού αγάλµατος του Πολυεύκτου.
Ο Αντίπατρος, αφού πέτυχε τον σκοπό του µε τη διάλυση της συµµαχίας, έφερε τα στρατεύµατά του εναντίον της Αθήνας στρατοπεδεύοντας στην Καδµεία της Θήβας. Τότε οι περισσότεροι αντιµακεδόνες Αθηναίοι (µεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν ο ∆ηµοσθένης και ο Υπερείδης) εγκατέλειψαν την πόλη.

Οι Αθηναίοι είχαν περιέλθει, πλέον, σε πολύ δύσκολη θέση. Φοβούµενοι για τις εξελίξεις αποφάσισαν να στείλουν τον φιλοµακεδόνα ∆ηµάδη, µαζί µε τον Φωκίωνα, τον γέροντα (ήταν ήδη 74 ετών) φιλόσοφο Ξενοκράτη και µερικούς άλλους ως πρεσβευτές στον Αντίπατρο για να συνάψουν ειρήνη. Αξιολόγου είναι το γεγονός ότι ο ∆ηµάδης είχε καταδικαστεί τρεις φορές από τον ∆ήµο των Αθηναίων για τις φιλοµακεδονικές του πεποιθήσεις (κατά τον Πλούταρχο είχε καταδικαστεί επτά φορές), καθώς επίσης και ότι είχε στερηθεί των πολιτικών του δικαιωµάτων.

Τότε ο Αντίπατρος τούς απάντησε πως έπρεπε «να θέσουν την τύχη της πόλεως τους στα χέρια του», όπως ακριβώς του είχε απαντήσει ο Λεωσθένης κατά την πολιορκία της Λαµίας. Οι Αθηναίοι, ανίκανοι και φοβούµενοι να αντιδράσουν, αποφάσισαν να παραχωρήσουν την εξουσία της πόλης τους στο Αντίπατρο. Σύµφωνα µε τον Παυσανία ο ∆ηµάδης και οι λοιποί οµοϊδεάτες του εκφόβισαν την Εκκλησία του ∆ήµου των Αθηναίων και έπεισαν τον Αντίπατρο να µη δείξει επιείκεια στην Αθήνα, τοποθετώντας φρουρές τόσο στην ίδια την πόλη όσο και σε άλλες συµµάχους της. Τέλος, ο ίδιος αρχαίος περιηγητής συµπληρώνει λέγοντας ότι «ποτέ στην Ελλάδα δεν έλειψε η νόσος της προδοσίας».

Ταυτόχρονα οι Αθηναίοι αποδύθηκαν σε µία σύντοµη διπλωµατική προσπάθεια προκειµένου ο Αντίπατρος να επιδείξει επιείκεια προς αυτούς. Αρχικώς έστειλαν µόνο του τον Φωκίωνα για να διαπραγµατευθεί µε τον Μακεδόνα στρατηγό. Ο Αθηναίος πρεσβευτής είχε εξουσιοδοτηθεί να ζητήσει από τον Αντίπατρο να παραµείνει ο µακεδόνικος στρατός στη Θήβα. Ο Κρατερός όµως, ο οποίος συνόδευε τον Αντίπατρο, του απάντησε ότι κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο. Τότε µία δεύτερη πρεσβεία (απαρτιζόµενη από τον Φωκίωνα, τον ∆ηµάδη, τον Ξενοκράτη κ.ά.) εστάλη από τους Αθηναίους στον Αντίπατρο.

Ο Μακεδόνας στρατηγός δέχθηκε την αθηναϊκή αντιπροσωπία, περιφρονώντας όµως τον φιλόσοφο και διευθυντή της Ακαδηµίας Ξενοκράτη. Οι όροι του Αντίπατρου για τη σύναψη της ειρήνης ήταν ιδιαίτερα επαχθείς. Σύµφωνα µε αυτούς, έπρεπε ο ∆ηµοσθένης και ο Υπερείδης να παραδοθούν στους
Μακεδόνες, το δηµοκρατικό πολίτευµα της Αθήνας να µετατραπεί σε τιµοκρατικό, να εγκατασταθεί µακεδόνικη φρουρά στη Μουνιχία και να πληρώσουν οι Αθηναίοι σηµαντικές πολεµικές αποζηµιώσεις.

Οι Αθηναίοι πρεσβευτές αναγκάστηκαν να δεχθούν τους όρους αυτούς θεωρώντας τους µάλιστα και «ως φιλάνθρωπους»! Μόνον ο Ξενοκράτης αντέδρασε, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Οι όροι αυτοί είναι µέτριοι για δούλους, για ελεύθερους όµως βαρείς». Η συνθήκη αυτή συνήφθη την 12η Βοηδροµιώνος (Σεπτέµβριο -Οκτώβριο) του 322 π.Χ., δηλαδή την ίδια εποχή κατά την οποία τελούνταν τα Ελευσίνια µυστήρια. Το γεγονός αυτό απετέλεσε όνειδος και προσβολή για την Αθήνα, προκαλώντας θλιβερούς συνειρµούς στους πολίτες της. Επίσης, σύµφωνα µε τον Πολύβιο, ο Αντίπατρος µεταχειρίστηκε µε απαξιωτικό τρόπο τους Αθηναίους µετά την παράδοση τους.

Σύµφωνα µε τον ίδιο πάντα ιστορικό, ο Μακεδόνας στρατηγός έστειλε στην Αθήνα αλλά και σε άλλες ελληνικές πόλεις «φυγαδοθήρες» για να συλλάβουν όσους αντιφρονούντες έβρισκαν. Μάλιστα απήγαγαν πολλούς από αυτούς από ναούς κατά τη διάρκεια της τελέσεως των θρησκευτικών τους καθηκόντων.


Χάλκινος θώρακας οπλίτη (Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυµπίας).
Οι συνέπειες του Λαµιακού πολέµου - Επίλογος
Η εξέγερση των Αθηναίων κατά της µακεδόνικης κυριαρχίας διαίρεσε τον πολιτικό κόσµο της πόλης. Το τραγικό τέλος όµως των περισσοτέρων επιφανών Αθηναίων ήταν ο κοινός παρονοµαστής αυτής της περιόδου. Η κυρίαρχη πολιτική µορφή στην Αθήνα ήταν αναµφισβήτητα ο γηραιός στρατηγός Φωκίων. Αυτός δεν υπήρξε ποτέ αντιµακεδόνας αλλά διεκήρυττε την ουδετερότητα της Αθήνας. Συνετός και διορατικός, πίστευε ότι οι Αθηναίοι δεν έπρεπε να δρουν πέραν των δυνατοτήτων τους.

Από την αρχή του πολέµου είχε επισηµάνει τη δυσκολία αυτού του εγχειρήµατος, θεωρώντας ότι ο µακεδόνικος στρατός ήταν από τους καλύτερους (αν όχι ο καλύτερος) της εποχής του. Τέλος, είχε έλθει σε σύγκρουση µε τον Αθηναίο στρατηγό και φανατικό αντιµακεδόνα Λεωσθένη.

Ο Φωκίων, µάλιστα, υπερασπιζόµενος την πολιτική του είχε πει χαρακτηριστικά: «∆εν είναι λίγο οι πολίτες να θάβονται στα δικά τους µνήµατα», ενώ σχετικά µε τον Λεωσθένη είχε πει: «Οι λόγοι σου µοιάζουν σαν τα κυπαρίσσια, τα οποία ενώ φαίνονται µεγάλα και ψηλά, δεν καρπίζουν».

Τέλος, οι διπλωµατικές ενέργειες του Φωκίωνα έπεισαν τον Αντίπατρο να µην εκτοπίσει τους Αθηναίους εξόριστους πέρα από τα Κεραύνια όρη (βουνά της Βορείου Ηπείρου) και το Ταίναρο, Εντούτοις, ο συνετός Φωκίων δεν απέφυγε το θλιβερό τέλος. Αφού αναµείχθηκε στις πολιτικές εξελίξεις στην Αθήνα, αναγκάστηκε να πιει κώνειο, σε ηλικία 84 ετών, τον Μάιο του 318 π.Χ.

Το γεγονός αυτό θύµισε στους Ελληνες αρκετά την ιστορία του Σωκράτη, όπως χαρακτηριστικά σηµείωσε ο Πλούταρχος. Οι Αθηναίοι είχαν καταδικάσει σε θάνατο τον στρατηγό, τον οποίο είχαν εκλέξει 45 φορές στο αξίωµα αυτό. Παρ’ όλα αυτά, λίγα χρόνια αργότερα, η Αθήνα τίµησε τον Φοκίωνα τοποθετώντας ένα άγαλµα του στην πόλη.

Πηγή: «Ιστορία»

ΠΗΓΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ
ΤΟ ΠΕΡΙΟ∆ΙΚΟ
''ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΥΡΥΞ''
Σάββατο 19 - Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2008

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΘΕΜΑΤΟΣ kaliterilamia.gr

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη