Η, κάτι παραπάνω, από ηρωική θυσία του Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα έχει εγγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη. Από καθαρά στρατηγικής άποψης όμως η απώλεια του Στερεοελλαδίτη οπλαρχηγού άφησε ένα τεράστιο κενό στην ηγεσία των επαναστατών, ήδη από την αρχή του Αγώνα.
Η ιστορία της Επανάστασης του 1821 εμπεριέχει πολλές πτυχές η διερεύνηση των οποίων επιφυλάσσει ακόμη εκπλήξεις στους μελετητές. Η συντριπτική πλειοψηφία των τελευταίων όμως, εντελώς παράδοξα (;) δεν επικεντρώνει στην πιο σημαντική πτυχή. Αυτή των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Και όμως η ελευθερία των Ελλήνων δεν κερδήθηκε, όπως πολλοί πιστεύουν, στα σαλόνια της ευρωπαϊκής διπλωματίας, αλλά στα πεδία των μαχών. Γιατί, αντίθετα με τις απόψεις ειδικών και μη, εκεί γράφεται η ιστορία των λαών.
Το βιβλίο περιγράφει με αυστηρά επιστημονικό, αλλά ταυτόχρονα συναρπαστικό τρόπο, τις σημαντικότερες χερσαίες μάχες του Αγώνα, χάρη στις οποίες οι Έλληνες κατάφεραν να συνεχίσουν την ιστορική τους πορεία.
Εμπεριέχει επίσης ένα πρωτότυπο υποθετικό σενάριο -το οποίο όμως βασίζεται σε αδιάσειστα στοιχεία- μέσω του οποίου επιχειρείται η ανατροπή της καθιερωμένης αντίληψης ότι η φλόγα της Επανάστασης έσβησε, εξαιτίας της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και ότι η ελληνική ανεξαρτησία είναι αποτέλεσμα της ναυμαχίας του Ναυαρίνου.
Οι Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγοί σπεύδουν προς αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου
Το ξέσπασμα της Επανάστασης, τον Μάρτιο του 1821, στην Πελοπόννησο εξαπλώθηκε με ταχύτητα αστραπής στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Ωστόσο η περιοχή είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα. Αποτελούσε ουσιαστικά την οδό απ’ όπου θα επιχειρούσαν να περάσουν οι σουλτανικές δυνάμεις εναντίον της Πελοποννήσου, της εστίας της Επανάστασης.
Η Υψηλή Πύλη αμέσως μόλις έφτασαν οι πρώτες ανησυχητικές ειδήσεις από την Πελοπόννησο έδωσε διαταγή στον Χουρσίτ πασά να καταπνίξει την Επανάσταση. Ο τελευταίος όμως ήταν καθηλωμένος στα Ιωάννινα, όπου πολιορκούσε τον Αλή πασά. Έστειλε λοιπόν τον κεχαγιάμπεή του Μουσταφά, επικεφαλής 3000 Αλβανών, με την εντολή να διαπεραιωθεί δια της Αιτωλοακαρνανίας στο Ρίο. Δεν θεώρησε όμως επαρκή αυτή την αποστολή και διέταξε τον έμπιστό του Κιοσέ Μεχμέτ να συγκεντρώσει ικανές δυνάμεις και να κατέλθει δια μέσου της Βοιωτίας και του Ισθμού στην Πελοπόννησο προς ενίσχυση του Μουσταφά. Η Επανάσταση όμως στην Ανατολική Στερεά δημιούργησε την ανάγκη εκκαθάρισης της περιοχής προκειμένου να περάσουν απρόσκοπτά οι δυνάμεις του Κιοσσέ Μεχμέτ. Την αποστολή αυτή ανέλαβε ο πασάς του Μπερατίου, Ομέρ Βρυώνης. Ο τελευταίος θεωρείτο ικανότερος στρατηγός από τον Κιοσέ Μεχμέτ. Ίσως μάλιστα να του ανατίθετο η αρχηγία της εκστρατείας, αλλά η παλαιά του φιλία με τον Αλή πασά δεν ήταν και το καλύτερο εχέγγυο εμπιστοσύνης.
Οι Στερεοελλαδίτες επαναστάτες σύντομα έλαβαν ακριβείς πληροφορίες για τα τουρκικά σχέδια. Μια μεγάλη στρατιά αποτελούμενη από 8000 πεζούς και 1000 ιππείς κινούταν εναντίον τους. Ο κίνδυνος για την Επανάσταση στην περιοχή ήταν προφανής. Ο Διάκος και ο Δυοβουνιώτης, κρίνοντας απαραίτητη την κατάληψη της στενής διάβασης του Σπερχειού προς τις Θερμοπύλες, κατευθύνθηκαν προς τα εκεί με σκοπό να εμποδίσουν την κάθοδο της εχθρικής στρατιάς.
Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια κατάληψης της Υπάτης και την κρίσιμη καθυστέρηση οκτώ υπερπολύτιμων ημερών οι Διάκος, Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς συσκέφτηκαν στους Καμποτάδες (20 Απριλίου) ώστε να αποφασιστεί ο τρόπος αντιμετώπισης του εχθρού.
Μετά από πολλές διαφωνίες ορίστηκε ο Δυοβουνιώτης με 400 άνδρες να καταλάβει τη γέφυρα του Γοργοπόταμου. Ο Πανουργιάς με 600 άνδρες οχυρώθηκε στο χωριό Μουσταφάμπεη και στη Χαλκομάτα (στον δρόμο των Σαλώνων). Όσο για τον Διάκο, ανέλαβε να υπερασπιστεί με 500 άνδρες τη γέφυρα της Αλαμάνας και τα Πουριά, από όπου διερχόταν ο δρόμος που οδηγούσε στις Θερμοπύλες. Στους έμπιστούς του Καλύβα και Μπακογιάννη ανέθεσε τη φύλαξη της γέφυρας με λίγους άνδρες, ενώ ο ίδιος οχυρώθηκε στο ύψωμα Δαμάστα για να ελέγχει τον δρόμο.
Η τουρκική επίθεση
Στις 23 Απριλίου, (ή στις 22, σύμφωνα με ορισμένους απομνημονευματογράφους) μόλις είχαν προφτάσει οι επαναστάτες να οχυρώσουν τις θέσεις τους, όταν φάνηκε ο Ομέρ Βρυώνης, ερχόμενος από το Λιανοκλάδι. Προπορεύονταν οι πεζοί και ακολουθούσαν οι ιππείς. Ταυτόχρονα είχε ξεκινήσει και από το Ζητούνι (Λαμία) ο Κιοσέ Μεχμέτ.
Μόλις ο Δυοβουνιώτης είδε την μεγάλη δύναμη του εχθρού, εναντίον της οποίας ήταν αδύνατο να αντιπαραταχθεί, υποχώρησε ταχύτατα και κατέλαβε την οχυρή θέση Δέμα. Εκεί, εξαιτίας του κακοτράχαλου εδάφους, οι Τούρκοι ιππείς ήταν αδύνατο να τον καταδιώξουν. Έπειτα ο Βρυώνης προτίμησε να αφήσει το οχυρό Μουσταφάμπεη και να στραφεί προς τη Χαλκομάτα και την γέφυρα της Αλαμάνας πριν φθάσει ο Μεχμέτ και κερδίσει αυτός τη μάχη. Διαίρεσε τότε το στράτευμά του σε τρία σώματα. Το ένα επέπεσε κατά της Χαλκομάτας, το δεύτερο κατά του Διάκου και το τρίτο κατέλαβε τα γύρω υψώματα, με αποστολή την καταδίωξη των επαναστατών, όταν οι τελευταίοι θα εξαναγκάζονταν σε υποχώρηση.
Ο Πανουργίας στη Χαλκομάτα δέχθηκε σφοδρή επίθεση την οποία προσπάθησε να αποκρούσει με πυκνά πυρά. Η μικρή του δύναμη όμως δεν άργησε να καμφθεί. Ο οπλαρχηγός των Σαλώνων μαχόταν στην πρώτη γραμμή. Το αποτέλεσμα της γενναιότητάς του όμως ήταν να τραυματιστεί σοβαρά και να αποσυρθεί από το πεδίο της μάχης. Αμέσως μετά άρχισε η υποχώρηση των σκληρά πιεζόμενων ανδρών του.
Εν τω μεταξύ στην Αλαμάνα είχε ξεσπάσει σκληρή μάχη με ορμητικές αντεπιθέσεις μεταξύ των αντιμαχομένων. Η τουρκική δύναμη δεν φαινόταν ικανή να κάμψει τους επαναστάτες. Αμέσως όμως μετά την εξουδετέρωση του σώματος του Πανουργιά, ο Βρυώνης έστειλε ένα μικρό σώμα προς απασχόληση των οχυρωμένων στο Μουσταφάμπεη και διοχέτευσε το σύνολο της δύναμης του εναντίον των υπερασπιστών της Αλαμάνας. Υστέρα από λίγο έφτασε στο πεδίο της μάχης και ο Κιοσέ Μεχμέτ.
Ολόκληρη τότε η τουρκική στρατιά επιτέθηκε εναντίον των 500 ανδρών του Διάκου. Απ’ αυτούς οι 200, υπό τους Καλύβα και Μπακογιάννη, υπεράσπιζαν τη γέφυρα. Ο Διάκος με τους υπόλοιπους κατείχε τα Πουριά (όπως προαναφέρθηκε), σε απόσταση 20 λεπτών, και με συνεχείς επιθέσεις προσπαθούσε να ανακουφίσει τους μαχόμενους στην Αλαμάνα.
Σύντομα όμως βρέθηκε και ο ίδιος σκληρά πιεζόμενος από υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις. Τότε οι Καλύβας και Μπακογιάννης κλείστηκαν με δύο συντρόφους τους σε ένα χάνι μπροστά από τη γέφυρα για να απασχολήσουν τον εχθρό ώστε να ανακουφιστούν οι μαχόμενοι στη γέφυρα και να ταυτόχρονα να μην επιπέσει ολόκληρη η εχθρική δύναμη πάνω στον Διάκο. Όμως οι Τούρκοι ήταν πάρα πολλοί και μπορούσαν να ασκούν πίεση και στα δύο σημεία αντίστασης.
Η σύλληψη και η θανάτωση του Διάκου
Οι μαχόμενοι στα Πουριά, μπροστά στην ασφυκτική εχθρική πίεση , άρχισαν να συμβουλεύουν τον Διάκο να υποχωρήσει. Εκείνος όμως αρνήθηκε. Μάταια τον εκλιπαρούσε ο συμπολεμιστής του Βασ. Μπούσγος, να νοιαστεί για τη ζωή του που ήταν πολύτιμη για τον Αγώνα. Ο Μπούσγος έφερε και τη φοράδα μάλιστα του Διάκου, την Αστέρω και τον καλούσε επίμονα να φύγει. Τότε εκείνος του φώναξε: «Ο Διάκος δεν φεύγει, ούτε εγκαταλείπει τους συντρόφους του».
Γύρω από τον Διάκο δεν έμειναν πλέον παρά 48 άνδρες, αποφασισμένοι να πεθάνουν. Τα περισσότερα τυφέκια και οι πιστόλες είχαν αχρηστευτεί από τη συνεχή χρήση. Οι Αλβανοί του Βρυώνη εφορμούσαν από παντού. Οι Έλληνες τράβηξαν τα σπαθιά και τα γιαταγάνια αποφασισμένοι για μάχη μέχρις εσχάτων. Ξέσπασε μια άγρια πάλη. Τότε σκοτώθηκε ο αδελφός του Διάκου Μήτρος. Ο Διάκος μεταχειρίστηκε τη σορό του αδελφού του ως πρόχωμα. Μετά από λίγο κατάφερε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό και να καταφύγει στα Μανδροστάματα της μονής της Δαμάστας. Εκεί υπήρχαν βράχοι, κατάλληλοι να χρησιμοποιηθούν ως ταμπούρια. Όμως δεν απέμεναν παρά 10 άνδρες. Δεν διεξαγόταν μάχη πλέον, αλλά άνισες μονομαχίες. Κάθε Έλληνας είχε να αντιμετωπίσει πολλούς Αλβανούς. Ο Διάκος μαχόταν με λύσσα ώσπου τραυματίστηκε από εχθρική βολίδα στον δεξιό ώμο. Στο δεξί του χέρι κρατούσε την πιστόλα του, εξαιτίας όμως του τραύματός του δεν μπορούσε πλέον να τη χρησιμοποιήσει. Το σπαθί που κρατούσε με το αριστερό έσπασε. Οι συναγωνιστές του κείτονταν νεκροί. Δεν διέφυγε παρά μόνο ο Μπούσγος. Το μαρτύριο του μόλις τώρα άρχιζε. Οι Αλβανοί έπεσαν πάνω του και τον ακινητοποίησαν. Παρότι ήταν εξαντλημένος από τη συμπλοκή και τραυματισμένος ενέπνεε ακόμη τον φόβο. Γι’ αυτό τον έδεσαν χειροπόδαρα και τον τοποθέτησαν σε ένα μουλάρι.
Εν τω μεταξύ οι Καλύβας και Μπακογιάννης, με τους δύο συντρόφους τους αντιλήφθηκαν τον αρχηγό τους δεμένο πάνω στο μουλάρι ανάμεσα στους Αλβανούς. Εκείνος τους αντιλήφθηκε και φώναξε: «Καλύβα, Μπακογιάννη, δέκα χιλιάδες με κρατούν». Τότε οι τέσσερις εκείνοι αγωνιστές έσυραν τα σπαθιά τους και όρμησαν στους Αλβανούς. Μετά από σύντομη πάλη έπεσαν όλοι νεκροί. Ο Διάκος μεταφέρθηκε στο τουρκικό στρατόπεδο. Ακολούθησε η ανάκρισή του από τους δύο πασάδες και η απόφαση για τον φρικτό θάνατο δια ανασκοπολοπισμού.
Αυτό ήταν το τέλος του γενναιότερου των οπλαρχηγών του Αγώνα. Το πάνθεον των ηρώων του Γένους του επιφύλαξε μια ξεχωριστή θέση. Όμως από καθαρά στρατηγική άποψη η θυσία του Διάκου ήταν ανώφελη. Οι Τούρκοι θα περνούσαν από την Αλαμάνα, είτε ο Διάκος χανόταν είτε όχι. Αν επιβίωνε όμως ο Έλληνας οπλαρχηγός θα εξακολουθούσε να αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα για τους Τούρκους. Ενώ τώρα, από τον πρώτο μόλις μήνα του Αγώνα, οι Έλληνες στερήθηκαν έναν εξαιρετικό στρατιωτικό αρχηγό.
ΘΕΜΑ:
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ