Γράφουν οι Κ. ΚΩΤΟΥΛΑΣ - Α. ΙΩΑΝΝΟΥ | Τη βρήκαμε στο σπίτι της στην Πλάκα. Ένα σπίτι που θύμιζε σκηνικό από ταινίες του Βισκόντι έτσι φορτωμένο με πίνακες, μικροαντικείμενα, ξεραμένα λουλούδια, γυάλινα βαζάκια. Στη συμμαζεμένη καιν εκπολιτισμένη Πλάκα λοιπόν, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, το κορίτσι του ΔΡΑΚΟΥ και της ΜΑΓΙΚΗΣ ΠΟΛΗΣ, ζει την ώριμη ζωή της. Κάτι φωτογραφίες στον τοίχο και στο κομοδίνο εύκολα μας κάνουν να θυμηθούμε εκείνο το «μωρό» που είχε ερωτευθεί ο ΔΡΑΚΟΣ και την «Ψιψίνα» που μας γνώρισε τη ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ στο ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΞΥΠΝΗΜΑ του νεοελληνικού κινηματογράφου. Με τη Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και τον κινηματογράφο, η τύχη είναι αυτή που κυριολεκτικά έπαιξε τον πρώτο ρόλο. Γειτονοπούλα με το Θανάση Βέγγο στο Νέο Φάληρο, όταν ο Νίκος Κούνδουρος άρχιζε τα γυρίσματα της ΜΑΓΙΚΗΣ
ΠΟΛΗΣ και έψαχνε για πρωταγωνίστρια. Ο Βέγγος πήγε τον Κούνδουρο σπίτι της για να τη δει και όπως λέει η ίδια «... από κείνη τη μέρα ο Νίκος δεν βγήκε από τη ζωή μου».
1952-1957: ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΞΥΠΝΗΜΑ του Κακογιάννη, ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ και ΔΡΑΚΟΣ του Κούνδουρου, ΤΖΟ Ο ΤΡΟΜΕΡΟΣ και ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ του Ντίνου Δημόπουλου, Η ΘΕΙΑ ΑΠ' ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ του Αλέκου Σακελλάριου. Έξι ταινίες μέσα σε πέντε χρόνια. Ξαφνικά, η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου σταματάει κάθε σχέση με τον κινηματογράφο και τον κόσμο του.
Έπρεπε να σταματήσει η σχέση μου με τον Κούνδουρο και για να γίνει αυτό εφικτό έπρεπε να σταματήσω με τον κινηματογράφο. Για μένα αυτά τα δύο ήταν ένα πράγμα. Από την αρχή που ξεκίνησα να κάνω κινηματογράφο κάτι άλλο μ’ ενδιέφερε πιό πολύ. Προτιμούσα να είμαι μιά πετυχημένη μητέρα παρά μια καλή ηθοποιός.
Αν δεν έφευγα από το Νίκο θα συνέχιζα να κάνω ταινίες. Πολλές φορές το προσπάθησα πριν αυτό γίνει οριστικό. Και κατέφυγα στο θέατρο. Έπαιξα σε δύο έργα με το θίασο Αλεξανδράκη-Γεωργούλη. Του Ρομπέρ Οσέν το ένα, του Ούγκο Μπέτι το άλλο... Εκπληκτικός θίασος: Σταρένιος, Βανδής, Φυσσούν, Γαρμπή. Με είχε ζητήσει και ο Κατράκης στο θίασό του. Ο Νίκος δεν ήθελε να παίζω θέατρο. Πάντα με γύριζε πίσω. Εγώ νόμιζα πως αυτό το έκανε επειδή με ήθελε να είμαι πάντα η «Ψιψίνα» ή «το Μωρό». Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω πως αυτό ήταν για να με προφυλάξει από κάποιες ευτέλειες που υπήρχαν σ’ εκείνο το χώρο. Με ήθελε να ζω στο δικό του χώρο, να είμαι ο δικός του άνθρωπος. Όσο και να ακούγεται αυτό εγωιστικό, τώρα δεν πιστεύω πως είχε και άδικο.
... Είναι κάτι πράγματα που δεν μπορούν εύκολα να εξηγηθούν. Μιλάω για τις προσωπικές μας σχέσεις. Είχαμε φτάσει σε ακραίες καταστάσεις. Πολλά από όσα γίνονταν δεν μου άρεσαν. Του το έλεγα. Τον ενοχλούσε αυτό. Όλους τους ενοχλεί. Δεν ήταν η νομιμοποίηση της σχέσης μας, όπως θα νομίσουν μερικοί, πως με ενδιέφερε. Από την αρχή που ξεκινήσαμε, αυτά τα πράγματα είχαν ξεκαθαριστεί. Ο Νίκος είχε πει: «Και όχι τώρα γάμους και τέτοια». Κι εγώ είπα: «Μάλιστα». Άσχετα αν αυτή μου την απόφαση την πλήρωσα με μύρια όσα μετά. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τότε. Να συζείς με κάποιον, να μη γυρίζεις σπίτι σου... Άρχισα, θυμάμαι, να παίζω στην ταινία Η ΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ, όταν ο Νίκος μουμίλησε για τους ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ που ετοίμαζε και είπε πως ήθελε να παίξω εκεί. Εγώ όμως είχα πάρει την απόφασή μου. Αρνήθηκα. Τη σχέση μου με το Νίκο αρνήθηκα, όχι την ταινία. Αν έλεγα ναι, θα έπρεπε να συνεχίσω και μαζί του. Αυτο ήθελα να αποφύγω.
... Έπαιξα και σε ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου. Τώρα που τις ξαναβλέπουμε, τις βρίσκουμε χαριτωμένες, γελάμε. Εγώ όμως είχα ξεκινήσει με άλλα οράματα. Μου άρεσε ο κινηματογράφος όπως τον δούλευε ο Νίκος. Καταλάβαινα τη διαφορά. Αυτό με στεναχωρούσε. Δεν ήθελα να είμαι σνόμπ. Δίπλα του έμαθα πολλά πράγματα. Άρχισα να διαβάζω ποίηση, να βλέπω ζωγραφική, να κάνω παρέα με αξιόλογους ανθρώπους. Ένας νέος, ωραίος κόσμος. Οι εμπορικές ταινίες δεν μου άρεσαν. Αμέσως μετά τη ΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ, μου πρότειναν να παίξω στη ΜΟΥΣΙΤΣΑ - ξέρεις, την ταινία που έκανε γνωστή τη Βουγιουκλάκη. Αλλά εγώ πια είχα διαλέξει το δρόμο μου. Παντρεύτηκα και έφυγα στην επαρχία. Για δέκα χρόνια.
... με τον Αλέκο Τσούχλο. Τον γνώρισα στην παρέα του Νίκου. Φίλος του από το Μακρονήσι. Ερχόταν στα γυρίσματα, βγαίναμε μαζί έξω. Ήταν ερωτευμένος μαζί μου. Εγώ δεν το είχα καταλάβει. Ήταν πολιτικός μηχανικός.
... Όχι, ο γάμος μου δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην απόφασή μου να σταματήσω να κάνω ταινίες. Πιστεύω πως όλα τα πράγματα κάποτε, κάπου τελειώνουν. Και όταν τελειώνουν, πρέπει να τα κλείνεις οριστικά. Όπως με τους έρωτες, με τις φιλίες. Δεν μπορείς μια ζωή να είσαι συνέχεια μπρος-πίσω. Είναι μεσοβέζικες καταστάσεις αυτές. Δεν μου πάνε. Δεν μου αρέσουν.
... Τώρα θα μου πεις: και αυτά τα πέντε χρόνια που έζησες μέσα σ’ αυτό το χώρο τί τα κάνεις; Πως τα βγάζεις από πάνω σου; Μα εγώ δεν ήμουν άμοιρη όλων αυτών. Δεν ήταν ο κινηματογράφος μια αστραπή που φώτισε τη ζωή μου και ξαφνικά έσβησε. Εγώ την ευαισθησία την είχα από μικρή μέσα μου. Από τη μάνα και τον πατέρα μου. Ο Νίκος φυσικά ήταν αυτός που μου άνοιξε τα μάτια, αλλά υπήρχε το υπόβαθρο μέσα μου για να καλλιεργηθούν όλα αυτά. Είχα ακόμη ένα τεράστιο προσόν. Ήξερα να ακούω. Να μην κάνω την έξυπνη. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Τσαρούχη. Είχε κάνει τα σκηνικά στην πρώτη μου ταινία, το ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΞΥΠΝΗΜΑ. Για τα εσωτερικά είχαμε πάει στην Αίγυπτο. Αξέχαστες μέρες. Ξέρεις τι είναι να ξεκινάς τη ζωή σου δεκαοχτώ χρονών και να ’χεις τον Τσαρούχη ξεναγό.
... τον αγαπώ τον κινηματογράφο. Τίποτα όμως δεν θα με έκανε να επιστρέψω εκεί. Όχι, ούτε ο Νίκος. Άσε που έχουν αλλάξει και τα πράγματα τώρα. Έχει βελτιωθεί πολύ το παίξιμο των ηθοποιών. Είναι πιο φυσικοί. Καθημερινοί. Μου αρέσουν. Αν και τότε, όταν γυρίζαμε τις ταινίες, έτσι κάπως ήμασταν κι εμείς. Και είχαμε αντιδράσεις γι’ αυτό μας το παίξιμο. Λέγανε: «Μα πως παίζει έτσι αυτή». Βλέπεις, ο κόσμος είχε συνηθίσει στο φωναχτό, το εξωτερικό. Περάσανε πολλά χρόνια για να εκτιμηθούν οι ταινίες αυτές. Τώρα να επιστρέψω εκεί; Γιατί; Εγώ θέλω πάντα να κάνω κάτι καινούριο, κάθε φορά. Δεν μ’ αρέσουν οι επιστροφές. Είναι σαν να έχεις εγκαταλείψει έναν άντρα και να τον βρεις και να θελήσεις να ξανασμίξεις μαζί του μετά από τριάντα χρόνια. Με τίποτα, όση φαντασία και να διαθέτεις, δεν θα είναι το ίδιο όπως τότε. Έπειτα έχω πλήρη αίσθηση του γελοίου. Να δώσω λαβές σε όλους αυτούς τους κακεντρεχείς και να βγούνε και να λένε δεν ξέρω τί. Μόνο αν μπορώ να σατιρίσω όλα αυτά που έγιναν ή γίνονται, ίσως μια τέτοια πρόταση να κέντριζε το ενδιαφέρον μου. Όπως τότε με το «Μωρό» στο ΔΡΑΚΟ - θυμάσαι το τραγούδι, τον ΙΛΙΣΣΟ του Χατζιδάκι; Εγώ το είχα πει πρώτη και κορόιδευα όλα τα νιαουρίστικα παιξίματα. Άσχετα αν μετά όλα αυτά έγιναν για χρόνια κατεστημένο στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Μην ξεχνάς, δεν με έδιωξε ο χώρος, εγώ έφυγα.
... δεν νομίζω πως ένας ηθοποιός του σήμερα θα μπορούσε να κάνει καριέρα τότε. Ούτε το αντίστροφο. Φυσικά υπάρχουν οι εξαιρέσεις, ο Μπάρκουλης για παράδειγμα ή ο Ρέτσος. Σπουδαίοι ηθοποιοί. Η Λαμπέτη όμως, αν ζούσε, δεν θα μπορούσε με τίποτα να είναι στις ταινίες τις τωρινές αυτό που ήταν τότε. Έχουν προχωρήσει πολύ τον κινηματογράφο οι νέοι άνθρωποι.
... Ο Νίκος ο Νικολαΐδης μου αρέσει πολύ. Έχει χιούμορ. Ο Παντελής Βούλγαρης με τον ΤΖΙΜΗ ΤΟΝ ΤΙΓΡΗ και το ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ, ξεκίνησε εκπληκτικά. Και ο Παναγιωτόπουλος με τα ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΡΙΔΟΣ. Ο Αγγελόπουλος με είχε συναρπάσει μ’ εκείνη τη θαυμάσια ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Και ο ΘΙΑΣΟΣ του ήταν ωραίος. Μετά όμως άρχισε να επαναλαμβάνεται. Δεν μου πάει. Βαριέμαι.
... με τις ταινίες του Νίκου δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική. Πηγαίνω και τις βλέπω 5 και 6 φορές την καθεμιά. Όλες μου άρεσαν. Οι ΜΙΚΡΕΣ ΑΦΡΟΔΙΤΕΣ δεν μου πήγαν πολύ, παρά την παγκόσμια παραδοχή που είχαν. Θεωρώ το 1922 μεγάλη ταινία. Και το ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ. Είναι το πιο αισθητικό πράγμα που έχω δει ποτέ μου. Αλλά με μένα και τις ταινίες του Νίκου είναι κάπως διαφορετικά. Ξέρω το Νίκο απ’ έξω κι ανακατωτά. Ξέρω τί κρύβει ή τί θέλει να πει σε κάθε του πλάνο. Διαβάζω με ευκολία τους κώδικές του.
... Έχω δουλέψει και με τον Κακογιάννη. Ο Κακογιάννης με είδε μέσα σ’ ένα τραμ, του άρεσα και μου είπε: «Ετοιμάζω μια ταινία, θέλεις να παίξεις;». Ήταν το ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΞΥΠΝΗΜΑ. Δεν ήξερε ότι είχα αρχίσει να γυρίζω με το Νίκο τη ΜΑΓΙΚΗ ΠΟΛΗ. Τα πήγαμε πολύ καλά. Αλλά να. Ο Νίκος μου πάει περισσότερο. Σαν σκηνοθέτης είναι πολύ Έλληνας και αυτό μου αρέσει. Με τον Κακογιάννη κάπου χάνομαι.
... Ναι, σπουδαία ταινία η Στέλλα. Σημαντική. Αλλά κάπου φολκλόρ. Η Ελλάδα και τι μπορούμε να πουλήσουμε απ’ αυτή.
... δεν έχει αλλάξει μόνο ο κινηματογράφος. Και με τον τύπο όλα τώρα συμβαίνουν διαφορετικά. Συνεντεύξεις, δηλώσεις, λεπτομέρειες για τα γυρίσματα, ένα σωρό φωτογραφίες. Ο θεατής πριν μπει στην αίθουσα ξέρει τα πάντα για την ταινία που θα δει.
Πουθενά δεν τον αφήνουν μόνο του και με τη φαντασία του. Τον ευνουχίζουν. Όπως με τα χιλιάδες γυμνά που κατακλύζουν τις οθόνες. Δεν μου αρέσει το γυμνό. Όχι από σεμνοτυφία, προς Θεού. Εγώ θέλω να δουλεύει η φαντασία περισσότερο. Αυτό με ερεθίζει.
... Φυσικά αν μου έλεγε ο Νίκος πως σε μιά σκηνή έπρεπε να γυμνωθώ θα το έκανα. Είχα τυφλή εμπιστοσύνη σ’ αυτόν.
... πως περνάω τώρα; Μ’ αρέσει η διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Ναι. Και σαν βιοποριστικό επάγγελμα. Όταν χώρισα με τον Αλέκο, μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου, δεν μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα χέρια. Είχα ένα παιδί, που ήθελα να μην του λείψει τίποτα. Τί να μου έκανε η διατροφή. Με τη διακόσμηση είχα από παιδί πολύ καλές σχέσεις. Με είχε μάθει ο πατέρας μου. Αυτός ήταν συλλέκτης. Πήγαινε στο Μοναστηράκι και αγόραζε παλιά τηλέφωνα, παλιές γραφομηχανές. Ήξερα όλες τις τρύπες εκεί. Και ξεκίνησα σιγά- σιγά. Από το δικό μου χώρο πρώτα. Έκανα αυτή τη δουλειά από τότε που ήμουν με το Νίκο. Έπειτα έζησα και σε χώρους που η καλαισθησία μέτραγε πολύ. Είχα και αρκετή φαντασία. Δεν μου άρεσαν ποτέ τα ίσια, τα επίπεδα πράγματα. Μου άρεσε να ομορφαίνω το χώρο. Βλέπεις αυτό το σπίτι; Μόνη μου το διακόσμησα.
... Διαβάζω πολύ. Νεοελληνική λογοτεχνία. Ό,τι βγαίνει. Μ’ αρέσει να βλέπω τι κάνουν οι νέοι άνθρωποι, τί καταγράφουν από τις μέρες που ζούμε, από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας. Διάβασα τελευταία το βιβλίο «...Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου. Σπουδαίο βιβλίο. το αγοράζω και το χαρίζω σ’ όλους μου τους φίλους. και στο γιο μου, στην Αμερική, το έστειλα. Μου άρεσε το χιούμορ του, ο αυτοσαρκασμός του. Άσε τους σοβαροφανείς να λένε πως αυτο δεν είναι λογοτεχνία.
... Τώρα διαλέγω μόνη μου τα βιβλία. Παλιά μου έλεγε τι να διαβάζω ο Μίλτος Σαχτούρης. ο λατρεμένος μου, ο αγαπημένος μου! Με κοίταζε στα μάτια και καταλάβαινε τι μου συνέβαινε. «Διάβασε αυτό Μαργαρίτα, διάβασε εκείνο». Απομονώθηκε τώρα. Κάποτε μ’ έπαιρνε τηλέφωνο. ’Έστω και μια φορά το χρόνο. Τώρα σταμάτησε, δεν το κάνει πια
... Γιατί να μιλήσω για γυναίκες σκηνοθέτες; Δεν τις ξεχωρίζω. Μια ταινία είναι η καλή η κακή. Άσχετα αν την έκανε άντρας ή γυναίκα. Γενικά, δεν μου αρέσουν οι διαχωρισμοί και τα διάφορα κινήματα. Ούτε και με το φεμινιστικό κίνημα και με όλο αυτό το χαβαλέ συμφωνώ. Γιατί πρέπει σώνει και καλά να αποδείξω πως είμαι γυναίκα και αξίζω. Ό,τι έχω να αποδείξω το κάνω με τη δουλειά μου. Αυτή είναι η απόδειξη και η δικαίωσή μου.
... και ο γιος μου. Χρειάστηκε να μεγαλώσει αρκετά για να μπορεί να λέει με καμάρι: «Είμαι ο γιος της Μαργαρίτας». Με πείραζε για χρόνια, αποκαλώντας με «η μάνα μου η Δρακουλιάρα». Ξανάνιωσα μαζί του. Τα παιδιά, τί τα θέλεις, είναι η παράταση της ζωής. Όταν με πήγε για πρώτη φορά σε disco και μου είπε: «Σήκω μάνα να χορέψουμε», είχα την αίσθηση πως έκανα ένα νέο ξεκίνημα. Εγώ συμφιλιωμένη με ό,τι περισσότερο αγάπησα στη ζωή μου και ο γιος μου συμφιλιωμένος με το κινηματογραφικό μου παρελθόν.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 1986
from ανεμουριον https://ift.tt/2YCjWhq
via IFTTT