ΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΠΟΛΟΣ
Κατά το 51 μ.Χ. οι ισαπόστολοι Παύλος, Σύλλας και Τιμόθεος έφθασαν στην Καβάλα, από τους Αγίους Τόπους, για να διδάξουν στη Μακεδονία και σ’ όλη τη χώρα τον Χριστιανισμό. Επειδή ο Χριστιανισμός τότε ήταν σε διωγμό, τους φυλάκισαν στους Φιλίππους όπου ηγεμόνευε η Λυδία, η οποία πείσθηκε από τον Παύλο και ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό· ήταν η πρώτη Χριστιανή και μαζί μ’ αυτήν εκχριστιανίστηκαν ο δεσμοφύλακας του Παύλου και ο ποιμένας Λουκάς, ο μετέπειτα Ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος τότε ασχολούνταν με την πρακτική ιατρική και ήταν πολυγραφότατος. Η Λυδία είχε εφοδιάσει με άδεια τους Ισαποστόλους και τους επέτρεψε να περιοδεύσουν τη Μακεδονία, για να διδάξουν και να διαδώσουν τον Χριστιανισμό.Φεύγοντας από τους Φιλίππους, οδοιπορούντες για το Παγγαίο κοντά στο Ροδολίβος, έπεσαν στα χέρια φυγοδίκων ληστών επικηρυγμένων οι οποίοι τους κράτησαν επί αρκετές μέρες στο βουνό σαν ομήρους- εκεί ο Παύλος και οι σύντροφοί του άκουσαν τα παράπονα των φυγόδικων ληστών ότι, επειδή εγκλημάτησαν, δεν τους επέτρεπαν να επιστρέφουν στις οικογένειές τους. Ο Απόστολος Παύλος τους υποσχέθηκε ότι, αν
ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΛΙΒΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΗΓΑΔΙ (ΚΟΥΡΤΕΣΣΑ)
τους αφήσουν ελεύθερους, θα μεσολαβήσουν στο χωριό να τους συγχωρήσουν και να τους επιτρέψουν να ζήσουν πάλι ελεύθεροι. Πράγματι έτσι και έγινε. Άφησαν τους τρεις Αποστόλους, κατέβηκαν στο χωριό, δίδαξαν τον Χριστιανισμό τον οποίο ασπάσθηκαν οι συγχωριανοί μας -επέτρεψαν στους φυγόδικους να επιστρέφουν στο χωριό- και μετά λίγες μέρες οι Απόστολοι αποχαιρέτησαν τους κατοίκους, οι οποίοι τους συνόδευσαν περί το ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό στην τοποθεσία «Τοπόλος» που ονομάστηκε έτσι από την παράφραση των λέξεων «Του Παύλου» γαλλικά de Paul, λατινικά Polo και στη συνέχεια ντεπόλος-Τοπόλος, κατά την παράδοση. Στον Τοπόλο λοιπόν, προπέμποντας τους Αποστόλους οι συγχωριανοί μας, έκαναν κάποια στάση ν’ αποχαιρετηθούν, τους πρόσφεραν ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα, που λέγονται και ρόδα και πληροφορηθείς ο Παύλος μετά την έκπληξή του για τα πολλά τριαντάφυλλα- ρόδα ότι όλος ο κάμπος ήταν γεμάτος από Τριανταφυλλιές, γνωστές από τη Βοτανική και με την ονομασία ροδιές (Ροδή η Τριανταφυλλή), -να και το γνωστό λαϊκό τραγούδι «Τα ρόδα τα τριαντάφυλλα της άνοιξης καμάρι...»- ωνόμασε το χωριό, στην πραγματικότητα το μετωνόμασε από ΓΑΖΩΡΟΣ που λέγονταν, σε ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ. Λέγεται ακόμη, κι έτσι πρέπει να είναι, την εποχή εκείνη όλη η περιοχή των Φιλίππων καλλιεργούνταν με τριανταφυλλιές και οι κάτοικοι, του Ροδολίβους και του Παγγαίου, μετέφεραν από εκεί ριζώματα η μοσχεύματα και επεδίδονταν με πολύ ενδιαφέρον στην καλλιέργεια αυτή. Ήταν λοιπόν η περιοχή του χωριού ένα απέραντο λειβάδι από τριανταφυλλιές όπως θα δούμε στην συνέχεια; Πολύ πιθανόν. Ποια είναι όμως η ετυμολογία της λέξης, τη ονομασίας ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ; Υπάρχουν δύο εκδοχές- η πρώτη από τα τριαντάφυλλα ή ρόδα και λειβάδεια=ΡΟΔΟΛΕΙΒΟΣ, η δεύτερη πιο πιθανή ΡΟΔΑ και ΛΙΒΑΣ=ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ, λιβάς με γιώτα σημαίνει σταλαγματιά, διότι τα ροδοπέταλα των τριαντάφυλλων αποστάζονταν και έδιναν το τριανταφυλλόνερο, σε πρώτη φάση κι ίσως σε δεύτερη το ροδέλαιο, σε αυτοσχέδιους προφανώς αποστακτήρες (άμβυκες, καζάνια) παραπλήσιους μ’ αυτούς, που χρησιμοποιούνταν μέχρι τα τελευταία χρόνια για την απόσταξη των στεμφύλων (των πατημένων σταφυλιών) για την απόληψη του γευστικού τσίπουρου. Μια τρίτη εκδοχή αναφέρεται στο βιβλίο -άξιο πράγματι μελέτης και διαίτερης προσοχής- του συγχωριανού μας Γ. Βογιατζή, σχεδόν απόλυτα ταυτόσημη με τη δεύτερη εκδοχή. Επίσης και στο βιβλίο του επίσης συχωριανού μας Γ. Αβτζή, ενθέρμου ερευνητή της Ιστορίας και Λαογραφίας του Ροδολίβους. Εδώ θεωρώ σκόπιμο να μεταφέρω κατά λέξη ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Αστεριού Δ. Γούσιου με τίτλο «Η ΚΑΤΑ ΠΑΓΓΑΙΟΝ ΧΩΡΑ» - ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ (εκ του ρόδα λείβειν, σημείωση δική μου λείβειν και λίβειν). «Εις άπόστασιν 50 άκριβώς λεπτών τής ώρας καί Β.Α. τοϋ προηγουμένου κείται ή μεγίστη πασών τών κατά Παγγαίον Κωμοπόλεων. Έχει 3.400 κατοίκους, εξ ών 3.000 Έλληνες Χριστιανοί καί 400 Οθωμανοί. Οί μέν "Ελληνες κάτοικοι έργατικοί καί φιλόπονοι όντες, διατηροϋσιν ίδίαις δαπάναις άστικήν σχολήν μετά δύο διδασκάλων καί παρθεναγωγείον μετά δύο διδασκαλισσών, οί δε όθωμανοί άνώτερον Γραμματοδιδασκαλεϊον μετά δύο διδασκάλων καί έν Τέμενος. Ή Κωμόπολις αΰτη κειμένη έπί λαμπρός τοποθεσίας καί έχουσα μαγευτικήν άποψιν, είναι πατρίς τοϋ ένδόξως καί θεαρέστως τά νϋν πατριαρχεύοντος Παναγιωτάτου καί Οικουμενικού Πατριάρχου Νοεφύτου τοϋ Η'. Έχει δύο μεγάλας έκκλησίας, μίαν προς τιμήν της Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, όποτε καί πανήγυρις τελείται. Διαιρείται ύπό λάκκου εις δύο άνισα μέρη, συγκοινωνοϋντα διά γεφυρών». Εμείς δεν έχομε να προσθέσουμε τίποτε, εκτός από την έκπληξη που δοκιμάζει ο καθένας ότι, ο πληθυσμός του χωριού μας, παραμένει σχεδόν στάσιμος, ύστερα από εκατό περίπου χρόνια· αλλά επειδή πρέπει να ακριβολογούμε, μεταπολεμικά η αστυφιλία και η μετανάστευση μείωσαν τον πληθυσμό ίσως και κατά 800-1000 άτομα, φαινομενικά. Ακόμη θεωρώ σκόπιμο να μνημονεύσω εδώ τις ενέργειες του συγχωριανού μας Αγγέλου Γραμματικού, καθηγητή και προέδρου της Κοινότητας για μια περίοδο, για την διόρθωση της γραφής του χωριού από Ροδολείβος σε Ροδολίβος. Με τακτική αλληλογραφία 30-35 χρόνια πριν και με πειστικά επιχειρήματα έπεισε την Ακαδημία Αθηνών και με δημοσιεύσεις σε εφημερίδες της Αθήνας, πραγματοποιήθηκε τελικά η διόρθωση της ορθογραφίας του χωριού σύμφωνα με την εκδοχή Ρόδα και λιβάς -(Ροδοστάλαγμα) και Ροδολίβος, με μικρή παράφραση στις δύο λέξεις. Και για να ολοκληρώσουμε όσα αναφέρονται και συνηγορούν στην ετυμολογία της ονομασίας του χωριού μας, να προσθέσουμε ακόμη ότι βρέθηκαν πριν πολλά χρόνια σε κατώϊα σπιτιών μεγάλα πυθάρια (κιούπια) αποθήκευσης ροδόνερου ή τριανταφυλλόνερου, στοιχείο αδιάψευστο απόσταξης και αποθήκευσης του αποστάγματος των τριανταφύλλων. Να σημειώσουμε ακόμη εδώ την εκκλησία του Αγίου Σύλλα, έξω από την Καβάλα, προς τιμήν και ανάμνησην του Ισαποστόλου Σύλλα. Είναι γνωστό το μετέπειτα δρομολόγιο των τριών Αποστόλων: Αμφίπολη-Ν. Απολλωνία-Θεσσαλονίκη, όπου δεν έτυχαν καλής υποδοχής· εδώ ο Απόστολος Παύλος συνέχισε το οδοιπορικό του, προς την Βέροια, όπου και το Βήμα του Αποστόλου Παύλου με σπουδαία ψηφιδωτή διακόσμηση. Αργότερα με τις δύο προς Θεσσαλονικείς επιστολές και την ίδρυση της πρώτης Χριστιανικής εκκλησίας, έκανε γνωστή την πόλη σ’ όλο τον κόσμο. Στην συνέχεια του οδοιπορικού των Αποστόλων η Αθήνα και η Κόρινθος δέχονται το δίδαγμα της αλήθειας, της δικαιοσύνης της αγάπης προς τον πλησίον, της ειρήνης και ασπάζονται «Ομοθημαδόν» τον Χριστιανισμό. Η παράδοση αναφέρει, ότι οι Ισαπόστολοι επέστρεψαν στη Μακεδονία και πραγματοποίησαν δύο ή τρεις συνολικά περιοδείες. Ανταμείφθηκαν στις ατέλειωτες ταλαιπωρίες τους ανάμεσα σε πληθυσμούς, όχι και τόσο φιλικούς, σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να διδάξουν και να επιτύχουν την ευρύτερη διάδοση του Χριστιανισμού, πιστοί αμετάκλητα στην προτροπή του Διδασκάλου Χριστού: «Πορευθέντες διδάξατε πάντα τα έθνη ». Τέλος να σημειώσουμε, ότι ο Απόστολος Παύλος -κατά την παράδοση- σε όραμα είδε να προσκαλείται από ένα Μακεδόνα Βασιλιά να διδάξει τον Χριστιανισμό στη Μακεδονία, όπου και αποβιβάστηκε κάπου στην περιοχή του κόλπου Νεαπόλεως της σημερινής Καβάλας, προερχόμενος με τους συντρόφους του από τους Αγίους Τόπους. Σχετικό όσο και σημαντικό είναι το παρακάτω εδάφιο της Αγίας Γραφής: «Άνήρ τις ήν Μακεδών, έστώς παρακαλών καί λέγων τφ Παύλα). Διαβάς εις Μακεδονίαν, βοήθησον ήμΐν». Ός δέ τό όραμα ειδεν ό Παύλος, εύθέως έζητήσαμεν έξελθεΐν εις τήν Μακεδονίαν συμβιβάζοντες ότι προσκέκληται ήμάς ό Κύριος, εύαγγελίσασθαι αύτούς». (Πράξεις Αποστόλων κεφ. 16). Ο Παύλος έμεινε αρκετό χρονικό διάστημα στη Μακεδονία και έγραψε δύο Επιστολές «Πρός Θεσσαλονικείς», δείγμα αγάπης προς την ευλογημένη γη της Μακεδονίας μας.

ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Από τους παλαιούς χρόνους μέχρι σήμερα Αναφέρουμε με χρονολογική σειρά τις καλλιέργειες σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας: της τριανταφυλλιάς, του Αμπελιού, του Βαμβακιού και του Καπνού. Παράλληλα μ’ αυτές τις κύριες καλλιέργειες, καλλιεργούνταν και άλλα φυτά, όπως τα σιτηρά, το καλαμπόκι και τα όσπρια. Ας πάρουμε κατά σειρά τις καλλιέργειες, εξετάζοντάς τες συνοπτικά, όσο ο χώρος και ο χρόνος μας το επιτρέπουν. Καλλιέργεια της Τριανταφυλλιάς Είναι βέβαιο ότι η Τριανταφυλλιά ή Ροδή, καλλιεργούνταν από την εποχή της διέλευσης του Αποστόλου Παύλου, δηλαδή το 51 μ.Χ. και το πιθανότερο είναι, ότι κράτησε ίσως και πιο πολύ από 15 αιώνες, δηλαδή και μετά το 1500 μ.Χ. Η Παράδοση λέγει -καθώς επίσης και μεταγενέστερα δημοσιεύματα- ότι τον Απόστολο Παύλο και τους Ισαποστόλους Σύλλα και Τιμόθεο, κατά το πέρασμά τους από το Ροδολίβος, οι κάτοικοι τους έραναν με άφθονα ροδοπέταλα -κάτι παρόμοιο που γίνεται και σήμερα στη τέλεση του μυστηρίου του γάμου- και όταν τελικά τους προέπεμψαν στην τοποθεσία «Τοπόλος», τους πρόσφεραν ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα. Δεν είναι γνωστό σε πόση έκταση καλλιεργούνταν η Τριανταφυλλιά, αλλά οπωσδήποτε σε μεγάλη. Μέχρι τα τελευταία χρόνια -όπως και σήμερα ακόμη- σώζονται τριανταφυλλιές στους φράχτες, στα δρομάκια που οδηγούν στα χωράφια μας από του Μωυσή προς τα κάτω, από του Κίμτσιου από την άλλη πλευρά προς τις αμμούδες, τους γκρινιβούς και σ’ άλλα μονοπάτια, όπου απέμειναν μετά την εκχέρσωση των εκτάσεων και τη δημιουργία χω- ραφιών, για άλλες καλλιέργειες. Αυτές οι Τριανταφυλλιές όμως είναι «άγριες» με πέντε ροδοπέταλα και όχι εξημερωμένες, όπως ασφαλώς θα ήταν οι καλλιεργούμενες με πολλά ροδοπέταλα, δηλαδή εμβολιασμένες για να συμφέρει η καλλιέργειά τους, αφού είναι γνωστό ότι σήμερα στη Βουλγαρία, όπου καλλιεργείται σε μεγάλη έκταση η Τριανταφυλλιά, χρειάζονται 3500 κιλά ροδοπέταλα, για την απόληψη ενός κιλού ροδέλαιου ή ίσως ενός κιλούαν θυμάμαι καλά συμπυκνωμένου ροδέλαιου- ροδόπαστας που θεωρείται εκεί χρηματιστηριακό είδος και διατίθεται σε πολύ μεγάλη τιμή στα μονοπώλια παρασκευής αρωμάτων και καλλυντικών προϊόντων. Είναι ό,τι ο αποθηκευμένος χρυσός κάθε χώρας. Οι Τριανταφυλλιές λοιπόν αυτές, που σώζονται μέχρι σήμερα, είναι τ’ απομεινάρια των βελτιωμένων και καλλιεργουμένων, που φύτρωσαν προφανώς κάτω από το εμβόλιο.Δεν είναι γνωστό επίσης πως γινόταν η καλλιέργεια και η εκμετάλευση γενικά, θα πρέπει όμως να καλλιεργούνταν όπως περίπου το αμπέλι -όπως γίνεται σήμερα στη Βουλγαρία και θεωρείται εκεί εθνικό προϊόν- και τα ροδοπέταλα να αποστάζονταν σε πρωτόγονα η αυτοσχέδια θα έλεγα καζάνια (άμβυλες ή αποστακτήρες) για να δώσουν το τριανταφυλλόνερο ή ροδόνερο, όπως και αλλού αναφέρω και που στη συνέχεια αποθήκευαν σε μεγάλα πυθάρια (κιούπια) των 250, των 500 ή και των 1000 ακόμη οκάδων, αφού βρέθηκαν κατά καιρούς τέτοια στο χωριό μας και στην πρώτη, η οποία φημίζονταν για την κατασκευή πυθαριών δηλαδή «κιουπιών» εξ ων και η ονομασία κιούπκιοϊ δηλαδή πυθαροχώρι. Καλλιέργεια του Αμπελιού Σωστά έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, πως «οίνος εύφραί- νει καρδίαν άνθρώπου». Μαζί μ’ αυτό να προσθέσουμε την χρήση του Οινόμελιου και την γνωστή ευλογία του οίνου από τον Χριστόν και ακόμη -όπως μνημονεύουν οι ιστορικοί οι πρόγονοί μας «έπινον και έλεγον». Όλα αυτά τα γνώριζαν και οι δικοί μας πρόγονοι και εκτιμούσαν ανάλογα τ’ αμπέλια και τα προϊόντα του- τα τιμούσαν χωρίς ποτέ να κάνουν κακή χρήση αλλά πάντα λογισμένη, γιατί εκεί ακριβώς βρίσκεται και η υγιεινή του ωφέλεια και η ευφραντικότητα. Η καλλιέργεια λοιπόν της Τριανταφυλιάς, κάποτε άρχισε να παρακμάζει και να εγκαταλείπεται και σιγά-σιγά επικράτησαν τ’ αμπέλια, στην καλλιέργεια των οποίων οι πρόγονοι μας επιδόθηκαν με μεγάλο ζήλο, αφού όλος ο κάμπος γέμισε με αμπέλια, ακόμη και πάνω από το χωριό, μέχρι τους πρόποδες του Παγγαίου, τα λεγάμενα «πάνω αμπέλια». Κατά μια εκδοχή μη εξακριβωμένη απόλυτα και ο μυθικός ΔΙΟΝΥΣΟΣ, ο θεός της αμπέλου, καταγόταν από την περιοχή του Παγγαίου. Τα περισσότερα σπίτια διέθεταν στο κατώϊ, τους λεγάμενους «Κουρίτους», ένα είδος βαρελιών τετράγωνων ή και στρογγυλών, στα οποία στο πάνω μέρος γινόταν το πάτημα των σταφυλιών με τα πόδια και ήταν μεγάλης χωρητικότητας 5,8 και 11 χιλιάδων οκάδων ακόμη. Οι κουρίτοι ήταν γνωστοί με διάφορα ονόματα όπως «Πατητήρια», «Βαγιόνια», «Μπόμπες». Και η καλλιέργεια του αμπελιού όμως, όπως και κάθε άλλη, κάποτε παρακμάζει και κάποτε επανέρχεται στο προσκήνιο, όπως ακριβώς συνέβη και στο Ροδολίβος και, επειδή ήταν δύσκολο το πούλημα του κρασιού, γύρω στα 1850 περίπου, άρχισαν οι παπούδες μας να εγκαταλείπουν τ’ αμπέλια. Τα σημερινά αμπέλια είναι μεταγενέστερα, δηλαδή μετά το 1927 στην περιοχή «Καλαμούδια» και μερικά και σ’ άλλες τοποθεσίες. Με την έννοια σημερινά αμπέλια εννοώ την αμπελοφυτεία που κράτησε από το 1927 μέχρι το 1962-65 περίπου. Σήμερα ελάχιστα διασώθηκαν. Φαίνεται πως, οι παπούδες μας και οι πατεράδες μας, γνώριζαν όπως προείπα τις ευεργετικές ιδιότητες των αμπελουργικών προϊόντων και αποφάσισαν κατά το 1927, με την προτροπή κάποιου Αργυριάδη φυτωριούχου στις Σέρρες να ξαναφυτέψουν ύστερα από τόσες δεκαετίες, εκείνα τ’ αμπέλια. Είχε διαδοθεί από στόμα σε στόμα, ότι κάποτε τα κρασιά, ήταν τόσο άφθονα ώστε μ’ αυτά έκαναν λάσπη, για το χτίσιμο σπιτιών, προφανώς λόγω ελλείψεως νερού. Εγώ προσωπικά θυμούμαι πριν 40 και πλέον χρόνια ίσως, τον πατέρα μου ν’ αδειάζει τα βαρέλια και έχυνε στο δρόμο πάνω από 400 ή 500 οκάδες κρασί, προκειμένου να τα ετοιμάσει για την καινούργια σοδιά. Επομένως είναι πολύ πιθανή η πληροφορία ότι έκαναν λάσπη με κρασί, αφού άλλωστε όλα τα χρόνια εκείνα το χωριό μας υπέφερε από έλλειψη νερού και οι παλαιότεροι θα θυμούνται τους τενεκέδες, αφημένους στη σειρά στις λιγοστές βρύσες και στα «συντριβάνια», στον επάνω «μαχαλά» στου Μαλιώτα, στην πλατεία του Ημιγυμνασίου και, πιο παλιά και στον «καφενέ», στου Σκούμα, ίσως και αλλού πιο μπροστά, ώσπου νά ’ρθει η ώρα ν’ ανοίξει το λιγοστό νερό ο νερουλάς και να πάρει ο καθένας από μισό τενεκέ το άτομο, όσο δικαιούνταν με Κοινοτική απόφαση. Μιλώντας για τ’ αμπέλια, θεωρώ, σκόπιμο να θυμηθώ και να μνημονεύσω εδώ, με λίγα λόγια, μια «τακτική» μια διαδικασία που καθορίζονταν από την κοινότητα, αναφορικά με την κοπή -το μάζεμα- των σταφυλιών και τον «Τρύγο». Για τις οικιακές ανάγκες, το μάζεμα των σταφυλιών γινόταν Τετάρτη και Σάββατο απόγευμα, ποτέ άλλοτε, Ποιος άλλωστε θα τολμούσε να παραβιάσει τον κανονισμό; Ο μπάρμπα Νικόλας ο ισόβιος «ντραγάτης» καθισμένος στο τρίτο πάτωμα της ξύλινης καλύβας του -του παρατηρητηρίου του- στο μέσο της έκτασης των αμπελιών και εφοδιασμένος με δίκανο, με κυάλια και σφυρίκτρα, ήταν ακοίμητος και αυστηρός αμπελοφύλακας· και ποιος θα τολμούσε να παραβιάσει τον κανονισμό; Ο Τρύγος γινόταν στις καθορισμένες και απαραβίαστες τρεις «ημέρες τρύγου» 28, 29 και 30 Σεπτεμβρίου. Σωστό πανηγύρι- εκατοντάδες άλογα, μουλάρια και γαϊδουράκια έβλεπες να πηγαινοέρχονται, όλη μέρα, μεταξύ χωριού και αμπελιών όλοι στ’ αμπέλια να δουλεύουν ακατάπαυστα- στο σπίτι άρχιζε το «πάτημα» των σταφυλιών στον Κουρίτο στο πατητήρι από την πρώτη ημέρα, συνήθως όμως στο τέλος του τρύγου. Χαρές, τραγούδια, κεράσματα- πλούσια η σοδειά- γιόμιζαν τα βαρέλια οι «νταμιζάνες» και τα «κιούπκια», άπ’ το κρασί, το ρακί το πετμέζι, με τα ρετσέλια- και εκείνη η μουσταλευριά και τα «σουτζούκια», που τα κρεμούσαν οι μάνες μας για να στεγνώσουν, πόσο νόστιμα ήταν στ’ αλήθεια; Αξέχαστα χρόνια- έμεινε τώρα μόνο η θύμηση από κάποια εποχή, που αλίμονο δε φαίνεται να ξαναγυρίζει. Καλλιέργεια του βαμβακιού Μετά το 1850 περίπου, άρχισε να διαδίδεται η καλλιέργεια του βαμβακιού. Βαμβάκι καλλιεργούσαν οι περισσότερες οικογένειες, και τότε, επί τουρκοκρατίας δηλαδή, ο Ιλγιάς Μπέης είχε τα μπέϊκα λεγάμενα τσιφλίκια, τα οποία καλλιεργούσε με εργάτες και εργάτριες, που μετέφερε κατά εκατοντάδες από τη Βουλγαρία. Το βαμβάκι μετά τη συγκομιδή μεταφέρονταν στα «Χαγιάτια» -υπόστεγα- όπου με ένα στρογγυλό, σχεδόν βαρελοειδές εργαλείο, τη «δερμονάρα», καθαρίζονταν δια περιστροφής οι ξηρές φλούδες των καρυδιών (καρδιτσιών) και κατόπιν μεταφέροναν στο «ανώϊ» ένα είδος ταράτσας, ή σε άλλο χώρο, όπου μ’ ένα άλλο εργαλείο λεγόμενο «Μάγκανος» χώριζαν το βαμβάκι από το σπόρο. Σήμερα σώζεται -εκεί στου «Βάσιου τ’ αλώνια»- λίγο πιο κάτω από τον παλιό φούρνο του Βάσιου, μια μεγάλη παράγκα και διατηρείται και η μοναδική στο είδος της μαρμάρινη πόρτα, όπου κατά πληροφορίες γίνονταν η επεξεργασία του βαμβακιού από τον περιβόητο Ιλγιάζ Μπέη. Διατυπώνεται εδώ η απορία, πώς ήταν δυνατόν να συμφέρει την εποχή εκείνη η καλλιέργεια του βαμβακιού και μάλιστα ξηρικού -αφού είναι γνωστό ότι στο Ροδολίβος δεν είχαμε ποτέ νερό για άρδευση- η απάντηση βέβαια είναι απλή- τότε η πληρωμή των εργαζομένων ή η αμοιβή ημερομισθίου θα λέγαμε προκειμένου για τους αυτοκαλλιεργητές, ήταν χαμηλή, το κόστος ήταν μικρό και οι στρεμματικές αποδόσεις βέβαια μικρές, οι ανάγκες ήταν περιορισμένες και έτσι αρκούνταν, όπως θα λέγαμε, στα λίγα. Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει καμμιά σύγκριση με τα ι- σχύοντα σήμερα δεδομένα στη βαμβακοκαλλιέργεια, γιατί γενικά είναι διαφορετικές οι συνθήκες, μολονότι η δυνατότητα και η ανάγκη βέβαια για βελτιώσεις και στην καλλιέργεια του βαμβακιού, συνεπάγονται υψηλότερες δαπάνες και κατά συνέπεια μεγαλύτερο κόστος. Καλλιέργεια του καπνού Εδώ θα σταθούμε περισσότερο μια που ο καπνός ή το καπνό, όπως συνηθίζουμε να το λέμε, είναι η κύρια, η σπουδαιότερη σήμερα καλλιέργεια στο χωριό μας. Μεταφέρθηκε ο καπνός στην Ευρώπη κατά το 1493 από την Αμερική, από τους ναύτες του Χριστοφόρου Κολόμβου και χρειάστηκαν 200-300 χρόνια να διαδοθεί, γιατί επί πολλά χρόνια
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΦΥΤΩΡΙΟΥ ΓΙΑ ΚΑΠΝΟΣΠΟΡΑ ΜΕ ΤΟ ΜΑΓΚΑΝΟΠΗΓΑΔΟ ΣΙΠΛΑ, ΒΑΣΙΚΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΤΟΥ, ΣΕ ΕΠΟΧΕΣ ΛΕΙΨΥΔΡΙΑΣ.
ΚΑΠΝΟΜΑΓΑΖΟ (ΤΖΙΜΑ)






απαγορεύονταν η καλλιέργειά του, επειδή θεωρούνταν φυτό βλαπτικό, ή ναρκωτικό, όπως θα λέγαμε σήμερα. Στη χώρα μας και ειδικά στην περιοχή του Ροδολίβους, πρέπει να μεταφέρθηκε μετά το 1880 και έτσι μπορούμε να δεχθούμε, ότι καλλιεργούνταν ταυτόχρονα με το βαμβάκι για ένα χρονικό διάστημα, ώσπου στο τέλος παραχώρησε την θέση του στον καπνό, που προσαρμόσθηκε απόλυτα στο εδαφοκλιματικό περιβάλλον, αφού η ποιότητά του στο χωριό μας, γενικότερα στην περιοχή, θεωρείται και είναι ανώτερη και τα καπνά μας να είναι γνωστά, ως «Ευγενή καπνά». Όπως αναφέραμε προηγούμενα ο καπνός θεωρούνταν απαγορευμένη καλλιέργεια ή βλαπτικό φυτό, γιατί έχει ναρκωτικές ιδιότητες. Υπήρχε, λέγεται, απαγορευτική διαταγή, που έλεγε κατά λέξη: «Όποιος συλλαμβάνεται να καλλιεργεί ή να χρησιμοποιεί καπνό, θα καταδικάζεται σε θάνατο» ποινή που δεν μνημονεύεται σήμερα, ούτε για τα πιο επικίνδυνα ναρκωτικά, όπως είναι το χασίς, η ηρωίνη και άλλα. Η καλλιέργεια του καπνού γνώρισε δόξες στο χωριό μας, αφού έφθασε να πουλιέται μια χρυσή λίρα η οκά, που σημαίνει σήμερα 15.000 έως 20.000 δραχμές, αλλά αυτές οι αναλογίες δεν υπάρχουν βέβαια πάντοτε. Η καλλιέργεια του καπνού συνεχίζεται πάντα με επιτυχία, γιατί τα χωράφια μας θεωρούνται κατά κανόνα καπνοχώραφα και τα εδάφη κατάλληλα για άριστη ποιότητα καπνού- αυτός είναι ο λόγος που πάντα στην εποχή των αγοραπωλησιών των καπνών δημιουργείται μια άμιλλα, ένας ανταγωνισμός μεταξύ των καπνεμπόρων, για αγορά μεγαλύτερης ποσότητας καπνού και αυτό συμβαίνει βέβαια και στην ευρύτερη περιοχή της Α' και Β' Ζίχνης, όπως συνηθίζεται να λέγεται στη γλώσσα του καπνεμπορίου. Και μια που αναφέραμε για τα καπνοχώραφα, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε μερικά τοπωνύμια, δηλαδή ονομασίες τοποθεσιών, που καλλιεργούνταν ανέκαθεν και σήμερα μ’ επιτυχία τα καπνά. Οι κυριότερες είναι: Αμμούδες, Πλάκες, νταουτάδες, γκρινιβοί, κουβάδες, λαπαταριές, σφιντήλες, Τοπόλος, Ζαβαρνίκια, Ουζούμ πουλιάνες, ούγγρος και άλλες. Τώρα πια είναι η ετυμολογία των ονομασιών, ποιοι είναι οι νονοί, αποτελεί οπωσδήποτε μια ενδιαφέρουσα ιστορία, πλην όμως δεν βρίσκουμε, δυστυχώς, μαρτυρίες πάνω σ’ αυτό. Ξέρουμε μόνο ότι Ουζούμ πουλιάνες σημαίνει χερσοχώραφα και Ούγγρος που είναι μια μικρή σε έκταση τοποθεσία στους κάτω κουβάδες, είναι κατά βάση ένας πλατύς λόφος και πήρε την ονομασία του από το γεγονός, ότι εκεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918), πολέμησε και έπεσε κάποιος Ούγγρος, στρατηγός. Βέβαια και για τον καπνό μπορούν να γραφούν πολλά, αλλά εδώ περιορίζομαι σ’ αυτήν την συνοπτικήν περιγραφή.

ΤΑ ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Πρωτοχρονιά Παλαιότερα επί τουρκοκρατίας, τα σχολεία -οι μαθητές- κατά ομάδες έβγαιναν, πριν ξημερώσει, ανήμερα πρωτοχρονιά και τραγουδούσαν: Αρχή Μηνιά κ' αρχή χρονιά / κι' αρχή καλός μας χρόνος / ζήτω των Ελλήνων θρόνος / να μεγαλώσω μια φορά / να πάω στην Αγιά Σοφιά / και εκεί να μεταλάβω, / με τους τούρκους να τα βάλω. / Αρχή μηνιά κι’ αρχή χρονιά / κι' αρχή καλός μας χρόνος, / παρά των διδασκάλων μας εστάλημεν ενταύθα / ίνα μας κυβερνήσετε / με ό,τι προορίσατε, εις άπαντα τον / βίον σας πλούτον και ευτυχίαν, / καλή χρονιά»Και τα νεότερα χρόνια: «Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, / βαστά εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι, / το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε / κάτσε Βασίλ’ να φας, να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις, / εμένα η μανούλα μου δεν μ’ έμαθε τραγούδια, / μον μ’ έμαθε τα γράμματα και ψαλμουδιές μεγάλες, / σαν σ’ έμαθε τα γράμματα πες μας την αλφαβήτα, / και στο κλαρί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα, / και το κλαρί ήταν ξερό κι' απόλυκε κλωνάρι, / κλωνάρι χρυσοκλώναρο και χρυσοκεντημένο / καλό «μπερεκέτ και του χρόν».

Κι’ ακολουθούσε συχνά η επωδός: «Σ’ αυτό το σπίτι πούρθαμε / πέτρα να μη ραγίσει / κι’ ο νοικοκύρης του σπιτιού / χρόνια πολλά να ζήσει»Πως να μη μνημονεύσεις όλους τους στίχους, όταν αυτά τα χαρμόσυνα τραγούδια έχουν τόση γλαφυρότητα και θα έλεγα ρομαντισμό. Και αμέσως μετά το τραγούδι χτυπούσαν τις «χαρβασίλες» στην ξύλινη πόρτα κι’ επαναλάμβαναν «και του χρον, και του χρον» όσο αργούσε να πάρουν απάντηση. Και σαν άνοιγε η πόρτα, οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά ξυλοκέρατα, καρύδια, σύκα και ψωμένια λουκούμια, που τα τοποθετούσαν στις πάνινες σχολικές τσάντες. Αξίζει όμως να σημειώσουμε εδώ και την... άλλη πλευρά του νομίσματος. Συνέβαινε καμμιά φορά κάποιος δύστροπος νοικοκύρης ή και νοικοκυρά να αδιαφορεί και να μη συγκινείται από τα συνεχή χτυπήματα της χαρβασίλας στη χονδρή ξύλινη πόρτα. Τότε η συντροφιά άρχιζε την επωδό -όλα τα παιδιά μαζί με όση δύναμη φωνής είχαν- όχι για να συγκινήσουν τους αδιάφορους και άστοργους νοικοκύρηδες, αλλά για να διατραγουδήσουν τον πόνο τους.... «Και σένα βρε αφέντη μου τουρβά και δεκανίκι, να σε τραβούνε τα σκυλιά και δέκα πέντε λύκοι» Κι’ ίσως, για να τους συγκινήσουν και να μην επαναλάβουν το... κρίμα τους, την επόμενη χρονιά και να φανούν πιο ανοιχτοχέρηδες. Οι αποκριές Το καρναβάλι πέρασε 2-3 περιόδους μέχρι το 1912. Τα παληκάρια ντύνονταν είτε εύζωνοι, είτε γυναίκες κι άλλοι πάλι αράπηδες. Είχαν τότε εθνική σημασία τα διαδραματιζόμενα με τα καρναβάλια, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Οι εύζωνοι και οι άλλοι, οι ντυμένοι γυναίκες, έστηναν χορό στην πλατεία ή σ’ άλλους ανοικτούς χώρους, οπότε ξαφνικά εμφανίζονταν οι αράπηδες άρπαζαν μια κοπέλα κι* επενέβαιναν τότε οι εύζωνοι να την απελευθερώσουν, καταδιώκοντας τους αράπηδες μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού. Η σκηνή αυτή συμβόλιζε την αρπαγή γυναικών από τον κατακτητή τούρκο, αλλά αυτοί, οι τούρκοι, προφανώς δεν αντιλαμβάνονταν το πραγματικό νόημα των σκηνοθετημένων απαγωγών, γι’ αυτό και δεν επενέβαιναν, ούτε αντιδρούσαν κατά οποιοδήποτε τρόπο. Αργότερα, το καρναβάλι πήρε άλλη μορφή κι έτσι παρέες από νέους μεταμφιεσμένους, περιφέρονταν στο χωριό απαγγέλοντας διάφορους αυτοσχέδιους στίχους όπως: «Βλέπω ψηλά στον ουρανό / ένα τρανό ψωμί διπλό / και μια τσανάκα ελιές, / φέτος δεν παν καλά οι δουλειές»Ο άλλος απαντούσε: «Τι είδες και απόρησες, θα πάμε στον άλλο μαχαλά θα δεις άλλα πολλά. / Θα δεις τον πατέρα με τσαρούχια και το γιο με τα γαλότσια / να φέρνει βόλτα, αλά εγγλέ, να δοκιμάζει τις τσέπες, / να απορεί γιατί τις έχουμε διπλές / κι’ ας είναι μέσα γεμάτες ρουγαλδιές»Κι άλλος πάλι: «πούδρες και το κοκκινάδι / δυο φορτιά την εβδομάδα, έρχονται απ’ την Καβάλα, / δεν προφταίνουν μα το ναι, να μας κάνουν ινταρέ» (ινταρές= δημιουργία επάρκειας). Ο στίχος αυτός δίνει ίσως μια εξήγηση τι γινόταν το τριανταφυλλόνερο ή ροδοστάλαγμα ή ροδόνερο, που παράγονταν στο χωριό μας. Πιθανόν να μεταφερόταν στην Καβάλα ή και σ’ άλλες πόλεις, όπου βιοτεχνίες παρασκεύαζαν κολώνιες, αρώματα, κρέμες, πούδρες και κοκκινάδια για τις γυναίκες της εποχής. Όλα αυτά τα στιχάκια τα διέκρινε «σκοπτικό» -ειρωνικό-πνεύμα και κατέκριναν την πολυτέλεια, που επικρατούσε τότε. Τα τελευταία χρόνια με την πάροδο του χρόνου, επι-δόθηκαν οι νέοι σ’ άλλες διασκεδάσεις και τα καρναβάλια κόντευε να ξεχασθούν ή τουλάχιστον απλοποιήθηκαν τόσο, ώστε μόνο μικρές ομάδες αγοριών και κοριτσιών μεταμφιέζονταν και περιφέρονταν, χωρίς πρόγραμμα και χωρίς καμμιά προετοιμασία. Το καρναβάλι, πριν λίγα χρόνια άρχισε να οργανώνεται πάλι, κατά τα πρότυπα μεγάλων πόλεων, όπως στη Πάτρα και σ’ άλλες πόλεις. Ένα έθιμο από τα παλαιά μέχρι τα τελευταία χρόνια έπαιρνε τελετουργικό χαρακτήρα. Ήταν το έθιμο της φωτιάς ή «ντερβένας» ή «μπουμπούνας». Μέρες ή και εβδομάδες πριν, κάθε παρέα της ίδιας γειτονιάς, ξεχύνονταν στα χωράφια και στις «πουλιάνες» και συναγωνιζόταν ποια θα συγκεντρώσει πιο πολλά πουρνάρια -που τα λέμε και κλαδιά-ή και «μαλιαβίκες». Συγκεντρώνονταν όλα αυτά σε καθορισμένο συνήθως κρυφό χώρο -μακριά από τα βέβηλα μάτια των άλλων παιδιών για ευνόητους λόγους- και τη νύχτα της Κυριακής της αποκριάς φούντωναν οι ντερβένες- φεγγοβολούσαν οι γειτονιές και ο ουρανός. Σαν καταλάγιαζε η φωτιά, τα παιδιά μα και οι μεγαλύτεροι, άρχιζαν να πηδούν πάνω απ’ τη φωτιά κι’ απ’ τα πυρωμένα κάρβουνα και προς τα εκεί και προς τα εδώ και σταυρωτά. Τι ντροπή σ’ όποιον δεν τα κατάφερνε να πηδήξει τη φωτιά. Ήταν και θέμα εγωισμού βέβαια, αλλά όχι λίγες φορές τσουρο-φλίζονταν μα ποιος τάβλεπε αυτά; Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του στα παλιά χρόνια, όχι μόνο στο χωριό μας αλλά και σ’ άλλες περιοχές, όπου όπως θυμάμαι στη Χαλκιδική, πριν 30 χρόνια περίπου, έπερναν μέρος και οι μεγάλοι- και τα κεράσματα και χοροί γύρω από τις φωτιές, τα τραγούδια και τα πειράγματα ήταν σωστό γλέντι, που κρατούσε ως τις πρωινές ώρες... Εμείς στα χρόνια μας συναγωνιζόμασταν και περηφανευόμασταν για τη μεγάλη ντερβένα, που καταφέρναμε ν’ ανάβουμε κάθε αποκριά. Η πρώτη Μαρτίου Όπως και την πρωτοχρονιά έβγαιναν πάλι τα παιδιά μ’ ένα ομοίωμα χελιδόνας στο χέρι και τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι, όπως το κατέγραψα, πριν πολλά χρόνια: «Μάρτιος μήνας έφθασε, ώ θέα, τι ωραία / προμήνυσιν μας βέβαιοί χλόη εδαφιαία, / όλα τα χόρτα ευανθούν τα λούλουδα μυρίζουν / βουνά και κάμποι κι’ όλη η γή άπαντα πρασινίζουν. / Εμείς δε όλοι σήμερον οι του Σχολείου παίδες / παρά των διδασκάλων μας εστάλη μεν ενταύθα / ίνα μας ελεήσετε το ότι προαιρήσασθε / εντός ολίγου έρχεται εύλαλος χελιδόνα / και ψάλλουσα αρμονικώς εις τούτον τον αιώνα, / πλούτη και ευτυχία, αμήν». Μεταγενέστερα στα χρόνια μας, το παραπάνω ποίημα λέγονταν με παραλλαγές ως εξής: «Μάρτιος μήνας έφθασε ώ θέα τι ωραία, / χελιδόνα πέρασε από τη Μαύρη Θάλασσα, / έκατσε και λάλησε, να μας δώστε πέντε αυγά, / πέντε αυγά πέντε κουκά / κι’ αν δεν έχτε πέντε αυγά, να μας δώστε / κλουσαριά, να γεννά και να κλωσσά / και να σέρνει τα πουλιά, κι του χρόν!» Μετά έδεναν τα παιδιά στον καρπό του χεριού ή σ’ ένα δάκτυλο, μια κλωστή δίχρωμη άσπρη και κόκκινη, τον λεγόμενο «Μάρτη» και ρωτούσαν κάποτε ο ένας τον άλλο: «φόρισις Μαρτ;» και μετά από λίγες μέρες τον παράχωναν, έβαζαν μια πέτρα από πάνω και τον έβγαζαν από κει, όταν έβλεπαν χελιδόνα. Δεν είναι γνωστό, πια εξήγηση δίνονταν σ’ αυτό το έθιμο. Το Πάσχα Πάντα, και στον καιρό της τουρκοκρατίας γιορτάζονταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα. Από την παραμονή των Βαΐων ομάδες αγόρια και κορίτσια πήγαιναν στα σπίτια και έψελναν: «Βάϊα Βάϊα του Βαϊού έρχεται η Πασχαλιά / με τα κόκκινα τ’ αυγά και τ’ αρνάκια στον ταβά». Τη νύχτα της Αναστάσεως η ώρα 11, κτυπούσε πρώτα το σήμαντρο και μετά ένα τέταρτο της ώρας οι καμπάνες, Προσέρχονταν όλοι στις εκκλησίες, οπότε λίγο πριν τις 12 εξέρχονταν στον αυλόγυρο, όπου επί της εξέδρας ο παπάς και οι ψάλτες έλεγαν το «Χριστός Ανέστη» και ακολουθούσε πανδαιμόνιο πυροβολισμών, από όπλα κάθε λογής πιστόλια, δίκανα και άλλα. Ανήμερα του Πάσχα, δηλαδή τις πρωινές ώρες, γύριζαν στα σπίτια απ’ την εκκλησιά, για την πατροπαράδοτη μαγειρίτσα και το τσούγκρισμα των αυγών. Κατόπιν, μετά τη δεύτερη Ανάσταση, γίνονταν ανταλλαγή επισκέψεων από τους συγγενείς, ενώ την δεύτερη μέρα στήνονταν χορός στα αλώνια, μοναδική άλλωστε τότε ψυχαγωγία στα χωριά. Επί σαράντα μέρες μέχρι της Αναλήψεως ο χαιρετισμός ήταν «Χριστός Ανέστη», «Χρόνια πολλά», ευχή που στα χρόνια μας διατηρήθηκε μόνο για λίγες μέρες, μετά το Πάσχα.

ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΛΙΒΟΥΣ
Από την απελευθέρωση του χωριού μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13), άρχισε σταδιακά η λειτουργία των σχολείων η οποία επηρεάζονταν κατά καιρούς από περιστασιακές ανώμαλες καταστάσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής (1941-1944), τα σχολεία παρέμειναν κλειστά. Με τη διακοπή της λειτουργίας τους άρχισε να κεντρίζει τη φαντασία ορισμένων η ιδέα του Κρυφού Σχολείου κατά το πρότυπο εκείνων της τουρκοκρατίας. Έτσι στα σπίτια λειτούργησαν πολλά τέτοια σχολεία, από τα οποία αξιολογότερα ήταν της Νίνας Τζιούρα του Γρηγορίου που αριθμούσε δώδεκα μαθητές συνεχώς και της Στυλιανής Γεωργιτζίκη. Ευνόητο είναι ότι εάν μέσα σ’ αυτά δε γινόταν συμπλήρωση γνώσεων, τουλάχιστον επιτυγχάνονταν η συντήρηση της γλώσσας.
Η προσφορά όλων αυτών που ασχολήθηκαν με την ίδρυση και λειτουργία των Κρυφών Σχολείων ήταν αξιόλογη και σημαντική, εάν συνδυασθεί με το γεγονός ότι εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους εξ’ αιτίας της παρουσίας κατακτητού προαιώνιου εχθρού. Οι δάσκαλοι κάποιας εποχής και οι μαθητές τους Άφησαν ζωηρές αναμνήσεις οι δάσκαλοι των παλαιών χρόνων στους γονείς μας που ήταν και μαθητές τους· όπως ο Πασχαλίδης Βασίλειος, Παπαπέτρου ή Παπαπετρίδης Γεώργιος, Πρόκλος Βασίλειος, Πολυζωΐδης Γ. Παπαλάμπρου Άνδρέας- φημίζονταν για την ευρυμάθειά τους και για την ικανότητά τους να μεταδίδουν τις γνώσεις τους στους μαθητές τους. Αυτός είναι ο λόγος που οι παλιότεροι συχνά τους μνημόνευαν, ακόμα και σήμερα οι επιζώντες συγχωριανοί μας. Ήταν τότε, ογδόντα χρόνια πριν, κι ήταν οι μόνοι διανοούμενοι, γι’ αυτό και τους είχαν απεριόριστο σεβασμό. Στερούνταν ίσως τα απαραίτητα «εποπτικά μέσα διδασκαλίας» αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε να ασκούν την παιδεία με επιτυχία και να παρέχουν τις γνώσεις τους σε υψηλό επίπεδο αν κρίνω τουλάχιστον από πληροφορίες που είχα από παλιούς μαθητές τους όταν με πολλή αγάπη και σεβασμό αναφέρονταν στους δασκάλους τους θυμίζοντας μάλιστα και μερικά γνωμικά αλλά και ευτράπελα που... εκστόμιζαν συχνά στο Σχολείο ή στις συντροφιές τους.
Να μερικά απ’ αυτά. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας αποκαλούσαν ως γνωστόν: Θρύδακες τα μαρούλια / Συκεούς τα αγγούρια / Υδροπέπονες τα καρπούζια. Έλεγαν λοιπόν οι αξέχαστοι δάσκαλοι ίσως με κάποια δόση ειρωνείας:
«... Οι βάρβαροι, τους μεν θρύδακες μαρούλια αποκαλούσι, τους δε συκεούς αγγούρια καιτους υδροπέπονες καρπούζια».
Και ένα άλλο που είναι και ευαγγελική ρήση, και μεταφορικά αναφέρονταν σε κάποια που δεν την υπολόγιζαν και καλοπαντρεύτηκε:
«Λίθον ον απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος ετέθει εις κεφαλήν γωνίας».
Κι’ ακόμα:
Σε μια ερώτηση του δασκάλου στον μαθητή:
«Πές μας Δημητράκη τί είδους ζώον είναι ο όνος; Κι' αυτός με μεγάλη αυτοπεποίθηση: «Ο όνος κυρ δάσκαλε είναι πτηνόν, ίπταται εις τους ουρανούς και τρώγει σκώληκας και κριθήν». Προφανώς ο μαθητής «παρανόησε» τη λέξη όνος...
Ένα ακόμη, μεταγενέστερο αυτό της εποχής μου, πριν εξήντα τόσα χρόνια. Με δάσκαλό μας τον Νικόλαο Σδρού -κατάγονταν νομίζω από το Δομοκό- μας επισκέφθηκε ο επιθεωρητής για να διαπιστώσει το βαθμό των γνωσεών μας.
Μια ερώτηση που έπεσε σαν κερανός ήταν κι αυτή: «Ποιος μπορεί να μου κλείνει το και;
Όλοι... δαγκαθήκαμε, τί είναι αυτό πάλι, σκεφθήκαμε- ίσως μερικοί να σηκώσαμε το χέρι, αλλά διατακτικά και πίσω από το κεφάλι του προκαθήμενού μας συμμαθητή.
Τότε μια συμμαθήτριά μας -που ήταν η πιο επιμελής και έξυπνη, η πρώτη μαθήτρια της τάξης, πρόταξε το χέρι της με επιμονή, και στο νεύμα του επιθεωρητή, άρχισε εκείνο το... περίφημο: Το και, του και, τω και, ώ και, το τί έγινε δεν περι- γράφεται πέρα φυσικά από τη ντροπή του δασκάλου μας. Άς μου συγχωρήσει η καλή μου συμμαθήτρια που ίσως να θυμάται το πάθημά της και που ασφαλώς κι’ αυτή όπως και όλοι μας, θα νοσταλγεί τα όμορφα εκείνα χρόνια. έλεγαν και επαναλάμβαναν.
Κατά περίπτωση οι παλαιοί εκείνοι δάσκαλοι κάποια Υνωμικά σοφών ανθρώπων:
- Τρία πράγματα είναι απαραίτητα στον άνθρωπο:
- Η σωφροσύνη στο θυμό.
- Η φιλία στην ανάγκη.
- Η ανδρεία στον πόλεμο.
Και μερικά άλλα γνωμικά:
(που συνήθιζαν να λένε κατά περίπτωση)
- Των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
- Λάλει μέτρια και μη λάλει α μη σε δει.
- Φύσιν πονηρόν μεταβαλείν ου ράδιον.
- Έστιν δίκης οφθαλμός ός τα πανθ’ ορά.
- Όπου δεν περνά η λεοντή, ισχύει η αλωπεκή.
- Των μεν ευτυχούντων πάντες εισιν φίλοι, των δε δυστυχούν- των μηδέ η γεννήτωρ.
- Ουκ εν τω πολλώ το ευ αλλά εν τω ευ το πολύ.
- Θέλγε μεν τα πολλά, στέργε δε τα ολίγα.
- Πέπων πάθος πέφυκεν άνευ ακράτου οίνου. (Αυτό έχει την έννοια ότι οι αρχαίοι θεωρούσαν κακό να τρώγουν πεπόνι χωρίς τη συνοδεία ακράτου οίνου -γνήσιου κρασιού).
Διατηρώ ακόμη στη μνήμη μου μια θύμηση από κάποιο σχετικό περιστατικό: Σε εξοχικό κέντρο -πριν πολλά χρόνια- κάποιοι παρακαθήμενοί μου ευρωπαίοι, θαρρώ γάλλοι, έτρωγαν πεπόνι και έπιναν μαύρο κρασί- σε ερώτησή μου συζητώντας μαζί τους για τη συνήθειά τους αυτή, μου απάντησαν: Οι αρχαίοι πρόγονοί σας το συνήθιζαν και μου είπαν σε άπταιστα ελληνικά το «Πέπων πάθος πέφυκεν» κ.λ.π. εγώ έμεινα άναυδος!
-Των φρονίμων ολίγα.
-Την δόξαν πάντες εμίσησαν, τον πλούτον ουδείς.
- Κάλιον δούλος των τυράννων παρά δούλος των παθών.
Να κι’ ένα χαριτωμένο ανέκδοτο της εποχής εκείνης:
Ένας απ’ τους δασκάλους κάθησε στο καφενείο να πιει καφέ και θέλοντας να προβληματίσει το παιδί και τον μαγαζάτορα, παράγγειλε τον καφέ του κάπως έτσι:
«Παιδί μου, προσκόμισόν μοι εν σκιάδιον νυμφοκοκκόζωμον παρακαλώ...»
Το παιδί δεν κατάλαβε και λέγει στον καφετζή- αφεντικό ο δάσκαλος γυρεύει... νύφη και ζουμί!
Πλησιάζει τότε ο καφετζής να διαπιστώσει περί τίνος πρόκειται και δέχεται τον... καταιγισμό των παρατηρήσεων του καθαρευουσιάνου δασκάλου:
«Μα κύριε αγνοείς ότι σκιάδιον είναι το φυλτζιάνι και νυμ- φόκοκκοι είναι τα σπυριά του κσφέ;
...Δεν ξέρω δάσκαλε, μα τέιοιες ελληνικούρες πρώτη φορά ακούω! -Τότε συνηθίζονταν ο καφές να αλέθεται παρουσία του πελάτη, για να διατηρεί προφανώς το άρωμά του.
Τέλος οι παλιοί μαθηταί απάγγελναν εκτός από τα άλλα και τους παρακάτω στίχους του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη που δημο- σιεύθηκαν μάλιστα σε εφημερίδα της Σμύρνης στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα:
«Μακεδόνες δεσποτάδες ρασοφόροι στρατηγοί
και των σκλάβων βασιλιάδες στην αλύτρωτή μας γη, που με εν σας μόνο νεύμα κάνετε να τρέχει αίμα στων παιδιών μας την καρδιά και να τρέχουν να ζητούνε για να βρουν Ελευθερίά».
Κείνα τα χρόνια το εθνικό συναίσθημα των νέων ήταν «ανε- βασμένο» λόγω των περιστάσεων, λέγεται μάλιστα, και κανένας δεν μπορεί να το αμφισβητήσει, ότι τόσο στο σχολείο όσο και εκτός αυτού οι μαθηταί αλλά και οι εξωσχολικοί τραγουδούσαν εθνικά άσματα, πολλά από τα οποία διασώθηκαν και θα περιλη- φθούν στη μελετώμενη έκδοση της Ιστορίας του Ροδολίβους.
Ας αναφέρουμε ακόμα μερικά γνωμικά ή ρήσεις από την εποχή, του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου που συνήθιζαν οι αξέχαστοι εκείνοι δάσκαλοι να αναφέρουν στις συντροφιές και στους μαθητές στο Σχολείο, όπως τα παρακάτω:
«Φίλιππε ενθυμού ότι είσαι άνθρωπος»
Ο Φίλιππος ζήτησε από ένα αυλικό φύλακα όταν τον ξυπνούσε να του το λέγει.
Αντιλαμβανόμενος προφανώς ο ίδιος τον εγωισμό του και την υπεροψία του.
«... Θα εντραπώ τον Ελήσποντον αν φοβηθώ τον Γοανικόν».
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε τον Ελήσποντο δια ζεύξεως με τα πλοία του και ετοιμάζονταν να διαβεί τον Γρανι- κόν ποταμό, οι στρατηγοί του τον συμβούλευαν να μη βιασθεί αλλά να οργανώσει προσεκτικά τη διάβαση και ο Μέγας Στρατηλάτης είπε τότε, την μνημειώδη εκείνη φράση.
«Μην υψηλοφρόνει και έσο μάκαρ».
Στην εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, 865 π.Χ. μέχρι 34 π.Χ., τότε, οι αυλικοί που ήταν υποχρεωμένος να τους ακούει ο Φίλιππος -διότι αυτοί διαδραμάτιζαν σοβαρό ρόλο στην Αυλή- σκέφθηκαν να βρουν τον τρόπο να τον κάνουν να μην υψηλοφρονεί, να μην είναι εγωιστής, (διότι ο Φίλιππος ήταν εγωιστής, υψηλόφρων, σκληρός και δύστροπος) αποφάσισαν να «κοπεί» και να κυκλοφορήσει ένα νόμισμα που στη μια του όψη είχε την κεφαλή του Φιλίππου και στην άλλη, κυκλικά, τις λέξεις:
Μην υψηλοψόνει και έσο μάκαρ».
Ώστε όταν το έβλεπε κάθε φορά, να... συνέρχεται!

«Λέγεται μάλιστα ότι όταν πριν πολλά χρόνια έλληνας επίσημος επισκέφθηκε την Ινδία, η τότε Πρωθυπουργός Γκάντυ του προσέφερε νόμισμα της εποχής του Φιλίππου μ’ αυτή την επιγραφή».

ΛΑΪΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Κατά τον Αύγουστο συνήθως, γίνονταν παλαιστικοί αγώνες με συμμετοχή ελλήνων και τούρκων παλαιστών. Μετά το 1908 γίνονταν κάθε χρόνο οι λεγόμενοι «Πανζίχνιοι αγώνες» με συμμετοχή αθλητών και από τα γύρω χωριά και με διάφορα αγωνίσματα, ένα από τα οποία ήταν ο αγώνας δρόμου από το Κουτσάκι, τη γνωστή Μυρίνη, μέχρι το Ροδολίβος. Οι νικητές βραβεύονταν με δάφνινο στεφάνι και γενικά με διάφορα είδη, όπως αρνιά, κριάρια ή τράγους ή και αντικείμενα, όπως ρολόγια, αλλά οπωσδήποτε απαραίτητο ήταν το στεφάνωμα με δάφνινο στεφάνι, που οι νικητές περιφέρονταν στη συνέχεια στους κεντρικούς δρόμους στο χωριό -φορώντας το στο λαιμό, για να τους θαυμάσουν και να τους χειροκροτήσουν οι χωριανοί. Πολύ καιρό αργότερα γίνονταν συζητήσεις γύρω από τους αγώνες και τους νικητές, σαν μια ένδειξη της σημασίας που απέδιδαν στους αγώνες, σαν το γεγονός της χρονιάς, όπως θά έλεγαν σήμερα και σαν ένα κληρονομικό χάρισμα της Ολυμπιακής ιδέας, που διατηρήθηκε από τα πανάρχαια χρόνια.
Θα ήταν όμως ελλειπής η αναφορά μου στους Πανζίχνιους Αγώνες χωρίς την πληροφορία που μου έδωσε ο Σίμογλου Κωνσταντίνος (Τσιτάκης) 90 χρονών σήμερα, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά. Κατά τους πανζίχνιους αγώνες εκτός των Ροδολιβινών αθλητών, έπαιρναν μέρος και αθληταί από άλλα χωριά, μερικοί δε από την Πρώτη (Κιούπκιοϊ) έβαζαν δικούς τους ανθρώπους οι οποίοι με ζώα προσπαθούσαν να ανακόψουν την πορεία του θείου μου Μιλτιάδη ο οποίος συχνά προηγούνταν, για να του αποσπάσουν τα «Πρωτεία». Σε πείσμα όμως των ανωτέρω τόσο ο θείος μου όσο και άλλοι συγχωριανοί μας που πρώτευαν στους αγώνες δρόμου, κατάφερναν να νικούν και να περιφέρονται μετά στους δρόμους τους χωριού -με το δάφνινο στεφάνι στο λαιμό- αποσπάζοντας το θαυμασμό των κατοίκων.

ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΚΑΙ Η ΛΑΪΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Δυστυχώς φαίνεται ότι από δημοτική ποίηση είναι φτωχό το χωριό μας και γενικά η περιοχή, μολονότι διατηρώ βάσιμες ελπίδες, ότι με κάποια συστηματική προσπάθεια, σε συνεργασία με τους παλαιότερους, πολλά μπορεί ναρθούν στην επιφάνεια και να τα μάθουμε και να τα στοιχειοθετήσουμε σαν πολύτιμο απόκτημα. Γι' αυτό, νομίζω, αξίζει να θυμηθούμε μαζί μερικά αξέχαστα τραγούδια, που οι στίχοι τους κρύβουν ένα άφθαστο λυρισμό και μια φιλοσοφία θα έλεγα, στοιχεία που στην εποχή μας χάθηκαν με τα σύγχρονα και άνοστα άσματα, που εμάς τουλάχιστον τους παλαιότερους δεν μας συγκινεί η μουσική τους, ούτε το νόημά τους. Να λοιπόν μερικά τραγούδια, όσα μπόρεσα να τα στοιχειοθετήσω, από εκείνα που τραγούδησαν πολλές γενιές, πριν από μας, και θα είναι ίσως ασέβεια προς τη μνήμη τους να τα ξεχάσουμε. Ας τα παραθέσω σχεδόν ολόκληρα, παρά τον περιορισμένο χρόνο και χώρο.
Τα ευζωνάκια
Δώδεκα ευζωνάκια αποφασίσανε / στον πόλεμο να πάνε Παναγιά μου, / να
πολεμήσουνε. // Στο δρόμο που πήγαιναν στη μαύρη / θάλασσα μαύρη φορτούνα πιάνει, / Παναγιά μου, και σχίζει τα πανιά. // Δεν κλαίω το καράβι / δεν κλαίω τα πανιά / μον’ κλαίω τα ευζωνάκια Παναγιά μου, / τα δώδεκα παιδιά. // Βοήθα Παναγιά μου για να γλυτώσουμε / κι’ όλα σου τα καντήλια Παναγιά μου / θα τ’ ασημώσουμε.
Του λεν οι κούκοι στα βουνά
Του λεν μανά μ’ του λεν του λεν οι κούκοι / στα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια / δεν είν’ μανά μ’ δεν είν’ δεν είναι / περσινός καιρός βουλγάρικα τουφέκια / μόν’ είναι ελληνόπουλα στον κόσμο ξακουσμένα, / πόχουν τον πόλεμο γιορτή τη μάχη πανηγύρι. / πιάνουν και γράφουν μια γραφή / στη Βουλγραριά τη στέλνουν / βουλγάρ’ μάνα μ’ βουλγάρ’ καθήστε φρόνημα, / σας καίμε τα χωριά σας, μαζί με τα παιδιά σας.
Και τα δυο αυτά τραγουδιώταν στους χορούς στη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα και της τουρκοκρατίας και δεν υποδηλώνουν τίποτε άλλο από αγώνα, διάθεση κι' επιθυμία, για την ελευθερία.
Ένα άλλο τραγούδι, που ίσως έχει την προέλευσή του από την Νότια Ελλάδα, πλατιά διαδεδομένο, είναι και το παρακάτω:
Ένας αετός
«Ένας μωρέ ένας, ένας αετός καθότανε / στον ήλιο και λιαζότανε μωρέ, και λιαζότανε, / στα νύχια κοιταζότανε μωρέ, κοιταζότανε, / νύχια μου και νυχάκια μου μωρέ / και νυχάκια μου και νυχοποδαράκια μου. / Την πέρδικα που πιάσατε να μην την εχαλάσετε / μον’ να τη βάλτε σε κλουβί, να κελαϊδά κάθε πρωί».
Λεβεντονιός παντρεύεται
«Λεβεντονιός παντρεύεται και πέρνει προσφυγούλα, / προσφυγούλα μ’ σε κλαίν’ τα μάτια μου. / Κι’ η πεθερά, σαν τάκουσε, πέφτει λιγοθυμάει. / Πιάνει δυο φίδια ζωντανά βάνει τα τηγανίζει. / Προσφυγούλα μ’ σε κλαίν’ τα μάτια μου. / Κάτσε νυφούλα μου να φας, ψάρια τηγανισμένα / και με την πρώτη πηρουνιά η νύφη εφαρμακώθη. / Βοσκοπούλα μου παν’ τα νειάτα σου!».
Ένα άλλο όμορφο τραγουδάκι, που εκφράζει τα βάσανα του ξενητεμένου μα και το παράπονό του, γιατί νομίζει πως κανένας δεν τον θυμάται κι’ ούτε νοιάζεται γι’ αυτόν, είναι και το παρακάτω πολύ συγκινητικό:
Ο ξένος
«Ξένε μ’ στα ξένα πως περνάς / ποιος μαγειρεύει και δειπνάς / ποιος στρώνει και κοιμάσαι / και για μένα δε θυμάσαι; / Κανείς δεν ήρθε να με δει / πέφτουν τα δάκρυα βροχή. / Κανείς απ’ τους δικούς μου συγγενείς / κι εξαδελφούς μου / μον’ η αγάπη μου κρυφά, / το λέω με πόνο στην καρδιά / ψιλή γραφή μου στέλνει, / μυστικά με παραγγέλνει».
Τ’ Αθηνοδώρου ο γιος
Το παρακάτω συγκινητικό τραγούδι τόφεραν οι πρόσφυγες από την Προποντίδα (την Ραιδεστό), όταν ήλθαν στο χωριό μας, κατά την ανταλλαγή του 1922-23. Αντανακλά τον αβάσταχτο πόνο του πατέρα, που τάζει μεγάλο χρηματικό ποσό, για να του φέρουν τον γυιό του. Ο πατέρας μου μας διηγούνταν, ότι επισκέφθηκε τότε στην Ραιδεστό το αγρόκτημα του Αθηνόδωρου.
«Μια συννεφιασμένη μέρα και μια σκοτεινή βραδυά / βάρκα γύρισε άνω κάτω και χαθήκαν δυό παιδιά. / Τό ’να ήτανε ο Νίκος τ’ Αθηνόδωρου ο γυιός / Τ’ άλλο ήταν αρμενάκι, στην εμορφάδα ξακουστός. / Σαν το μάθανε στην πόλη όλοι λυπηθήκανε / νέοι γέροι και παιδάκια στα μαύρα φορεθήκανε. / Σαν το έμαθε ο πατέρας τάζει λίρες εκατό / ή το Νίκο μου θα φέρτε ή και γω θα σκοτωθώ.
Έχετε ψαράδες ψάρια
Σίγουρα αυτό το τραγούδι αναφέρεται σε παραθαλάσσια μέρη, τραγουδιέται όμως και στο Ροδολίβος και ποιος ξέρει πως και πότε μεταφέρθηκε και διαδόθηκε. Έχω ακούσει μόνο δυο στίχους έστω κι’ αυτοί δεν παύουν ν’ αποπνέουν θαλασσινή αύρα.
«Έ μωρέ έ έχετε ψαράδες ψάρια / έχετε ψαράδες ψάρια / για να φαν’ τα παλικάρια / ε μωρέ ε έχουν οι ψαράδες ψάρια / έχουν οι ψαράδες ψάρια αστακούς και καλαμάρια.
Στης Μουλιώς τα κεραμύδια
«Στις Μουλιώς τα κιραμύδια, κάθουνταν δυο τσιουτσιουλτάδες / κι’ χτυπούσαν τις κακμάδες κι’ κουνούσαν τις ουρές. / Τα καϋμένα τα πιδούδια, πόπιζαν μεσ’ στις αυλές / κι’ έμπδιχναν απ’ τα τσιακλια ξανουκλιούνταν στις κουπριές. / Κι’ η Λιένκου απ’ αγνάντια, πόδιουχνι τις τσιουτσιουλτάδες / έφυγαν απού του σπίτι’τς κι άνοιξι ζ’ Μουλιώ μπιλιάδες. / Μα αυτοί που δεν χαμπάρζαν, απού σ’ Λιένκους τις φουνιές / ξαναπάν στα κιραμίδια κι’ ξανάκαναν φουλιές. / Τι κι’ αν τ’ς έδιουχνι η Λιένκου κι’τ’ς κνιγούσι η Μουλιώ / πήγινι κι’ τις κοιτούσι μπάριμ’ όλου του χουριό. / Αν σας πιάσου τσιουτσιουλτάδις, θα σας κόψου τις ουρές / θα σας κόψου κι’τς κακμάδις κι’ δε θάχτι κι ουρές.
«Ποιος ξέρει τι σοφίστηκε ο στιχουργός και γιατί άραγε οι τσιουτσιουλτάδες διάλεξαν της Μουλιώς τα κεραμίδια». «Οφείλω προσωπικά μια εξήγηση, παρ’ όλες τις προσπάθειές μου δεν τα κατάφερα να βρω τους πραγματικούς στίχους, αυτού του παράξενου τραγουδιού. Και έτσι το μέν στίχο «Τα καϋμένα τα πιδούδια κ.λ.π...... Τον «σκάρωσε» ο Θρασύβουλος Γιαννός, τους δε από «Κι’ η Λιένκου απ’ αγνάντια κ.λ.π.» ως το τέλος η αφεντιά μου. Πάντως η απορία, που διατύπωσα πιο πάνω παραμένει».
Η Παναγή μας
Παναγή μας πάει για να πασταλιάζ’ / στου Γουργιούσ’ του μαγαζί (δις). / Τί γυρεύς’ ιδώ μαρή Παναγή / κι’ σπουρίιζ μι του πιδί (δις). / Γω δεν ήρτα μπάρμπα για του πιδί / γω ήρτα να βρω δουλειά (δις). / Σαν αρπάχνι Γκόγκλιαρους τη βασταγαριά / απ’ τη σκάλα τ’ κουρδουκλά (δις). / Μη του κρους μπρε Γκόγκλιαρη του κουρτσούδ’ / του κουρτσούδ’ εινι μικρό καμμιά σαρανταριά χρουνώ (δις).
«Τρανή η προσπάθεια της Παναγής ν’ αποδεσμευθεί από το κουτσομπολιό- πήγε για δουλεία κι’ όχι για το παιδαρέλι, μα τα ειρωνικά λόγια φαίνεται δεν έλλειπαν ούτε κι' από τους παλαιοτέρους, κι’ ενοχλούσαν πάντα, όσο κι’ αν ήταν καλοπροαίρετα».
«Ας δούμε όμως ακόμα ένα τελευταίο για το παλικάρι, που δεν τολμά να δεθεί με τα δεσμά του γάμου και δεν εννοεί να ενδώσει στα παρακάλια των δικών του».
Η Στέργιους δεν παντρεύεται
Κρουν’ βιουλιά κρουν’ κι’ νταούλια / Όλνοι στου χουριό γλιντούν κι’ όλνοι χαίρουντι /  // Στέργιους γίνιτι γαμπρός Στέργιους παντρεύιτι. // Δω του Στέργιου κει του Στέργιου / Στέργιους απάν σν’ αγριντιά / κατέβα Στέργιου μ’ κατέβα τζάνου μ’ / να σι παντρέψουμε.// Κατέβα Στέργιου μ’ δεν ακούς / βαρούνι τα βιουλιά. / άϊντι πιδούδι μ’ η νύφ’ ξεκίνσι / για την ικλισιά. // Δεν κατιβαίνου δεν αλλάζου, / γαμπρός δε γίνουμι / Κατέβα Στέργιου μ’ κατέβα τζάνου μ’ / να σι παντρέψουμι. // Τρία μιτζίτια παπούτσια μπρε Στέργιου / παππούς σι’ αγόρασι / τα σημάδια πίσου να πάτι / Στέργιους πισμάνιψει. // Στέργιου κι’ αν πισμάνιψει / κι’ Στηριανή πισμάνιψει / Ας τ’ακούσουν οι κάμποσοι / πως κι’ οι γνέκις έχουν γνώση.
«Κι’ έτσι με την απόφαση της Στεργιανής ικανοποιείται και η περηφάνεια της νύφης».
Αυτά είναι τα τραγούδια, που διασώθηκαν ως τα τελευταία χρόνια, αν και σήμερα δυστυχώς κοντεύουν να ξεχαστούν εντελώς, αφού άλλωστε εκείνη η γενιά σχεδόν εξέλιπε και οι νέοι, κατά κανόνα, αρέσκονται σε άλλου είδους τραγούδια, όπως αναφέρω και αλλού, σε λαϊκά, ρεμπέτικα ή μοντέρνα, ένας επί πλέον λόγος που συνηγορεί στην ανάγκη έρευνας και καταγραφής των αξέχαστων παλαιών τραγουδιών -και υπάρχουν πάνω από εκατό- όπως εκτενέστερα αναφέρω παρακάτω. Τραγουδιέται επίσης η Γερακίνα, όπως και σ’ όλη σχεδόν την Ελλάδα, αλλά το γεγονός που περιγράφεται στο τραγούδι, συνέβη στη Νιγρίτα απ’ όπου προέρχεται και σώζεται ακόμη το πηγάδι, όπου συνέβη το τραγικό περιστατικό. Εδώ πρέπει ν’ αναφέρουμε ότι οι νέοι και οι νέες του χωριού μας, μέχρι την απελευθέρωση (1912), συνήθως τραγουδούσαν, στους γάμους και στα γλέντια, διάφορα εθνικά τραγούδια. Αυτά κι* άλλα πολλά τραγουδιούνταν απ’ τα παλιά χρόνια, όπως προείπα σε γιορτές και πανηγύρια, στις ατέλειωτες ώρες στο «μπούρλιασμα» και στο «παστάλιασμα» του καπνού από μικρούς και μεγάλους, και ήταν μια σπουδαία ψυχαγωγία, αφού άλλωστε το ραδιόφωνο ήταν άγνωστο κι* αν υπήρχε κανένα γραμμόφωνο θα ήταν μεγάλη πολυτέλεια και όνειρο άπιαστο, για το φτωχό βαλάντιο της οικογένειας εκείνα τα χρόνια. Θέλω ακόμη να σημειώσω εδώ, σχετικά με τα παραπάνω, τη συγκίνηση που έννοιωσα όταν είχα την ευκαιρία να ξεφυλίσω ένα βιβλίο σπάνιο και ασφαλώς μοναδικό στο είδος του. Κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι -εκπαιδευτικοί- στην κοινότητα Πρώτης, με πολύ ενδιαφέρον και περίσσεια αγάπη, ανέθεσαν στους μαθητές και συγκέντρωσαν και κατέγραψαν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους σπάνια ποιήματα και τραγούδια, που ξεχειλίζουν ρομαντισμό, λυρισμό και νοσταλγία. Τα κατέγραψαν -πάνω από εκατό- και τα καταχώρησαν σ’ ένα θαυμάσιο βιβλίο, ιδιαίτερα αξιόλογο θα σημειώσω εγώ, που αξίζει τον κόπο να διαβαστεί απ’ όλους. Μεγάλο θα είναι το ψυχικό και πνευματικό όφελος. Τολμώ να κάνω μια σύσταση - προτροπή καλοπροαίρετη προς την κοινότητά μας, τους ανθρώποιυς του πνεύματος, τους εκπαιδευτικούς τις διοικήσεις των Συλλόγων του χωριού μας για μια παρόμοια προσπάθεια· ασφαλώς πολλά, αν όχι όλα από τα περιεχόμενα του βιβλίου που μνημόνευσα, αναφέρονται και στην ευρύτερη περιοχή μας, κι* ας είναι βέβαιοι οι υποψήφιοι σκαπανείς ενός τέτοιου έργου, ότι η προσφορά τους προς το κοινωνικό σύνολο της γενέτειράς μας, θα είναι ανεκτίμητη. Τα παραπάνω ισχύουν και για τη συγγραφή της Ιστορίας του Ροδολίβους. Επ’ αυτού να σημειώσω ότι κατά την πρόσφατη εκδρομή του Συλλόγου Ροδολιβινών Θεσσαλονίκης, στον Τύρναβο, Ελασόνα και Τσαρίτσανη, ο Σύλλογος εξασφάλισε την επίτομη ιστορία της Ταρίτσανης, μια άρτια έρευνα - μελέτη, ένα αξιόλογο σύγγραμμα που και μόνο η φυλλομέτρησή του σε συναρπάζει, χωρίς να είσαι δεμένος με τον τόπο συναισθηματικά. Το βιβλίο βρίκεται στο Γραφείο του Συλλόγου μας και πιστεύω, ότι η συμβολή του σε ανάλογη προσπάθεια θα είναι σημαντική. Οι αρμόδιοι ας το αξιολογήσουν ανάλογα.

ΟΙ ΧΟΡΟΙ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Γνωστοί χοροί που συνηθίζονταν στα γλέντια με συνοδεία βιολιών, νταουλιών ή γκάιντας ήταν ο συρτός, ο καλαματιανός, ο τσάμικος, κι αλίμονο σ’ όποιον τολμούσε να πάρει την μπροστέλα από άλλον, όταν αυτός τύχαινε να κρατάει το χέρι της κοπέλας, που ήταν η αρραβωνιαστικιά του ή η ερωμένη του. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό ν’ αναφερθώ σε μια προσπάθεια μερικών συγχωριανών μας, που συγκρότησαν έναν εκπολιτιστικό Σύλλογο αξιόλογο και, επί δεκαετίες χάριζαν την ψυχαγωγία -μοναδική τότε- στους κατοίκους του Ροδολίβους και ακόμη και σ’ άλλα χωριά και πόλεις. Πρόκειται για τον Μουσικοδραματικό Σύλλογο Ροδολίβους «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ», ο οποίος άφησε εποχή και νομίζω, πως επιβάλλεται να θυμηθούμε, σε αδρές γραμμές, ό,τι αφορά στη δράση του. Μπορεί και πρέπει να γραφούν πολλά, αλλά ούτε ο χώρος ούτε ο χρόνος το επιτρέπει, γι’ αυτό δε θ’ αναφερθώ σε λεπτομέρειες, ούτε σε όλους όσοι τον δημιούργησαν, τον στελέχωσαν και εργάσθηκαν για ένα Σύλλογο με πολιτιστικές εκδηλώσεις υψηλού επιπέδου, που η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της επαρχίας μας και πολλά ήταν τα επαινετικά σχόλια της εποχής. Ο τότε θιασάρχης Δανίκας, σε συνέντευξή του έλεγε: «απ’ όλα πιο πολύ μ’ εντυπώσιασε το θεατρόφιλο κοινό του Ροδολίβους». Ο Σύλλογος σαν Μουσικός συγκροτείται αρχικά το 1903, με περιορισμένη δραστηριότητα. Ανασυγκροτείται και δραστηριοποιείται από το 1912, ενεργά μέλη του οποίου ήσαν:
1. Ζαΐμης Γεώργιος
2. Παπαδανιήλ Αριστείδης
3. Παπαδανιήλ Άγγελος
4. Πασχάλογου Αλέξανδρος
5. Γεωργιτζίκης Βασίλειος
6. Παρασχούδης Πασχάλης
7. Τζιούρας Γρηγόριος
8. Εξίογλου Πάνος
9. Ζησίδης Κωνσταντίνος
Ο τελευταίος (καπνέμπορος), χρηματοδότησε -ενίσχυσε οικονομικά- το Σύλλογο πολλές φορές. Ασφαλώς υπάρχουν κι΄ άλλοι, που γι’ αυτούς και με άλλα στοιχεία και λεπτομέρειες θ΄αναφερθούμε εκτενέστερα άλλη φορά. Το 1924 γίνεται Μουσικοδραματικός Σύλλογος και δραστηριοποιείται σε μεγάλο βαθμό. Σαν ιδρυτικά μέλη αναφέρονται οι εξής:
1. Κιορπές Γεώργιος
2. Γεωργιτζίκης Βασίλειος
3. Στρατής Αλέξανδρος κ.ά.
Μετά το 1924 ενεργό ρόλο στο θεατρικό τμήμα παίρνουν οι:
1. Παπαπέτρου Πέτρος
2. Πασχάλογλου Αλέξανδρος
3. Κυπαρίσης Άγγελος
4. Σαμαράς Κωνσταντίνος
5. Σίμογλου Κωνσταντίνος
6. Στρατής Στρατής
7. Καρκαλέτσης Νίκος
8. Βότσης Τάκης
9. Τσεπέλτζελης Δημήτριος
10. Παπαβασιλείου Νίκος
11. Τσοχατζής Γεώργιος
12. Και άλλοι.
Στη συνέχεια άρχισαν να μετέχουν στο θεατρικό τμήμα και γυναίκες, όπως οι:
1. Τσοχατζή Ειρήνη
2. Μωυσή Ελένη
3. Παπαβασιλείου Όλγα
4. Στρατή Κούλα
5. Τζούρα Νίνα
6. Γούσιου Όλγα κ.ά.
Κατόπιν διαχωρίστηκε ο Σύλλογος και επίσημα σε Μουσικό και Θεατρικό. Τότε ο Σύλλογος ήσαν σε θέση να ενισχύει οικονομικά τον Μακεδονικό Αγώνα, έτσι με φροντίδα όλων δια μέσου του Στρατή Αλεξάνδρου, δόθηκαν από τις εισπράξεις του μια ποσότητα χρυσές λίρες -μέσα σε μαντήλι για λόγους ασφαλείας προφανώς- στο Δεσπότη Ελευθερουπόλεως, για τον ανωτέρω σκοπό. Θεατρικά έργα που παίχθηκαν με επιτυχία στο Ροδολίβος και αλλού ήταν: Τ’ αρραβωνιάσματα του Μπόγρη, Ο αγαπητικός της ΒοσκοπούλαςΗ ΓκόλφωΗ ΕσμέΟ ΆγνωστοςΟ Αθανάσιος ΔιάκοςΜια νύχτα μια ζωή, που στην Καβάλα σχολιάστηκε επαινετικά, και άλλα. Αίθουσα εκδηλώσεων ήταν το παλιό δημοτικό σχολείο -με μια ογκώδη εξωτερική πέτρινη σκάλα, που βρίσκονταν μετά το κτίριο του κινηματογράφου ΡΟΔΟΝ. Είχα την τύχη μικρός, 6-7 χρόνων, να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση που ακόμη και σήμερα αναμοχλεύονται εικόνες στο μυαλό μου, ειδικότερα από τη δραματική και αξιόλογη ηθοποιία του αειμνήστου θείου μου Πέτρου Παπαπέτρου, αλλά και των άλλων παικτών. Αυτά επιγραμματικά για τον αξιόλογο και πασίγνωστο στην ευρύτερη περιοχή Μουσικοδραματικό Σύλλογο Ροδολίβους. Πριν καλά-καλά ολοκληρώσω την έρευνά μου έψθασε στα χέρια μου, εντελώς συμπτωματικά, μια σπάνια φωτογραφία χρονολογούμενη από το 1903 και αρκετά στοιχεία για έναν άλλο Σύλλογο ή Σωματείο, ιστορικό θα έλεγα, με εθνικούς πράγματι στόχους και μεγάλη προσφορά, προς την πατρίδα. Εδώ θ’ ανοίξω μια παρένθεση για να πω δυο λέξεις για την αναγκαιότητα της συγγραφής ενός βιβλίου -ολοκληρωμένου κειμένου- για την ιστορία του Ροδολίβους. Πόσα δεν έχουν να ειπωθούν όσο υπάρχουν ακόμη επιζώντες εκείνης της εποχής, όσο υπάρχουν ακόμη οι μνήμες και η θύμηση των παλαιοτέρων... Να λοιπόν για ποιο Σύλλογο πρόκειται: Φιλόπτωχος αδελφότης Αναγένησις - Ροδολείβος 1903 Τα μέλη του Συλλόγου (του Μακεδονικού Αγώνα), κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, με Πρόεδρο το Βασίλειο Γ. Χατζηπαπίδη ήταν:
1. Χατζηπαπίδης Βασίλειος
2. Φράγγος Άγγελος
3. Χαρίτωνος Μιχαήλ
4. Γούσιος Γεώργιος
5. Πασχαλίδης Βασίλειος
6. Κλουντζός Αθανάσιος
7. Πασχάλογλου Αλέξανδρος
8. Πρόκλος Βασίλειος
9. Ναλμπάντης Ιωάννης
10. Παπανικολάου Αντώνιος (Ιερέας)
12. Παπαλάμπρου Ανδρέας (δάσκαλος)
13. Παπαδανιήλ Παναγιώτης
ΜΕΛΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ: «ΦΙΛΟΠΤΩΧΟΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΗΣΙΣ ΡΟΔΟΛΕΙΒΟΣ 1903» ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ ΜΟΝΟΝ ΑΠΟ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ.
Και άλλοι 40 περίπου από τους οποίους επιβεβαιώσαμε τους εξής και μνημονεύουμε έναν, προς έναν, όπως έχουμε χρέος, τιμώντας τη μνήμη τους:
1. Λίκογλου Άλλελος
2. Κοτζιάς Γεώργιος
3. Χαρίσης Δημήτριος
4. Ράμος Βασίλειος
5. Στάγκος Δημήτριος
6. Παπακωνσταντίνου Μιλτιάδης
7. Παπανικολάου Χρήστος
8. Παπακωνσταντίνου Βασίλειος
9. Κασμίρης Ευάγγελος
10. Μαλαμίδης Λεωνίδας
11. Παπαδανιήλ Αριστείδης
12. Τερζής Κωνσταντίνος
13. Τζούρας Γρηγόριος
14. Χατζηνικολάου Παναγιώτης
15. Πολύχρονης Δημήτριος
16. Πρωτογέρου Κυριάκος
17. Χατζηανδρέου Κωνσταντίνος
18. Κουτής Βασίλειος
19. Χατζηανδρέου Βασίλειος
20. Κιορπές Γεώργιος
21. Στρατής Γρηγόριος
22. Στάγκος Αριστείδης
23. Στάγκος Άγγελος
24. Φωτιάδης Βασίλειος
25. Τσιρογιάννης Ιωάννης
26. Καράδαγλης Παναγιώτης
27. Βασιλειάδης Γεώργιος
28. Βασιλειάδης Ορέστης
29. Παπαδανιήλ Κωνσταντίνος
30. Δημοτζίκης Δανιήλ
31. Ντότσιος Παναγιώτης
32. Παπανικολάου Κωνσταντίνος
33. Καραβατάκης Κωνσταντίνος
34. Καραβατάκης Αθανάσιος
35. Βακάλης Χρήστος
36. Τσιουγγάρης Κωνσταντίνος
37. Μωϋσής Κωνσταντίνος
38. Σιτσάνης Λάμπρος
39. Τσουβαλτζής Κωνσταντίνος
Ο τελευταίος -όπως βεβαιώνει ο συγχωριανός μας Λάμπρος Νάκος, ήταν θείος του, αδελφός της μητέρας του- υπήρξε πρωτοπαλήκαρο στο Μακεδονικό αγώνα, έχει μάλιστα στο οικογενειακό του αρχείο τον έπαινο πολεμικής ανδρείας και το παράσημο του Γ.Ε.Σ. που πήρε η οικογένεια του Τσουβαλτζή και που αυτός ο αταλάντευτος αγωνιστής του Μακεδονικού Αγώνα, δολοφονήθηκε αγρίως από τους σλαύους. Μεταξύ των μελών υπήρχαν και μερικοί νέοι ένθερμοι πατριώτες, όπως όλοι που ασφαλώς είχαν τη θερμή συμπαράσταση όλων των συγχωριανών μας, αφού άλλωστε κοινός ήταν ο σκοπός και ο πόθος όλων, η απελευθέρωση της πατρίδος. Από τους μνημονευθέντες μόνο 13 καταφέραμε ν’ αναγνωρίσουμε μεταξύ 50 περίπου, σε μια σπάνια φωτογραφία, που μας υποδείχθηκε από τον κάτοχό της συγχωριανό μας Ιωάννη Χατζηπαπίδη, που δικαιολογημένα τη φυλάσσει σαν ένα οικογενειακό κειμήλιο. Το έργο και οι σκοποί του Συλλόγου, ήταν οικονομική ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα και στη συνέχεια του Αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας, από τους Τούρκους. Κατά το 1904-1905 φθάνει στο Ροδολίβος ο Παύλος Μελάς και, σε συνεργασία με το Μητροπολίτη Δράμας, καταστρώνει το πρόγραμμα δράσης του Συλλόγου- και μόνο αυτό το γεγονός καταδείχνει τη σημασία της ύπαρξης του εθνικού αυτού σωματείου και το ρόλο που διαδραμάτισε, μέχρι και την απελευθέρωση της Μακεδονίας, με το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας, το Ροδολίβος δια διατάγματος έγινε Δημαρχία με Δήμαρχον, ως γνωστόν τον Βασίλειον Χατζηπαπίδην, ο οποίος όπως και σε άλλο κεφάλαιο αναφέρουμε προσέφερε μεγάλην υπηρεσία στον αγώνα για την απελευθέρωση, συνεπικουρούμενος από ένα εκλεκτό επιτελείο πατριωτών και με τη συμπαράσταση όλων των κατοίκων, όπως και προηγούμενα σημειώνω, θυσιάζοντας στο τέλος και τη ζωή του δολοφονηθείς από τα κομιτάτα των βουλγαροτούρκων. Πρόσθετα είναι σκόπιμο ν’ αναφερθούμε σε μια σημαντική λεπτομέρεια του Αγώνα. Πρώτα σαν σε παρένθεση, η επίσκεψη του Παύλου Μελά στο Ροδολίβος δεν είναι επιβεβαιωμένη, αλλά αυτό δε μειώνει καθόλου τη σημασία της Αδελφότητος. Και τώρα η επίμαχη λεπτομέρεια: Ο Βασίλειος Χατζηπαπίδης ως Πρόεδρος της Αδελφότητος
ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ ΜΕ ΠΛΗΡΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ ΟΠΛΙΣΜΟ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ. ΟΛΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΡΟΔΟΛΙΒΟΥΣ.
-στη συνέχεια μετά την απελευθέρωση ορίσθηκε Δήμαρχος- συνεργαζόμενος με τον καπετάν Δούκα και τον καπετάν Τζάρα -από τις Σέρρες- που είχαν τα αντάρτικά τους «Σώματα» στην περιοχή του Παγγαίου, συνεννοήθηκε με τους ανωτέρω να καταρτίσουν ένα στρατηγικό σχέδιο και να «ξεγελάσουν» τους Τούρκους. Να παρουσιάζουν δηλαδή τους αντάρτες -και άλλα παλικάρια- που φρόντισαν να τους καμουφλάρουν με «μουτζούρες» και ανάλογα ρούχα για την περίσταση, σε διάφορα σημεία του χωριού έτσι, ώστε να φαίνονται πολλοί και, κάλεσαν τον Τούρκο αρχηγό τους που τον πληροφόρησαν, ότι οι Σέρρες, Δράμα και Καβάλα έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και, αν θέλει ο ίδιος και οι άνδρες του να σωθούν, καλά θα έκανε να παραδοθεί γιατί το χωριό ήταν κυκλωμένο. Καθόρισαν και το σημείο όπου θα παραδώσουν τα όπλα -πέρα από την Κοινότητα, κοντά στο Σχολείο. Το σχέδιο είχε απόλυτη επιτυχία.

Η ΛΑΪΚΗ ΤΕΧΝΗ ΣΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Η τέχνη που έχει ακμάσει, κατά τα προ της απελευθερώσεως χρόνια ήταν: η Αγγειοπλαστική. Στάμνες ή λαγήνια ή κούπες, όπως λέγονταν, κατασκευάζονταν σε διάφορα σχήματα στα «Μπέικα αλώνια», πάνω από το καπνομάγαζο του Πλουμή Χατζηαγγέλου. Η κεραμοποιία, σε μια έκταση που βρίσκεται κάτω από του Μαλλίνη το σπίτι. Η χωρική υφαντική που κατασκευάζονταν στον αργαλιό κιλίμια, βελέντζες και άλλα είδη για τις προίκες των κοριτσιών. Στην τέχνη αυτή, την υφαντική, εκτός από τις γυναίκες επιδίδονταν και μερικοί άνδρες όπως ο Στέργιος και ο Παναγιώτης Χατζηδήμος, ο Πούλιος Αγιακλής, τα αδέλφια Παντσιούδη και άλλοι.
ΠΑΛΗΟ ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ. ΜΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ. ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ.
Βιοτεχνίες (Ζαχαροπλαστικής). Έχουν ακμάσει 5-6 τον αριθμό στο χωριό από Ηπειρώτες, που επιδίδονταν στη Χαλβαδοποιία, το καταΐφι και το σαλέπι, που εμπορεύονταν στο χωριό και σ’ όλη την περιοχή. Θυμούμαι ένα χαλβατζίδικο κοντά στου Χατζηχαρίτου, πριν μισό αιώνα και πιο πολύ. Περνούσαμε κάπου-κάπου, μα αν δεν είχες φράγκο ή πενηντάλεπτο στην τσέπη, χαλβά δεν έτρωγες, κι ήταν τόσο δύσκολο να έχεις ένα φράγκο στην τσέπη ή σφικτά στο χέρι. Η Αγγειοπλαστική και η Κεραμοποιία που αναφέραμε, πρέπει κι αυτές να θεωρηθούν σαν βιοτεχνίες και, στη λαϊκή τέχνη, να κατατάξουμε μόνο την Υφαντική. Άλλες βιοτεχνίες ήταν η Ασβεστοποιΐα που είχε μεγάλη ανάπτυξη -τα καμίνια βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Χάϊτα. Οι σύγχρονοί μου θα θυμούνται, μέχρι περίποιυ το 1940, την «ασβέταριό» μεταξύ Αγ. Αθανασίου και Πρώτης. Επίσης κάποιος τούρκος, ονόματι Νουχ Αγάς, διατηρούσε μύλο ιπποκίνητο αλέσεως σουσαμιού και παραγωγής σαμόλαδου και ταχινιού και του περίφημου «κιουσπέ», που αργότερα θα θυμούνται και οι παλαιότεροι -ίσως προ του 1940- που έφερναν οι πατεράδες μας, μαζί με το σαμόλαδο, από τους νερόμυλους που λειτουργούσαν κάτω από το χωριό της Αγγί- στας, μέσα στο λάκκο. Ο μύλος του Νουχ-Αγά, βρίσκονταν εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του Γεωργίου Μπούμπα. Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο, σαν σε παρένθεση ν’ αναφερθώ με λίγα λόγια στην ψυχολογία των κατοίκων του Ροδολίβους. Σε αδρές γραμμές οι άνθρωποι του χωριού μας είναι φιλόπονοι, αγαπούν την εργασία, είναι καλοί οικογενειάρχες, τους διακρίνει το πνεύμα φιλοξενίας, είνα προσηλωμένοι με πίστη στη χριστιανική θρησκεία, είναι ακραιφνείς πατριώτες, συγκροτούν με δυο λόγια μια μικρή κοινωνία, που τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από πουθενά, μπορούν να διδάξουν και όχι να διδαχθούν, μπορούν να δώσουν, δεν έχουν ανάγκη να πάρουν και αυτά τα χαρίσματα τα απέδειξαν στην πράξη, στη μακραίωνη ιστορία τους. Πριν προχωρήσουμε σε άλλα, επίσης ενδιαφέροντα, θέματα που αφορούν πάντα μόνο το Ροδολίβος, κρίνουμε σκόπιμο να ποικίλουμε το περιεχόμενο της έρευνάς μας και να θυμηθούμε, περιγράφοντας συνοπτικά μερικές σκηνές από το χωριό μας, την αξέχαστη εκείνη παλιά εποχή κι ακόμη διάφορες άλλες ιστορίες, συνήθειες, ήθη και έθιμα, που διατηρούνται ακόμη, στη μνήμη μας.

ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΕΠΟΧΗΣ
Βέβαια και τότε το χωριό μας έσφυζε από κόσμο και κίνηση- τα Σχολεία λειτουργούσαν πλήρως και οι μαθητές έκαναν βίωμα τη σωστή μάθηση- οι εκκλησιές μας με όλη την απλότητα, αλλά και τη μεγαλοπρέπειά τους, αποτελούσαν το θεμέλιο λίθο του χωριού μας, με λειτουργίες όλες τις Κυριακές και τις γιορτές, με εσπερινούς όλες τις καθημερινές μέρες κ.λ.π. Τι να πρωτοθυμηθεί κανένας από τα σκηνικά της εποχής εκείνης. Τους τουρκογύφτους,που έρχονταν ομαδικά το καλοκαίρι για ν’ αλωνίσουν τα σιτάρια μας και να πουλήσουν τα καλάθια και τα πανέρια οι γύφτισσες, τους καλαϊτζήδες, «όλα τα αγγειά γανώνουμε...», τους ακονιστές, που όπως οι προηγούμενοι, που ήταν γνωστοί και σαν γανωτήδες, φώναζαν κι αυτοί με τη σειρά τους: «Ο ακονιστής, μαχαίρια κλαδευτήρια ακονίζω.» Τους μαστόρους, που έρχονταν από τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, το Λέχοβο κι αλλού για να φτιάξουν τα καινούργια σπίτια στο χωριό, κάθε άνοιξη και, σαν αποδημητικά πουλιά, έφευγαν στις αρχές του χειμώνα! Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν διάσημοι τεχνίτες του σφυριού και της χτιστικής τέχνης, όπως ήταν ο Μαστορο-Πέτρος, ο
Μαστορο-Βαγγέλης, ο Μαστορο-Μάνθος και πολλοί άλλοι. Από τη ζωή των μαστόρων στο χωριό μας, ακόμη τριγυρίζει στη μνήμη μας η σκηνή της ιεροτελεστίας του δωρήματος των μαντηλιών, των προσοψιών και των τσουραπιών, όταν τέλειωναν ντουβάρια του καινούργιου σπιτιού και κατασκευάζονταν ο ξύλινος σκελετός της στέγης. Τότε έδεναν ένα σχοινί μεταξύ δοκαριών κατά μήκος του καβαλάρη της στέγης, που στην κορυφή τους είχαν από ένα ξύλινο σταυρό, πάνω στο οποίο έδεναν τα καινούργια πολύχρωμα μαντήλια, τα τσουράπια, τα προσόψια... που δώριζαν οι συγγενείς και οι φίλοι του ιδιοκτήτη του σπιτιού, για το ευχάριστο γεγονός. Ακόμη αντηχεί στ’ αυτιά μας η φωνή του πρωτομάτορα, που όταν δωρίζονταν το μαντήλι και τα άλλα και τα έδενε εκεί ψηλά στο σχοινί της στέγης, φώναζε με συρτή κανοναρχίστικη δυνατή φωνή: «καλώς μας ώρισε και ο κύριος.... (τάδε) με το πεσκέσι του» ή «καλώς μας ήρθε το φιλοδώρημα από τον... (τάδε) τον ευχαριστούμε και στο δικό του το σπίτι να χαρούμε». Και μετά από αυτή την προσλαλιά, ακολουθούσε η μουσική όλων των σφυριών τάκα-τούκα, τάκα-τούκα, που τα χτυπούσαν όλοι οι άλλοι μαστόροι στις «γρέντες» της στέγης. Τα μαντήλια αυτά και τα άλλα φιλοδωρήματα, αν και προσφέρονταν προς τιμήν του ιδιοκτήτη του σπιτιού στο τέλος τα μοιράζονταν μεταξύ τους οι μαστόροι; Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους ζουρνατζήδες και τους νταουλτζήδες κι ακόμη τους κλαριντζήδες, που με τα γλυκόλαλα όργανά τους παραμονή του δεκαπενταύγουστου (στην πανήγυρη της Παναγίας) κατέφθαναν από τα βαλτοχώρια, το Δραβίσκο, το Μύρκινο, το Μαυρόλοφο (καρά του πράκ) και ξεσήκωναν εμάς τα παιδιά από το μπούρλιασμα του καπνού και τους ακολουθούσαμε ξυπόλητοι, ως εκεί πάνω στην Παναγία; Τα γουρούνια, που μεταφέροναν πάλι από τα βαλτοχώρια -ένα πελώριο σε κάθε βοδάμαξα- παραμονές Χριστουγέννων εκεί, πάνω από το εργοστάσιο του Ναλμπάντη και που εμείς κρυφά χώναμε τα χέρια μας στο σφαγμένο λαιμό τους να πασαλειφτούν με το αίμα τους, για να μας περάσουν οι γιαράδες και οι λειχήνες τους και για να μη σκάζουν το χειμώνα; Ποιος ξεχνά τις «καμήλες» που με τόση «μεγαλοπρέπεια έμπαιναν στο χωριό, από κει πέρα από του Ζησίδη, Καραβάνια ολόκληρα, με οδηγό τον καμηλιέρη πάνω στο γαϊδουράκι του, που μετέφεραν ξυλοκάρβουνα -πιθανόν από το Σταυρό Χαλκιδικής- και ξεφόρτωναν το φορτίο τους εκεί απέναντι από το καφενείο του Κλεάνθη και που φεύγοντας κατέτρωγαν τα κλαδιά των παρακειμένων ακακιών των δενδροστοιχιών, που υπήρχαν τότε στο δρόμο αυτόν, που συνήθως ακολουθούσαν τα καραβάνια με τις καμήλες και που δυστυχώς δεν πρόκειται να ξαναδούμε; Τις αρκούδες που έφερναν οι αρκουδιάρηδες να χορέψουν με τη συνοδεία του «νταγρέ» και του παράξενου τραγουδιού του γύφτου και που μερικοί ξάπλωναν «μπρούμυτα» κάτω, να τους «πατήσει» η αρκούδα, να τους περάσει η μέση που τους πονούσε. Αλήθεια ποιόν δεν πονούσε τότε η μέση απ’ το σκάλισμα, το τσάπισμα, το θέρισμα και τις άλλες δουλειές; Τους παλαιστές (πεχλιβάνιδες) ανήμερα της Παναγίας στο πανηγύρι, που αλείφονταν με λάδι κι άρχιζαν την πάλη με τα περίφημα «τσαλίμια» και που για έπαθλο ο νικητής έπαιρνε ένα αρνί ή κριάρι; Τους διάφορους φακίρηδες και τους ντόμπρους (δυνατούς) και άλλους πλανόδιους, που λύγιζαν σίδερα στα μπράτσα ή μεγάλα καρφιά με τα δόντια, στην πλατεία του χωριού; Τους καραγωγείς -όπως ο Μιχελής- με τα καλοθρεμένα άλογα, που μετέφεραν κάθε μέρα σχεδόν, από το σταθμό της Αγγίστας, όλα τα τρόφιμα και τα εφόδια και βοηθούσαν τ’ άλογά τους σπρώχνοντας το κάρο στον κακοκτράχαλο δρόμο, ιδίως κοντά στο χωριό μας, κι άλλοι πάλι όπως ο αείμνηστος Νάκος Τσιρογιάννης με 5-10 γαϊδουράκια, μετέφερε τα τρόφιμα και τ’ άλλα εφόδια για το μπακάλικό του, που έβρισκες τα πάντα σ’ αυτό, από τη Ν. Ζίχνη ή τις Σέρρες. Κι ακόμη τους ταξιτζήδες με τα «κουπέ» αυτοκίνητά τους όπως οι: «Καραμπέτ», «Κεγάμ», «Σταμπουλής», «Ιορδάνης», «Αγγελής», που ασκούσαν ένα σπουδαίο κοινωνικό λειτούργημα και μετέφεραν τους κατοίκους στην Αγγίστα, στη Δράμα και αλλού. Ακόμη έρχεται στ’ αυτιά μας ο ήχος της σειρήνας του ηλεκτροφωτισμού του Ναλμπάντη Νάκου, όταν σφύριζε τις πρώτες μετά τα μεσάνυχτα ώρες για ν’ αρχίσουμε αγουροξυπνημένοι το παστάλιασμα του καπνού- κι ύστερα τη νύχτα κατά τις 11 αναβοέσβυνε τα φώτα 2-3 φορές, σαν προειδοποίηση, για το οριστικό σβύσιμο σε λίγα λεπτά και προετοιμασία για ύπνο. Το εγερτήριο και το σιωπητήριο ήταν μια διαδικασία, που τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια και συνέπεια. Τα ξενύχτια στις ταράτσες -κέντρα διασκεδάσεως την εποχή εκείνη- τις Κυριακές και στη συνέχεια με το κοφίνι στην πλάτη μερικοί, και άλλοι με τα ζώα, πήγαιναν κατ’ ευθείαν για το «τσάκισμα» του καπνού στα καπνοχώραφα. Ήταν τότε που ο κάμπος «φάνταζε» σαν φωτισμένη πολιτεία από τις «ασετυλίνες», όταν δεν είχε φεγγάρι κι ήταν οι νύχτες σκοτεινές. Και πού να θυμηθεί κανένας τις ντόπιες φορεσιές, που τις φορούσαν όλες οι γυναίκες σαν στήνονταν ο χορός στ’ αλώνια στις γιορτές και τα πανηγύρια, με τα πλουμιστά σεγκούνια και τις κεντημένες ποδιές, ανεπανάληπτο σκηνικό, που δεν πρόκειται να ξαναδούμε. Φέρνω στη μνήμη μου ένα περιστατικό για τις τοπικές φορεσιές- κατά το 1938 μαθητής στο Γυμνάσιο Δράμας, με πήραν, μαζί με το συμμαθητή μου Στέργιο Νανούση, ο Γυμνασιάρχης τότε Γιαννίκας και ο θεολόγος πατήρ Τσαούσης -μετέπειτα Δεσπότης Ν.Ζίχνης- μεταβήκαμε στο Ροδολίβος και με τη συνδρομή του πατέρα μου και άλλων -αφού τους φιλοξενήσαμε στο πατρικό μου σπίτι- την άλλη μέρα συγκεντρώσαμε τις τοπικές στολές, που τις φόρεσαν τότε οι κοπέλες, στις γιορτές που έγιναν για μια εβδομάδα, στη διάρκεια των πανθρακικών αγώνων. Αλλά ας έρθουμε και στα κάπως πιο σοβαρά πράγματα του χωριού μας, πού είναι οι ιερείς όπως (Παπακωνσταντίνος Παπαπέτρου, Παπακωνσταντίνος Γραμματικός, Παπαχρήστος Παπανικολάου, Παπαστέργιος Αργυρίου, Παπαστέργιος Παπαδόπουλος, Παπαντώνιος Παπανικολάου, Παπατάντσιος, Παπαχρήστος, Παπανικόλαος Πρωτογέρου, Παπανεόφυτος ο οποίος διακόνησε στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας), οι οποίοι για πολλά χρόνια εξυπηρέτησαν πιστά το χωριό μας. Βιβλικές μορφές που ενσάρκωσαν την αγιοσύνη με την ανθρωπιά, την μεγαλοπρέπεια, την καλωσύνη... Σήμερα ο Παπαδημήτρης συνεχίζει πιστά το έργο και την κληρονομιά του αείμνηστου πατέρα του. Που είναι οι λειτουργοί του πνεύματος, όπως ο Πασχαλίδης, ο Παπαπετρίδης, ο Παπαλάμπρος, ο Πρόκλος, ο Πολυζωΐδης, που άφησαν εποχή και αξέχαστες εμπειρίες, στους παλαιοτέρους συγχωριανούς μας, κι ακόμη οι Μπούμπας Ευάγγελος, Μπούμπας Άγγελος, Τσιρογιάννης Πλουμής, που συνέχισαν την παράδοση με αξιόλογη προσφορά στην εκπαίδευση. Οι επιγενόμενοι (επιζώντες), με το βαρύ αυτό φορτίο που κληρονόμησαν συνεχίζουν επάξια το δύσκολο αυτό έργο. Ο αξέχαστος ψάλτης αείμνηστος Κόκκινης Δημήτριος, που δονούνταν η εκκλησία από τη μελωδία του και προσδίδονταν αφάνταστη μεγαλοπρέπεια στη λειτουργία κι ακόμη οι ψάλτες: ο Τσοχατζής Γιάννης που μου έμαθε να καναναρχώ και που, μαζί με άλλους δυο φίλους μου, μας έκανε αφιλοκερδώς «κατ’ οίκον» ιδιαίτερα μαθήματα και που με συγκίνηση τον χαιρετώ σήμερα κάθε φορά που βρίσκομαι στο χωριό μου, ο Μόσχος Μίχος, ο Γεωργίου Γεώργιος (Αντούλας), ο Καρκαλέτσης Γεώργιος, ο Κασμίρης Κώστας, ο Αργυρίου Γεώργιος και άλλοι, που ίσως μου διαφεύγουν, οι οποίοι συνέχισαν την παράδοση των γηγενών ψαλτών. Πρέπει να θυμηθούμε ακόμη όσους διετέλεσαν κοινοτικοί άρχοντες, μετά την απελευθέρωση (1912-13), που τόσα πολλά πρόσφεραν στο χωριό μας όπως οι:

1. Χατζηπαπίδης Βασίλειος
2. Κλουντζός Αθανάσιος
3. Ναλμπάντης Ιωάννης
4. Κραμπατάκης Αθανάσιος
5. Ζαχαράκης Λάμπρος
6. Τσιρογιάννης Κωνσταντίνος
7. Χατζηαγγέλου Πλουμής
8. Πασχάλογλου Αλέξανδρος
9. Μαλαμίδης Λεωνίδας
10. Μπούμπας Κωνσταντίνος
11. Βασιλειάδης Γεώργιος
12. Ζαφειριού Ζαφείριος
13. Τσιντσάρης Παναγιώτης
14. Γραμματικός Άγγελος
15. Τσιρογιάννης Χρήστος
16. Πασχαλίδης Πασχάλης
17. Συνάδος Παναγιώτης
18. Πολύχρονης Λάμπρος
19. Φρουτζιτζόπουλος Αντώνιος
20. Γκόγκογλου Πασχάλης
21. Γκόγκογλου Πασχάλης
22. Πολύχρονης Λάμπρος
23. Πολύχρονης Λάμπρος

Σημ. Επίσης και ο υπ’ α/α 15 διετέλεσε, πρόεδρος Κοινότητος, σε δύο περιόδους.

Σ’ όλους αυτούς τους Κοινοτάρχες και τα Κοινοτικά Συμβούλια, οφείλουμε πολλά. Ήταν οι πρωτοπόροι της Κοινοτικής Ανάπτυξης- αντιμετώπισαν, όπως και σήμερα, όλα τα ατομικά και τα κοινά προβλήματα, πολλές φορές και με προσωπικές θυσίες, εάν συνδυάσει κανείς, μαζί με όλα αυτά, και τις ανώμαλες καταστάσεις, που συνέπεσαν στη θητεία ορισμένων. Επομένως τιμή κι ευγνωμοσύνη ανήκει σ’ όλους αυτούς. Ν’ αναφέρουμε ακόμη κάποιους, που άσχετα αν ήσαν άσημοι ή επίσημοι, προσέφεραν ένα μεγάλο κοινωνικό έργο. Όπως π.χ. οι αγελαδάρηδες, εκείνης της εποχής, που συγκέντρωναν της αγελάδες του χωριού εκεί πάνω στην αγελαδαριά, στον πάνω «μαχαλά» και τις οδηγούσαν στις παρυφές του Παγγαίου, και με αμοιβή λίγο ψωμί και λίγες δραχμές κατά κεφαλή ζώου, αναλάμβαναν τη φύλαξη και τη βοσκή τους. Τα καραβάνια των εργατών και εργατριών, που κατέφθαναν κείνα τα χρόνια από το Σταυρό και από άλλα χωριά της Χαλκιδικής για να εργασθούν στην καπνοφυτεία, και τούτο, γιατί με τα λίγα τεχνικά μέσα και την ευρύτερη καλλιεργούμενη έκταση απαιτούνταν επί πλέον εργατικά χέρια, πέραν εκείνων που διέθετε μια συνήθης οικογένεια στο χωριό μας, την εποχή εκείνη. Με χαρά, μου έλεγαν αργότερα στη Χαλκιδική οι παλαιότεροι: «Τα κορίτσια μας κυρ γεωπόνε, από τα δικά σας τα καπνά έφτιαχναν την προίκα τους». Θα ήταν παράλειψη όμως αν, πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, δεν μνημονεύσουμε τις μάνες μας, τις γιαγιάδες μας όλες τις γυναίκες του χωριού μας, για την αξεπέραστη προσφορά τους στην οικογένεια- ακούραστες με περίσσεια αγάπη και στοργή, πρώτες και καλλίτερες στις γεωργικές εργασίες και φυσικά στις ατέλειωτες δουλειές και φροντίδες του νοικοκυριού- να τα προλάβουν όλα: το μαγείρεμα, τη μπουγάδα, το ζύμωμα, την φροντίδα και την περιποίηση μικρών και μεγάλων. Αυτές ήταν οι γυναίκες του χωριού μας. Θα πρέπει νομίζω να τις χρεωστούμε μνήμη αγαθή εις τον αιώνα- και θα ρωτήσει κανένας, ήταν ή δεν ήταν αυτό ηρωισμός; Ας προχωρήσουμε τώρα σ’ ένα άλλο κεφάλαιο, σχετικό με το προηγούμενο, όσο πιο συνοπτικά μπορούμε, πιστεύοντας ότι έτσι ολοκληρώνουμε κάπως την έρευνά μας και στον τομέα αυτόν.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΛΙΒΟΥΣ
Μερικές άλλες εκδηλώσεις και έθιμα της εποχής εκείνης, θα παραμείνουν αξέχαστα στη μνήμη μας. Και πρώτα απ’ όλα τα παιχνίδια στο Σχολείο, όπως ήταν τα σκλαβάκια, ένα παιχνίδι στρατηγικό, αφού μέχρι και αιχμαλώτους έπιαναν, τους οποίους έπρεπε να ελευθερώσουν. Έπειτα μερικά άλλα παιχνίδια, που παίζονταν εκτός σχολείου, όπως ήταν οι ομάδες -σε κάθε γειτονιά- που κυνηγούσε η μια την άλλη μέσα στα στενά δρομάκια του χωριού, που συχνά όταν αντάμωναν διαπληκτίζονταν. Τις λιτανείες που γίνονταν και που τις ακολουθούσε όλο το χωριό, με τα εξαπτέρυγα και εικόνες επί κεφαλής της ιερής πομπής, σε μια ύστατη επίκληση-προσευχή να απαλλαγεί ο τόπος από την ξηρασία. Να και το χαριτωμένο δίστιχο των μικρών: «Βρέξε-βρέξε πάππου (Θεέ) να γίνουν τα σταρούδια να τρώμε κοματούδια». Παράκληση απόγνωσης για τον άρτον τον επιούσιο, με περισσή ευλάβεια. Του Λαζάρου -την παραμονή- έλεγαν το τραγούδι: «Σήκω Λάζαρε καϋμένε μεσ’ τη γη παραχωμένε». Το ποδόσφαιρο με την «πατσιαβρένια» (πάνινη) μπάλα ή σπάνια την μπάλα από καουτσούκ -ζυμωμένα κομματάκια καουτσούκ με βενζίνη για να σχηματισθεί η στρογγυλή μπάλα- που θεωρούνταν τότε μεγάλο απόκτημα, όποια ομάδα της γειτονιάς την είχε. Το παιχνίδι κούκοι, που στήναμε πλάκες στ’ αλώνια -πέτρινες- και τις σημαδεύαμε με πέτρες, ώσπου να τις ρίξουμε. Το κυνήγι με τα «λάστιχα» και με καλό «τσιατάλι» που δεν αφήναμε σπουργίτι ή γκάργκα, να σταθεί σε χλωρό κλαδί. Το παιχνίδι με την ασετυλίνη, που σκάβαμε μια τρύπα στο χώμα τη γεμίζαμε με νερό προσθέταμε λίγη ασετυλίνη, την καπακώναμε με ένα κονσερβοκούτι με μια τρύπα μικρή στον πάτο και από απόσταση με μια μεγάλη βέργα κι ένα πατσιαβουράκι αναμμένο πάνω από την τρύπα και... μπάμ, το τενεκεδάκι στον αέρα. Κι ακόμη την εκστρατεία που κάναμε παιδιά, τότε, εκεί κοντά στη χιονίστρα στο Παγγαίο, και σ’ άλλες τοποθεσίες στα μεγάλα λειβάδια του βουνού, για το μάζεμα του βουνίσιου τσαγιού, που ήταν άφθονο εκεί, και πόσο μοσχοβολούσε ο αέρας ολόγυρα... Να μη ξεχάσουμε και το ...Κρ (τη βοσκή) τη νύχτα, των ζώων, τα γαϊδουράκια μας, τα άλογα και τα μουλάρια εκεί κάτω στο Αγιασμα και αλλού, με την τρομερή αστροφεγγιά και τ’ αστέρια που «ξέκοβαν» και χάνονταν μα και το φόβο, που μας κυρίευε μη τυχόν κανένας λύκος κάνει την εμφάνισή του και, τότε... Να θυμηθούμε ακόμη την εμποροπανήγυρη της Παναγίας, που συνεχίζει πάντα να γίνεται έστω και παραλλαγμένα, όπου συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος ακόμη κι από τα γύρω χωριά μικροί και μεγάλοι. Οι μεν μεγάλοι για ν’ αγοράσουν διάφορα χρειώδη για τα σπίτια τους και να γλεντήσουν στο μοναδικό τότε καφενείο της Παναγίας, οι δε μικροί για ν’ αγοράσουν καραμέλες γλειφιτζούρια ή καμμιά σφυρίχτρα, και προ παντός, για να προσκυνήσουν όλοι και να απολαύσουν το γλέντι, που γινόταν εκεί με τα όργανα, που έφερναν οι οργανοπαίχτες από τα καμποχώρια. Να θυμηθούμε ακόμη πως, την παραμονή της Παναγίας, φρόντιζαν κάποιοι για τη μεταφορά χιονιού, από τη χιονίστρα του Παγγαίου, για να παγώσουν οι γκαζόζες στη πανήγυρη της Παναγίας -αφού τα ψυγεία ήταν άγνωστα εκείνη την εποχή. Μα εκτός απ’ το μεγάλο πανηγύρι του 15 Αύγουστου, δεν παραλείπαμε να πάμε -ποδαρόδρομο βέβαια- στα πανηγύρια της Αγ. Παρασκευής, κοντά στη Βουλτσίστα και στον Άη Γιώργη της Πρώτης -του Κιούπκιοϊ- όπου μας εντυπώσιαζαν τα 32.... σκαλοπάτια στο βάθος κάτω, ως τη μικρή εκκλησία. Και μια που μιλάμε για πανηγύρια, ας θυμηθούμε και μια συνήθεια, που είχαν οι γυναίκες του χωριού μας. Στα εξωκκλήσια, όπως και σε κείνο της Αγ. Παρασκευής μέσα στο χώρο του Παιδικού Σταθμού, δεκάδες χρόνια πριν, στα μικρά καραγάτσια και στις κακαδιές που φύονταν γύρο από το υποτιθέμενο εκεί μνήμα της Αγίας, κρεμούσαν ένα σωρό πολύχρωμα κουρελάκια, από φουστάνια των κοριτσιών συνήθως, που όπως ήταν δεμένα στους κλαδίσκους, ανέμιζαν στον αέρα και φάνταζαν παράξενα. Ζητούσαν σίγουρα τη χάρη της Αγίας, γιατί τάχα, μήπως στις δύσκολες στιγμές δεν επικαλούνται οι άνθρωποι τη χάρη της Παναγίας; Επικρατούσε ακόμη μια πρόληψη στα παλιά χρόνια- τους αρρώστους που δε θεραπεύονταν με τα γνωστά τότε γιατροσόφια, συνήθιζαν να τους μεταφέρουν στην ΤΡΥΠΙΑ ΠΕΤΡΑ εκεί πάνω στο «ΒΟΡΙ» νοτιοδυτικά του υδραγωγείου στους πρόποδες του Παγγαίου, όπου τους έκαναν ένα-δυο γύρους κυκλικά στην Πέτρα κι έδεναν κομμάτια από φουστάνι της άρρωστης ή από ρούχο του αρρώστου στα κλαδάκια των γύρω θάμνων. Ποιος ξέρει τι θαυματουργικές ιδιότητες είχε η Τρύπια Πέτρα! Και ρωτούσαν τότε οι ηλικιωμένες γυναίκες, «τουν πήγαν μαρή κι’ απάν στην Τρύπια Πέτρα»; Μια άλλη σκηνή -νυκτερινή αυτή- ήταν οι κανταδόροι εκείνης της εποχής με πρωταγωνιστές τους Πρόκλο Κώστα, Πασχαλίδη Πασχάλη και άλλους, που με τη συνοδεία κάποιας κιθάρας και με τα τραγούδια τους... «έσπαζαν» τη μονοτονία της φεγγαρόφεγγης νύχτας!... Αλλά και οι νέοι της εποχής εκείνης δεν έμειναν χωρίς δραστηριότητες. Για μια μακρινή περίοδο είχαν οργανώσει ποδοσφαιρική ομάδα με επικεφαλής τον αείμνηστο Αριστείδη Γιαννό και πολλούς παίκτες, όπως ο Βασίλης Γκαζέπης (Θεοδοσίου) ο αδελφός του Κώστας, ο Αριστείδης Κιορπές και άλλοι που δεν θυμούμαι σήμερα και αμέτρητους φιλάθλους. Η ομάδα -Σύλλογος έφερε τον επίζηλο τίτλο Μέγας Αλέξανδρος κι ήταν το καμάρι του Ροδολίβους. Η ομάδα δεν ήταν σταθερή στη σύνθεση, συχνά έμπαιναν και νέα πρόσωπα, σταθερή όμως ήταν η φήμη της, όχι μόνο στο χωριό αλλά και στην περιοχή, αφού ακόμη και στις γύρω πόλεις έδινε αγώνες με επιτυχία. Αν δεν μνημονεύουμε ονόματα δεν το κάνουμε από πρόθεση- δεν είναι εύκολο να τα θυμάται κανείς- η τιμή όμως ανήκει σ’ όλους τους νέους, που είτε μετείχαν ενεργά, είτε συμπαραστέκονταν με ζήλο στην ομάδα. Άλλη μια ομάδα, εξίσου αξιόλογη, ήταν ο Άτλας. Φανατικοί αντίπαλοι οι δύο ομάδες, αλλά στους μεταξύ τους αγώνες, πάντοτε πρυτάνευε το ήθος και το αθηλτικό πνεύμα, τόσο μεταξύ παικτών, όσο και φιλάθλων. Στη συνέχεια ιδρύθηκαν οι Σύλλογοι Αναγέννησις και Κεραυνός, με παίκτες εμφορούμενους από ήθος και απαράμιλλο αθλητικό πνεύμα, που φιλοδοξούσαν να βελτιώσουν το άθλημα, πράγμα που πέτυχαν σε ικανοποιητικό βαθμό. Κατόπιν ο τότε Νομάρχης συνέστησε να συσταθεί ένας Σύλλογος μόνο, ώστε να τυχαίνει ευχερέστερα και της οικονομικής συνδρομής της Πολιτείας. Πράγματι συγκροτήθηκε τότε ο Αθλητικός (Γυμναστικός;) Σύλλογος «ΕΘΝΙΚΟΣ». Αλλά και οι κυνηγοί της εποχής εκείνης αποτελούσαν ένα ιστορικό γεγονός για το χωριό, όπως φυσικά και κάθε εποχή έχει τους δικούς της κυνηγούς. Η διαφορά μεταξύ της σημερινής και εκείνης της εποχής ήταν, ότι τότε τα θηράματα ήταν πολλά. Σήμερα διάφορες αιτίες -τα φυτοφάρμακα και το εξοντωτικό κυνήγημα- λιγόστεψαν τα θηράματα σε ανησυχητικό βαθμό. Τότε το κυνήγι ιδίως των λαγών ήταν άφθονο ώστε συχνά οι κυνηγοί τους έφερναν ανά 5 και 10, σαν τρόπαια στο χωριό. Προσπάθησα να περιγράφω συνοπτικά, αλλά και παραστατικά μερικές ιστορίες, συνήθειες και γεγονότα του χωριού μας, που αναφέρονται σε κάποια περασμένη εποχή. Αν τώρα ξεχάσαμε να αναφέρουμε ορισμένα γεγονότα ή μας διέφυγε να εξάρουμε τη δράση ορισμένων συγχωριανών μας, ας μας το συγχωρέσουν γιατί αυτό σε καμμιά περίπτωση δεν έγινε από πρόθεση, επειδή δεν υποτιμούμε κανενός συγχωριανού μας τη συμβολή στα κοινά του χωριού μας. Ύστερα απ’ όλα αυτά, πώς μπορούμε να ξεχνούμε το όμορφο χωριό μας, τις ρίζες μας: δεν θα ήταν προδοσία εκ μέρους μας, προς τους προγόνους μας που μας τα κληροδότησαν; Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα παλιά.

ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΕΣ
1. Οι λίθινες κατοικίες του λόφου του Αγίου Αθανασίου, είναι μια μορφή πέτρινων σπηλιών, που εκτείνονται στο λόφο, καθώς και στον παρακείμενο λόφο της «Προύφιτσας». Ασφαλώς είναι έργο ανθρώπων, δηλαδή λαξευμένες στους βράχους κατοικίες με τα μόνα γνωστά τότε εργαλεία από πέτρα, φτιαγμένα από ανθρώπους, που έζησαν στη Λίθινη εποχή, που ανάγεται σε χιλιάδες χρόνια προ Χριστού.
Η αρχιτεκτονική αυτών των λίθινων κατοικιών, είναι ενδιαφέρουσα και σίγουρα αυτοί οι παλαιοί πρόγονοί μας ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής. Εναπόκειται στην αρχαιολογική σκαπάνη να ερευνήσει και να μας διαφωτίσει, με περισσότερες λεπτομέρειες- θα προσθέσω εδώ, ότι απομένει και στην Κοινότητά μας να μεριμνήσει για την αξιοποίηση της περιοχής των λόφων, που ασφαλώς θα προσελκύσει πολλούς έλληνες και ξένους τουρίστες, ύστερα από σχετική διαφήμιση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Σε τέτοιες λίθινες κατοικίες στο χωριό βρέθηκαν ανθρώπινα οστά- φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκαν σαν τάφοι σε μεταγενέστερη εποχή ή και ταυτόχρονα με τη διαβίωση των ανθρώπων εκείνων. Επίσης μεταπολεμικά, βρέθηκαν σε διάφορα σπίτια, μέσα στις αυλές τους, μαρμάρινοι τάφοι της ρωμαϊκής εποχής στη θέση «γουρνίκι» και αλλού. Ακόμη, κατά την εκσκαφή των θεμελίων του Γυμνασίου, βρέθηκαν αρχαία νομίσματα, τα οποία σύμφωνα με τη γνώμη του Σεβαστάκη, τότε γυμνασιάρχη, ανήκαν στην εποχή της Αρχαίας Συμπολιτείας. Κατά την παράδοση μάλλον, πρέπει να πω είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, ότι στην περιοχή του Παγγαίου βρίσκονταν η λεγάμενη Σκαπτή Ύλη, δηλαδή τα κτήματα του ιστορικού Θουκυδίδη, του Αθηναίου στρατηγού, που έζησε κατά το 400 π.Χ. Οι Αθηναίοι, μαζί με εννιά άλλους στρατηγούς, κάλεσαν και το Θουκυδίδη να τους βοηθήσει στον πόλεμο κατά των Σπαρτιατών, που κατέλαβαν την Αμφίπολη, την οποία δεν κατόρθωσαν να την επανακτήσουν, ύστερα από την ομώνυμη σκληρή μάχη που διεξήχθει, όπου σκοτώθηκαν οι στρατηγοί, ένας από κάθε αντίπαλη παράταξη, Κλέων και Βρασίδας. Την Αμφίπολη διέσχιζε, τότε, ο Στρυμώνας γι’ αυτό ονομάσθηκε έτσι δηλαδή Αμφί-Πόλη, πόλη που ήταν κτισμένη και από τις δύο πλευρές του ποταμού. Ο Θουκυδίδης εκλήθη από τη Θάσο όπου βρισκόταν και δεν κατόρθωσε να σώσει την Αμφίπολη, που την κατέλαβε τελικά ο Σπαρτιάτης Βρασίδας, αλλά πρόλαβε και έσωσε την Ηιόνα επίνειο της Αμφίπολης στις εκβολες του Στρυμώνα. Την Αμφίπολη ίδρυσαν το 436 π.Χ. οι Αθηναίοι -ο Αγνών, ένας από τους τριάντα τυράννους- όταν είχε την εξουσία ο Περικλής. Φημίζονταν ως συγκοινωνιακός κόμβος γνωστός παλαιότερα ως «εννέα οδοί» πλούσια σε ξυλεία για ναυπήγηση πλοίων και λόγω της γειτνίασης με τα Χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Στην Αμφίπολη έκανε την τελευταία της αντίσταση η μητέρα του Μ. Αλεξάνδρου Ολυμπίάς εναντίον του Κασσάνδρου και εκεί τέλειωσαν τις ημέρες τους η γυναίκα του Ρωξάνη και ο γυιός του Αλέξανδρος. Έγιναν ανασκαφές τον περασμένο αιώνα, πιο σημαντικές όμως μετά το 1956, οπότε αποκαλύφθηκαν τα τείχη της Αμφίπολης και 400 περίπου τάφοι με νομίσματα και χρυσά αντικείμενα. Κατά τους ιστορικούς, μεγάλη αξία είχε ένα νόμισμα που βρέθηκε με τη παράσταση μιας γουρούνας να θηλάζει τα γουρουνόπουλά της. Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, μετά την αποτυχία του αυτήν, έπεσε στη δυσμένεια των Αθηναίων και αυτοεξορίσθηκε στη Σκαπτή Ύλη, στα κτήματά του δηλαδή, στη Θράκη, στην περιοχή Παγγαίου. (Ανατολικά του Παγγαίου η περιοχή τότε ονομάζονταν Θράκη). Εκεί συνέγραψε τη γνωστή «Θουκυδίδου Συγγραφή» δηλαδή την ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Αργότερα τον συγχώρησαν, οι συμπατριώτες του οι Αθηναίοι, επέστρεψε στην Αθήνα και μετά ξαναγύρισε στα κτήματά του, άγνωστο για πόσα χρόνια. Το πιθανότερο πάντως είναι πως πέθανε και τάφηκε στην Αθήνα, δικαιωμένος και καταξιωμένος. Ξηρόβρυση, δυτικά του χωριού. Μια σπάνια δημιουργία βυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ό,τι απέμεινε στο πέρασμα του χρόνου.
2. ΤΑ ΧΡΥΣΩΡΥΧΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΓΑΙΟΥ. Κατά τους αρχαίους χρόνους το Παγγαίο είχε ενδιαφέρον μεγάλης οικονομικής σημασίας, λόγω των πλουσίων μεταλλείων χρυσού και αργύρου (δηλ. ασημιού), που εκμεταλλεύονταν οι Μακεδόνες Βασιλείς και ιδιαίτερα ο Φίλιππος ο Β'. Σήμερα θεωρούνται εξαντλημένα, μολονότι πρόσφατες έρευνες μαρτυρούν το αντίθετο. Σύμφωνα με δημοσιεύματα δεν είναι γνωστή η θέση αυτών των μεταλλείων κοντά όμως στην κορυφή «κόσνιτσα» (η λέξη θυμίζει κοσφίνιτσα ή εικοσιφοίνισσα) ή «πιλάφ τεπέ» όπως μας είναι γνωστή, υπάρχει ένα μεγάλο άνοιγμα που οι τούρκοι το ονόμαζαν «Γκιομούζ Ντελίκ» δηλαδή τρύπα του ασημιού και, που πιστεύεται, ότι ήταν η είσοδος των μεταλλείων. Από τις πληροφορίες μάλιστα των παλαιοτέρων, κατά το 1907, μπήκαν απ’ αυτήν την είσοδο και προχώρησαν αρκετά ο Θανάσης Μπαχλής και ένας τούρκος σαμολαδάς, αλλά χάθηκαν και τους έβγαλαν τη δεύτερη ή την τρίτη ημέρα, οπότε ο μεν Μπαχλής επέζησε και διηγήθηκε όσα είδε, ο δε τούρκος δεν άντεξε. Λέγεται ότι στο βάθος μετά την είσοδο διακλαδίζονταν τρεις είσοδοι - δρόμοι με μαρμάρινες πλάκες, που αναγράφουν: οδός Ξάνθηςοδός Πραβίουοδός Ροδολίβους. Λέγεται ακόμη ότι κατά τη διάρκεια των 80 ή 90 χρόνων, που λειτουργούσαν τα χρυσωρυχεία κόβονταν ένα χρυσό νόμισμα,κατά διαστήματα. Το Παγγαίο ήταν γνωστό κατά την αρχαιότητα για τα χρυσωρυχεία του και ονομάζονταν το χρυσοφόρο όρος ΠαγγαίονΚατά την παράδοση στο Παγγαίο βρίσκονταν το Μαντείον του Διονύσου, του οποίου η θέση δεν έχει καθορισθεί με ακρίβεια. Ίσως η αρχαιολογική σκαπάνη να το φέρει κι αυτό κάποτε στην επιφάνεια. Κατά την παράδοση πάντα, εδώ στις παρυφές του Παγγαίου δοκιμάζονταν στη ίππευση ο βουκεφάλας, ένα τρομερό και ατίθασο άλογο, και που κανείς δεν τα κατάφερνε να ιππεύσει-όλοι εκτινάζονταν κάτω, γιατί ο βουκεφάλας τρόμαζε από τον ίσκιο του. Τότε τον ίππευσε ο Αλέξανδρος, αφού τον έθεσε προς την κατεύθυνση του ήλιου, ώστε ο ίσκιος του να πέφτει πίσω και τότε ανέκραξαν οι παριστάμενοι «αμάν καβάλα». Και σαν κεραυνός βρέθηκε στην πόλη, που πήρε και το όνομα Καβάλα. Λέγεται ακόμη πως υπάρχει το αποτύπωμα του πέλματος του αλόγου σ’ ένα βράχο, πάνω από την Προύφτσα και πιο πάνω από τον Κλουστογιάννη, που με πολλή αυτοπεποίθηση μου το έδειξε κάποτε ο αείμνηστος εξάδελφός μου Κώστας Ζαφειριού, έτσι καθώς οδοιπορούσαμε προς τη χιονίστρα, για το μάζεμα τσαγιού.
3. ΠΗΓΑΔΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ Πηγάδια στις αυλές των σπιτιών, υπήρχαν πολλά στο παρελθόν. Ένα απ’ αυτά στο σπίτι του Αργύρογλου κοντά στην εκκλησία, στις πλευρές του έχει τρεις πόρτες θολωτές με κυβόλιθους. Συγχωριανοί μας στο παρελθόν, όπως ο αξέχαστος για την τόλμη και τη δραστηριότητά του Γρηγόριος Στράτης, εισχώρησαν λίγα μέτρα από τις εισόδους. Λέγεται ότι μία απ’ αυτές οδηγεί στις λίθινες κατοικείες του Αγ. Αθανασίου. Τίποτα περισσότερο δεν είναι γνωστό- ίσως κάποτε το εξερευνήσουν κι’ αυτό. Στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι, στην πίσω αριστερή (ανατολική) γωνία της εκκλησίας των Αγίων Ταξιαρχών, υπάρχει μεγάλη μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη, με αρχαία επιγραφή, που κάποτε ερμηνεύθηκε από αρχαιολόγους.
4. ΣΤΗΝ ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΟΠΟΛΟΣ Εκεί στον Τοπόλο, στο λόφο, πάνω από ένα δικό μας χωράφι, ο Νικόλαος «Κορτσάρας» (δεν θυμούμαι το πραγματικό του επώνυμο), από μια πληροφορία από κουμπάρα του Βλάχα, οδήγησε ένα πρωινό μια ομάδα συγχωριανών μας, τον πατέρα μου, το θείο μου, τον Ανθυπασπιστή Νικολαΐδη, τον Δασικό Νίκο Σγουρό και συμβουλευόμενοι αυτόν σαν οδηγό τους, έσκαψαν στο σημείο που τους υπέδειξε και βρήκαν μια κολώνα σκαλιστή και μια μαρμάρινη πλάκα με ένα σταυρό σκαλιστό επάνω, δυο κυπαρίσσια και δυο πτηνά σαν παγώνια στις δυο πλευρές των κυπαρισσιών (ποιος ξέρει τι απέγιναν αυτά τα αρχαιολογικά ευρήματα...), προηγουμένως, μια πλάκα που τους έδειξε ο Κορτσάρας, που τη βρήκε η βλάχα που αναφέραμε και, που είχε επάνω τα κεφαλαία γράμματα Ζ.Α.Κ.Κ.Ε.Ν. και από κάτω Α.Ε., ερμηνεύθηκαν ως εξής: Ζώντες Άνθρωποι, Κείνται Κάπου, Ενταύθα, Νομίσματα, Ανοίξατε, Εύρετε. Παρακινδυνευμένη βέβαια ερμηνεία, αλλά την αναφέρω απλώς την ιστορία, μια που έτσι δόθηκε από τα μέλη της ομάδας, που ανέφερα.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Το Ροδολίβος -γενικότερα η περιοχή- δεν είναι άμοιρο από ιστορικά και πολεμικά γεγονότα. Θα σταχειολογήσουμε εδώ, μόνο μερικά από τα σπουδαιότερα.
1. Όμηροι στη Βουλγαρία Όπως είναι γνωστό, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου (1914-18), η περιοχή μας έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων. Με διαχωριστική γραμμή το Στρυμώνα οι αντίπαλοι ήταν παρατεταγμένοι, από τη Δυτική πλευρά του Στρυμώνα οι δυνάμεις του συμφώνου της «ΑΝΤΑΝΤ» δηλαδή οι Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Σέρβοι, Έλληνες και από την άλλη πλευρά, την ανατολική, οι δυνάμεις του «ΑΞΟΝΟΣ» δηλαδή οι Γερμανοί, Αυστριακοί, Τούρκοι, Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι, για ένα διάστημα.
Οι Βούλγαροι για εξασφάλισή τους δήθεν, πήραν ομήρους στις 23-6-1917 στη Βουλγαρία -μάλλον στη νότια Γιουγκοσλαβία, περιοχή Σκοπιών, που την κατείχαν τότε- πάνω από 400 κατοίκους, μεταξύ των οποίων ήταν ο πατέρας μου και οι θείοι μου Πέτρος και Μιλτιάδης, που ο τελευταίος πέθανε εκεί σε ηλικία 22 χρόνων, στο ΓΚΟΣΤΙΒΑΡ της Γιουγκοσλαβίας. Από όλη τη Μακεδονία -την Ανατολική- λέγεται ότι πήραν περί τους 40.000 ομήρους. Στο σημείο αυτό να μου επιτρέψετε ν’ ανοίξω μια παρένθεση. Ανάμεσα στους ομήρους, ήταν ο αείμνηστος παππούς μου Παπακωνσταντίνος, επίσης ο Παπαλάμπρος, ο Παπαχρήσος και ίσως και δυο άλλοι παπάδες του χωριού μας, μαζί με 220 ιερείς και 3 δεσποτάδες, από την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Όσοι από τους κληρικούς αυτούς μπορούσαν να αυτοσυντηρηθούν οικονομικά περνούσαν σχετικά καλλίτερα, αλλά και αυτοί και όλοι οι άλλοι εξαναγκάζονταν να εργάζονται σε καταναγκαστικά έργα, σε βαρειές δουλειές, χωρίς καμμιά αμοιβή βέβαια, αλλά μόνο για ένα λιτό φαΐ, που μόλις τους κρατούσε στα πόδια. Το γεγονός αυτό, πολλοί θρησκευόμενοι Βούλγαροι το σχολίαζαν με πικρία, λέγοντας συχνά τη φράση: «Θα μας χάσει ο Θεός», βλέποντας δηλαδή την κατάντια των κληρικών και όλων των άλλων, εξ αιτίας της συμπεριφοράς των συμπατριωτών τους. Οι συνθήκες διαβιώσεως, όλων γενικά των ομήρων, ήταν τραγικές- ο πατέρας μου διηγούνταν ότι οι ψείρες μετριούνταν σε εκατοντάδες στα γένια τους, στις βελέντζες τους, στα στρωσίδια τους, ενώ τα χέρια τους ήταν κόκκινα από την καθημερινή εξόντωση των ψειρών. Το καθημερινό τους συσίτιο ήταν επί 11 μήνες 10 σπυριά φασόλια την ημέρα το άτομο, χωρίς ίχνος αλάτι ή λάδι και λίγο ψωμί -ένα καρβέλι του κιλού στα 10 άτομα. Όσοι πέθαιναν, κάθε μέρα, πετιούνταν σε ομαδικούς τάφους και σκεπάζονταν, κατά περίπτωση με χώμα ή χιόνι, στη διάρκεια του χειμώνα.
Λεπτομέρειες -από αυθεντικές μαρτυρίες του πατέρα μου-αυτού του δράματος των συγχωριανών μας έχω καταγράψει στις 120 σελίδες ενός βιβλίου μου. Ελπίζω μια μέρα να τις κάνω γνωστές στη δική μας και στη νεώτερη γενιά, γιατί πρέπει να τις γνωρίζουν όλοι. «Ας είναι αυτή η αναφορά μου στο τραγικό αυτό περιστατικό, ένα μνημόσυνο στους 150 περίπου συγχωριανούς μας, που άφησαν εκεί την τελευταία πνοή τους κάτω από απάνθρωπες συνθήκες». Ας τους θυμόμαστε πάντα, γιατί είναι Εθνικοί Μάρτυρες.
2. Βομβαρδισμός του χωριού από τη Θάλασσα Σύμφωνα με τη διάταξη των αντιπάλων στρατευμάτων το 1914-18 που αναφέραμε, ο Αγγλικός στόλος ήταν επόμενο να βρίσκεται κάπου στον κόλπο του Ορφανού ή Στρυμωνικού, όπως λέγεται. Εκείνη την ημέρα οι Άγγλοι είχαν την πληροφορία, ότι κάποιος τούρκος στρατηγός ο Εμβέρ Πασάς επρόκειτο να επιθεωρήσει στο χωριό μας και στην περιοχή, τα στρατεύματά τους. Οι Άγγλοι λοιπόν αφού έστειλαν πάνω από το χωριό ένα αεροπλάνο παρατηρήσεως, για να τους προσδιορίσει το στόχο άρχισαν με το στόλο τους από τη θάλασσα, τρομακτικό βομβαρδισμό, στις 2 η ώρα το απόγευμα της 30 Γενάρη 1917. 22 οβίδες τεραστίου μεγέθους και βάρους -όπως διαπιστώθηκε από τα θραύσματα, που δύο απ’ αυτά έβλεπα πριν 50 και πλέον χρόνια στην ταράτσα του σπιτιού της γιαγιάς μου Κλουντζόδινας, που το ένα θραύσμα είχε βάρος πάνω από 30 κιλά και πάχος περίπου 10 πόντους και το άλλο μικρότερο- σκόρπισαν τον όλεθρο στο χωριό, με αποτέλεσμα 25 νεκρούς και πολλές υλικές ζημίες. Ανάμεσα στα θύματα ήταν ο Μπογδάνης, ο θείος του Γιώργου Μπογδάνη και ανάμεσα στα σπίτια καταστράφηκαν και του Γ. Συνόδου, όπου στο ανώϊ έπαιζαν τάβλι ο πατέρας μου και ο Συνάδος και όταν γύρισαν, μετά το βομβαρδισμό, το σπίτι ήταν καταστραμμένο και το τάβλι βρέθηκε πάνω στα κεραμίδια του αντικρινού σπιτιού, το δε ωραίο άλογο κάποιου πασά, που ήταν στην αυλή τ ου σπιτιού, έγινε κομμάτια. Ο πατέρας μου διηγούνταν ότι οι οβίδες ρίχνονταν κατά χρονικά διαστήματα τριών λεπτών, και ότι γίνονταν αντιληπτές από το βόμβο, πολύ πριν πέσουν στο χωριό. Την επαύριο κάποιος αγγελιοφόρος από το Μύρκινο το γνωστό Δοξόμπος, ονόματι Μπάμπολας, πληροφορήθηκε την καταστροφή και βρήκε τον τρόπο να φθάσει ως τους εγγλέζους να τους πληροφορήσει για το τραγικό λάθος τους, γιατί οι πληροφορίες για τον τούρκο στρατηγό ήταν λανθασμένες. (Από τότε έμεινε και λέγεται το γνωστό: «του Μπάμπολα ο στόλος». Ποιος ξέρει γιατί. Ίσως γιατί πέρασε το Στρυμώνα με βάρκα ή γιατί έφθασε ως τον εγγλέζικο στόλο, για να τους πει για την γκάφα τους).
3. Μια αερομαχία Πιο κάτω από του Βασ. Γεωργιτζίκη -σ’ ένα χωράφι μετέπειτα του ψάλτη Κόκκινη- είχαν οργανώσει αεροδρόμιο (1914-18) με «περιεχόμενο» ένα αεροπλάνο γερμανικό. Μια μέρα εμφανίσθηκε ένα εγγλέζικο, απογειώθηκε πάραυτα το γερμανικό και άρχισε μια θεαματική αερομαχία στις πλαγιές πάνω από τη Βουλτσίστα -πολλοί απ’ το χωριό έτρεξαν να δουν το θέαμα-, με αποτέλεσμα να καταρριφθεί το γερμανικό αεροπλάνο.
4. Ο ρόλος των Εθνικών ποιητών Μετά τον πόλεμο, ίσως κατά το 1918-19, οι εθνικοί λεγόμενοι ποιητές, περιόδευαν στα χωριά, για να τονώσουν το ηθικό των κατοίκων. Στο Ροδολίβος έφθασε ο ποιητής Ματσούκας που εκτός των άλλων, στα μνήματα της Αγίας Παρασκευής τραγούδησε το τραγούδι που τραγουδιόταν μετά σαν Εθνικό: «εβγήτε από τα μνήματα αδικοσκοτωμένοι, να δείτε την πατρίδα σας απελευθερωμένη». (Αναφερόταν στους ομήρους που έμειναν εκεί και στους άλλους που χάθηκαν.
5. Τα γεγονότα της 29-9-1941 Μια μαύρη και σκοτεινή περίοδος, για τη Μακεδονία και το χωριό μας. Οι βούλγαροι, στρατός και κομιτατζήδες, σκηνοθέτησαν μια επανάσταση και έβαλαν σφαγή στη Δράμα, στο Δο-ξάτο, στην Προσωτσάνη, επιχείρησαν στην Αγγίστα, στην Κορμίστα, στην Πρώτη και αλλού. Μια δυο μέρες αργότερα, εμφανίσθηκε στο Ροδολίβος ένα τάγμα στρατού και έστησαν τα κανόνια στον αλωνισμό, δηλαδή εκεί που είναι σήμερα το στάδιο. Τότε μερικοί συμπατριώτες μας, σαν εκπρόσωποι του χωριού -και με όλων των κατοίκων τη συμπαράσταση- οι Κιορπές Κωνσταντίνος, Συμεωνίδης Θωμάς, Μαλαμίδης Λεωνίδας, Τσουγγάρης Κώστας, Σίμογλου Αθανάσιος, με διερμηνέα το Γραμματικό Αχιλλέα, επιτέλεσαν ένα τεράστιο έργο, για να σώσουν το Ροδολίβος και τους κατοίκους του. Έθεσαν τους εαυτούς τους προμαχώνα και έχοντας υπ’ όψη το παλιό γνωμικό που λέει: «όπου δεν ισχύει η λεοντή, χρησιμοποιείται η αλωπεκή», δηλαδή όπου δεν περνά η δύναμη χρησιμοποιείται η πονηριά, ύστερα από υπεράνθρωπες προσπάθειες, πειστικά επιχειρήματα και επιδαψιλεύσεις φιλοξενίας, συμπαραστατούμενοι άμεσα από τους Παπανικολάου Αχιλλέα, Στάγκου Άγγελον, Παπαπέτρου Βασίλειον, Κοντζόν, Νικόλαον, Χατζηπαπίδην Γεώργιον, Νοταρίδην Ιγνάτιον και άλλους πολλούς, αλλά και με τη συμπαράσταση όλων των κατοίκων, κατόρθωσαν να πείσουν τους βουλγάρους, ότι ο κόσμος στο χωριό είναι φιλήσυχος και ότι δεν έχει σχέση με τους εξεγερθέντες επαναστάτες και τους συνεργάτες τους. Να πούμε ακόμη εδώ ότι και ο βούλγαρος Δήμαρχος και ο Γραμματέας (Ποπώφ και Μπίρνικ) -τα ονόματά τους τα μνημονεύω για την ιστορία, αλλά και γιατί συμπαραστάθηκαν στα μέλη της επιτροπής- διαβεβαίωσαν τον επικεφαλής ομοεθνή τους αξιωματικό, ότι οι κάτοικοι είναι φιλήσυχοι και φέρνονται φιλικά σ’ αυτούς. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι εκείνες τις ημέρες οι βούλγαροι υπάλληλοι της Δημαρχίας, όπως ονόμαζαν τότε την Κοινότητα, εκγατέλειψαν άγνωστο γιατί, αλλά ίσως σκόπιμα τη Δημαρχία, αφήνοντας τη σημαία στο μπαλκόνι, για να βρουν αφορμή να βάλουν σφαγή, αλλά οι συγχωριανοί μας δεν έπεσαν στην παγίδα. Το δεύτερο περιστατικό έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο, αλλά το αναφέρω γιατί και το ένα και το άλλο συνέβησαν. Έτσι λοιπόν, χάρη στον πατριωτισμό των μελών της Επιτροπής και πολλών άλλων ασφαλώς συγχωριανών μας, ανθρώπων κάθε ιδεολογίας, όλων υπέροχων πατριωτών -όπως είναι στο σύνολό τους όλοι οι Ροδολιβινοί- που βοήθησαν στις δύσκολες εκείνες ώρες, σώθηκε το Ροδολίβος και δε θρηνήσαμε θύματα, όπως δυστυχώς συνέβη σε άλλες πόλεις και χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας και ιδίως στην πόλη και την περιοχή Δράμας.

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΤΙΜΗΣΑΝ ΤΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ
Βασίλειος Χατζηπαπίδης - Υπήρξε ο πρώτος πολίτης του Ροδολίβους, ακούραστος, ανιδιοτελής, μεγάλος πατριώτης σε μια κρίσιμη πολεμική περίοδο, για την περιοχή μας, για τη Μακεδονία γενικότερα. Δεν αισθάνομαι ικανός να μνημονεύσω τη μεγάλη του προσφορά στη γενέτειρά του. Έχω όμως στα χέρια μου τη φωτοτυπία μιας επιστολής σε μια εφημερίδα, πριν μερικές δεκαετίες, του τότε επάρχου Παγγαίου Αθαν. Παλαμήδη, την οποίαν κρίνω σκόπιμο να καταχωρήσω αυτούσια, γιατί αναφέρεται στο Ροδολίβος και στον μεγάλον άνδρα Βασίλειο Χατζηπαπίδη και έχει πράγματι ιστορική αξία. Με τίτλο «Ο Μακεδονικός αγών» γράφει:
Κύριε Διευθυντά

Το χρονικόν της ζωής του Κ. Καραμανλή, το οποίον η εφημερίς σας παρέθεσεν, έφερε εις την μνήμην μου παλαιάς αναμνήσεις της εποχής του 1913-14, καθ’ ήν διετέλεσα ο πρώτος έπαρχος (Διοικητικός Επίτροπος) του Παγγαίου, επιλεγείς μετά 5-6 άλλων, Μακεδόνων και εκείνων, εταίρων του Μακεδονικού κομιτάτου (Μακεδονομάχων). Μετέβην εις Ροδολίβος μετά του Βασιλείου Σβολοπούλου, υπουργικού γραμματέως και του επίσης διορισθέντος, ως γραμματέως ανεψιού μου Αγγέλου Αγαπητού, την 22αν Φεβρουαρίου 1913. Εκεί ήλθον εις επαφήν μετά των τότε προυχόντων του Ροδολίβους Δημάρχου Βασιλάκη Χατζηπαπίδη, πατριώτου και εθνικού εργάτου, όστις εδολοφονήθη υπό των Βουλγάρων το 1915, του Νάκου Ναλμπάντη, του Δημητρίου Στάγκου, του Αγγελάκη Φράγκου, του Αβτζή και άλλων, ως και του Γ. Καραμανλή εκ Κιούπκιοϊ, πατρός του Κ. Καραμανλή. Άπαντες ήταν μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου και, ως τοιούτοι, απελάμβανον πλήρους εμπιστοσύνης μου, και ήταν συνεργάται μου εις την εμπέδωσιν της ασφαλείας και εις την συγκρότησιν της πολιτοφυλακής, διότι το διατεθέν στράτευμα ήτο ελάχιστον, δύο μόλις λόχοι υπό τους τότε λοχαγούς Μάρκου και Ροντήρην. Μετά της μικρός αυτής στρατιωτικής δυνάμεως, της πολιτοφυκαλής, του σώματος προσκόπων (ανταρτών) του Σερραίου Καπετάν Δούκα και τη συνεργασία των προμνησθέντων πατριωτικών παραγόντων, εξεδιώξαμε τας προφυλακάς των βουλγάρων και επετύχαμε την κατάληψιν των υπερτριάκοντα χωρίων του Παγγαίου. Ο Γ. Καραμανλής ήτο ενθουσιώδης πατριώτης και κατέστη συνεργάτης και φίλος μου. Ήτο διδάσκαλος επί Τουρκοκρατίας. Διατρέχον το 85ον έτος της ηλικίας μου δεν είναι εύκολον να ενθυμηθώ άλλας λεπτομέρειας της ζωής του Γ. Καραμανλή. Δεν λησμονώ όμως ότι, ότε διενεργείτο τότε έρανος δια την ναυπήγησιν της Ναυαρχίδος Βασιλεύς Κωνσταντίνος, παρουσιάσθη προ της επιτροπής εράνου ο Γ. Καραμανλής και κατέθεσεν ποσόν χρυσών λιρών περιτυλιγμένων δίκην κυλίνδρου, αναχωρήσας πάραυτα ίνα μη δοθεί καιρός και καταμετρηθώσι, παρουσία του, τα χρήματα- περιείχε αν καλώς ενθυμούμαι ο κύλινδρος τριάκοντα χρυσάς λίρας. Η πράξη του αυτή εμαρτήρει, άνδρα πατριώτην γενναιόφρονα και σεμνόν. Εις τας, προς τον τότε Νομάρχην Θεσσαλονίκης Περικλήν Αργυρόπουλον ή τον Γεν. Διοικητήν Ρακτιβάν, εκθέσεις μου διελάμβανα την εθνικήν δράσιν του Γ. Καραμανλή και των άλλων πρωταγωνιστών του ελληνισμού του Παγγαίου. Κατά τας συμπλοκάς του Παγγαίου, εις την μάχην της Βουλτσίστας (9-5-1913), οι περισσότεροι κάτοικοι του Παγγαίου συνεπτύχθησαν μετά του στρατού μας εις Τσάγεζι, των κατοίκων τούτων προσβληθέντων εν τω μεταξύ υπό χολέρας, εζήτησα και επέτυχα την μεταφοράν εις την τοποθεσίαν Βουρβουρού του Ay. Νικολάου Χαλκιδικής, όπου εγκαταστάθησαν υπό σκηνάς και έτυχον ιατρικής περιθάλψεως, υπό του αδελφού μου ιατρού Αντωνίου Παλμήδους και του τότε εφέδρου ανθυπιάτρου Δημοσθένους Φραγκοπούλου. Ο Γ. Καραμανλής νομίζω ότι έφυγε τότε και εγκατεστάθη προσωρινώς εις Αρναίαν Χαλκιδικής. Πάντως δεν ενθυμούμαι καλώς. Μετά την επιτυχή λήξη του πολέμου του 1913, παρέλαβα και πάλι τους πρόσφυγες του Παγγαίου και επανεγκατέστησα τούτους εις τας εστίας των. Δεν γνωρίζω αν το Ροδολίβος ετίμησε δι’ ανδριάντος, ή άλλως πως, τον εξαίρετον και ενθουσιώδη εκείνον πατριώτην τον Δήμαρχον Χατζηπαπίδην. Αν όμως δεν εγένετο τίποτε προς τιμήν της μνήμης του, πρέπει να γίνει. Υπήρξε εξαιρετικός πατριώτης και έδωσε την ζωήν του διά το μεγάλο θέμα της Μακεδονίας μας.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ
Πολύγυρος Χαλκιδικής

Νεόφυτος Η' Αγροτόπαιδο στο χωριό όπου έβοσκε αγελάδες βρέθηκε, με τη συμπαράσταση κάποιου ιερωμένου προφανώς, στη Θεολογική Σχολή Χάλκης. Αργότερα διορίζεται Μητροπολίτης στη Φιλιππούπολη, φθάνει στο αξίωμα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (1891-1895) και προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην εκκλησία. Τη βιβλιοθήκη του την πρόσφερε στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας. Ο Πατριάρχης Νεόφυτος ο Η' της οικογένειας Παπακωνσταντίνου, προσκάλεσε τότε κοντά του τον εκ Ροδολίβους Ιάκωβον Βασιάδην διδάσκαλον -αδελφός της Σουλτάνας Μωϋσή και της Βασιλικής Γεωργιτζίκη- που στη συνέχεια ορίσθηκε Διευθυντής του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συντάκτης της εφημερίδας «Εκκλησιαστική Αλήθεια», η οποία συνεχίζει να εκδίδεται μέχρι και σήμερα. Τέκνα του ανωτέρω ήταν ο Δημοσθένης, ο Αγαμέμνων και ο Αγησίλαος. Παραμένει ανεξήγητο το γεγονός, πως ένα στέλεχος του πατριαρχείου, έδωσε στα παιδιά του αρχαία και όχι θρησκευτικά ονόματα. Η γυναίκα του φαναριώτισσα -όταν τον επισκέφθηκε η αδελφή του το έτος 1915 στη σφαγή των Αρμενίων- διηγούνταν πως το αμάξι, που πήγε να πάρει τα παιδιά από το Σχολείο, περνούσε πάνω από τα πτώματα των σφαγιασθέντων. Δυστυχώς ελλείπουν περισσότερα στοιχεία, για τον ύψιστον αυτόν λειτουργόν της Εκκλησίας.
Ανδρέας Παπακωνσταντίνου Ανεψιός του Πατριάρχη προσκλήθηκε στην Πόλη, όπου σπούδασε την ιατρικήν και προσέφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην υγειονομική περίθαλψη των ομογενών. Και αυτός εδώρησε την πλούσια βιβλιοθήκη του, στα σχολεία της γενέτειράς του. Στο σημείο αυτό ας μου επιτραπεί να αναφέρω ένα σχετικό περιστατικό: Ήταν το 1941 στη Βουλγαρική Κατοχή. Οι Βούλγαροι που διέμεναν -ένα τμήμα στρατού- στο κάτω Σχολείο, τα βιβλία που αναφέραμε τα χρησιμοποιούσαν για καύσιμη ύλη, στο καζάνι για το συσσίτιό τους. Μια μέρα περνώντας από εκεί με τους φίλους μου Γιάννη Διανή και Θεόφιλο Σίμογλου, έλειπε το στρατιωτικό τμήμα -προς τον Τοπόλο πήγαιναν για ασκήσεις-και όπως ήταν ανοικτές οι πόρτες μπήκαμε μέσα σ’ ένα Γραφείο, που ήταν η βιβλιοθήκη και μερικά βιβλία σκόρπια στο δάπεδο. Μας αναστάτωσε με τη θλιβερή εικόνα που παρουσίαζε. Πήραμε λοιπόν από 2-3 βιβλία ο καθένας, όχι για να τα κλέψουμε, αλλά για να τα διαφυλλάξουμε στο σπίτι. Την άλλη μέρα το πληροφορήθηκαν οι βούλγαροι, μας έπιασαν και μας έκλεισαν σε μια αίθουσα του κτηρίου του ημιγυμνασίου, όπου μας κράτησαν αρκετές ώρες και κάθε λίγο οι στρατιώτες μας απειλούσαν, ότι θα μας τιμωρήσουν σκληρά’ μας άφησαν ελεύθερους, αφού οι πατεράδες μας κατέβαλαν πρόστιμο από 150 λέβα ο καθένας. Δηλαδή όλος ο καυγάς για το «πάπλωμα» όπως θα λέγαμε... Το σπουδαίο ήταν ότι τα βιβλία δε μας τα ζήτησαν, τι θα τα έκαναν άλλωστε; Μετά την απελευθέρωση τα επιστρέψαμε στο σχολείο.
Γεώργιος Γούσιος Επί δεκαετίες πρόσφερε τις πολύτιμες υπηρεσίες του στην υγειονομική περίθαλψη των συνανθρώπων του. Είναι μια εποχή που η παρουσία ενός γιατρού, σ’ ένα κεφαλοχώρι σαν το Ροδολίβος, αποτελεί προνόμιο για την προστασία της υγείας των κατοίκων του χωριού μας και άλλων γειτονικών χωριών, που οι κάτοικοι του συρρέουν για να τύχουν περίθαλψη από ένα έμπειρο σκαπανέα της ιατρικής. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τον μεγάλον επιστήμονα, που μέχρι την προχωρημένη ηλικία του δεν σταμάτησε να διαφεντεύει την υγεία χιλιάδων ανθρώπων.
Χαράλαμπος Πορλίγγης Ακάματος λειτουργός της ιατρικής, αλλά και μεγάλος ιδεαλιστής του γεωργικού συνεταιριστικού πνεύματος, καταγόταν από την Πορταριά Βόλου, έφεδρος αξιωματικός του ελληνικού στρατού στη διάρκεια του 1ου και του 2ου βαλκανικού πολέμου. Έλαβε μέρος στη μάχη του Λαχανά και, όταν ο νικηφόρος ελληνικός στρατός έφθασε στην περιοχή μας, συνδέθηκε με ανθρώπους του Ροδολίβους οι οποίοι του εζήτησαν να εργασθεί στο χωριό μας. Εν τω μεταξύ πήρε το πτυχίο της ιατρικής και προσελήφθη με σύμβαση για την περίθαλψη των συγχωριανών μας. Κατά το 1917 μαζί με πολλούς άλλους -όπως μνημονεύουμε σε ιδιαίτερο κεφάλαιο- απεστάλη ως όμηρος στη Ν. Γιουγκοσλαβία που κατείχονταν από τους Βουλγάρους και όπου ασκούσε την ιατρική στους ομήρους, προσβλήθηκε δε και ο ίδιος από εξανθηματικό τύφο. Με την επιστροφή των ομήρων -όσων επέζησαν- επανήλθε στο Ροδολίβος και συνέχισε να ασκεί το λειτούργημά του. Ήταν τότε η εποχή -τότε και λίγο αργότερα κατά το 1925-32- που τα καπνά διέρχονταν κρίση και οι παραγωγοί πιέζονταν από την ανάγκη να εξοφλήσουν τα χρέη τους και αναγκάζονταν να πωλούν πρόωρα τον καπνό, σε όχι καλές τιμές. Ανήσυχο πνεύμα αλλά και φιλοπρόοδος όπως ήταν, προωτοστάτησε στην ίδρυση του Γεωργικού Πιστωτικού Συνεταιρισμού κατά το 1919.
Ο ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΠΟΡΛΙΓΓΗΣ (ΣΤΟ ΜΕΣΟΝ ΤΗΣ ΠΑΝΩ ΣΕΙΡΑΣ) ΜΕ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΠΟΥ ΣΤΕΛΕΧΩΣΑΝ ΤΟΝ ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΥΣ ΣΕΡΡΩΝ, ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΟΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ. ΣΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΑΓΓΕΛΟ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΠΟΡΛΙΓΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΡΩΓΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΩΤΗ ΤΡΑΠΕΖΙΤΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΡΥΖΗ, ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΙΔΡΥΤΗ ΤΗΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ. READ MORE: https://ift.tt/3182tvO
Ήταν στο ενεργητικό του τότε κατά το 1920 ή 1921 που επέτυχε μέσω της Εθνικής τράπεζας -η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε κατόπιν- τη δανειοδότηση του Γεωργ. Πιστ. Συνεταιρισμού, πράγμα που του έδωσε τη δυνατότητα να ενισχύει οικονομικά τους καπνοπαραγωγούς, ώστε να αποφεύγουν τις πιέσεις των καπνεμπόρων, γιατί έτσι εξοφλούσαν τα χρέη τους και μπορούσαν να περιμένουν τον κατάλληλο χρόνο και να πετυχαίνουν καλλίτερες τιμές. Κατά το 1929 με το «Κράχ» στην Αμερική που επεκτάθηκε και στην Ευρώπη και με τον ερχομό στο χωριό μας και άλλων γιατρών, ο X. Πορλίγγης αναγκάσθηκε να εγκατασταθεί στο Μ. Σούλι, όπου βρήκε καλλίτερες συνθήκες εργασίας. Πριν φύγει όμως από το χωριό μας πρωτοστάτησε και στην ίδρυση του Γεωργικού Σταθμού που λειτούργησε με επιτυχία επί πολλά χρόνια, στο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το Γυμνάσιο. Το 1939 εγκαταστάθηκε τελικά στην πατρίδα του την Πορταριά. Αυτός ήταν λοιπόν ο αξέχαστος για τους παλαιοτέρους Χαρ. Πορλίγγης. Ακούραστος σαν άνθρωπος, έμπειρος σαν επιστήμων, σώφρων, συνετός, ανιδιοτελής. Αγάπησε τον άνθρωπο μα και το γεωργό. Πρόσφερε πολλά, πήρε λίγα όσα του αρκούσαν, την ικανοποίηση πάνω απ’ όλα. Δικαιολογημένα το προρτραίτο του στολίζει τα Γραφεία του Γεωργ. Πιστωτ. Συνεταιρισμού, σαν ένδειξη της μεγάλης του προσφοράς στο Ροδολίβος. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο Γεωργ. Πιστωτ. Συνεταιρισμός Ροδολίβους, που πρωτοστάτησαν άξιοι και ικανοί συγχωριανοί μας μας και στη συνέχεια όσοι τους διαδέχθηκαν, έδωσε «δείγματα γραφής» και συντέλεσε σε πολύ μεγάλο βαθμό στη Γεωργική, Οικονομική και Κοινωνική πρόοδο του Ροδολίβους.
Πέτρος Παπακωνσταντίνου Η μετριοφροσύνη βέβαια είναι προτέρημα, αλλά σε καμμιά περίπτωση δεν πρέπει για το λόγο αυτό να παραποιούμε και να κρύβουμε την αλήθεια, γιατί τότε γίνεται ελάττωμα. Με τις σκέψεις αυτές, δεν μπορώ παρά με ιδιαίτερη συγκίνηση ν’ αναφέρω εδώ τον αείμνηστο θείο μου γιατρό Πέτρο Παπακωνσταντίνου. Υπήρξε μοναδικόν ίσως παράδειγμα αλτρουϊσμού, αγάπης και θυσίας για το συνάνθρωπο- για ν’ αποκτήσει τη συμπάθεια όλων αλλά και η παρεχόμενη περίθαλψη υψηλής στάθμης είχε σαν ανταπόκριση την εμπιστοσύνη των περιθαλπωμένων προς τον πιστό και ακάματο υπηρέτη της επιστήμης τον Ιπποκράτη. Αυτός ήταν ο από όλους αγαπητός «Ο Πέτρος ο γιατρός» Ακούραστος ανιδιοτελής, έμπειρος επιστήμων, φανατικός υπηρέτης της ιατρικής, μέρα και νύχτα πρόσφερε τις ανεκτίμητες υπηρεσίες του σ’ όλους, με απαράμιλλη εγκαρτέρηση και υπομονή. Έπασχε με τους πάσχοντες, χαίρονταν με τους υγιείς, χωρίς να του λείπει ποτέ το βαθυστόχαστο «χιούμορ».
Ηρακλής Χατζηδημητρίου Περιορίζομαι στη λιτή περιγραφή και αυτού του κοινωνικού λειτουργού. Ακούραστος, ανιδιοτελής, έμπειρος επιστήμων, φανατικός λειτουργός της ιατρικής επιστήμης, αν και μη γηγενής, όπως και ο Χαρ. Πορλίγγης, αλλά τολμώ να πω αμφότεροι πολιτογραφήθηκαν Ροδολιβινοί, λόγω και της μακρόχρονης θητείας τους στην περίθαλψη των συγχωριανών μας, αλλά και της αγάπης τους, προς τον συνάνθρωπον. Καταγόμενος από το Δόμηρον άσκησε το λειτούργημά του στο Ροδολίβος, όπου και συγκρότησε οικογένεια. Η αγάπη του, προς τον πλησίον, ήταν παροιμιώδης. Η προσφορά των φροντίδων του λειτουργήματος του ήταν χωρίς διάκριση ασφαλώς, αλλά και χωρίς αντάλλαγμα, προς τους μη δυνάμενους. Πριν κλείσω το κεφάλαιο αυτό, θέλω να σημειώσω πως όλοι εμείς έχουμε χρέος ν’ αποκτήσουμε φόρον τιμής και ευγνωμοσύνης σ’ αυτούς, που πρωτοστάτησαν στην εθνική αποκατάσταση και τη διαχρονική κοινοτική ανάπτυξη -Δήμαρχο και Κοινοτάρχες, δημοτικούς και κοινοτικούς συμβούλους- στη διάδοση του συνεταιριστικού πνεύματος και τη γεωργική ανάπτυξη του χωριού μας, με την ίδρυση ενός δημιουργικού και προτύπου Γεωργικού Συνεταιρισμού, σ’ αυτούς που προστάτευσαν και διαφύλαξαν την υγεία των συνανθρώπων τους, στους πνευματικούς και θρησκευτικούς λειτουργούς -όπως αυτοί και όλοι οι άλλοι που αναφέρονται σε άλλο κεφάλαιο ονομαστικά- που μας άφησαν πολύτιμη παρακαταθήκη. Ας είναι αυτά τα λίγα λόγια, για όλους που αναφέραμε, ένα μνημόσυνο για όσα πρόσφεραν στον τόπο -στο χωριό μας-, ευχόμενοι το λαμπρό παράδειγμά τους να το μιμηθούν οι μεταγενέστεροι για το καλό των συνανθρώπων τους. Τους οφείλουμε ΜΝΗΜΗ ΑΓΑΘΗ εις τον αιώνα.

Μιλτιάδη Παπαπέτρου
Το Ροδολίβος
Ιδιωτική έκδοση
1993


from ανεμουριον https://ift.tt/2OLX9Kt
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη