γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΠΟΣΝΑΚΗΣ
Η ονομασία του Καστελόριζου κατά την αρχαιότητα ήταν Μεγίστη και αυτό, σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία, οφείλεται στο γεγονός ότι αποτελούσε τη μεγαλύτερη από μια σειρά βραχονησίδων που γειτνίαζαν με τα μικρασιατικά παράλια. Η Μεγίστη απέναντι από τις βραχώδεις ακτές της Λυκίας απέχει μόλις 6,5 χλμ. από την αρχαία Αντίφελλο (σημερινό τουρκικό λιμάνι Kas) και 135 χλμ. από τη Ρόδο. Ο γεωγράφος Στράβων (βιβλ. XIV, 666) αναφερόμενος στην περιοχή της Λυκίας, μνημονεύει και το σύμπλεγμα των νησιών της Μεγίστης, μαρτυρία που επιβεβαιώνει την άποψη πως το νησί ανήκε γεωγραφικά στην αρχαία Λυκία.
Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα η Μεγίστη αποικίσθηκε από τα φύλα των Δωριέων, καταλήφθηκε από τους Πέρσες και στη συνέχεια, πιθανότατα από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, αποτέλεσε τμήμα του ροδιακού κράτους και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις νεώτερες απόψεις, τμήμα ενός δήμου της Περαίας. Το ενδιαφέρον των ερευνητών για το νησί αρχίζει τον 19ο αι. Ευρωπαίοι περιηγητές περιδιαβαίνουν το νησί, αναζητώντας αρχαία κτιριακά λείψανα και επιγραφές. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν οι περιγραφές του W.M. Leake (1824), του C.R. Cockerell (1811) και του L. Ross (1844).
Λυκιακός Τάφος
Οι περισσότεροι αναφέρονται στο κυριότερο μνημείο που αντανακλά τις πολιτιστικές επιδράσεις και επαφές με την περιοχή της Λυκίας, τον λεγόμενο λυκιακό τάφο, λαξευτό μνημείο που βρίσκεται ανατολικά του λιμανιού και χρονολογείται στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. ή στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου. Βρίσκεται σε ύψος 30 μ., από τη στάθμη της θάλασσας και έχει εντυπωσιακή πρόσοψη προς το βορρά, διαμορφωμένη σε κόγχη στον κοκκινωπό βράχο. Φέρει αετωματική επίστεψη με ακρωτήρια (ύψος χωρίς ακρωτήρια 2,96 μ. και πλάτος 2,70 μ.) που στηρίζεται σε παραστάδες-πεσσούς με ιωνικές βάσεις και επίκρανα.
Το επιστύλιο κοσμείται με γεισήποδες και ιωνικό κυμάτιο. Η είσοδος στο εσωτερικό του τάφου, με τις κλίνες στις τρεις πλευρές, διατεταγμένες σε δύο επίπεδα, γίνεται με θύρα που κοσμείται με τριπλή ταινία και επιστέφεται με συμφυή ακρωτήρια. Τα πλησιέστερα τυπολογικά παράλληλα του τάφου συναντώνται στην περιοχή της Λυκίας, των Κυανεών, των Ιδύμων, της Τελμισσού και στα Άραξα. Στο λόφο που υψώνεται επάνω από την πόλη, στα ανατολικά του λιμανιού, στη θέση που σήμερα διατηρείται ακόμη ο μεσαιωνικός πύργος, έχει εντοπιστεί στη ρίζα του βράχου αναθηματική επιγραφή του Ρόδιου στρατιωτικού διοικητή (στο κείμενο αναφέρεται ως επιστατήσας) Σωσικλή Νικαγόρα στον Ερμή Προπύλαιο και χρονολογείται τον 2ο αι. π.Χ. Από την επιγραφή και το ισοδομικό σύστημα που παρατηρείται στα κατώτερα σημεία της κατασκευής της οχύρωσης είναι πιθανό πως στο χώρο αυτόν πρέπει να βρισκόταν και η αρχαία ακρόπολη του λιμανιού.
Παλαιόκαστρο
Η επιβλητική οχύρωση του Παλαιόκαστρου βρίσκεται ένα χιλιόμετρο δυτικά της πόλης, σε ένα βραχώδες ύψωμα 200 μ. πάνω από το λιμάνι. Με την αρχική φάση της οχύρωσης που ανάγεται, σύμφωνα με την νεώτερη έρευνα, στην ελληνιστική εποχή, ίσως και μέσα στον 4ο αι. π.Χ., σχετίζονται ο πύργος στον εσωτερικό πυρήνα του κάστρου, τα κατώτερα τμήματα των υπολοίπων πύργων και του εξωτερικού περιβόλου. Αμέσως νοτιότερα του πρώτου πύργου βρίσκεται λαξευμένος στο βράχο τάφος με μορφή κόγχης με ορθογώνια κάτοψη, που θυμίζει τους ταφικούς τύπους της Λυκίας με την ημικυκλική εξέδρα και χρονολογείται τους ρωμαϊκούς χρόνους. Οι δύο αναθηματικές επιγραφές των Ρόδιων στρατιωτικών διοικητών-επιστατών, που βρίσκονται εντοιχισμένες στο κάστρο και χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ., μαρτυρούν τη σπουδαιότητα της θέσης και τη σημασία που απέδιδαν σ’ αυτήν οι Ρόδιοι για τον έλεγχο των εμπορικών επιχειρήσεων στα ανατολικά σύνορα της επικράτειάς τους. Προσθήκες και αλλαγές στην οχύρωση διαπιστώνονται και στη ρωμαϊκή περίοδο, ενώ παρέμεινε σε χρήση μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους και την ιπποτοκρατία.
Το οχυρωτικό τείχος που βρίσκεται στη θέση Βίγλα, νότια της πόλης, σε υψόμετρο 120 μ. πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, εντυπωσιάζει με την πολυγωνική του κατασκευή και παλαιότερα είχε θεωρηθεί κατασκευή των μυκηναϊκών χρόνων. Έχει ευθύγραμμη κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά και σώζεται μέχρι σήμερα σε μήκος 60 μ. Παρά την «κυκλώπεια» τοιχοδομία του, πρόκειται για κατασκευή αρκετά συνηθισμένη στη Λυκία από τους κλασικούς κιόλας χρόνους μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Χρησίμευε πιθανότατα για την προστασία της ενδοχώρας του νησιού σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης από το λιμάνι. Στο άδενδρο και βραχώδες οροπέδιο του Αγίου Γεωργίου, έχει εντοπισθεί κατά το παρελθόν μικρής έκτασης νεκροταφείο, όπου μέσα σε λίθινη θήκη βρέθηκε ένα χρυσό στεφάνι από τριάντα πέντε φύλλα κισσού που φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Κατά τον ανασκαφέα Ν. Κυπαρίσση είναι πιθανή η χρονολόγησή του μέσα στον 4ο αι. π.Χ., αν και οι λεπτομέρειες της κατασκευής των τάφων της περιοχής συνηγορούν περισσότερο για μια χρονολόγηση κατά την ελληνιστική εποχή. Τα ευρήματα που εκτίθενται στις προθήκες του γοητευτικού Μουσείου επιβεβαιώνουν για άλλη μια φορά τις σχέσεις της Μεγίστης με τη Λυκία και τη Ρόδο. Δύο αναθηματικά ανάγλυφα της όψιμης ρωμαϊκής περιόδου με κατ’ ενώπιον παράσταση πολεμιστών συγγενεύουν άμεσα με λυκιακά ανάγλυφα που προέρχονται από την Αντίφελλο. Οι ενσφράγιστες λαβές αμφορέων με ονόματα Ρόδιων επώνυμων αρχόντων και κατασκευαστών μαρτυρούν τις στενές εμπορικές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στα δύο νησιά. Από τα υπόλοιπα ευρήματα ξεχωρίζουν ένα αγαλμάτιο Υγείας με φίδι τυλιγμένο στον κορμό και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο νεαρού άνδρα με υπηρέτη που στέκει όρθιος δίπλα σε ερμαϊκή στήλη, έργα και τα δύο των ελληνιστικών χρόνων. Η χρήση σαρκοφάγων κατά τη ρωμαϊκή περίοδο επιβεβαιώνεται τόσο από τη σαρκοφάγο με τις μυθολογικές σκηνές που βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, όσο και από το απότμημα στο τοπικό Μουσείο με την ανάγλυφη προτομή ανδρός και Ερωτιδέα.
ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
1996
from ανεμουριον https://ift.tt/32NttoI
via IFTTT