Γράφει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΡΕΚΑΣ | Όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δύσκολα θα τη θυμηθεί χωρίς εκείνον. Η Μήτση ήταν η μικρότερη αδελφή του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Εκείνος είχε γεννηθεί το 1913, στην οδό Πλουτάρχου 13, στο Κολωνάκι, ένα χρόνο μετά την αδελφή του Σάσα (Αλεξάνδρα το βαφτιστικό της). Εκείνη γεννήθηκε εννέα χρόνια αργότερα, το 1922. Ήταν το στερνοπούλι της οικογένειας του Μήτσου και της Κατίνας. Ο θάνατος του πατέρα τους ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα με τη γέννησή της, γι’ αυτό και την έβγαλαν Μήτση, ανασταίνοντας τον πατέρα της. Η πρόωρη ορφάνια τη σημάδεψε. Τα αδέλφια της πάντα την αντιμετώπιζαν σαν μικρό παιδί, όπως και η μάνα της, που της είχε αδυναμία. Η Μήτση στην αρχή μπορεί και να το εκμεταλλεύτηκε, μετά μάλλον της γύρισε μπούμεραγκ.
Ποτέ δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ την αγάπη τους και την επιρροή τους, κυρίως του Λάμπρου. Μια αγάπη θανάσιμη, κυριολεκτικά, αφού πέθανε έξι μήνες μετά τον θάνατο εκείνου. Τυχαίο; Μάλλον όχι, λένε αυτοί που γνωρίζουν. Την ιστορία της αφηγούνται τέσσερις δικοί της άνθρωποι. Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Κωνσταντάρας, γιος του Λάμπρου κι ανιψιός της, η επίσης ανιψιά της Σίσσυ Αϊβαλιώτου, κόρη της Σάσας, η δημοσιογράφος Ινώ Κωνσταντοπούλου και ο γιατρός Γεράσιμος Ζερβός, γιος της Σοφίας Κωνσταντάρα, πρώτης εξαδέλφης της.
«Εμείς στην οικογένεια τη λέγαμε Μήτσα και όχι Μήτση», λέει ο Δημήτρης, «Μήτσα. Δεν την είχε πει ποτέ κανένας Δήμητρα.
»Όταν πέθανε ο παππούς, την προστασία των τριών παιδιών και της γιαγιάς ανάλαβε ο Κέρβερος θείος Αχιλλέας, ο οποίος ήθελε να κρατήσει τις παραδόσεις της οικογένειας, μιας οικογένειας Κωνσταντινουπολίτικης με ρίζες από τον Πόντο.
»Η Μήτσα ήταν το αγαπημένο τους παιδί και μεγάλωσε καλά, παρά πολύ καλά·
Αυτή θα μπορούσε να είναι και η φωτογραφία της ζωής της. Στα πόδια του πολυαγαπημένου της αδελφού, Λάμπρου. «Ο Ρωμιός έχει φιλότιμο». Σενάριο-σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος (1968).
με τα σχολεία της, με τα φροντιστήρια της, με τα σέα της, με τα μέα της. Αλλά στο δρόμο τους ξέφυγε κι έγινε ηθοποιός. Δεν πίστευαν και δεν ήθελαν βέβαια η Μήτσα να γίνει ηθοποιός, όπως δεν ήθελαν να γίνει ηθοποιός και ο Λάμπρος, ο οποίος επίσης τους ξέφυγε κι έγινε ηθοποιός πηγαίνοντας στο Παρίσι.
«Κάτι που δε γνωρίζουν οι πολλοί Έλληνες, που την ξέρουν από τη δεύτερη καριέρα της με τον θείο μου σε κάποια μεγαλύτερη ηλικία, είναι ότι ξεκίνησε το θέατρο πολύ νέα και πολύ ωραία. Νέα ήτανε μια κούκλα, είχε πλούσια μαύρα μαλλιά και καταπράσινα ωραιότατα μάτια», λέει η Σίσσυ.
Τέλειωσε τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με άριστα και πρωτοεμφανίστηκε στην πρώτη κρατική σκηνή το 1945, στην ΑΡΛΕΖΙΑΝΑ.
«Κι επειδή για να μπορέσει να επιβιώσει στο θέατρο αναγκάστηκε τα πρώτα χρόνια να παίξει στα λεγόμενα μπουλούκια — από ό,τι γνωρίζω και οφείλω να ομολογήσω με μεγάλη επιτυχία — έγινε αυτόματα το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Δεν ήθελαν, κυρίως ο θείος Αχιλλέας, να τη συμπεριλάβουν στα επιφανή μέλη της οικογένειας...», λέει ο Δημήτρης.
Το 1948, τη συναντάμε στον θίασο Δημητρίου — Σκορδούλη — Κάσση που κάνει για έναν χρόνο περιοδεία στην Κωνσταντινούπολη. Η ανάμνηση της Σίσσυς είναι από εκείνη την εποχή.
«Η θεία είχε γυρίσει από τουρνέ στην Τουρκία. Φορούσε ένα τουρμπάνι από αυτά που είχε φέρει μαζί της και βαφότανε. Εγώ καθόμουν και τη χάζευα σαν χαζό. Ήταν πολύ όμορφη. Ετοιμάστηκε, έφυγε, πήγε στο θέατρο. Τη νύχτα γύρισε και μου είπε να κοιτάξω απ’ το παράθυρο.
2-3. Η Μήτση νεαρή και δίπλα φωτογραφία της... ευρύτερης οικογένειας Κωνσταντάρα, προτού γεννηθεί εκείνη. Όρθιοι από αριστερά: Μήτσος (ο πατέρας της), Θρασύβουλος, Έλλη Φρυδά, Κότσος, Χρήστος, Καλλιρρόη. Λάμπρος, Λευτέρης, Ελένη. (Μη ρωτάτε ποιος είναι ποιος.) 4. Τα αδέλφια της Λάμπρος και Σίσσυ, σε παιδική ηλικία. 5. Ο Λάμπρος με τη μητέρα τους, Κατερίνα (1952). 6. Ο... πρωταγωνιστής της ζωής της με συναδέλφους του στο Αλβανικό μέτωπο. 7. Εκείνη δεν έκανε παιδί. Το άλλο της μισό με τον γιο του, Δημήτρη.
Κοίταξα κι είδα ένα αυτοκίνητο με αναμμένα τα φώτα.
»Τώρα μιλάμε για αυτοκίνητο την εποχή του ’40, που τα αυτοκίνητα ήταν λίγα. Κάποιος είχε προσφερθεί να τη φέρει από το θέατρο στο σπίτι. Η θεία μου φυσικά δε δέχθηκε, κι αυτός τη συνόδεψε με τα φώτα αναμμένα μέχρι το σπίτι.
»Τόσο όμορφη ήταν».
«Αυτή η γυναίκα είχε στο αίμα της την ηθοποιία. Η μόνη περίοδος της ζωής της που άφησε το σανίδι και τα πλατό ήταν, όταν αισθάνθηκε ότι ο αδελφός της τη χρειάζεται σε οικογενειακό επίπεδο.»
Και για αρκετά χρόνια άφησε τη δουλειά της γιατί αισθάνθηκε ότι εκείνος τη χρειαζότανε και ήτανε στο πλευρό του», λέει η Ινώ Κωνσταντοπούλου και το επιβεβαιώνει η Σίσσυ.
«Τη σταμάτησε ο θείος μου από το θέατρο για να μείνει μαζί του και να φροντίζει το σπίτι.»
Μετά το ’61 η θεία μου έφυγε από τον θείο μου, πήγε σε δικό της σπίτι.
»Ξεκίνησε και πάλι την καριέρα της. Έπαιξε στο θέατρο.
»Αρχικά μόνη της, χωρίς τον θείο μου, ξεκίνησε για δεύτερη φορά με το ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ ΜΕΓΑΛΩΝΕΙ ΣΤΟ ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Ήταν στον θίασο της Μαρίας Αλκαίου και του Βασίλη Διαμαντόπουλου».
1. Μία φωτογραφία από τα νιάτα της. 2. «...Ο κύριος Πετροχείλος;» ρωτά η Μήτση τον άναυδο Λάμπρο. «Αχ! Κακούργα κοινωνία που άλλους τους κατεβάζεις και άλλους τους ανεβάζεις στα... Τάρταρα» του λέει σε έναν καταιγισμό γκρίνιας. Από τις καλύτερες κινηματογραφικές στιγμές της. «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι». Σενάριο-σκηνοθεσία: Αλέκος Σακελλάριος (1967). 3. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, νεότατος με την Καίτη Πάνου και τη Ζινέτ Λακάζ.
Ακολούθησαν το ΠΕΝΤΕ ΣΤΡΕΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ των Γεράσιμου Σταύρου και Ανδρέα Φραγκιά, ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΡΘΙΑ του Κασώνα κ. ά. Από το 1964 και μετά άρχισε να παίζει με τον αδελφό της, Λάμπρο, στο θέατρο και στο σινεμά, όπως την ξέρει ο πολύς ο κόσμος, σε παραστάσεις όπως: ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ, ΜΙΑ ΚΥΡΙΑ ΑΤΥΧΗΣΑΣΑ, ΤΙ 30, ΤΙ 40, ΤΙ 50», ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΠΛΕΙ ΜΠΟΪ, ΚΑΤΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΥΡΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΓΥΨΟ, τα οποία έγιναν με τον ίδιο ή με άλλο τίτλο κινηματογραφικές ταινίες.
«Η Μήτσα κοντά στον πατέρα μου ξέφυγε από την ανωνυμία.
»Ήταν πάντα μια πολύ καλή ηθοποιός, η οποία, όμως, δεν έσπαγε τον πάγο, για να περάσει λίγο περισσότερο στον κόσμο. Από ένα σημείο και μετά την είχε πάντα μαζί του, και είχε μεγάλη ζήτηση.
»Μαζί με τον Λάμπρο η Μήτσα πρέπει να γύρισε πάνω από τριάντα ταινίες», καταθέτει, ίσως και λίγο με την έπαρση του γιου, ο Δημήτρης Κωνσταντάρας.
«Ήτανε πολύ καλή καρατερίστα. Ήταν τέλεια για μένα» λέει αποτιμώντας την καλλιτεχνική της αξία η Σίσσυ.
«Πολλές φορές, παρόλο που ο θείος μου την περνούσε εννέα χρόνια, έπαιζε την πεθερά του, τις νταντάδες, τη μεγάλη του αδελφή. Ήτανε πάρα πολύ καλή».
Συμπληρώνει ο Γεράσιμος Ζερβός:
«Πάντα, όταν βλέπω έργο δικό της, περισσότερο εκείνη προσέχω, παρά τον Λάμπρο».
«Εγώ είχα αρχίσει και ψευτοδούλευα στις κινηματογραφικές παραγωγές κυρίως του Καραγιάννη, αλλά και του Φίνου, όπως στο ΚΑΤΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ, όπου η Μήτσα είχε έναν πολύ ωραίο ρόλο. Με παίρνει λοιπόν στο τηλέφωνο και μου λέει:
— Να έρθω στο σπίτι σου να σου διαβάσω τα λόγια, και να περάσουμε τις ατάκες;
— Ποιες ατάκες; λέω εγώ. Τι να κάνω;
Βλέπετε εγώ δεν είχα καμία σχέση με το ηθοποιιλίκι.
— Επειδή θα μιλάω με τον πατέρα σου, μου λέει, θέλω όταν μαθαίνω τα λόγια μου να είναι ένας άνθρωπος που τον θεωρώ, που τον βλέπω σαν τον πατέρα σου.
Ήρθε πράγματι στο σπίτι με το κείμενο (ήταν η πρώτη φορά
4-5. Η Μήτση στα γενέθλια της ανιψιάς της Σίσσυ και αργότερα σε αναμνηστική φωτογραφία μαζί της. 6. Ιούνιος 1947. Ο Λάμπρος με την πρώτη σύζυγό του, Γιούλη και τον μικρό Δημήτρη.
που έκανα τον ηθοποιό, έστω επιβοηθητικά)... και ήταν καταπληκτική η Μήτσα. Και το λέω αυτό γιατί οι ηθοποιοί του κινηματογράφου, ακόμη και στο γύρισμα, επειδή είναι πάρα πολλές οι σκηνές, χρειάζονται στο πλατό, σε κάθε λήψη το κείμενο. Δεν το ξέρουν ποτέ όμως. Η Μήτσα το ήξερε όλο από την αρχή».
Τη δεκαετία του ’70, η Μήτση Κωνσταντάρα συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο στα έργα ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ του Ν. Τουτουντζάκη, ΔΙΚΑΙΩΣΗ του Νίκου Ζακόπουλου, ΟΘΕΛΛΟΣ και ΤΕΛΟΣ ΚΑΛΟ ΟΛΑ ΚΑΛΑ του Σαίξπηρ, ΒΑΤΡΑΧΟΙ και ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ του Αριστοφάνη, ΓΛΑΡΟΣ του Τσέχοφ κ. ά.
«Η Μήτση η Κωνσταντάρα ήτανε ακριβώς η ηθοποιός που ονομάζουμε στα θέατρα χρήσιμη», λέει αποτιμώντας την καλλιτεχνική της προσφορά ο Κώστας Γεωργουσόπουλος.
«Είναι ένα πολύτιμο είδος ηθοποιών, αυτών που κάθε φορά καλούνται να καλύψουν μικρούς ρόλους, χαρακτηριστικούς ρόλους, ρόλους δεύτερης θα έλεγε κανείς παρουσίας στη σκηνή, που, όμως, όταν δεν έχουν ταλέντο να τον κρατήσουν αυτόν τον ρόλο και να τον συντηρήσουν μπορεί — αυτό που λέγεται πάλι στο θέατρο — η σκηνή να μπατάρει, να πάει προς την άλλη πλευρά, να βαρύνει προς τη μεριά του πρωταγωνιστή που συνήθως είναι ο συμπαίκτης αυτών των ηθοποιών. Χρειάζεται, λοιπόν, πάρα πολλή δύναμη εσωτερική αυτό το λίγο, το μικρό καμιά φορά — είναι αυτό που λέμε πλασάρισμα της ατάκας δηλαδή. Να δώσει την ευκαιρία στον πρωταγωνιστή να πει το αστείο του ή τον σοβαρό του λόγο. Πρέπει να έχει κύρος ώστε να μπορεί σε ύφος και σε ρυθμό να δώσει εκείνο το στίγμα που χρειάζεται ώστε να ολοκληρωθεί η σκηνή. Και η Μήτση η Κωνσταντάρα ευδοκίμησε σε αυτό το είδος και
1-2. Ένα πορτρέτο και μια αναμνηστική φωτογραφία με την οικογένεια της ανιψιάς της Σίσσυς και τον Λάμπρο. 3. Από τον γάμο της - ήταν μεγάλη σε ηλικία με τον Σωτήρη Καρκούλια, τυπογράφος στο επάγγελμα. Χώρισαν μετά από πέντε χρόνια. Κουμπάροι ήταν ο αδελφός της Λάμπρος και ο σύζυγος της αδελφής της, Σάββας Κωνσταντόπουλος, εκδότης της εφημερίδας Ελεύθερος Κόσμος.
ιδιαίτερα δίπλα στον Λάμπρο Κωνσταντάρα, ο οποίος ήταν ένας αυτοσχέδιος ηθοποιός που αιφνιδίαζε ακόμα και τους συνεργάτες του. Αιφνιδίαζε τους πάντες. Πολλές φορές έβγαινε έξω από το σενάριο, και ήταν φυσικό κάποια στιγμή ο συμπαίκτης του να πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτές τις εκρήξεις του και σε αυτές, θα έλεγε κανένας, τις επαναστατικές του ρήξεις με τον ρόλο. Η Μήτση η Κωνσταντάρα ήτανε το αναγκαίο συμπλήρωμά του. Μπορούσε να αντέξει αυτή την πληθώρα και τον πληθωρισμό ενός πραγματικά αυτοσχέδιου ηθοποιού. Και μόνο που κατόρθωσε να επιβιώσει με αυτή τη συνθήκη είναι άξια να μνημονεύεται».
Η Μήτση η Κωνσταντάρα έκανε, εν πολλοίς, αυτόνομη καριέρα και στην τηλεόραση. Στη δεκαετία του ’70, έπαιξε μεταξύ άλλων στις τηλεοπτικές σειρές ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ, ΕΚΕΙΝΕΣ ΚΙ ΕΓΩ, ΜΕΘΟΡΙΑΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΠΑΛΙΑΤΖΗΣ, ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΨΙΛΙΚΑΤΖΙΔΙΚΟ Ο ΚΟΣΜΟΣ», Η ΚΡΑΥΓΗ ΤΩΝ ΛΥΚΩΝ, ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΕΤΑ.
«Τώρα που βλέπω τα πράγματα από λίγο πιο μακριά, θέλω να πω ότι ήταν ένα άτομο και με μια ξεχωριστή αξιοπρέπεια», λέει η Ινώ Κωνσταντοπούλου.
«Εκείνη την εποχή που η Μήτση έκανε τηλεόραση, το ΜΕΘΟΡΙΑΚΟ ΣΤΑΘΜΟ, το ΛΟΥΝΑ ΠΑΡΚ, αλλά και τις ταινίες με τον Λάμπρο και το θέατρο, η δική μου οικογένεια είχε τρία μεγάλα περιοδικά. Είχε το ΡΟΜΑΝΤΖΟ, το ΠΑΝΘΕΟΝ και τη ΒΕΝΤΕΤΑ. Ποτέ μα ποτέ η Μήτση δε μας ζήτησε να της βάλουμε μια φωτογραφία ή να γράψουμε λίγα λόγια για εκείνη, όταν ξέρουμε ότι αυτό είναι κάτι που το χρειάζονται όλοι οι καλλιτέχνες, και που σε χιλιοπαρακαλούν για να το πετύχουνε.
4-5. Εκείνος και εκείνες... Αριστερά: ο Λάμπρος με την Αννα Καλουτά στην Αίγυπτο. Δεξιά: Με την Χριστίνα Σύλβα. Οι κουτσομπόληδες της εποχής έκαναν λόγο για σφοδρά ειδύλλια και με τις δύο. Η Μήτση παρακολουθούσε τη ζωή του όπως μια μάνα αυτή του παιδιού της. Άλλωστε από τότε που χώρισε με την πρώτη του γυναίκα μέχρι που μπήκε στην καρδιά του η δεύτερη, η Φιλιώ είχε αναλάβει την αποκλειστική του φροντίδα αφού έμεναν μαζί στο ίδιο σπίτι. 6. Στο τηλεοπτικό «Λούνα Παρκ» του Γιόίννη Δαλιανίδη. Μαζί της μεταξύ άλλων οι: Νίκος Δαδινόπουλος, Σωτήρης Τζεβελέκος, Γιάννης Δαλιανίδης, Βαγγέλης Βουλγαρίδης και Λουίζα Ποδηματά. (Η σειρά έκανε πρεμιέρα στην ΕΡΤ στις 11 Ιουλίου 1974 και παίχτηκαν συνολικά 333 επεισόδια).
Αν μας ζήτησε κάτι, ήταν πάντα για έναν συνάδελφο και κυρίως για νέους ανθρώπους, που η Μήτση ήθελε να τους βοηθήσει».
Οι τέσσερις, όμως, αφηγητές της ιστορίας μας έχουν να θυμηθούν πολλά για τον χαρακτήρα της.
«Ήταν από τους πιο ευχάριστους ανθρώπους που μπορούσες να γνωρίσεις. Μονίμως κέφι, γέλιο», θυμάται ο Γεράσιμος Ζερβός. «Ήτανε καλοσυνάτη. Πάντοτε έλεγε ό,τι καλύτερο για τους άλλους. Όποτε εμείς κάναμε αταξίες και περιμέναμε ότι θα μας μαλώσουνε ή θα μπούμε τιμωρία, τρέχαμε στη Μήτση, ιδίως τις Κυριακές, που μαζευόμασταν όλη η οικογένεια μαζί στον παππού [σ.σ. το γνωστό κέρβερο — θείο του Λάμπρου, της Σάσας και της Μήτσης] και τρέχαμε να μας συμπαρασταθεί, και πάντα έπαιρνε το μέρος μας και πάντα, οτιδήποτε υπήρχε, ήταν η Μήτση που θα μας βοηθούσε».
«Τη θυμάμαι συνέχεια σαν ένα από τα όμορφα κομμάτια της ζωής μου», λέει ο Δημήτρης.
«Η θεία Μήτσα όπως και ο πατέρας μου έμενε στου Ζωγράφου. Τα χρόνια που εγώ μεγάλωνα, ήμουνα πιτσιρικάς, στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, ο πατέρας μου, χωρισμένος με τη μάνα μου, δεν ερχότανε τόσο τακτικά στο σπίτι. Κάποια στιγμή η Μήτσα, η οποία είχε διατηρήσει πολύ καλές σχέσεις με τη μάνα μου, πήρε τηλέφωνο κι είπε:
— Θα έρθω να πάρω το παιδί να το πάω μια βόλτα. Εμφανίστηκε, λοιπόν, πολύ όμορφη με ένα στενό λευκό φουστάνι, πολύ βαμμένη — είχε πλούσια τα ελέη η Μήτσα — και της λέει η μάνα μου:
— Βρε παιδί μου, έτσι όπως είσαι, πού θα πας το παιδί;
Πήγαινα σχολείο έξι, επτά, οχτώ χρονών ήμουνα;
1. «Εκείνες που δεν πρέπει ν’ αγαπούν». Κινηματογραφική συνύπαρξη Αννας Καλουτά Λάμπρου Κωνσταντάρα. Κομεντί του Αλέκου Σακελλάριου (το σενάριο σε συνεργασία με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο). Παραγωγή Φίνος Φιλμ (1951). 2. Ο Λάμπρος με την πρώτη του σύζυγο, Γιούλη, το 1943. Τη Γιούλη, χρόνια αργότερα, έκανε έξω φρένων η Μήτση πηγαίνοντας τον μικρό Δημήτρη να δει τον Ζαζά. 3-4. Ο Ζαζάς (1909-1974) σαν Πόλα Νέγκρι. Σε ντουέτο με τον Αποστολάκη. Δεξιά η Ζαζά Μπριλάντη. Από την μίμηση εκείνης πήρε το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Παπανικολάου.
— Γιατί; Πώς είμαι;
— Τι να κάνει η μάνα μου. Έκανε πίσω, με έδωσε. Με πήρε από το χέρι.
Μου λέει, πού θες να πάμε; Της λέω, πάμε στο πάρκο. Στο πάρκο μου άρεσε. Πήγαινα κι έπαιζα εκεί πέρα. Είχα κι ένα ποδηλατάκι. Πήγαμε στο πάρκο, και θυμάμαι ότι μπαίνοντας προς το Πεδίο του Αρεως ήταν τόσα πολλά τα σφυρίγματα, τόσοι πολλοί οι άνδρες οι οποίοι έρχονταν να της κάνουν ένα κομπλιμέντο, να της κολλήσουν εν ολίγοις, που αισθάνθηκε η ίδια πάρα πολύ άσχημα. Με πήρε από το χέρι, με έβαλε μέσα στο Γκριν Παρκ, όπου τότε εμφανιζόταν ένα βαριετέ με τον περίφημο Ζαζά, ακατάλληλο διά ανηλίκους. Αλλά η Μήτσα με έβαλε μέσα. Με κάθισε κιόλας στην πρώτη σειρά. Την ήξεραν όλοι, τη χαιρέταγαν πάνω από τη σκηνή. Γεια σου, βρε Μήτσα. Φιλιά, κακό, φασαρία. Διασκέδασα πάρα πολύ ωραία, και στη συνέχεια με γύρισε σπίτι.
— Πού πήγατε παιδί μου; μου λέει η μάνα μου.
— Στον Ζαζά, της λέω.
— Στον Ζαζά το πήρες το παιδί μου και το πήγες; Έξι χρονών παιδί.
Έκαναν πέντε χρόνια να μιλήσουν τότε».
Ο Ζαζάς για να καταλάβετε ήταν πρωταγωνιστής της επιθεώρησης και του βαριετέ, εντελώς ακατάλληλος διά ανηλίκους, που ποτέ δεν κρύφτηκε, πολύ περισσότερο επί σκηνής. Όπως γράφει λοιπόν και ο Μίμης Τραϊφόρος, τον είχαν βγάλει Ζαζά γιατί μιμούνταν με επιτυχία τη μεγάλη θεατρίνα της παλιάς επιθεώρησης, Ζαζά Μπριλάντη.
«Ο Ζαζάς ανήκε από γεννησιμιού του», λέει ο Τρατφόρος, «στο τρίτο φύλο και μολονότι άχαρος και ατελείωτος σε εμφάνιση, ήταν ως κοζύρ και ως ηθοποιός τρισχαριτωμένος και πανέξυπνος.
5. «Αγάπη μου παλιόγρια», κωμωδία του Κώστα Καραγιάννη. Μαζί της στη σκηνή οι: Ξένια Καλογεροπούλου, Ελσα Ρίζου, Μαρία Φωκά και Πώργος Μοσχίδης. Παραγωγή: Καραγιάννης - Καρατζόπουλος (1972). 6. «Ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα» είναι ο Λάμπρος της. Στη φωτό και ο Σταύρος Ξενίδης. Κωμωδία του Κώστα Καραγιάννη, σε σενάριο Πώργου Λαζαρίδη. Παραγωγή: Καραγιάννης - Καρατζόπουλος (1972). 7. Πρώτη από αριστερά. Κοπή της πίτας στο θέατρο Βεργή, την Πρωτοχρονιά του ’65. Έπαιζαν το θεατρικό «Υπάρχει και φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου. Στη φωτογραφία μεταξύ άλλων οι: Χάρης Παναγιώτου, Νίκη Λινάρδου, Νίκος Βανδώρος, Μέλπω Ζαρόκωστα και Βίκτωρ Παγουλάτος.
Ένα από τα ανέκδοτα αναφέρεται, φανταστείτε, στις τελευταίες του ημέρες στο νοσοκομείο: Οι άρρωστοι κάποια στιγμή φωνάζουν κάποια αδελφή να τους εξυπηρετήσει — ο Ζαζάς στο άκουσμα της λέξης αδελφή μισοσηκώνει το κεφάλι του και τους φωνάζει:
— Σκάστε. Εδώ είμαι».
Φανταστείτε τι έκανε στο θέατρο. Τώρα καταλαβαίνετε την οργή της Γιούλης Γεωργοπούλου, της μητέρας του Δημήτρη.
« Ήταν πονόψυχος άνθρωπος. Ήτανε ζωόφιλη πολύ. Είχε τέσσερα γατιά, που ζούσε μαζί τους.
»Νοιαζότανε τους φίλους της. Εγώ έχω να πω ότι δεν ήρθε ποτέ στο σπίτι μας, όχι χωρίς να φέρει κάτι, που αυτό το κάνουμε όλοι και τυπικά, αλλά και χωρίς να μας έχει φτιάξει κάτι, γιατί η Μήτση τρελαινόταν να πλέκει και να κεντάει», θυμάται η Ινώ Κωνσταντοπούλου.
« Έχω ακόμη ένα σκουφάκι που έχει φτιάξει στη μεγάλη μου την κόρη για να μην κρυώνει, επειδή της είχα πει κάποτε ότι βγαίνουμε πολύ πρωί και περιμένουμε το πούλμαν, όπως όλες οι μανάδες που τα ιδιωτικά σχολεία παίρνουν από το ξημέρωμα τα παιδιά για να τα πάνε στο σχολείο, και της έφερε ένα σκουφάκι το οποίο το έχω ακόμα. Ανάμεσα στα πράγματα της μάνας μου βρήκα μια εσάρπα καταπληκτική, που της την είχε πλέξει στα χρώματα που ήξερε ότι αγαπάει η μάνα μου. Δεν είχε πλέξει τυχαία μια εσάρπα και είπε ύστερα σε ποιον θα τη δώσω».
Την αγάπη της για το πλέξιμο επιβεβαιώνει και η ηθοποιός Καίτη Πάνου, παρτενέρ για πολλά χρόνια και σε διαφορετικές περιόδους του Λάμπρου.
« Έχω μάθει πολλά από τη Μήτσα, από τον γλυκό αυτό άνθρωπο.
1. Μια καλλιτεχνική φωτογραφία της Μήτσης, με τη μέθοδο της διπλοτυπίας που έκανε... θραύση κάποια εποχή. 2-3. Μετά το χειμωνιάτικο θέατρο Βεργή το «Υπάρχει και φιλότιμο» μεταφέρεται στο θέατρο Άλφα και την ίδια χρονιά γίνεται και ταινία (1965).
Αλλά πιο πολύ από όλα με έχει μάθει να πλέκω. Έχω πλέξει πολλά με υποδείξεις της Μήτσας. Την έλεγα Μήτσα κι εγώ, όχι Μήτση. Έχω δικά της πράγματα πολλά, που με έμαθε να πλέκω και να τη θυμάμαι πάντα, την καλή φίλη».
Η αγαπημένη της ανιψιά Σίσσυ θυμάται:
« Ήταν πάρα πολύ καλή. Είχε όμως και δύο κακά. Το ένα ήταν οι επιλογές της στους άνδρες. Ήτανε όλοι αποτυχημένοι. Ήταν όλες οι επιλογές της αποτυχημένες. Δεν ξέρω γιατί. Κι επίσης είχε ένα χαρακτηριστικό που έμοιαζε πολύ με τον θείο μου, τον αδελφό της. Δεν είχε την αίσθηση, δεν ήξερε τι θα πει αποταμίευση. Τα λεφτά από τα χέρια της θείας μου φεύγανε, δηλαδή δεν ήξερε να κρατήσει φράγκο πάνω της, και καμιά φορά τη μάλωνα. Και της έλεγα:
— Γιατί, βρε θεία; Όποιος έρθει και σου χτυπήσει την πόρτα και σου πει αγόρασε αυτό, πρέπει να το αγοράσεις;
— Ε! Σισσάκι μου, είναι ωραίο, το θέλω.
— Τι θα τα κάνεις όλα αυτά;
— Θα τα δώσω σε σένα.
— Μα εγώ δε θέλω να ψωνίζεις για να τα δώσεις σε μένα.
Στον Δημήτρη, τον ξάδελφό μου, είχε κάνει δώρο μια βιβλιοθήκη πάρα πολύ ωραία. Μετά άρχισε να αγοράζει πάλι τα ίδια βιβλία, τα οποία τα χάρισε σε μένα για να έχω κι εγώ την ίδια βιβλιοθήκη. Της άρεσε πάντα να κάνει δώρα. Δεν εννοούσε να πάει σε σπίτι, χωρίς να έχει το δώρο της. Είχε πολλή αγάπη μέσα της η θεία μου για όλους και ειδικά για τη μαμά της.
4. Έκανε και αρκετές ταινίες χωρίς τον αδελφό της. Όπως εδώ στον «Παπατρέχα». Υποδύεται μια αστή, που αφήνει αμανάτι το παιδί της στον θυρωρό της πολυκατοικίας, Θανάση Βέγγο, για να χαρτοπαίξει (1966). 5. Είναι η υπηρέτρια στην ταινία «Ο άνθρωπος που γύρισε από τη ζέστη», σε σενάριο Αλέκου Σακελλάριου και σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη. Με τον αδελφό της και τους: Γιώργο Μούτσιο, Καίτη Πάνου, Λαυρέντη Διανέλλο, Ελιά Καλλιγεράκη, Πάνο Τουλιάτο (1972). 6. «Εθελοντής στον έρωτα» με τον Κώστα Βουτσά και την Έλσα Ρίζου, σε σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη Πολύβιου Βασιλειάδη και σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη (1971).
Παρόλο που είχε πεθάνει τριάντα και χρόνια, την έκλαιγε ακόμα. Της έλειπε πάντα αυτό, η παρουσία της μάνας της».
«Το Κωνστανταρέικο ήταν μια τρελή οικογένεια, και το λέω γιατί τους άρεσε κι αυτονών να το λένε», λέει η Ινώ Κωνσταντοπούλου.
«Φτιάχνανε μεταξύ τους φάρσες και καζούρες. Κι από όλους η Μήτση ήταν η μόνη που δεν είχε τόσο χιούμορ. Τα έπαιρνε όλα προσωπικά και ήταν αγαπησιάρα και παραπονιάρα. Όλη την ώρα με κάτι στενοχωριότανε από την οικογένεια, με κάτι παρεξηγιόταν, με κάτι ψιλοέκλαιγε. Τόσο που τα δύο αδέλφια της, η Σάσα και ο Λάμπρος πολύ συχνά στρώνανε επίτηδες κάποιο κουμκανάκι για να κλέβουνε τη Μήτση, να παρεξηγιέται εκείνη, να κλαίει και εκείνοι στο τέλος, τα αδέλφια, να γελάνε μεταξύ τους».
« Ήτανε πολύ παραπονιάρα η θεία μου», συμπληρώνει η Σίσσυ. «Καμιά φορά τής έφταιγε ο αδελφός της, και όχι άδικα. Δεν παραπονιότανε άδικα. Της φερόντουσαν λίγο σαν να ήτανε παιδί, παρόλο που ήτανε μεγάλη πια. Κι όταν τα έβαζε με τον αδελφό της έτρεχε στην αδελφή της.
— Τι μου έκανε ο Λάμπρος.
— Βρε Μήτσα, βρε Μητσούλα μου, δεν είναι έτσι.
Κι εμένα δε με καταλαβαίνει κανείς. Κι όταν τα έβαζε με τη μάνα μου, έτρεχε στον θείο μου. Αλλά πάντοτε με αγάπη και πάντοτε μαζί».
Ήταν δεμένα τα τρία αδέλφια. Η Σάσα, ο Λάμπρος και η Μήτσα ήταν πολύ δεμένα. Όπως δεμένος είμαι κι εγώ με την εξαδέλφη μου, τη Σίσσυ. Η Μήτσα δεν έκανε παιδιά. Παντρεύτηκε αλλά δεν έκανε παιδιά. Άφησε πίσω της φεύγοντας δύο ανίψια», λέει ο Δημήτρης.
1. Με τη Βίκυ Βανίτα και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, στην ταινία « Ένας τρελός γλεντζές», σε σενάριο Κώστα Πρετεντέρη και σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη. 2. «Το ξενοδοχείο των διεφθαρμένων». Ερωτική κωμωδία του Δημήτρη Αθανασιάδη. Με τον Πώργο Λουκάκη (1972). 3. «Πατέρα, κάτσε φρόνιμα» της Καραγιάννης Καρατζόπουλος, σε σενάριο Αάκη Μιχαηλίδη Γιώργου Κατσαμπή και σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Με τον άτακτο Λάμπρο (1967).
Όποτε τη ρωτούσε η πολύ αγαπημένη της ανιψιά, η κόρη της αδελφής της, που τη μεγάλωσε κι εκείνη για κάποια χρόνια, γιατί δεν έκανε παιδιά, γιατί το παιδί μου είσαι εσύ, της έλεγε.
«Και νομίζω ότι το εννοούσε αυτό η Μήτση». Αυτό δεν το λέει η Σίσσυ, αλλά η Ινώ Κωνσταντοπούλου.
Πλησιάζοντας προς το τέλος, να επικαλεστούμε τη μαρτυρία του Γεράσιμου Ζερβού:
«Μου έλεγε πρόσφατα μια θεία μου ότι ήθελε τόσο πολύ να φροντίζει τον Λάμπρο που πήγαινε καμιά φορά τα ρούχα στην εκκλησία να τα ευλογήσουνε για να είναι τυχερός. Και κάποιος της είπε κάποια στιγμή ότι πρέπει να βάλει ζάχαρη στις παντόφλες του για να είναι τυχερός, και να του πάνε όλα καλά. Και φόρεσε τις παντόφλες ο Λάμπρος. Κόλλησαν τα πόδια του, αισθάνθηκε χάλια κι έβαλε τις φωνές, και δεν ήξερε πού να πάει να κρυφτεί η κακομοίρα η Μήτση, που το είχε κάνει για το καλό του. Ζούσε όχι στη σκιά του Λάμπρου, αλλά μαζί του και τον λάτρευε».
«Τώρα πια δεν είμαι σίγουρη αν η Μήτση που θυμάμαι είναι η Μήτση η δίκιά μας, της οικογένειας ή είναι η Μήτση του σινεμά και του θεάτρου. Κι αυτό γιατί η ζωή της και οι ρόλοι της ήταν τρομερά ταυτισμένοι. Η Μήτση ήταν η ίδια στη ζωή, όπως τη βλέπαμε στις ταινίες της ή στο θέατρο. Μπορώ να πω ότι όλη της τη ζωή την πέρασε, την αφιέρωσε στο πλευρό ειδικότερα του αδελφού της, του Λάμπρου και γενικότερα της οικογένειας», αναφέρει η Ινώ Κωνσταντοπούλου και συμπληρώνει:
«Τώρα προσπαθώ να μη χάνω τις ταινίες του Λάμπρου και της Μήτσης, και καθόμαστε με τον άνδρα μου και τις παρακολουθούμε,
4. Κώστας Καραγιάννης (1932- 1993). Ο σχεδόν μόνιμος -από ένα σημείο και μετά- παραγωγός και σκηνοθέτης των ταινιών του Λάμπρου Κωνσταντάρα. Σπούδασε υφαντουργός και δημοσιογράφος στη Γαλλία, αλλά τον κέρδισε ο κινηματογράφος, στον οποίο ξεκίνησε ως βοηθός του σκηνοθέτη Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ. Το 1959 γυρίζει την πρώτη του ταινία, «Το νησί της αγάπης». Το 1966 ιδρύει μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας και μοντέρ Αντώνη Καρατζόπουλο τον κινηματογραφικό οργανισμό «Καραγιόιννης Καρατζόπουλος», που πολύ γρήγορα έγινε μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής ταινιών στην Ελλάδα (118 ταινίες). Ο ίδιος θεωρείται ο παραγωγικότερος Έλληνας σκηνοθέτης. Πρόλαβε και γύρισε συνολικά 101 ταινίες, εκτός από τις βιντεοκασέτες. 5. « Ένα αγόρι αλλιώτικο απ’ τα άλλα», σε σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη και σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη. Με τη Δέσποινα Στυλιανοπούλου και τον Γιώργο Παπαζήση (1971). 6. «Το ανθρωπάκι» της Φίνος Φιλμ, σε σενάριο Νίκου Γαρδέλη και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη (1969). Δεξιά διακρίνεται η Μήτση. Σε πρώτο πλάνο η Μάρθα Καραγιάννη και ο Σπύρος Καλογήρου (1969).
και πραγματικά είναι συγκίνηση για μας αυτό. Τελικά παίζανε σαν να ήταν μέσα στη ζωή τους. Τελικά νιώθουμε σαν να είμαστε μέσα στο σπίτι τους και παρακολουθούμε μια σκηνή από τη ζωή τους. Το πώς αυτός ήταν αυστηρός απέναντι της, το πώς εκείνη όλο κάτι ήθελε να του πει και να τον καταφέρει, χωρίς να τον εξοργίσει».
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας πέθανε στο Ασκληπιείο της Βούλας, τον Ιούνιο του 1985.
« Όταν χάσαμε τον θείο μου, η θεία μου έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Της στοίχισε πάρα πολύ», λέει η ανιψιά της Σίσσυ.
«Της στοίχισε ο θάνατός του», επιβεβαιώνει ο Δημήτρης.
«Θα έλεγε κανείς ότι σαν λουλούδι μαράθηκε κι ακολούθησε μια πορεία αποχώρησης».
«Πήγαινα στο σπίτι της. Της έλεγα τι κάνεις; Και ήτανε νέα γυναίκα, δεν ήτανε μεγάλη. Και μου έλεγε:
— Εδώ, τα λέω με τον θείο σου.
— Τι λες με τον θείο μου; Εννοείς του λες μόνο.
Γιατί είχε ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της ένα κάδρο με φωτογραφίες του θείου μου. Και καθότανε και του μίλαγε.
Και μου έλεγε όχι, τα λέμε. Δηλαδή εννοείς ότι σου μιλάει κι εκείνος, θεία; Και μου έλεγε ναι, μου μιλάει. Της στοίχισε πάρα πολύ. Και κράτησε ακριβώς έξι μήνες και πήγε και τον βρήκε. Δεν άντεξε. Αγαπιόντουσαν πάρα πολύ τα αδέλφια».
«Πλησίαζαν Χριστούγεννα… Η Μήτσα με πήρε τηλέφωνο. Έμενε μόνη της σε ένα σπίτι, στο Παγκράτι. Μου είπε ελάτε ένα βράδυ με τη Βίκυ, τη γυναίκα σου, να πάμε να φάμε, να πιούμε, να παίξουμε κανένα χαρτάκι.
1-2. Χειμώνας 1978. Νοσοκομείο Καλαμάτας. Η περιοδεία με τον «Λαμπρούκο» πήρε αιφνίδιο τέλος. Τα σοβαρά προβλήματα με την υγεία του Λάμπρου είχαν αρχίσει... Δεξιά, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς κατά την έξοδό του από το Νοσοκομείο Υγεία. 3. Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με την εγγονή του, Παυλίνα (1979). 4-5. Χριστούγεννα του 1979...
Εκείνη είχε μια παρέα, κάτι φίλες, και παίζανε χαρτάκι. Το ίδιο βράδυ έπαιξε χαρτάκι με τις φίλες της εκεί στην πολυκατοικία».
«Απ’ ό,τι έμαθα» αφηγείται παράλληλα η Σίσσυ «εκείνο το βράδυ είχε πάει στην πολυκατοικία σε μια γειτόνισσα και ήτανε πολύ χαρούμενη. Άκουγε τη Σακελλαρίου στην τηλεόραση και η θεία μου ήτανε στις μεγάλες της χαρές και πήγε στο σπίτι της να κοιμηθεί και κάθισε στο κρεβάτι της. Τη ρόμπα της μόνο είχε βγάλει και έγειρε να κοιμηθεί...»
«Το πρωί, οχτώ, οχτώμισι η ώρα, με πήρανε τηλέφωνο και μου είπανε: Έλα να πάρεις τη θεία σου», λέει ο Δημήτρης.
«Ήτανε Κυριακή 22 Δεκεμβρίου. Την περίμενα στο σπίτι με τη μητέρα μου. Ετοίμαζα το φαγητό. Με πήρε ο Δημήτρης και μου λέει:
— Η θεία έφυγε.
Δεν τον πίστεψα.
— Τη θεία την περιμένω για φαγητό. Θα περάσει η μητέρα μου να την πάρει, και θα έρθουν. Είδε κι έπαθε ο Δημήτρης να μου δώσει να καταλάβω τι έγινε. Τρελάθηκα. Σκέφτηκα και τη μητέρα μου, πριν έξι μήνες είχε χάσει τον αδελφό της και τώρα έχανε και την αδελφή της».
« Όταν πήγαμε στο σπίτι της, δεν υπήρχε κανένας άλλος», λέει ο Δημήτρης. « Ό,τι απέμεινε από μια πραγματικά καταπληκτική ζωή ήταν ένας άνθρωπος μόνος του σε ένα κρεβάτι χριστουγεννιάτικο. Μια πολύ θλιβερή εικόνα για μια πάρα πολύ όμορφη, έξυπνη κι ικανή γυναίκα».
Η Σίσσυ όμως το είδε αλλιώς: « Έφυγε πάρα πολύ ήρεμα, πάρα πολύ ωραία. Δεν ξάπλωσε καν στο κρεβάτι της».
Την Τρίτη 24 Δεκεμβρίου, το Έθνος γράφει ένα μονόστηλο με
6. «Τι 30, τι 40, τι 50». Κωμωδία των Ασημάκη Γιαλαμά Κώστα Πρετεντέρη. Θίασος Λάμπρου Κωνσταντάρα με τη συμμετοχή των Δημήτρη Νικολάΐδη και Ρίκας Διαλυνά. Η Μήτση δεύτερη από δεξιά. Δίπλα στον Λάμπρο ο γιος του, Δημήτρης. 7-8. Η τελευταία φωτογραφία του Λάμπρου... Λίγους μήνες μετά η Μήτση έφυγε.
τίτλο ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ ΤΗ ΜΗΤΣΗ»: «Ο μεγαλύτερος έρωτας της ζωής της ήταν το θέατρο. Οι άνθρωποι όμως του θεάτρου εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις (Αννα Καλουτά, Σωτήρης Τζεβελέκος, Σούλη Σαμπάχ) δε θυμήθηκαν τη Μήτση Κωνσταντάρα που έκανε χθες το απόγευμα, στο Α' Νεκροταφείο, το τελευταίο της ταξίδι. Την ηθοποιό που έφυγε στα πενήντα οχτώ της από εγκεφαλικό, όπως πριν από λίγο καιρό ο αδελφός της Λάμπρος Κωνσταντάρας, αποχαιρέτησαν μιλώντας γι’ αυτήν μια φίλη της, η κυρία Καρδασοπούλου και ο ανιψιός της, Δημ. Κωνσταντάρας. Τη συνόδεψαν ως την τελευταία της κατοικία το στεφάνι του Σ.Ε.Η. και των συνταξιούχων ηθοποιών».
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/2V2HpGh
via IFTTT