Ασφαλώς και δεν μπορεί να υποθέσει κανείς, όση φαντασία κι αν διαθέτει, αυτό που κρύβεται απ’ τα μάτια του καθώς διασχίζει μια τυπική και ασήμαντη επαρχιακή κωμόπολη, δίπλα στον Θεσσαλικού κάμπο, στα όρια των Νομών Λάρισας και Φθιώτιδας και λίγο πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια του οικισμού. Και δεν μπορεί να το υποθέσει ή να το φανταστεί για δυο λόγους: O πρώτος είναι ότι το υπερκείμενο και περιαστικό δασάκι του χωριού κρύβει απολύτως το υπερθέαμα μιας αρχαιότατης πόλης και ο δεύτερος ότι σε ένα τέτοιο γήλοφο – γιατί για γήλοφο πρόκειται – πώς ήταν δυνατό να έχει κτισθεί μια τέτοια τεράστια πόλη, με τέτοιο μήκος, τέτοια οχύρωση και τόση και τέτοια μελετημένη αρχιτεκτονική διάπλαση.
Η μεγάλη και σημαντική για μένα απορία και λεπτομέρεια ανάγεται στο οικονομικό και πολιτιστικό κίνητρο, αλλά και το ανθρώπινο μέτρο που ξεπεράστηκαν για να φέρουν τέτοια αποτελέσματα, όπως είναι όλα όσα παρατηρούμε περπατώντας μέσα από τα τείχη της αρχαίας πόλης, βλέποντας σε κάθε μας βήμα την καθηλωτική διάσταση μιας αξιοποιημένης αρχαίας περιουσίας από τους αρμόδιους – πράγμα σπάνιο γι’ αυτή τη χώρα – λειτουργούς του αληθινού Πολιτισμού.
Τα μάτια μου μένουν άπιστοι Θωμάδες μπροστά στο αξιοποιημένο υλικό και αγαθό της αρχαίας κληρονομιάς έτσι όπως το έφεραν σήμερα αυτοί οι ανώνυμοι και αθόρυβοι αναπλάστες και εργώδεις δημιουργοί αυτής της ομορφιάς, μέσα σε ένα τόσο αδιάφορο οικιστικό περιβάλλον, όπως αυτό του Νέου Μοναστηρίου.
Είναι αλήθεια πως με προκατείχε μια υποψία και υπέβοσκε ένας διαρκής νυγμός που με έτρωγε πολύν καιρό γι’ αυτή την αρχαία πόλη. Κι ας μην έλεγε τίποτα το πενιχρό της ονοματάκι: Πρόερνα…
Σήμερα (25 του Γενάρη στο 2020) η απόφασή μου ήταν να της δοθώ με όλες μου τις υποσχέσεις, δυνάμεις, τιμές κι ευχαριστίες.
Κι εκείνη; Πώς πόσo και με ποια μέσα ανταπόδωσε την πίστη και υποταγή μου στη χάρη της; H απάντηση κλείνεται σε δυο λέξεις: Υπερβολική έως άνιση, ως προς την ωφέλεια, βέβαια, που αποκόμισα, από τα πρώτα κιόλας ανηφορικά και ασθμαίνοντα βήματα μέχρι να πελαγώσω από το θέαμα και να παγιδευτώ μες στα ολοπέτρινα διχτυουλκά της…
Η κεντρική πύλη εισόδου στην ακρόπολη
Ξεκινώντας από Βόλο, πέρασα την πόλη του Φάρσαλου συνεχίζοντας για Νέο Μοναστήρι, Δομοκό και Λαμία, από τον παλιό δημόσιο δρόμο. Φτάνοντας στο τελευταίο χωριό του Νομού Λάρισας, τα Βρυσιά, έβαλα σ’ επιφυλακή το άγρυπνο βλέμμα περιπολώντας μ’ αυτό τα γύρω βουναλάκια, τους γήλοφους και τα πετρωτά των πλαγιών.
Πολλά μου τραβούσαν το ενδιαφέρον, αλλά στο τέλος έμενε ο τζίφος. Έτσι, υποψιασμένος πάντα, έμπαινα στο Νέο Μοναστήρι, όπου σε μια χαρακτηριστική στροφή αριστερά κατά την πορεία μου διέκρινα την πρώτη πινακίδα «Προς αρχαιολογικό χώρο». Βγάζοντάς με ο δρόμος από τον άξονα του Δομοκού και κατευθύνοντάς με στο εσωτερικό του χωριού δεν μπορούσα ποτέ κάτω από οποιεσδήποτε αναλογικές σκέψεις να φανταστώ τι θα έβλεπα και τι θα χαιρόντουσαν τα μάτια μου.
Στην απέναντι πλευρά του χωριού μια μεγάλη εκκλησία στέκει μπροστάρισσα στον εξαιρετικά πρωτότυπο λοφίσκο που ονομάζουν «Ταψί». Ο λόφος είναι όνομα και πράμα ταψί στην κορυφή του.
Έστριψα αριστερά σε τσιμεντόδρομο, αλλά αμέσως μετά έγινε χωματόδρομος με διπλή ροδιά αφήνοντας τα σπίτια του χωριού που έφταναν έως τις παρυφές ενός ασθενικού πευκιόδασου.
Ο χωματόδρομος κύκλωνε το δάσος από αριστερά και ανηφόριζε ίσαμε εκεί που τελείωνε το δασάκι.
Εγκατέλειψα το αμάξι και βγήκα όλος υποψία, μακάρια αναμονή και απόκρυφη λαχτάρα γι’ αυτό που περίμενα να αντικρίσω.
Δε διαψεύστηκαν οι λαχτάρες που είχαν επωασθεί κατά ανεξήγητο τρόπο και στριμωχθεί μέσα στο σακούλι της επιθυμίας γι’ αυτή την αρχαία πόλη.
Και, ώ του μεγαλειώδους θαύματος, στο βλέμμα μου μπήκε η πέτρινη αγκίδα της πρώτης σειράς των κυκλώπειων τειχών. Μια εκτεταμένη κι ανισοϋψής τειχογραμμή δρασκέλιζε όχτους αναχώματα και άνισα μεταξύ τους πλατώ για να υψωθεί έως το τρίτο επίπεδο, το πιο αξιόλογο, όπου και θα τερματίσει.
Τι θεσπέσιος χώρος ήταν αυτός που άνοιγε τα φτερά του στο απέραντο πλατύασμα του λόφου! Η μία έκπληξη βέβαια ερχόταν να ακυρώσει την προηγούμενη ή να επιτείνει την επόμενη. Τι απέραντη σειρά τειχών, πυργίσκων, πυλών και επάλξεων ήταν αυτή η επιμήκης ανάπτυξη του αρχαίου πολίσματος;
Μπήκα αλαφιασμένος στο πρώτο στάδιο της μεγάλης Ευχαριστίας και θαυμασμού. Ενός αποκλειστικού προνομίου που ελάχιστοι είναι τυχεροί να απολαμβάνουν. Και τούτο διότι αυτή η αριστουργηματικά επιμελημένη αρχαιόπολη βρίσκεται τόσο κοντά μας, δίπλα μας, στη γειτονιά μας. Κι όμως. Δίπλα μας κραυγάζουν τα θαύματα ενός πανάρχαιου πολιτισμού και μιας πανάγιας τέχνης, συγκριτικά πολύ ανώτερα από οποιαδήποτε άλλα μνημεία στον πλανήτη.
Ο Παυσανίας μάλιστα, αναφερόμενος στα τείχη της Τίρυνθας (9.36) που ας σημειωθεί ότι έχουν την ίδια ηλικία και κυκλώπεια καταγωγή με τα τείχη της Πρόερνας, τα θεωρεί «εξίσου θαυμάσια με τις αιγυπτιακές πυραμίδες».
Περνώντας την πύλη οποιουδήποτε αρχαιολογικού χώρου στην Ελλάδα, γίνεσαι μύστης ενός μοναδικού φαινομένου τέχνης και καλαισθησίας των πρωτανθρώπων του πολιτισμού.
Έτσι βρέθηκα κι εγώ μπροστά στο απίθανο αυτό θάμα, αντικρίζοντας ένα ένα όσα από τα κομψά, περίτεχνα και ευωδιαστά δώρα της τεχνικής και του πολιτισμού μου άνοιγαν τους μυρωδάτους κάλυκές τους, για να τα απολαύσω.
Δεν έχει σημασία που είναι μονάχα μερικές ταπεινές πέτρες! Αυτές οι πέτρες είναι που κάνουν την τέχνη και τον πολιτισμό. Αυτές οι πέτρες που μας ελκύουν περισσότερο από οποιαδήποτε μικτή τεχνική των Αναγεννησιακών καλλιτεχνών του μεσαίωνα.
Όμως τι πέτρες! Και πόσο σοφά τοποθετημένες. Πόσο όμορφα και γεωμετρικά στοιχημένες!
Το πολυγωνικό τείχος
Η ακρόπολη της Πρόερνας έχει περιτειχισθεί σε ένα εμβαδόν διακοσίων περίπου στρεμμάτων. Επιστέφει τις δυο πεπλατυσμένες κορυφές του βραχώδους υψώματος με την ονομασία Γυναικόκαστρο. Όλος ο οχυρωμένος περίβολος έχει την εμφάνιση τραπεζοειδούς σχήματος.
Η ακρόπολη βέβαια περιορίστηκε στο ψηλότερο από τα δυο άνδηρα που εμφανίζει και διαθέτει όλος ο περιτειχισμένος χώρος, γιατί όλη η έκταση του διατειχίσματος είναι τεράστια και προκαλεί την απορία των μελετητών και των αρχαιολόγων.
Το τείχος της Πρόερνας, όπως και όλων των πρώιμων ελληνιστικών οχυρώσεων της Θεσσαλίας, ενισχύεται από ορθογώνιους πύργους σε όλο το μήκος που έχει αποκαλυφθεί. Ίσως διότι ήταν επιβεβλημένη, ως τεχνικό συστατικό μιας ακρόπολης λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, η ανέγερση των πύργων που είναι συνεχείς και αλλεπάλληλοι όπως τους αντικρίζουμε. Οι ανάγκες έκαμαν, ώστε να εφευρεθούν αμυντικά προσκόμματα (βαλλιστικά, πολιορκητικοί κριοί, καταχύστρες) που προστάτευαν ασφαλέστερα τα καταφύγια των ακροπόλεων.
Οι πύργοι στην Πρόερνα υψώνονται σε τακτές αποστάσεις που κυμαίνονται μεταξύ 18 και 47 μέτρων. Αλλά και στα ενδιάμεσα διαστήματα παρεμβάλλονται μεταπύργια και πυλίδες.
Η θέση και ο τρόπος κατασκευής των πυλών αποτελούσε ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα της αμυντικής αρχιτεκτονικής, αφού οποιοδήποτε άνοιγμα του περιβόλου συνιστούσε ευάλωτο στόχο επιθέσεων των αντιπάλων.
Η Πρόερνα των ιστορικών χρόνων οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια παλιότερων οικισμών. Οι οικισμοί αυτοί είχαν αναπτυχθεί πάνω στο γήλοφο «Ταψί» που είχαμε περάσει μπαίνοντας στο χωριό. Το προελληνικό όνομα της πόλης προδίδει την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης από την εποχή του Χαλκού. Οι ενδείξεις των αρχαιολόγων για την πρωιμότερη κατοίκηση του χώρου ανάγονται στα χρόνια από το 3300 μέχρι του 2100 π.Χ. Η πόλη των κλασικών χρόνων ωστόσο αναπτύχθηκε κυρίως στη νότια πλευρά, που είναι και η ψηλότερη, αλλά και η πιο επίπεδη. Τα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν ότι η ακμή της Πρόερνας τοποθετείται γύρω στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.
Η Πρόερνα βρισκόταν πάνω στην αρχαία οδό που συνέδεε τη νοτιοδυτική Όθρη με τη Φάρσαλο. Υπέστη βέβαια καταστροφές, αλλά άντεξε στον χρόνο. Τειχίστηκε ξανά στη θέση που σήμερα αποκαλούν Γυναικόκαστρο πάνω σε μια βραχώδη απόληξη του όρους Ναρθάκι.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος αναφέρει πως η πόλη εξακολουθούσε να κατοικείται στα χρόνια του και μόλις κατά τους τελευταίους ρωμαϊκούς χρόνους άρχισε να συρρικνώνεται, οπότε και εγκαταλείφθηκε.
Βαδίζω με βήμα μεθυσμένο παράλληλα με την εκπληκτικά σωσμένη οχύρωση και βλέπω αναμετρώντας την έκταση – κυρίως αυτή – που καταλαμβάνει το οικιστικό πλέγμα της αρχαίας πόλης.
Στην ουσία η πόλη, που έχει καταλάβει τη φαινομενικά επίπεδη επιφάνεια του εκτεταμένου λόφου, εκτείνεται πάνω σε ένα ανισοϋψές σαμάρι που διαθέτει δυο διαδοχικές επιφάνειες. Το νιώθεις δηλαδή, καθώς περπατάς, να καβαλάς το σέλωμα μιας περιοχής που κλείνεται από δυο κάθετες πλευρές, στις οποίες τα τείχη είναι όχι μόνο ορατά αλλά και θαυμάσια διατηρημένα.
Στο ύψος της τελευταίας πλατείας, όπου και η ακρόπολη, λοξά δεξιά αποκαλύπτεται, θαυμάσια συντηρημένη, η κεντρική πύλη εισόδου στην πόλη. Εκεί οι αρμόδιοι έχουν διαπλάσει με ωραίες επεμβάσεις τον χώρο τοποθετώντας ένα στέγαστρο που προστατεύει τις ένθετες πινακίδες ενημέρωσης, απλά ξύλινα παγκάκια και κυρίως έχουν τοποθετηθεί πολλαπλές μεταλλικές ράβδοι φωτισμού των τειχών, όταν εκεί πάνω γιορτάζεται κάποιο ιστορικό γεγονός.
Η αρχαία πόλη λοιπόν περιτειχίζεται με ασφάλεια ίσαμε την ακρόπολη, η οποία βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του οικισμού. Έχει επιχωματωθεί διάδρομος από μαλακό τερραίν που διευκολύνει την περιήγηση.
Το μήκος του περιτειχισμένου περιβόλου υπολογίζω πως ξεπερνάει τα οχτακόσια μέτρα, σε ευθεία γραμμή.
Όταν ολοκληρώσω την αρχαία μου βόλτα μένει μια ευαρέσκεια από τη μοναδική αυτή επεξεργασία των σωσμένων υπολειμμάτων της αρχαίας πόλης, αλλά και μια απογοήτευση που έχει την αιτία της στο γεγονός ότι κι εγώ ο ίδιος δεν εγνώριζα μέχρι σήμερα την ύπαρξη μιας τέτοιας μεγαθήριας πόλης, σχεδόν μέσα στους επίθυρους κόλπους της ζωής μας, αλλά και στο ότι πολλοί από μας, για να μην πω όλοι, αγνοούν την ύπαρξη, τη θέση μα και την ομορφιά του αρχαίου αυτού κληροδοτήματος…
Του Κυριάκου Παπαγεωργίου
Γενάρης του ’20