του ΝΙΚΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗ | Η πρωτότυπη νεοελληνική χαρακτική δεν έχει συμπληρώσει ακόμα ούτε έναν αιώνα καλλιτεχνικής ζωής. Ωστόσο, στο σχετικά μικρό αυτό χρονικό διάστημα, όχι μόνο αντιπαραθέτει αξιολογότατο και μεστό καλλιτεχνικό έργο, αλλά έχει να μας επιδείξει και σημαντικούς Έλληνες καλλιτέχνες που τη διακόνεψαν με αυταπάρνηση και, μπορούμε να πούμε, με «ηρωισμό», συγκριτικά με τους ζωγράφους της ίδιας εποχής εν σχέσει με την τέχνη της ζωγραφικής αλλά και συγκριτικά με τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Γιατί, δεν πρέπει να λησμονούμε, ότι η αυτοτελής αυτή σήμερα εικαστική διάλεκτος δεν παύει να αποτελεί τμήμα, κομμάτι της ευρωπαϊκής χαρακτικής, οι ρίζες της οποίας, όμως, φτάνουν στον 15ο αιώνα, τότε που χρησιμοποιήθηκε από την τυπογραφία για να ιστορήσει με εικόνες τα κείμενα των πρώτων τυπωμένων βιβλίων. Η ελληνική χαρακτική, φύσει και θέσει, αντλεί όντως από την ευρωπαϊκή εικαστική οικογένεια, όχι μόνο γιατί στην Ευρώπη ήταν που δημιουργήθηκε η μεγάλη ιστορία και παράδοση της χαρακτικής (βλέπε Ντίρερ, Ρέμπραντ, Γκόγια κ.ά.) αλλά και γιατί στην Ευρώπη σπούδασαν χαρακτική οι πρώτοι Έλληνες καλλιτέχνες (Γαλάνης, Κογεβίνας, Ζαβιτζιάνος, Οικονομίδης, Γιαννουκάκης), πρωτοπόροι και ταυτόχρονα θεμελιωτές στον τόπο μας αυτής της μεγάλης τέχνης. Αλλά και οι πρώτοι -πρώτοι ανώνυμοι τεχνίτες-χαράκτες, στα μέσα του 19ου αιώνα, ευρωπαϊκές γκραβούρες αντιγράφουν, αλλά και πολύ αργότερα, οι μετέπειτα μεγάλοι Έλληνες χαράκτες στην Ευρώπη «τραβούν» τα πρώτα τους χαρακτικά.
Οι Έλληνες χαράκτες του 19ου αιώνα ήταν μαθητές κυρίως του Αγαθάγγελου Τριανταφύλλου (πρώτος καθηγητής στο Σχολείο των Ωραίων Τεχνών) και των Α. Ροβέρτου και Ν. Φέρμπου και υπήρξαν κατ’ εξοχήν ξυλογράφοι· γι’ αυτούς η ξυλογραφία, η τεχνική που εξυπηρέτησε τα πρώτα ελληνικά περιοδικά Ευτέρπη και Πανδώρα και γενικά ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά του 19ου αιώνα ήταν κυρίως μια βιοποριστική εργασία. Αυτοί, όμως, οι πρώτοι τεχνίτες ανέδειξαν τους προδρόμους Έλληνες χαράκτες, εννοώ εκείνους τους δεξιοτέχνες «artisan» χαράκτες όπως, ο Π. Σκιαδόπουλος, Γ. Παναγιωτάκης, I. Πλατύς, Π. Παρασκευάς, Μ. Νικολαΐδης, Α. Σάββας, Κ. Καρυστινός, Ε. Κοζάνης, κ.ά., στους οποίους, παρ’ όλη την αναμφισβήτητη δεξιοτεχνία τους, δεν δόθηκε η ευκαιρία να δημιουργήσουν πρωτότυπα έργα καλλιτεχνικής χαρακτικής· τη δημιουργική τους πνοή συνέθλιβε καθημερινά, η πίεση της πρέσας του τυπογραφείου, αφού και αυτοί, για βιοποριστικούς λόγους, ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται για τις άμεσες καθημερινές τους ανάγκες εικονογράφησης εντύπων της εποχής. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο από τους μεγάλους της νεοελληνικής χαρακτικής, ο Άγγελος Θεοδωρόπουλος (με το ψευδώνυμο «Θ. Άγγελος» ή «Θ. Διάβολος») και ο Ευθύμης Παπαδημητρίου (με το ψευδώνυμο «Μιμ-Παπ») έρχονται σε επαφή με τα χαράγματα των «μαστόρων» αυτών χαρακτών προς το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα στα παραδοσιακά τυπογραφεία, όταν οι ίδιοι έδιναν δικά τους σχέδια για εικονογράφηση εντύπων. Πολύ πριν, όμως, στις αρχές του 19ου αιώνα, ήδη ο Γεώργιος Καλαρρυτιώτης (Παπαγεωργίου), που είχε σπουδάσει στην Καλλιτεχνική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας, μας δίνει στην Κέρκυρα τα πρώτα, στην κυριολεξία, χαράγματα κοσμικής χαρακτικής -το πορτρέτο του Λόρδου Βύρωνα το 1828 κ.ά - ενώ αργότερα, καλλιτέχνες όπως ο γλύπτης Π. Προσαλέντης, ο ζωγράφος Διονύσιος Βέγιας, ο Νικόλαος Γύζης κ.ά., χάραξαν περιστασιακά και πειραματικά χαρακτικά έργα.
Όταν ο Δημήτρης Γαλάνης υπέγραφε την ξυλογραφία του «Κυνήγι», σε όρθιο ξύλο, το 1908, για να την προσφέρει αργότερα με αφιέρωση στον Γιάννη Κεφαλληνό, και ο Κογεβίνας στα χρόνια μεταξύ 1909 και 1911 έκανε τα πρώτα δοκιμαστικά τυπώματα χαλκογραφιών του, δεν υποψιάζονταν και οι δύο ότι πυροδοτούσαν το ξεκίνημα της καλλιτεχνικής ελληνικής χαρακτικής. Γιατί, αναμφίβολα, μια ομάδα Ελλήνων ζωγράφων (Γαλάνης, Κογεβίνας, Ζαβιτζιάνος), που σπούδασαν κατ’ εξοχήν ζωγραφική στο εξωτερικό, ήταν και οι πρώτοι Έλληνες καλλιτέχνες που χάραξαν αυτόνομα έργα χαρακτικής (χαλκογραφίες και ξυλογραφίες στα χρόνια 1908-1914. Έργα, δηλαδή, πρωτότυπα, σχεδιασμένα εξ αρχής για να μεταφερθούν αργότερα, να χαραχτούν και να τυπωθούν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες με τις διάφορες τεχνικές της Χαρακτικής. Έτσι, όταν ο Δημ. Γαλάνης (1879-1966), το 1914, χαράσσει την περίφημη ξυλογραφία του «Το Παπικό παλάτι στην Αβινιόν», έργο που υμνήθηκε από τη γαλλική κριτική, και συνεκθέτει μαζί με τους μεγάλους καλλιτέχνες της εποχής (Picasso, Matisse, Braque, Utrillo, Derain, Dufy, Chagalle κ.ά.), έλκει την προσοχή και τον θαυμασμό του Αντρέ Μαρλό, που προλογίζει την πρώτη ατομική του έκθεση το 1922 όταν παρουσιάζει ζωγραφικά και χαρακτικά του έργα. Ο Κερκυραίος Λυκούργος Κογεβίνας (1887-1940), που σπουδάζει ζωγραφική στο Παρίσι, εκθέτει για πρώτη φορά επίσημα στο αθηναϊκό κοινό, το 1915, τις πρώτες (Ο-φορτ) χαλκογραφίες του. Ιστορικά, είναι ο πρώτος Έλληνας χαράκτης που πειραματίζεται χαράσσοντας από το 1909 έως το 1912 οξυγραφίες (Ο-φορτ) στο Παρίσι -έχω την υποψία ότι στη χαλκογραφία τον μύησε ο γνωστός Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης Dunoyer de Segonzac. Ο Κογεβίνας είναι επίσης ο πρώτος Έλληνας που κάνει έγχρωμες χαλκογραφίες, στο Παρίσι την περίοδο 1925-1930. Έπειτα από μια λαμπρή σταδιοδρομία στο Παρίσι ο Κογεβίνας επιστρέφει οριστικά στην Αθήνα το 1932, παραμένοντας κλασικός στην έκφραση του χαρακτικού του έργου και αντιπροσωπευτικός τοπιογράφος. Το πλούσιο χαρακτικό του έργο, με αμεσότητα επικοινωνίας, αναδίδει μια επτανησιακή φινέτσα, που αναλογίες της συναντάμε σε Ευρωπαίους χαράκτες του προηγούμενου αιώνα.
Ένας άλλος ζωγράφος, Κερκυραίος επίσης, ο Μάρκος Ζαβιτζιάνος (1884-1923), κλασικός ζωγράφος της Σχολής Μονάχου, ο οποίος επιδόθηκε στην προσωπογραφία, «τραβάει» στην Κέρκυρα τα πρώτα χαρακτικά του από το 1913 έως το 1914, για να εικονογραφήσει το 1914, την Τιμή και το Χρήμα του Κων. Θεοτόκη. Οι χαλκογραφίες του Ζαβιτζιάνου, πέρα από την πυκνότητα του περιεχομένου τους και την ιδιαίτερη ευαισθησία που μεταφέρουν, δεν εξαντλούνται σε μια απλή απεικόνιση σκηνών και τοπίων της Κέρκυρας, αλλά είναι διαποτισμένες από μια «εσωτερικότητα» που, εκτός από την εικαστική ποιότητα, αφήνει να εκχυθεί ένα τόσο μεστό περιεχόμενο ώστε εν τέλει να αναλύει εις βάθος χαρακτήρες, καταστάσεις και τύπους της Κέρκυρας, λαμβανομένου υπόψη ότι σχεδόν τα περισσότερα χαράγματα του Μ. Ζαβιτζιάνου είναι εμπνευσμένα από τα πεζογραφήματα του φίλου του Κων. Θεοτόκη. Ο Θεοδωρόπουλος (1883-1965), ένας σημαντικός και πρωτοπόρος χαράκτης, υπήρξε μαθητής του Ν. Φέρμπου. Δημιουργεί πρωτότυπα χαρακτικά μετά το 1920. Έως τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, έχει χαράξει χαρακτικά σε όρθιο ξύλο για βιοποριστικούς λόγους σε έντυπα της εποχής. Πρόκειται για ένα βαθύ γνώστη των τεχνικών του ξύλου μα και κάτοχο όλων των τεχνικών της χαλκογραφίας (Maniere Noir, Vernis- Mou Aqua Tinta και Eau Forte). Είναι ένας καλλιτέχνης που δαμάζει και μορφοποιεί τα σκληρά υλικά της χαρακτικής και αυτά υποτάσσονται με μεγάλη θαρρείς ευκολία, όπως η λευκή επιφάνεια του χαρτιού στο μολύβι ενός ζωγράφου. Το χαρακτικό έργο του Θεοδωρόπουλου δίνει ζωγραφική αίσθηση. Παραμένοντας πιστός έως το τέλος στη ρεαλιστική απόδοση του θέματος, μας άφησε έργο που το διακρίνει η πλαστικότητα και η αισθητική πληρότητα. Το 1932 ο Θεοδωρόπουλος ήταν υποψήφιος για την έδρα της Χαρακτικής στην ΑΣΚΤ, μαζί με τον Κογεβίνα και τον Κεφαλληνό. Την έδρα κέρδισε ο Κεφαλληνός. Η σχολή κέρδισε έτσι ένα μεγάλο δάσκαλο και έχασε ένα μεγάλο καλλιτέχνη.
Ο Ευθύμης Παπαδημητρίου (1895-1958) ξεκινάει αυτοδίδακτος, αλλά εμπλουτίζει αργότερα τις γνώσεις του πάνω στη χαρακτική στο Παρίσι σε ελεύθερες ακαδημίες. Κατ’ εξοχήν ξυλογράφος, χαράζει έργα ξυλογραφίας μετά το 1917-1920 και μας δίνει έργα κυρίως με αδρές γραμμές, ελεύθερα κοψίματα και αφαιρετικά περιγράμματα. Για τη χάραξη του ξύλου χρησιμοποιεί συνήθως έναν «καλοακονισμένο σουγιά» αντί για τα κοπίδια που χρησιμοποιούν οι χαράκτες. Ερευνητικός, πειραματίζεται σε τεχνικές, μελάνια και υλικά, τυπώνει πάνω σε ύφασμα. Ένα από τα κλασικά του έργα «Τοπίο Αττικής -Χαλάνδρι» αγοράστηκε από το «Cabinet les Estampes» του Παρισιού. Από το 1949 έως και το 1958 προχωρεί κυρίως σε κυβιστικές και «αφηρημένες» διατυπώσεις και χαράγματα. Εκλέγεται καθηγητής της ΑΣΚΤ μετά το θάνατο το Κεφαλληνού, δυστυχώς όμως δεν κατάφερε να διδάξει. Πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους πρωτοπόρους Έλληνες χαράκτες που δεν έχει πάρει ακόμη τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της ελληνικής χαρακτικής.
Γιώργος Οικονομίδης
Ο Γιώργος Οικονομίδης (1891-1958) ξεκίνησε το 1908 να σπουδάσει μηχανολόγος στη Δρέσδη, για να καταλήξει αργότερα να ειδικευθεί στη Χαρακτική. Στη Δρέσδη έρχεται σε επαφή με το εξπρεσιονιστικό κίνημα, που βρίσκεται στην ακμή του εκείνη την εποχή που επηρεάζεται από τους μεγάλους εκπροσώπους του κινήματος Κίρχνερ, Εμίλ Νόλντε κ.ά. Το 1920 πραγματοποιεί στη Δρέσδη την πρώτη του έκθεση, ενώ έχει χαράξει έργα από το 1917 και πριν έρθει στην Ελλάδα ήδη έχει εικονογραφήσει με ξυλογραφίες του γύρω στα 16 λευκώματα. Ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με την ξυλογραφία Είναι ο πρώτος Έλληνας χαράκτης που τυπώνει έγχρωμες ξυλογραφίες στη Δρέσδη μεταξύ 1920 και 1925. Το 1925 επιστρέφει στην Ελλάδα κομίζοντας το «χελιδόνι» του εξπρεσιονισμού. Δεν θα ήταν υπερβολή αν τον χαρακτηρίζαμε «Μπουζιάνη» της ελληνικής χαρακτικής. Ο Δημήτρης Γιαννουκάκης (1898-1991), ένας ακόμη μεγάλος χαράκτης, που με το έργο του συνέβαλε αποφασιστικά στην αναγέννηση της ελληνικής χαρακτικής. Σπουδάζει κι αυτός ζωγραφική και χαρακτική στη Δρέσδη. Το 1930 πραγματοποιεί την πρώτη έκθεσή του στην Αθήνα. Κάτοχος όλων των μυστικών και τεχνικών της χαλκογραφίας, είναι ο πρώτος που, μαζί με τον ομότεχνό του Βεντούρα, φιλοτεχνεί (από το 1956 έως το 1958) έγχρωμες χαλκογραφίες στην Ελλάδα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 και μετά προχωρεί σε κυβιστικούς και εξπρεσιονιστικούς τύπους χάραξης των θεμάτων του. Έλαβε πολλές διακρίσεις και βραβεύτηκε για το έργο του στο εξωτερικό. Υπήρξε ένας «τζέντλεμαν» του εικαστικού χώρου. Ο Βεντούρας (1899 - 1990), ο Κερκυραίος χαράκτης, μας δίνει τα πρώτα χαρακτικά του από το 1932. Από κει και πέρα, σχεδόν αυτοδίκαιος, δόθηκε ολόψυχα στη χαρακτική. Η νεοελληνική χαρακτική του οφείλει πολλά. Απόμακρος, χαράσσει στο νησί του περισσότερες από 300 χαλκογραφίες και δίνει μια άλλη διάσταση στην ελληνική χαρακτική. Ανήγαγε τις τεχνικές της λιθογραφίας σε πέτρα και της έγχρωμης, κυρίως, χαλκογραφίας σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Γιάννης Κεφαλληνός
Ο Γιάννης Κεφαλληνός (1894 -1957) σπούδασε χαρακτική στο Παρίσι με δάσκαλο τον Γκαμπριέλ Μπελά. Υπήρξε αναμφίβολα ο μεγάλος δάσκαλος της νεοελληνικής χαρακτικής. Από το 1920 - 1921 έχουμε τις πρώτες ξυλογραφίες χαραγμένες στο Παρίσι. Ο ευγενής χαρακτήρας του, η αγωγή του, η ευπρέπεια και οι γνώσεις του εμφύσησαν μεγάλο θαυμασμό στους μαθητές του. Το εργαστήριό του απέκτησε μεγάλη φήμη και ζωγράφοι, όπως ο Μόραλης, ο Μανουσάκης, ο Τσαρούχης κ.ά., μυήθηκαν στη Χαρακτική κοντά του. Πρόκειται για μεγάλο τεχνίτη που η τεχνική του πληρότητα σε αρκετές περιπτώσεις «αποξήρανε» τη δημιουργική πνοή του έργου του. Τέλος, θα ’θελα να κάνω μνεία και σ’ έναν ακόμη καλλιτέχνη, τον Αντώνη Πρωτοπάτση ή (ΡΑΖΖΙ) (1897 -1947), πολύ γνωστό σκιτσογράφο της εποχής, ο οποίος, χωρίς να μπορεί φυσικά να θεωρηθεί από τους θεμελιωτές της ιστορίας της νεοελληνικής χαρακτικής, είναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες που φιλοτεχνεί χαρακτικά την περίοδο αυτή και εκθέτει σε ατομική έκθεση, μεταξύ άλλων έργων και 15 χαλκογραφίες - λιθογραφίες, το 1930 στην Αθήνα. Την ίδια χρονιά συνεκθέτει με γλυπτά της η Μπέλλα Ραφτοπούλου και ξυλογραφίες στην αίθουσα Στρατηγοπούλου. Ενώ, από το 1927 στην ίδια αίθουσα ο γνωστός ζωγράφος Αγήνωρ Αστεριάδης έχει εκθέσει 4 χαρακτικά σε λινόλεουμ. Στο κεφάλαιο αυτό της αναγέννησης της νεοελληνικής χαρακτικής, σημαντική θέση κατέχει ο Αλ. Κορογιαννάκης. Αν και οι χαρακτικές δημιουργίες του χρονολογούνται μετά το 1936, το αξιόλογο και δυναμικό έργο του τον καταξιώνει σε έναν από τους σημαντικούς της πρώτης περιόδου. Για τους καλλιτέχνες αυτούς αποτελεί κοινό τόπο που δεν μας επιτρέπεται να αγνοήσουμε, ότι γεννήθηκαν όλοι την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα (1879-1900), είναι δηλαδή της ίδιας γενιάς, και ότι σπούδασαν όλοι χαρακτική σε διάφορα ευρωπαϊκά κέντρα (Παρίσι -Δρέσδη - Μόναχο), εκτός από έναν -δύο οι οποίοι και αυτοί αργότερα εξειδικεύτηκαν στην Ευρώπη. Όλοι τους χάραξαν πρωτότυπα χαρακτικά έργα και είναι οι πρώτοι που εξέθεσαν τα χαρακτικά τους (χαλκογραφίες ή ξυλογραφίες) σε εκθέσεις από το 1915 έως το 1930, στο πρώτο τρίτο δηλαδή του 20ού αιώνα. Το 1932 επανιδρύεται το Εργαστήριο Χαρακτικής στην ΑΣΚΤ με δάσκαλο τον Γ. Κεφαλληνό. Από ’δω και ύστερα, οι χαράκτες - ζωγράφοι της νέας γενιάς, μαθητές του Κεφαλληνού, ο Τάσσος, η Κατράκη, ο Βαρλάμος, ο Γραμματόπουλος, ο Βελισσαρίδης, ο Ορφανός, ο Μόσχος, ο Εξαρχόπουλος, ο Κατσουλίδης, η Τόνια Νικολαΐδη κ.ά., συνεχίζουν τη γενιά των θεμελιωτών Ελλήνων χαρακτών και καταξιώνουν την ελληνική χαρακτική με το δημιουργικό τους έργο.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
1995
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
1995
from ανεμουριον https://ift.tt/39RW0vv
via IFTTT