Ανέβηκε τον περασμένο Νοέμβριο στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Σε όλη τη διάρκεια της προβολής του ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμποπούλου «Ημερολόγια Καταστρώματος - Γιώργος Σεφέρης» ο σύζυγος της, Γιώργος Μαρμαρινός, έκλαιγε. «Εγώ δεν έκλαψα. Δεν κλαίω πια», μου λέει η Άννα Λόντου. «Μου άρεσε, όμως, πολύ η ταινία. Τη βρήκα φοβερά ευγενική και ευρηματική. Και δεν έχω ξανακούσει άνθρωπο να διαβάζει όπως ο Καταλειφός τα κείμενα και τα ποιήματα του Σεφέρη. Όταν φεύγαμε από τη Θεσσαλονίκη, με πλησίασε στο τρένο μια άγνωστη μου γυναίκα, με αγκάλιασε και μου είπε: σας ευχαριστώ πολύ για την ταινία. Τότε ήταν που συγκινήθηκα». Είχε δίκιο η άγνωστη γυναίκα. Πολύ την ευχαριστούμε όλοι μας την Άννα Λόντου και για την ταινία και για το σπίτι του ποιητή στην οδό Άγρας, που ανακαίνισε. Αυτή η τρισχαριτωμένη ζωντανή κυρία είναι σήμερα η διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του Γ. Σεφέρη. Η Άννα Λόντου, η μικρότερη από τις δυο κόρες της Μαρώς Σεφέρη και του Ανδρέα Λόντου, με υποδέχεται στο σπίτι του ποιητή και της Μαρώς, εκεί όπου σήμερα ζει. «Δεν έχω βάλει ακόμα κουρτίνες στα παράθυρα», δικαιολογείται. «Τα χριστουγεννιάτικα στολίδια στο παράθυρο θα έμπαιναν αν ζούσε ακόμα εδώ ο Σεφέρης;», την ρωτάω. Γελάει. «Μπα, δεν νομίζω». Επιμένει να μου δείξει όλους τους χώρους του σπιτιού, που έμειναν ακριβώς όπως τους άφησε ο ποιητής. Η Άννα Λόντου πηγαινοέρχεται σαν μικρό παιδί, κι ας έχει από την κόρη της τη Δάφνη ήδη ένα εγγόνι. «Ήμουνα κολλημένη πάνω της. Μέχρι που άρχισε ο πόλεμος και το ένα δράμα άρχισε να διαδέχεται το άλλο. Η μητέρα μου πήγε να μείνει με τον Σεφέρη στην Κυδαθηναίων κι εμάς μας πήγε ο πατέρας μου, που φοβόταν τους βομβαρδισμούς, στο σπίτι της αδελφής του στη Σκουφά. Ερχόταν η μητέρα μου κάθε μέρα και μας έβλεπε. Πάντα λαχανιασμένη γιατί δούλευε σκληρά σαν νοσοκόμα». «Πολύ, αλλά ήταν όλα σαν... προσωρινά. Δεν μου πέρασε από το μυαλό ότι θα την αποχωριζόμουνα οριστικά. Άρχισε να με πειράζει πάρα πολύ από την ημέρα που ήρθε πολύ πρωί στο σπίτι, μπήκε στην καμαρούλα, που κοιμόμαστε, και μας είπε: «Η μαμά (μαμά τη φωνάζαμε) παντρεύεται το Γιώργο». Αυτό δεν μπορούσα να το χωνέψω. Η πρώτη μου σκέψη ήταν: ο καημένος ο πατέρας μου». Όταν έχει γράψει ειδικά για σένα ο Σεφέρης ποιήματα, όταν σου έχει αφιερώσει ζωγραφιές και σε έχει πάει σινεμά να δεις το «Ντόλτσε Βίτα», μόνο με μια πελώρια γλύκα και ένα τεράστιο χαμόγελο μπορείς να τον σκεφτείς. Παραμένεις πάντα η μικρή Άννα, αυτήν στην οποία χρωστάμε τα «Ποιήματα με ζωγραφιές σε μικρά παιδιά» (αλήθεια, γιατί δεν υπάρχει πια στα βιβλιοπωλεία αυτό το μοναδικό βιβλίο;). Για την ταινία του Στέλιου Χαραλαμποπούλου, που βγαίνει στις αίθουσες την 1η Φεβρουαρίου, η Άννα Λόντου πρόσφερε έναν πραγματικό θησαυρό. Μια μαγνητοταινία στην οποία ακούγεται ο Σεφέρης και η μικρή τότε Δάφνη να παίζουν ένα θεατρικό έργο, που είχαν γράψει μαζί. «Είχε μια κούκλα η Δάφνη, που την έλεγαν Πιπίνι. Γι' αυτήν το έγραψαν», μου λέει. «Δεν θα ήταν υπέροχο να το εκδώσετε, όπως άλλωστε έκανε και η μητέρα σας η Μαρώ με τον "Μερλίνο το Μάγο", που είχε γράψει για σας ο Σεφέρης το 1946;», της λέω. «Ναι, το σκέφτομαι. Γιατί όχι;». Το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμποπούλου ήταν η καλύτερη αφορμή για να μιλήσω με την Άννα Λόντου. Κάθομαι, όμως, απέναντι της και την ακούω να μου λέει ιστορίες. Ή μάλλον μια ιστορία. Αυτήν που ξεκίνησε το 1936, τότε που η πανέμορφη Μαρίκα Λόντου, το γένος Ζάννου, παντρεμένη και με δυο κόρες, τη Μίνα και την Άννα, ερωτεύτηκε τον ποιητή και διπλωμάτη Γ. Σεφέρη.
Ήσασταν πολύ μικρή τότε;
«Ναι, ήταν ένα καλοκαίρι στην Αίγινα».
Τι αίσθηση έχει μείνει μέσα σας;
«Η εικόνα της θάλασσας. Τα καλοκαίρια στην Αίγινα είναι ακόμα ζωντανά μέσα μου, γιατί ήταν και τα τελευταία που οι γονείς μου ήταν μαζί. Είχαμε μια ευτυχισμένη παιδική ζωή μέχρι τότε. Ο πατέρας μου ήταν πολύ σνομπ, το θεωρούσε σπουδαίο που είναι ένας Λόντος, απόγονος του ήρωα της Επανάστασης. Μ' αυτή τη σκέψη μεγάλωσα κι εγώ. Ο πατέρας μου ήταν και πολύ δεξιός. Εγώ ποτέ. Γιατί ήμουνα πολύ δεμένη με τη μάνα μου και με επηρέαζε. Όταν πέθανε ο Μεταξάς, και η αδελφή του πατέρα μου μας είπε "μη στενοχωρηθείτε, έγινε κάτι τρομερό", εμείς αρχίσαμε να πηδάμε πάνω στο κρεβάτι».
Η πρώτη εικόνα που σας έρχεται από τον Σεφέρη ποια είναι;
«Ο Σεφέρης έμενε με την αδελφή του, την Ιωάννα Τσάτσου, που είχε νοικιάσει ένα πολύ ωραίο σπίτι, κι εγώ έκανα παρέα με τη μεγάλη κόρη της, τη Δέσποινα. Πήγαμε όλοι μαζί παρέα στη θάλασσα. Στο δρόμο, ο Σεφέρης με σήκωσε στους ώμους του. Δεν ξέρω, κάτι παραπονέθηκα, ήμουνα περίεργο παιδί, και μου είπε: "Το ξέρεις πως είσαι πολύ δύσκολη;". Και του απάντησα εγώ, έτσι μωρό που ήμουνα: "Μα αυτό είναι γνωστό". Ο Σεφέρης πάντα το θυμόταν και γέλαγε».
Τον αγαπήσατε αμέσως ή είχατε μια μικρή φυσιολογική αντιπάθεια για τον άνθρωπο που μπήκε ανάμεσα στον μπαμπά σας και τη μαμά σας;
«Όχι, δεν είχα καταλάβει τίποτα από αυτά που γίνονταν. Τον συμπάθησα αμέσως. Γιατί αργότερα, όταν χώρισαν οι γονείς μας και μετακομίσαμε με τη μαμά σ' ένα σπιτάκι στην Πλάκα, περνούσε πολλές ώρες μαζί μας. Αλλά, τώρα που τα ξανασκέφτομαι και τα βλέπω από μακριά, γινόντουσαν φασαρίες, γιατί κάθε φορά που ερχόταν ο πατέρας μου η μητέρα μετά ήταν κλαμένη.
Η Μαρώ Σεφέρη με τις κόρες της. |
Πέρασε πολλές δυσκολίες τότε, κυρίως οικονομικές. Και είχε και το πρόβλημα με τον Σεφέρη. Δεν νοείτο εκείνη την εποχή να χωρίζει μια γυναίκα και να ξέρει όλος ο κόσμος ότι έχει φίλο. Και της έλεγε ο πατέρας μου: "Πρέπει να τον παντρευτείς για τα παιδιά, γιατί είναι ντροπή". Η μητέρα μου ήταν πολύ φίλη με τους Λαμπράκηδες, τον Μήτσο και την Έλσα. Και μια φορά στου "Βασιλόπουλου", που ήταν τότε ένα μπακάλικο στην Πλάκα, της γύρισαν την πλάτη. Βγήκαμε έξω και τρέχανε τα μάτια της κι εγώ της έλεγα: "Μαμά, τί έχεις;"».
Είχατε ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα σας; Δεν πήγατε στο γάμο;
«Α, όχι, έγινε πολύ βιαστικά, στην Αγία Σωτήρα απέναντι από το σπίτι τους. Έχω τις βέρες μέσα. Μου είχε πει η μητέρα μου "Να μου τις φορέσεις όταν πεθάνω", αλλά δεν τις είχα βρει και τις βρήκα τώρα. Μάλιστα, μου λέει ο άνδρας μου, "Χώστες στο χώμα", αλλά λέω όχι. Όταν παντρεύτηκε η μάνα μου άρχισε να χάνεται ο κόσμος μου. Γιατί μια μέρα ήρθε πάλι να μας πει "αντίο". Φεύγανε για Κρήτη. Τα εξήγησε όλα στην αδελφή μου, που ήταν μεγαλύτερη. Κατεβήκανε κάτω σε μια σιδερένια πόρτα. Ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να τη βλέπω αυτή τη σιδερένια πόρτα, που έκλεισε πίσω από τη μητέρα μου. Έκλαιγα σπαραχτικά και μου έλεγε η αδελφή μου "Μην κλαις, η μαμά μας είπε να μην κλαίμε". Την ξαναείδα μετά τον πόλεμο. Μας πήραν, τότε, και μας πήγαν στο σπίτι της Πηνελόπης Δέλτα, που ήταν φίλη της μαμάς μου, και εμένα με είχε βαφτίσει η κόρη της. Είναι γνωστό ότι η Πηνελόπη Δέλτα της είχε πει για να την ενθαρρύνει: "Τα παιδιά σου θα τα ξαναβρείς, άλλο Σεφέρη δεν θα βρεις". Την αγαπούσαμε πολύ την κυρία Δέλτα. Η αυτοκτονία της, όταν μπήκαν οι Γερμανοί, ήταν ο πρώτος θάνατος αγαπημένου μου προσώπου». «Μας άφησες και έφυγες»
Πολύ βαρύ κλίμα για ένα μικρό παιδί...
«Βαρύ; Σαν μια μαύρη τρύπα το θυμάμαι».
Της είπατε ποτέ «Μαμά γιατί με άφησες»;
«Πολλές φορές. Προς το τέλος της ζωής της, τώρα άμα το σκέφτομαι, λέω πως ήμουνα πολύ σκληρή μαζί της. Αλλά πρέπει να σας πω ότι πέρασα δέκα εντελώς ανυπόφορα χρόνια μαζί της, τα είχε χάσει και ήταν πολύ δύσκολη. Και έσκαγα και της έλεγα: "Και συ που μας άφησες και έφυγες"... Όχι ότι δεν την συγχώρησα, εκατό φορές τη συγχώρησα, αλλά ήταν ένα τρομερό πράγμα αυτό που έκανε. Ήμουνα σε πολύ δύσκολη ηλικία και η έλλειψη της μητέρας μου με στάμπαρε ανεξίτηλα για όλη μου τη ζωή».
Ο Σεφέρης ένιωσε ποτέ ενοχές απέναντι σας;
«Α, όχι. Οι άνθρωποι του πνεύματος, που είναι απόλυτα δοσμένοι στο έργο τους, είναι πολύ εγωιστές. Δεν έχουν τράτο για τέτοια. Και για τον πατέρα μου της είχε πει: "Δεν θέλω να τον ξαναδείς αυτόν τον άνθρωπο". Δεν ξέρω αν η μητέρα μου σταμάτησε ποτέ να είναι ερωτευμένη μαζί του. Ήταν ένας πολύ όμορφος άνδρας».
Ε, τώρα μιλάτε σαν μικρό παιδί...
«Α, μην το λέτε. Όποτε έβλεπε η μητέρα μου τον πατέρα μου ταραζόταν τόσο πολύ, που κάτι άλλο έπρεπε να συμβαίνει μεταξύ τους. Ήταν, όμως, πολύ δύσκολος άνθρωπος. Ήταν υπερβολικά αυστηρός και, ως αξιωματικός του Ναυτικού που ήταν, μεταχειριζόταν τις κόρες του σαν ορντινάτσες. Μας αποκαλούσε ειρωνικά "πριγκίπισσες", ήθελε να σηκωνόμαστε ξημερώματα χωρίς λόγο, μας έλεγχε πού πάμε και με ποιους κάνουμε παρέα και, όπως ήταν τρομερά σνομπ, μας έλεγε συνέχεια: «Τι είναι αυτοί οι άνθρωποι που κάνετε παρέα, που δεν τους ξέρει κανείς;».
Γιατί δεν μείνατε με τη μαμά σας μετά τον πόλεμο;
«Δεν ήθελε ο Σεφέρης. Με αγαπούσε όμως πολύ, και κάποτε θέλησε να με υιοθετήσει. Αλλά μας ήθελε μαζί του και ο πατέρας μου. Και την αδελφή μου την παίδεψε. Ήταν η ομορφότερη κοπέλα της Αθήνας και αυτός ήθελε να την παντρέψει οπωσδήποτε με πλούσιο. Ποιος, αυτός που ήταν μια ζωή άψιλος, άνεργος -όχι ότι ήταν τεμπέλης, αξιωματικός με ηρωική δράση στον πόλεμο ήταν- και μέσα στα χρέη, που δεν τα πλήρωνε ποτέ. Μας μιλούσε πολύ άσχημα για τη μητέρα μας κι εγώ έφευγα θυμωμένη από το τραπέζι να μην ακούω».
Πώς εξελίχθηκε η σχέση σας με τον Σεφέρη όταν γύρισαν στην Ελλάδα;
«Αυτοί οι δυο έγιναν οι άνθρωποι μου. Ο,τι ήταν η μάνα μου για μένα έγινε και κείνος. Τα λέγαμε, γελούσαμε, χορεύαμε. Μην ακούω ότι ήταν ψυχρός άνθρωπος. Ακόμα θυμάμαι πώς τον φιλούσα, πώς με έπαιρνε στην αγκαλιά του. Έβγαινα μαζί τους, πηγαίναμε σε ταβέρνες, στον "Πλάτανο", θυμάμαι. Γνώρισα όλους τους φίλους τους, Κατσίμπαλη, Καρύδη, Πατσιφά, Τσαρούχη. Συνάντησα πριν από λίγες μέρες τον Μόραλη και με πείραξε. "Εσύ δεν είσαι η Άννα, η μικρή της αδελφή είσαι", μου είπε...».
Είχατε συνείδηση πόσο σπουδαίος ποιητής ήταν;
«Όχι. Μου άρεσε βέβαια πολύ η ποίηση του, χωρίς να την πολυκαταλαβαίνω. Τότε, όμως, μου έφτανε που έβλεπα τη μαμά μου ευχαριστημένη και που ήταν οι δυο τους ένα πράγμα. Και ό,τι προβλήματα είχα με τον πατέρα μου στον Σεφέρη τα 'λεγα. Θυμάμαι κάποτε στα γενέθλια μου, που με είχε βάλει ο πατέρας μου τιμωρία να μην βγω έξω για μια εβδομάδα. Το 'σκασα από το σπίτι και πήγα και κοιμήθηκα στο δικό τους. Και ο Σεφέρης, που ήθελε να μου δώσει λίγη χαρά, μου χάρισε ένα βιβλίο που του είχε κάνει δώρο ο Χένρι Μίλερ. Και έγραψε: "Στην Αννούλα με τη συγκατάθεση του Χένρι Μίλερ"».
Άρα ένιωθε κάποια πατρική ευθύνη για σας.
«Μεγάλη. Γρήγορα, όμως, έφυγαν για την Άγκυρα. Και τότε έσπασα, γιατί δεν το περίμενα ότι θα ξανάφευγαν. Από το πολύ κλάμα δεν μπόρεσα να γράψω διαγώνισμα αρχαία, που είχα στο Αρσάκειο. Πήγα, όμως, και τους βρήκα το '48 και έμεινα μαζί τους τρεις μήνες. Πήγαμε στην Κωνσταντινούπολη για ένα μήνα, που δεν θα τον ξεχάσω ποτέ. Το να δεις την Κωνσταντινούπολη μέσα από τα μάτια του Σεφέρη ήταν το ωραιότερο πράγμα στον κόσμο. Και πού δεν με πήγε. Στην Αγιά-Σοφιά, όμως, μου είπε: "Δεν θα μπω ούτε εγώ ούτε η μάνα σου, θα μπεις μόνη σου". Μπήκα και μου κόπηκε η αναπνοή. Όταν βγήκα, μου λέει ο Σεφέρης: "Κατάλαβες τώρα γιατί σε άφησα μόνη σου;". Δεν έκανα άλλη εκδρομή μαζί τους. Δούλευε ασταμάτητα όλη νύχτα και ξυπνούσε αργά. Η μάνα μου τι τον έπλενε, τι του φόραγε τα παπούτσια. Σαν μωρό παιδί. Γιατί ήταν πάντα αφηρημένος και απήγγελλε συνέχεια. Ένα μμμμμμμμου-μου-μου άκουγες όλη την ώρα μέσα στο σπίτι. Και είχανε μια υπηρέτρια, που μιλούσε μόνη της. "Τι λες, βρε Φρόσω, τι μιλάς όλη την ώρα;", της έλεγε η μάνα μου. Κι αυτή απαντούσε: "Γιατί, ο κύριος, δηλαδή, τι κάνει;"».
Ήταν ανοιχτός άνθρωπος;
«Δεχόταν όλους με πολύ καλοσύνη. Ερχόντουσαν χιλιάδες μικρούλες. Η μητέρα μου ενοχλιόταν και τις έλεγε "οι βρομούσες". Κι αυτός της έλεγε: "Αν σε ενοχλούν, να κλείνεις τις πόρτες, να μένω μόνος μου μαζί τους". Όταν, μάλιστα, πήρε το Νόμπελ, άφησε τελείως ανοιχτή την πόρτα στην Άγρας, να μπαίνει οποίος θέλει. Είχε αγριέψει λίγο με τη μάνα μου». «Να, μην ξανακούσω για καμία κυβέρνηση».
Τι σήμαινε για σας ο θάνατος τον Σεφέρη;
«Είχα τo φοβερό συναίσθημα ότι ένας τοίχος, πάνω στον οποίο ακουμπούσα, έφυγε από πίσω μου και βρέθηκα στο κενό...».
Και, τώρα, που είστε διαχειρίστρια των πνευματικών του δικαιωμάτων;
«Νιώθω μεγάλο βάρος, άλλα είναι καθήκον μου να κάνω ό,τι το καλύτερο. Ξέρετε τι λεφτά μας κόστισε να επισκευάσουμε αυτό το σπίτι, που ήταν ερείπιο; Ξόδεψα χρήματα, που θα μπορούσα να τα χαρώ και να τα δώσω και στην κόρη μου».
Το κράτος δεν βοήθησε καθόλου;
«Μου έστειλε η κυρία Παπαζώη μια σύμβουλο της να μου πει ότι διατίθεται το ΥΠΠΟ να βοηθήσει στην επισκευή του σπιτιού, χωρίς εγώ να έχω ζητήσει τίποτα. "Κοίτα, να δεις!", είπα. Και έκανα όνειρα. Όσο τους είδατε εσείς άλλο τόσο τους ξαναείδα κι εγώ. Και όταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης, πρόεδρος της επιτροπής για το Έτος Σεφέρη, τόλμησε να κάνει δημόσια μια νύξη ότι το υπουργείο θα βοηθήσει, τον κάλεσε η Παπαζώη και του είπε "Γιατί με εκθέσατε;". Όλοι μου λένε ότι καλύτερα που ξανάφτιαξα το σπίτι μόνη μου, γιατί τώρα το κράτος θα είχε απαιτήσεις, θα έστελνε εδώ όποιον ήθελε. Όχι ότι το σπίτι είναι κλειστό. Ανοιχτό για όλους είναι. Αλλά μην μου ξαναπεί καμιά κυβέρνηση τίποτα, γιατί είμαι πολύ θυμωμένη». Με τα καινούρια βιβλία του Σεφέρη που τα περιμένουμε τόσο καιρό τι γίνεται; «Διάβασα κάτι άσχημα σχόλια στις εφημερίδες, ότι καθυστερούμε, λέει, την έκδοση του Γ' τόμου του "Πολιτικού Ημερολογίου" για να μην εκτεθεί ο Σεφέρης για τη στάση του στο Κυπριακό. Αηδίες. Το τι έχουμε τραβήξει με τον Αλέξανδρο Ξύδη, που έχει όλα τα χειρόγραφα στα χέρια του και επιμελείται την έκδοση, δεν λέγεται. Θα σας πω μόνο ότι κάποια στιγμή μας είπε ότι σε μια μετακόμιση τα έχασε. Και τρέξανε οι αδελφές Καρύδη και τα βρήκαν σε μια κούτα από ΝΟΥΝΟΥ... Τι να πει κανείς. Ευτυχώς θα πάνε σύντομα να του τα πάρουν, να μεταφερθούν, επιτέλους, με ασφάλεια στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, όπου ανήκουν. Το "Πολιτικό Ημερολόγιο" θα βγει σύντομα, όπως και οι τελευταίες "Μέρες" που τις επεξεργάζεται αυτή η καταπληκτική κοπέλα, η Κατερίνα Κρίκου-Davis».
from ανεμουριον https://ift.tt/390YlCt
via IFTTT