Για τον Εγγονόπουλο, όπως για κάθε ενδιαφέρουσα περίπτωση Έλληνα καλλιτέχνη, όταν μάλιστα αυτός, επιπλέον, σχετίζεται με την κατ’ εξοχήν καθοριστική γενιά που σφράγισε τη φυσιογνωμία της νεοελληνικής κουλτούρας, το φυσικότερο είναι να μελετάται το έργο του σύμφωνα με τους κανόνες των τεχνοϊστορικών προσεγγίσεων, ώστε να αναδειχθεί η όποια ειδική σημασία μπορεί να έχει στην πορεία των εξελίξεων του πολιτισμού αυτής της χώρας. Εδώ, οι ασχολούμενοι με την ποίηση και οι ασχολούμενοι με τη ζωγραφική έχουν τον λόγο. Αναγνώστες, θεατές και μελετητές των δύο κλάδων, με θαυμασμό ή κριτική διάθεση, ακόμα και με πάθος, διατυπώνουν δικαιωματικά τις απόψεις τους για τον ποιητή και τον ζωγράφο. Μαζί ή ξεχωριστά. Συνήθως μιλάμε για τον ζωγράφο, με μικρές αναφορές στον ποιητή, ή ακριβώς το αντίθετο. Διότι η ειδικότητα του ειδικού κρατάει το πάνω χέρι, αφήνοντας αναγκαστικά στη σκιά τον ιδιόμορφο μηχανισμό («ψυχικό μηχανισμό», θα τον έλεγαν οι κλασικοί σουρεαλιστές) που διέπει το σύνολο των δραστηριοτήτων του καλλιτέχνη, ακόμα και των μη καλλιτεχνικών. Ωστόσο, όλοι όσοι ασχολήθηκαν με τον Νίκο Εγγονόπουλο, μηδενός εξαιρουμένου, έχουν συνείδηση αυτού του κερματισμού, νιώθουν το ατελές της κάθε επιμέρους προσέγγισης. Το ουσιαστικότερο μέρος των αναλύσεων που έχουν έως τώρα δημοσιευθεί (τουλάχιστον όσων γνωρίζω) βρίσκεται στα κενά του λόγου, σε ό,τι παραλείπεται, σε αδήλωτες ή ελάχιστα δηλωμένες απορίες, στο εσωτερικό των πτυχών που απλώνει με εμφανή γενναιοδωρία το έργο του στο μάτι, κρύβοντας την άλλη όψη του υφάσματος. Δεν είναι καθόλου απαραίτητο να χαλάσει αυτή η παράδοση. Ας διατηρεί ο καλλιτέχνης το μυστήριο της ενότητάς του, και εμείς τη γοητεία αυτού του μυστηρίου. Το πρόβλημα, εξάλλου, δεν ήταν ποτέ η διπλή ιδιότητα του Εγγονόπουλου, αλλά η ενιαία πρόσληψη των δύο τρόπων έκφρασης από τον αναγνώστη ή και θεατή. Καλό ακούγεται, ως ευσεβής πόθος, αλλά
ΤΟ ΚΛΑΣΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΥΝΗΘΙΖΕ ΝΑ ΛΕΕΙ: «ΣΤΟΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟ ΔΕΝ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΑ ΠΟΤΕ. ΤΟΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟ ΤΟΝ ΕΙΧΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΕΙΧΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ...».
μάλλον άσχετο με τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Η παρακάτω σύντομη παρουσίαση, με την περιορισμένη έκταση που επιβάλλει ο χώρος, δεν θα μπορούσε να αποτελεί ολοκληρωμένη μονογραφική αναφορά στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου. Μόνο να θυμίσει, και να τιμήσει ένα σημαντικό πνευματικό άνθρωπο, με αφορμή τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στη γέννηση και την καθιέρωση του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα.
Ποιητής και ζωγράφος
Η ζωντανή παρουσία του Εγγονόπουλου στον χώρο τηε ελληνικής πνευματικής ζωής ξεκινάει κατά τη δεκαετία του 1930 και διαρκεί μέχρι τον θάνατό του, το 1985. Έζησε και δημιούργησε μέσα στις δίνες του 20ού αιώνα, τον καιρό που οι δεκαετίες μετρούσαν βαριά τις εξελικτικές φάσεις της νεοελληνικής ιστορίας. Ανήκει αναμφίβολα σε εκείνους που διαμόρφωσαν την πολιτισμική φυσιογνωμία της νεότερης Ελλάδας. Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1907 (ή 1910). Τόσο ο ίδιος όσο και οι βιογράφοι του αγαπούν τις αναφορές στην καταγωγή της οικογενείας του, από Κωνσταντινούπολη, Β. Ήπειρο, Ύδρα... Για την εποχή εκείνη, οι ρίζες σήμαιναν περισσότερα απ’ όσο σήμερα. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου έζησε στην Κωνσταντινούπολη, και μετά στο Παρίσι (1923-1927), πριν επιστρέψει στην Ελλάδα. Με τη διαμονή του στη Γαλλία αρχίζει η περίοδος της μαθητείας του, η οποία θα ολοκληρωθεί στην Αθήνα με σπουδές στη ζωγραφική, από το 1932, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με τον Παρθένη, και στο εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Αητό σημαίνει ότι, την έγκαιρη εξοικείωση με τα γαλλικά γράμματα, στοιχείο σχεδόν υποχρεωτικό για έναν Έλληνα διανοούμενο του ’30, συμπληρώνει η στενή επαφή με τα διδάγματα τής εδώ μεσοπολεμικής γενιάς. Η εικόνα που δίνει ο Εγγονόπουλος, μέσω των κειμένων του, για τους καλλιτέχνες (του λόγου ή του χρωστήρα) που τον δίδαξαν, τον επηρέασαν ή τον ενέπνευσαν, δείχνει πόσο η σχέση του μαζί τους ήταν αποτέλεσμα, όχι απλώς ευτυχών συμπτώσεων, αλλά και δικών του επιλογών. Αν συγκεντρώσουμε τα ονόματα των ηρώων της τέχνης, στους οποίους αποδίδει τις περισσότερες τιμές, βρίσκουμε τον Σολωμό και τον Χέλντερλιν δίπλα στον Τουρκαλβανό συγγραφέα της «Αληπασιάδας» Χατζή-Σεχρέτ, τον πολυσυλλεκτικό Παρθένη με τους υπέρμαχους της βυζαντινής και λαϊκής τέχνης (όχι μόνο Κόντογλου και Ξυγγόπουλο, αλλά και Πικιώνη, τον κύκλο της Χατζημιχάλη, και άλλους κορυφαίους της λεγόμενης Ελληνικότητας της γενιάς του ’30), και βέβαια τον «μεγάλο Βολιώτη» Ντε Κίρικο που επηρέασε όσο κανείς άλλος τη ζωγραφική του, φυσικά τον Εμπειρίκο... και δεκάδες ακόμα που δεν είναι δυνατό να αναφερθούν εδώ. Ένα ψηφιδωτό με σοφή προσωπική σύνθεση, που εικονογραφεί το προνόμιο των καλλιτεχνών, να διαλέγουν τα μέλη της πνευματικής τους οικογένειας. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η περίοδος της μαθητείας του λήγει το 1938, μια και τότε κυκλοφορεί η πρώτη του ποιητική συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» από τις εκδόσεις «Κύκλος», και συμμετέχει με έργα του σε έκθεση του συλλόγου «Ελληνική Λαϊκή Τέχνη» στην αίθουσα Στρατηγοπούλου. Τον επόμενο χρόνο εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή, «Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής» από τις εκδόσεις «Ιππαλεκτρυών» και παρουσιάστηκε η πρώτη του ατομική έκθεση, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη (Ν. Κάλας), στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ η ενασχόλησή του με εικονογραφήσει λευκωμάτων ή βιβλίων, καθώς και
«Ο ΕΡΜΗΣ ΕΝ ΑΝΑΜΟΝΗ», ΤΟΥ Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΛΑΔΙ ΣΕ ΜΟΥΣΑΜΑ, 1939. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΕ ΖΩΝΤΑΝΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΝΗΜΗ, ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΘΜΟ ΤΟΝ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΟ ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟ ΤΩΝ ΠΙΟ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ.
με θεατρικά σκηνικά και κοστούμια ήταν τακτική (όπως θα είναι και στο μέλλον). Έτσι, πριν επιστρατευθεί για το αλβανικό μέτωπο, το 1941, ο Εγγονόπουλος είχε διαμορφώσει τα μορφικά και ηθικά χαρακτηριστικά της τέχνης του, ως ποιητής και ως ζωγράφος. Ήταν ήδη ένας επώνυμος υπερρεαλιστής, με ό,τι αυτό σήμαινε εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Το έργο του είχε αντιμετωπιστεί με την αναμενόμενη απορριπτική διάθεση από τους συντηρητικούς κύκλους και με λοιδορίες εκ μέρους του απροετοίμαστου κοινού. Σήμερα θα το λέγαμε «αντιδιαφήμιση». Για τότε, ήταν πηγή απογοήτευσης, αλλά όχι αποθάρρυνσης, ευτυχώς.
«ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΔΙΚΗ», ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ, ΛΑΔΙ ΣΕ ΜΟΥΣΑΜΑ, 1977. ΑΝΤΛΩΝΤΑΣ ΕΜΠΝΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, Ο ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ (ΠΙΣΤΟΣ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΠΡΕΤΟΝ) ΖΩΓΡΑΦΙΖΕ ΠΡΟΤΕΤΑΜΕΝΑ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΚΟΡΜΙΑ ΟΕ ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΞΑΡΣΗ, ΑΝΔΡΙΚΑ ΜΕ ΔΙΑΠΛΑΣΗ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΜΕ ΥΠΕΡΤΟΝΙΣΜΕΝΑ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΝΑ ΣΥΝΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΕ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΛΑ.
Οι ταλαιπωρίες του πολέμου και της Κατοχής κάθε άλλο παρά ανέκοψαν τη δημιουργική του πορεία. Σε αυτήν την εποχή ανήκει το δημοφιλέστερο ποίημα που έγραψε: «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα» (Ίκαρος, 1944). Τα επόμενα χρόνια (μέχρι το 1957), εκδόθηκαν πέντε ακόμη συλλογές, οι οποίες θα περιληφθούν αργότερα στον δεύτερο τόμο των Ποιημάτων του (εκδ. Ίκαρος, 1977). Εκτός από τη συμμετοχή του στην καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» από το 1949, το σημαντικότερο γεγονός για την εικαστική του καριέρα, μεταπολεμικά, είναι βεβαίως η 27η Μπιενάλε της Βενετίας, το 1954, όπου εκπροσώπησε μόνος την ελληνική τέχνη, με 72 έργα. Τη μεγάλη αυτή καταξίωση του ζωγράφου θα ακολουθήσει σε λίγα χρόνια ένα Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του υπουργείου Παιδείας (1958), ώστε να καταξιωθεί επίσημα και ο ποιητής. Επιπλέον, το 1956 μονιμοποιείται η θέση του στο Πολυτεχνείο (όπου εργαζόταν ήδη από το 1944, με απόσπαση από το υπουργείο Δημοσίων Έργων). Διορίζεται αρχικά επιμελητής και, από το 1967, καθηγητής στην έδρα Ελεύθερου Σχεδίου. Θα αποχωρήσει το 1973 λόγω ορίου ηλικίας, και το 1976 θα εκλεγεί ομότιμος καθηγητής. Το Πολυτεχνείο υπήρξε ο χώρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας, όπως ο ίδιος το έθετε. Δήλωνε άραγε έτσι την ουδέτερη ιδιότητα του βιοποριζόμενου δημοσίου υπαλλήλου ή εκείνην, την υψηλή, του δασκάλου των εικαστικών τεχνών; Από μαρτυρίες μαθητών του έχουμε δικαίωμα να συμπεράνουμε ότι κάθε άλλο παρά συμβατική ήταν η διδασκαλία του - και δύσκολα θα φανταζόταν κανείς τον Εγγονόπουλο να κάνει κάτι συμβατικό. Εξίσου δύσκολο όμως φαίνεται, με τα στοιχεία που διαθέτουμε, να καθορίσουμε επακριβώς τη θέση που είχε στη ζωή του ποιητή αυτή η μακρόχρονη θητεία σε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η αναγνώριση του Εγγονόπουλου επικυρώνεται με τιμητικές διακρίσεις μέσα στις δεκαετίες του 1960 και ’70: Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου Α’ (1966), Σταυρός του Ταξιάρχη του Φοίνικος (1971), Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως (1979, για δεύτερη φορά). Η υποδοχή των ατομικών του εκθέσεων αυτής της εποχής, και των νέων ποιημάτων («Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες», εκδ. Ίκαρος 1978), σε τίποτε δεν θυμίζει τις ανώριμες προπολεμικές αντιδράσεις του κοινού. Κατά κανόνα το έργο του, ζωγραφικό και ποιητικό, κερδίζει πλήρη αποδοχή και ανεπιφύλακτο θαυμασμό, ακόμα και τον σεβασμό όσων διατηρούν αντίθετες αισθητικές απόψεις. Η πεποίθηση ότι ο Εγγονόπουλος εκπροσωπεί, για τον ελληνικό χώρο, τη γνησιότερη εκδοχή μιας «υπερρεαλιστικής θεώρησης των πραγμάτων και ερμηνείας του κόσμου μέσα από μια βαθυστόχαστη σκέψη» είναι βαθύτατα εδραιωμένη μέχρι σήμερα.
Εικόνες και σύμβολα ελληνικά
Η αναγνώριση δικαιώνει την ποιοτική αξία ενός έργου και ανοίγει τον δρόμο στη νηφάλια κριτική αποτίμηση της ιστορικής του σημασίας. Καθώς παρέρχεται η ηρωική εποχή των μαχητικών αντεγκλήσεων, τα σχόλια επικεντρώνονται σε θέματα ουσίας, όπως, για παράδειγμα: πόσο ριζοσπαστική μπορεί να θεωρηθεί μια πρωτοπορία που «επιστρέφει στις ρίζες»; Διότι δεχόμαστε ότι η σημαντικότερη ίσως ιδιομορφία των Ελλήνων υπερρεαλιστών ήταν η συμβολή τους στην όψιμη καθιέρωση του μοντερνισμού, με τον τρόπο που αυτό συντελέστηκε στην Ελλάδα, δηλαδή με μια ταυτόχρονη στροφή σε αξίες της παράδοσης, όσο και αν αυτό μοιάζει παράλογο με τα ευρωπαϊκά μέτρα. Το σουρεαλιστικό παράλογο, από την άλλη πλευρά, ως δικαίωμα ή υποχρέωση του καλλιτέχνη να υπερασπίζεται την απόλυτη ελευθερία της ατομικής έκφρασης, λειτούργησε επαναστατικά καταλύοντας κάποια οχυρά του νεοελληνικού συντηρητισμού. Παράλληλα, όμως, η τοπική «υπερρεαλιστική» εκδοχή κράτησε αποστάσεις από το εγωκεντρικό παραλήρημα, επέλεξε να προβάλλει συλλογικότερα βιώματα, με εικόνες και σύμβολα ελληνικά, και προπάντων να τιμήσει τον ελληνικό λόγο. Κατά πόσον αυτό πραγματώνει ή υπονομεύει την ανατρεπτική πρόθεση του μοντερνισμού, είναι ένα θέμα για ατέρμονες συζητήσεις, που δεν θα απαντηθεί εύκολα. Το γεγονός παραμένει ότι η ποιητική γλώσσα και η ζωγραφική γλώσσα του Εγγονόπουλου φτιάχνουν εικόνες με λέξεις ή με εικαστικές μορφές, που όσο και αν ξενίζουν ακόμα τον αμύητο, μας είναι κατά βάθος οικείες. Πολύ περισσότερο τώρα, αφού η παλιά ριζοσπαστική τους λειτουργία έχει εκπληρώσει τον προορισμό της, χωρίς αυτό να αφαιρεί το ζωογόνο αίσθημα εφηβικής τόλμης που αποπνέουν. Το κέρδος, τελικά, για τον παραλήπτη ενός έργου, είναι η ομορφιά και η ένταση της εικόνας, το ταξίδεμα, η παραμυθία, και ό,τι πολύτιμο πηγάζει από την ευαισθησία του καλλιτέχνη, για να ποτίσει την ψυχή του θεατή.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΛΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
2002
from ανεμουριον https://ift.tt/3mk1xiX
via IFTTT