Τρεις άγνωστοι Έλληνες, που ξεκίνησαν από διαφορετικούς δρόμους και συναντήθηκαν στην Οδησσό τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1813, συνδέθηκαν με φιλία και αποφάσισαν, το καλοκαίρι του 1814, την ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας, μιας μυστικής οργάνωσης που είχε σκοπό την προετοιμασία του ξεσηκωμού των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Ήταν ο Νικόλαος Σκουφάς, ο Εμμανουήλ Ξάνθος και ο Αθανάσιος Τσακάλωφ.
Ο Νικόλαος Σκουφάς, που γεννήθηκε το 1779 στο Κομπότι, χωριό κοντά στην Άρτα, από φτωχούς γονείς, άρχισε από μικρός να εργάζεται σε κάποιον μάστορα που έφτιαχνε σκούφιες, κι όταν έμαθε την τέχνη άνοιξε δικό του μαγαζί. Από αυτή του τη δουλειά πήρε το παρατσούκλι Σκουφάς και μ’ αυτό έμεινε στην Ιστορία. Η τυραννία του Αλή Πασά ήταν όμως αβάσταχτη και ο Σκουφάς αποφάσισε να ξενιτευθεί. Πούλησε τα σύνεργά του, μάζεψε όσα χρήματα μπορούσε και έφυγε για τη Ρωσία. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό και προσπάθησε να κάνει κάποιο εμπόριο. Δεν τα κατάφερε όμως και τράβηξε για τη Μόσχα, όπου έγινε υπάλληλος του έμπορα Πάλλη. Κι εκεί όμως δεν τα πήγε καλά και γύρισε στην Οδησσό, όπου γνώρισε τον Ξάνθο και τον Τσακάλωφ.
Ο Σκουφάς ήταν ο λιγότερο μορφωμένος από τους τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρίας. Όμως, η θέλησή του ήταν αδάμαστη κι ενώ οι άλλοι απελπίζονταν από τις δυσκολίες που συναντούσε το μεγάλο έργο που ανέλαβαν, αυτός τους συγκρατούσε με το θάρρος και την αισιοδοξία του.
Πέθανε όμως πριν βγάλει καρπούς το δέντρο της λευτεριάς που τόσο είχε κουραστεί για να το φυτέψει. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 31 Ιουλίου 1818. Η καρδιά του έπαψε να χτυπάει σε ηλικία 39 μόνο ετών...
Ο ΞΑΝΘΟΣ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΟΤΗΤΑ
Ο Εμμανουήλ Ξάνθος γεννήθηκε στην Πάτμο το 1772, ήταν δηλαδή ο πιο ηλικιωμένος από τους τρεις πρωτεργάτες της Φιλικής Εταιρίας. Μαθήτευσε στην ξακουστή τότε «Πατμιάδα Σχολή» και ήταν λιγομίλητος. Ξενιτεύτηκε στα 20 χρόνια του. Πήγε στην Τεργέστη, όπου μπήκε γραμματικός σ’ ένα ναυτικό γραφείο. Πολλά ελληνικά πλοία άραζαν στο λιμάνι αυτό της Αδριατικής, και υπήρχαν γραφεία που τα εξυπηρετούσαν.
Αναζητώντας καλύτερη τύχη, έφυγε το 1810 για την Οδησσό, όπου βρήκε θέση γραμματικού στον μεγαλέμπορο Βασίλειο Ξένη και ταυτόχρονα έκανε και μικρές εμπορικές δουλειές για λογαριασμό του.
Το 1812 πήγε στην Πόλη κι έφτιαξε εμπορικό συνεταιρισμό με τρεις Ηπειρώτες. Από ‘κεί πήγε στα Γιάννενα και πήρε άδεια για να βγάλει λάδια από την Ήπειρο για την Οδησσό. Πέρασε τότε κι απ’ τη Λευκάδα, όπου, με παρακίνηση ενός φίλου, έγινε μέλος της Εταιρείας Ελευθέρων Τεκτόνων (Μασόνων). Η μυστικότητα αυτής της οργάνωσης του έδωσε την ιδέα να ιδρυθεί μια μυστική εταιρία με τους ίδιους συνωμοτικούς κανόνες, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό.
Τον Νοέμβριο του 1813 γύρισε στην Οδησσό, όπου γνωρίστηκε με τον Σκουφά και τον Τσακάλωφ. Τα τρία πρώτα χρόνια, όταν πήγε το Δεκέμβριο του 1814 και εγκαταστάθηκε στην Πόλη, δεν φανέρωσε καμιά δραστηριότητα. Όταν όμως πέθανε ο Σκουφάς, πήρε απάνω του το μεγαλύτερο βάρος της Φιλικής Εταιρίας. Κορυφαία ήταν η στιγμή που πήγε στην Πετρούπολη για να προσφέρει, έπειτα από απόφαση της «Ανώτατης Αρχής», της οποίας τα μέλη γνώριζαν μόνο οι τρεις ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, την ηγεσία στον Καποδίστρια, ο οποίος αρνήθηκε κατηγορηματικά να τη δεχθεί. Αν τότε γύριζε ο Ξάνθος με άδεια χέρια, ίσως αυτό να σήμαινε το τέλος της Εταιρίας. Ανέλαβε όμως την ευθύνη να προτείνει την αρχηγία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Από κείνη τη στιγμή, η Επανάσταση ήταν μια πραγματικότητα...
Ο ΤΣΑΚΑΛΩΦ ΣΤΟ ΣΕΡΑΪ...
Αντίθετα με τους δυο άλλους, που προέρχονταν από ταπεινές οικογένειες, ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, που είχε γεννηθεί το 1790 στα Γιάννενα, ήταν απόγονος μεγάλης οικογένειας. Ο πατέρας του είχε ξενιτευτεί και πήγε στη Μόσχα, όπου έγινε πλούσιος έμπορος γουναρικών. Ο γιος του Θανάσης σπούδασε στο σχολείο του Ταλίδα. Μια μέρα, ο Μουχτάρ πασάς, γιος του Αλή πασά, τον είδε, και επειδή ήταν ωραίο παιδί, έβαλε να τον πιάσουν και να τον πάνε στο σεράι του. Η μητέρα του έτρεξε κι έπεσε στα γόνατα τού γείτονά της Ταχήρ Αμπάζη, που τη λυπήθηκε και της είπε να κάνει την τρελή και να πάει έξω από το σεράι του βεζύρη και να στριγγλίζει.
Όταν ο Αλή πασάς ρώτησε τον Ταχήρ τι τρέχει, εκείνος απάντησε πως ήταν μια μισότρελη που ο γιος του ο Μουχτάρ της έκλεψε το παιδί για να το απολαύσει. Τον παρακάλεσε να προστάξει το γιο του να δώσει πίσω το παιδί, κι ο Αλή πασάς τού έκανε το χατίρι. Η μητέρα κλείδωσε το γιο της κι έγραψε στον άντρα της αυτά που έγιναν. Αμέσως ο πατέρας έστειλε έναν έμπιστό του στα Γιάννενα και του έφερε στη Μόσχα τον γιο του...
Ο ΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΗ
Αφού ο Αθανάσιος μορφώθηκε στη Μόσχα, ο πατέρας του τον έστειλε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Έγινε έτσι ένας από τους ιδρυτές του «Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου». Έπειτα έφυγε για τη Ρωσία, αλλά ποτέ δεν ξέχασε το νεανικό του πάθημα κι ένιωθε άσβηστο μίσος για τους τυράννους της σκλαβωμένης πατρίδας.
Ο Τσακάλωφ ήταν πολύ διαφορετικός από τον Σκουφά: Δεν είχε ούτε την τόλμη του, ούτε την αισιοδοξία του. Η ταν γεμάτος αμφιβολίες για την επιτυχία της Φιλικής Εταιρίας κι αργούσε να πάρει αποφάσεις. Κι όμως, κατάφερε να πραγματοποιήσει, μέσω ενός εκτελεστικού οργάνου, μια από τις πιο τολμηρές αποφάσεις της Εταιρίας: Τη δολοφονία του τυχοδιώκτη Νικολάου Γαλάτη, ενός αδίστακτου ανθρώπου που καταγόταν από την Ιθάκη, ήρθε στην Οδησσό και εξαπατώντας τον Σκουφά, άρχισε να εγγράφει στη Φιλική Εταιρία εύπορους Έλληνες, εισπράττοντας ο ίδιος τα χρήματα. Κατόρθωσε να παρουσιαστεί στη Μόσχα στον Καποδίστρια, και να του ζητήσει μάλιστα να αναλάβει την ηγεσία της Επανάστασης, ενώ συγχρόνως αποκάλυπτε σε όλους, για να εντυπωσιάσει, όλα τα μυστικά της Εταιρίας. Ο Τσακάλωφ έβαλε τελικά τον Παναγιώτη Δημητρόπουλο, μέλος της Εταιρίας από τη Μάνη, να σκοτώσει τον τυχοδιώκτη, που δυσφημούσε και έθετε σε κίνδυνο τη μυστική οργάνωση. Είναι αλήθεια ότι ο Καποδίστριας δεν είδε ποτέ με καλό μάτι τη Φιλική Εταιρεία, και το αποτέλεσμα αυτής της άρνησης ήταν η μεταφορά της έδρας της από την Οδησσό στην Κωνσταντινούπολη, λίγο πριν από το Πάσχα του 1818. Αργότερα, όταν δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, ο Τσακάλωφ γύρισε στη Μόσχα, όπου έμεινε πια οριστικά, παντρεύτηκε και απέκτησε 3 παιδιά. Πέθανε σε ηλικία 61 ετών, το 1851.
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ «ΦΙΛΙΚΟΙ»
Το ίδιο εκείνο έτος της μεταφοράς της έδρας της Φιλικής Εταιρίας στην Πόλη, ο Σκουφάς έπαθε την πρώτη του καρδιακή κρίση. Έφυγε από το σπίτι του Ξάνθου, που τον φιλοξενούσε και πήγε στο Κουρού-Τσεσμέ. Έπειτα από ένα μήνα ξαναγύρισε στο Αρναούτκιο'ό, προάστιο στη δυτική ακτή του Βοσπόρου, όπου νοίκιασε σπίτι για να βρίσκεται κοντά στον Ξάνθο.
Ζήτησε να έρθουν στην Πόλη ο Τσακάλωφ και ο Άνθιμος Γαζής (που είχε γίνει μέλος της Εταιρίας). Ο Γαζής αρνήθηκε και ο Τσακάλωφ άργησε τόσο πολύ να φύγει από τη Σμύρνη, όπου βρισκόταν, ώστε έφτασε στην Πόλη έξι μέρες πριν από το θάνατο του Σκουφά. Από τους πρώτους που μυήθηκαν μυστικά στη Φιλική Εταιρία ήταν ο Ασημάκης Φωτήλας, ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, ο Παναγιώτης Σέκερης (μεγαλέμπορος, που πρόσφερε στην Εταιρία 10.000 γρόσια, ένα ποσό μυθικό για κείνη την εποχή), ο Γιακουμάκης Τομπάζης, ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Παναγιώτης Γιατράκος, ο Νικολής Αποστολής, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Γεώργιος Λασσάνης, ο Γεώργιος Λεβέντης, ο Βιάρος Καποδίστριας, ο Γρηγόριος Δίκαιος, ο Ανδρέας Ζαΐμης κ.ά.
Ο ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΙΔΡΥΤΩΝ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ. ΣΤΗ ΜΕΣΗ Ο ΣΚΟΥΦΑΣ, ΔΕΞΙΑ ΤΟΥ Ο ΞΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΤΟΥ Ο ΤΣΑΚΑΛΩΦ (ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΑ ΦΑΛΗΡΕΑ)
|
Πριν πεθάνει ο Σκουφάς, πρόφτασε να ορίσει και «αποστόλους» της Εταιρίας, δηλαδή πρέσβεις της σε διάφορες περιοχές. Ανάμεσά τους ήταν ο Γεωργάκης Ολύμπιος για τη Σερβία, ο Δημήτρης Βατικιώτης για τη Βουλγαρία, ο Χρ. Λουριώτης για την Ιταλία, ο Αναγνωσταράς για τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης για τη Μάνη και τη Μεσσηνία, ο Γιάννης Φαρμάκης για τη Θράκη και τη Μακεδονία, ο Αντώνης Πελοπίδας για το Μόριά, ο Δημήτριος Γπατρος για την Αίγυπτο και την Κύπρο, ο Ασημάκης Κροκίδας για τους Ρωμιούς της Αυλής του Αλή πασά κ.ά.
Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΑΡΝΕΙΤΑΙ
Όταν πέθανε ο Σκουφάς , η ηγεσία της Φιλικής Εταιρίας έγινε συλλογική. Τις σχετικές αποφάσεις έλαβαν, στις 22 Σεπτεμβρίου 1818, τα μέλη της Αρχής που βρίσκονταν τότε στην Πόλη: Ξάνθος, Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Σέκερης, Γαζής, Κομιζόπουλος, Πατζιμάδης και Λεβέντης. Η συλλογική ηγεσία έκανε νέες προσπάθειες να πείσει τον Καποδίστρια να αναλάβει προσωπικά την ηγεσία, γιατί πολλοί Έλληνες δεν δέχονταν να γίνουν μέλη της αν δεν γινόταν αρχηγός ο Καποδίστριας. Ο Ξάνθος πήγε στην Πετρούπολη και συνάντησε τον Καποδίστρια, ο οποίος τον άκουσε προσεκτικά, χωρίς να αρνηθεί αμέσως την πρόταση, όπως είχε κάνει όταν του το πρότεινε ο Γαλάτης. Τελικά όμως απέρριψε πάλι το αίτημα του Ξάνθου, με το επιχείρημα ότι, λόγω της θέσης του, η αποδοχή του θα εξέθετε τον αυτοκράτορα. «Νομίζω - είπε - πως το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι αρχηγοί της Εταιρίας είναι να διακόψουν, για την ώρα τη δράση τους, καρτερώντας μια άλλη, πιο πρόσφορη ευκαιρία. Τώρα, έπειτα από την υπογραφή της Ιερής Συμμαχίας, τα ανακτοβούλια έχουν συμφωνήσει να μείνει αδιατάρακτη η κρατική συγκρότηση της Ευρώπης και η ειρήνη. Μια επανάσταση, για οποιοδήποτε λόγο, θα τα βρει σύμφωνα να την καταπνίξουν».
Ο Ξάνθος του απάντησε:
- Η επανάσταση θα γίνει, και δεν είναι σωστό και δίκαιο η εκλαμπρότης σας να μείνει αδιάφορη!
Φεύγοντας, αργά τη νύχτα, από το γραφείο του Καποδίστρια, ο Ξάνθος σκέφτηκε πως μοναδική λύση ήταν να βρει κάποιον άλλον υψηλά ιστάμενο που να δεχτεί την αρχηγία της Εταιρίας. Έπειτα από λίγες μέρες αποφάσισε να αποταθεί στον αξιωματικό του ρωσικού στρατού Αλέξανδρο Υψηλάντη και τα αδέλφια του, που ο πάππος τους, επίσης Αλέξανδρος, καταγόταν από μια από τις πιο τρανές οικογένειες του Φαναριού. Ο Υψηλάντης, ως ηγεμόνας της Βλαχίας, είχε σχηματίσει τον πρώτο στρατό της ηγεμονίας, συγκροτημένο κυρίως από Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες.
Η συνάντηση του Ξάνθου με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη υπήρξε αποφασιστική. Ο Υψηλάντης δέχτηκε την πρόταση της αρχηγίας και μετά οχτώ μέρες κάλεσε σε δείπνο το φίλο του Καποδίστρια, ο οποίος, όμως, τον συμβούλεψε να μην αναμιχθεί στην ελληνική εξέγερση. Αυτό τουλάχιστον έγραψε ο Καποδίστριας το 1826, όταν ο Υψηλάντης βρισκόταν στις αυστριακές φυλακές. Ο ίδιος ο Υψηλάντης, όμως, όταν αποφυλακίστηκε υπό όρους από τους Αυστριακούς, πήγε το 1827 στη Βιέννη και άφησε στον διάδοχο του Τσάρου Αλεξάνδρου Νικόλαο ένα υπόμνημα που έλεγε ότι «ο κόμης Καποδίστριας είχε βρει τα σχέδιά του και τις προπαρασκευές του καλές και ωφέλιμες για την πολιτική της Ρωσίας». Το υπόμνημα αυτό γράφτηκε στις 2 Ιανουαρίου 1828. Στις 31 του ίδιου μήνα, ο Υψηλάντης πέθανε. Είναι φανερό πως ένας από τους δύο, ο Καποδίστριας ή ο Υψηλάντης έλεγε ανακρίβειες. Ο αδελφός του, Νικόλαος Υψηλάντης, συγκάθειρκτος μαζί του στις αυστριακές φυλακές, έγραψε αργότερα, στα Απομνημονεύματά του, πως ο Αλέξανδρος εμπιστεύτηκε περισσότερο απ’ ό,τι έπρεπε τις συμβουλές ενός υπουργού, επιφανειακά φίλου του, αλλά στην πραγματικότητα πολύ επιφυλακτικού και διατακτικού...
ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ
Η αλήθεια είναι, πάντως, ότι η αποτυχία του Αλέξανδρου Υψηλάντη στην αρχηγία της εξέγερσης των παραδουνάβιων ηγεμονιών είχε τρομάξει τον Καποδίστρια. Η εκστρατεία εκείνη έγινε με υπερβολικό ενθουσιασμό και μεγάλη απερισκεψία. Αλλά παρ’ όλο που τον έκριναν άσχημα πολλοί ιστορικοί (Σπυρίδων Τρικούπης, Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, Παναγιώτης Νικολαΐδης, μητροπολίτης Ιγνάτιος, Κωνσταντίνος Πολυχρονιάδης), ο Υψηλάντης έδωσε στην Ελληνική Επανάσταση ένα μεγάλο δώρο:
Τον ζήλο και την πίστη στην τελική επιτυχία του Αγώνα, τον οποίο αυτός πρώτος έκανε πραγματικότητα. Όπως λέει ο Καρολίδης, αυτή η προσφορά του αναπληρώνει όλες τις πολεμικές και πολιτικές ελλείψεις του.
Όσο για τον Ξάνθο, τον εμποροϋπάλληλο από την Πάτμο, που πήρε την πρωτοβουλία της ανάθεσης του πρώτου αγώνα στον Υψηλάντη, η ελληνική κυβέρνηση τον προσκάλεσε επίσημα το 1837 και του απένειμε το Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Σωτήρος, αλλά δεν του έδωσε καμιά υλική ανταμοιβή. Το μόνο αξίωμα που του δόθηκε ήταν ο διορισμός του ως ...ταμία στη Μαντίνεια!
Στις 28 Νοεμβρίου 1852, ογδόντα ετών, πια, ο Ξάνθος πήγε σ’ ένα από τα θεωρεία της Βουλής να παρακολουθήσει τις πατριωτικές εξάρσεις των πατέρων του Έθνους, επί κυβερνήσεως του ναυάρχου Κριεζή. Οι βουλευτές ήρθαν στα χέρια και διατάχθηκε η εκκένωση των θεωρείων. Καθώς όλοι έφευγαν φοβισμένοι, πήγε να κατέβει τη σκάλα και ο Ξάνθος. Κατά κακή τύχη όμως, η σκάλα δεν είχε κάγκελα για να ακουμπούν οι κατερχόμενοι. Τον έσπρωξαν, έπεσε στο κενό και σκοτώθηκε...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΑΜΨΑΣ
ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΡΦΕΣ 20 ΑΙΩΝΩΝ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ
ΑΘΗΝΑ
1996
from ανεμουριον https://ift.tt/3mkZdZc
via IFTTT