“Όλη την αρχαία Ελλάδα ζωντάνεψε γύρω μας ο Ηλίας Κανάρης, ως και την ποιότητα των θανάτων της. Όχι γιατί είναι πιο γενναίος απ’ τους άλλους γενναίους, μα γιατί αγκαλιάζει τη δύσκολη ώρα με τέτοιο μπρίο, που οι εχθροί στέκονται απέναντί του αδύναμοι. Χωρίς να το υποπτεύεται ο ίδιος, σκέπτεται σαν τον Σωκράτη. Σε τίποτα δεν μπορούν να τον βλάψουν, μόνο να τον σκοτώσουν μπορούν. Μα εκείνος το παιχνίδι του πολέμου και του θανάτου το παίζει με κέφι, το γλεντάει. Σαν τον Οδυσσέα μεταχειρίζεται τις μεγάλες και μικρές αρετές του, ετοιμότητα, πονηριά, αντρίκια ψυχή, σωματική ρώμη.
“Ο Ηλίας Κανάρης ήταν πρακτικός μηχανικός από τη Σμύρνη. Τον πρώτο χρόνο της σκλαβιάς οργάνωνε αναχωρήσεις για την Αίγυπτο. Τον Απρίλη του ’42 οι Γερμανοί τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στου Αβέρωφ (φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα). Όταν άρχισαν οι ανακρίσεις του ζήτησαν να τους δείξει το μέρος, απ’ όπου έφευγαν τα καΐκια. Ο Κανάρης δέχτηκε. Τους πήρε και τους πήγε στο χωριό Βαθύ της Χαλκίδας, όμως από τη φυλακή είχε συνεννοηθεί μ’ ένα φίλο του. Δείχνοντας στους γερμανούς το σπίτι αυτού του φίλου, τους είπε: “Εκεί υπάρχει πομπός, οι έξι να φυλάν απέξω, μην τυχόν και φύγει ο ασυρματιστής, κι εγώ μ’ έναν από σας να μπούμε μέσα να τον πιάσουμε”. Μόλις μπήκαν, ο Κανάρης και ο φίλος του φίμωσαν κι έδεσαν το Γερμανό και τον αφόπλισαν.
“Εφτά μήνες ο Κανάρης κρυβόταν στην Χαλκίδα και οι γερμανοί τον έψαχναν με μανία στα πιο απίθανα μέρη. Στο τέλος τον έπιασαν για δεύτερη φορά, τον καταδίκασαν και τον εκτέλεσαν στις 24 του Φλεβάρη. Η καταδίκη του είναι βαριά. Τρεις φορές σε θάνατο και τρία χρόνια ειρκτή. Μα αυτή η καταδίκη τον γεμίζει περηφάνια. Γράφει στους φίλους του: «Σας γράφω εγώ, ο Ηλίας Κανάρης, πρωταθλητής και ρέκορντμαν των μελλοθανάτων».
“Γράφει στον αδερφό του, ανάπηρο του αλβανικού μετώπου: «Αδερφέ μου, είμαι ο βαριά δικασμένος απ’ όλους τους εκτελεσθέντες μέχρι σήμερα. Έχω σπάσει ρεκόρ. Τώρα, που σου γράφω γελώ. Δεν θέλω να με πενθήσετε. Θέλω να μαζέψεις τους φίλους σου να τους κάνεις ένα τραπέζι και να τους διαβάσεις το γράμμα μου και να τα πιείτε στην ανάπαυση της ψυχής μου. Δεν θέλω να κλάψει κανείς. Θέλω να φερθείτε σαν άνδρες και σαν Έλληνες. Εγώ πεθαίνω για την Πατρίδα…»
“Εκεί όμως, που λυγίζει η ανθρώπινη ψυχή του είναι σαν αποχαιρετά το αγοράκι του, δύο χρονών: «Κώστα μου θέλω να με συγχωρήσεις, που σε άφησα μικρό και ορφανό. Θέλω να προσεύχεσαι για μένα. Παιδί μου, να μην παίξεις ποτέ χαρτιά και να μην αδικήσεις καμιά γυναίκα. Στη ζωή σου να είσαι τίμιος και ειλικρινής. Ν’ αγαπάς την πατρίδα σου και να είσαι καλός χριστιανός. Αγοράκι μου,πεθαίνω σαν παλικάρι, με τα’ όνομά σου στα χείλη μου γιόκα μου, αγοράκι μου, συγχώρεσέ με, που σ’ αφήνω ορφανούλι…». Χτες το αγοράκι αυτό των δυο χρόνων ήρθε και με βρήκε με τη γιαγιά του, γιατί η μάνα του είναι άρρωστη. Δεν καταλαβαίνει βέβαια ακόμα τι μεγάλη κληρονομιά του άφησε ο πατέρας του”.
Ιωάννας Τσάτσου, ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ
from History-point.gr https://ift.tt/3dTfCkk
via IFTTT