Η εμφάνιση του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα πυροδότησε στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων μια έκρυθμη κατάσταση, η οποία χαρακτηρίζεται από οξύτατες αντιδράσεις, οι οποίες εκδηλώθηκαν από διάφορες πλευρές. Ο πνευματικός κόσμος και η κριτική επιχείρησαν να αναχαιτίσουν την εισβολή του υπερρεαλισμού στη χώρα μας, διατυπώνοντας μια σειρά από επιχειρήματα, τα οποία συνοψίζονται ως εξής: ο υπερρεαλισμός είναι ήδη ξεπερασμένο αισθητικό κίνημα, που μεταφυτεύθηκε καθυστερημένα στην Ελλάδα χωρίς να ευνοείται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας· η υπερρεαλιστική τεχνοτροπία της «αυτόματης γραφής» καταλύει τον κοινωνικό χαρακτήρα της τέχνης, αφού αποκλείει κάθε νοητική ή συναισθηματική επικοινωνία με τον αναγνώστη· οι εγχώριοι εκπρόσωποι του υπερρεαλισμού μιμούνται ανεπιτυχώς την ξένη κίνηση και τα έργα τους είναι λογικές κατασκευές που παρουσιάζονται ηθελημένα ως παράλογες εκφάνσεις του υποσυνειδήτου. Στις παραπάνω αιτιάσεις οι Έλληνες υπερρεαλιστές, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, φάνηκαν απρόθυμοι να απαντήσουν. Την ίδια απροθυμία έδειξαν εξάλλου, προκειμένου να προετοιμάσουν το έδαφος για την εμφάνισή τους στον εκ παραδόσεως συντηρητικό λογοτεχνικό μας χώρο παράγοντας ή μεταφράζοντας θεωρητικό έργο. Υποβαθμίστηκε, έτσι, το ύφος και το ήθος της συζήτησης, αφού το θέμα πέρασε στα χέρια των κάθε λογής δημοσιογράφων και ευθυμογράφων, οι οποίοι πίστεψαν ότι ανακάλυψαν στο πρόσωπο των υπερρεαλιστών το εξιλαστήριο θύμα και την ευάλωτη πλευρά του μοντερνισμού. Σε όλα αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τη δικαιολογημένη δυσπιστία του αναγνωστικού κοινού, που έβλεπε από τη μια στιγμή στην άλλη να ανατρέπονται εκ βάθρων οι παραδοσιακές αντιλήψεις για την ποίηση. Η επίθεση που εξαπολύθηκε εναντίον του κινήματος υπήρξε πρωτοφανής και υπερέβη τα όρια μιας συνήθους φιλολογικής διαμάχης. Οι πρώτες πληροφορίες για το υπερρεαλιστικό κίνημα φτάνουν στη χώρα μας σχετικά νωρίς και περιορίζονται σε ορισμένα άρθρα δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος και ενημερωτικού χαρακτήρα. Ανάμεσα στα κείμενα αυτά ξεχωρίζει η μελέτη του Δ. X. Μεντζέλου «Ο Υπερρεαλισμός κι οι τάσεις του», η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό «Λόγος» το 1931, και η οποία αποτελεί το πρώτο εμπεριστατωμένο κείμενο για τον υπερρεαλισμό που δημοσιεύεται στη χώρα μας. Κοντά στη μελέτη του Μεντζέλου θα πρέπει να προσμετρήσουμε και τα θεωρητικά κείμενα του Νίκου Καλαμάρη, που δημοσιεύονται στις αρχές της δεκαετίας του ’30 στα περιοδικά της ελληνικής Αριστεράς και πυροδοτούν ιδεολογικές συγκρούσεις στους κόλπους των προοδευτικών διανοουμένων. Όμως, η ελληνική Αριστερά, στα χρόνια που προηγήθηκαν της μεταξικής δικτατορίας, όταν ακόμα μπορούσε να λάβει μέρος στην πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου, αρνήθηκε να προσεταιρισθεί τα μοντερνιστικά κινήματα αντιπαραθέτοντας, με κάποια απλοϊκή επιμονή, τη δική της «αγωνιστική» και «προλεταριακή» αισθητική.
Η «Υψικάμινος» πυροδοτεί αντιδράσεις
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η έκδοση της «Υψικαμίνου» του Ανδρέα Εμπειρίκου τον Μάρτιο του 1935 έπεσε στους φιλολογικούς κύκλους της πρωτεύουσας ως κεραυνός εν αιθρία. Ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από το βιβλίο δεν έχει προηγούμενο στα χρονικά της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Την πρώτη έκπληξη διαδέχτηκε η πολεμική, που γρήγορα παραχώρησε τη θέση της στο λίβελο. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής τάξης και παιδείας, από τυχάρπαστους δημοσιογράφους μέχρι επιφανείς λογίους της εποχής, βάλθηκαν να λοιδορούν και να προπηλακίζουν το κίνημα. Η άγνοια των βασικών θέσεων του υπερρεαλισμού από πλευράς των επικριτών του απέκλεισε το ενδεχόμενο να κινηθεί ο διάλογος σε υψηλό θεωρητικό επίπεδο, με αποτέλεσμα το κύριο όπλο των αντιπάλων του κινήματος να γίνει ο αστεϊσμός και το χυδαίο ευφυολόγημα. Χαρακτηριστικό όλων αυτών των κειμένων που ασχολούνται με το βιβλίο του Εμπειρίκου, και που κάποτε φέρουν τις υπογραφές γνωστών ονομάτων της ελληνικής λογοτεχνίας, όπως ο Μυριβήλης ή ο Ουράνης, είναι η σύγχυση και η καχυποψία. Αφού μάλιστα λείπει ο αντίλογος, ο λόγος που επιχειρούν να αρθρώσουν τα κείμενα αυτά κατρακυλάει σε απίστευτα χαμηλό επίπεδο, μεταχειριζόμενος ύβρεις, χλευασμούς, ακόμα και χυδαιολογίες. Ταυτόχρονα, εγκαινιάζεται και ένα είδος σατιρικής ποίησης που παρωδεί την γραφή της «Υψικαμίνου» με στόχο τη γελοιοποίηση του βιβλίου. To είδος θα γνωρίσει εξαιρετική άνθηση τα επόμενα χρόνια, όπως θα δούμε παρακάτω. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος συνοψίζει γλαφυρά το κλίμα της εποχής σε συνέντευξη που παραχώρησε πολλά χρόνια αργότερα στην Ανδρομάχη Σκαρπαλέζου: «Η «Υψυκάμινος» εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από έναν παράφρονα. Ανεφέροντο φράσεις από ανθρώπους οι οποίοι ήθελαν να εμπαίξουν ή να χλευάσουν τον γράψαντα. Η κακοήθεια ήτο συχνοτάτη...». Οι επιθέσεις αυτές υποχρεώνουν τον Ελύτη να περάσει στον χώρο της μαχόμενης αρθρογραφίας. Με ένα κείμενο που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Οι κίνδυνοι της ημιμάθειας» και δημοσιεύεται στα «Νέα Γράμματα» την άνοιξη του 1938, καθώς και με τη συζήτηση που ανοίγει το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς με τον Γιώργο Θεοτοκά από τις στήλες των «Νεοελληνικών Γραμμάτων», ο Ελύτης αναλαμβάνει την υπεράσπιση του κινήματος, μολονότι φροντίζει εγκαίρως να διευκρινίσει ότι βρίσκεται κοντά στον υπερρεαλισμό χωρίς να είναι υπερρεαλιστής. Τα κείμενα του Ελύτη διευκολύνουν την πλευρά εκείνη της ελληνικής κριτικής που είχε υποδεχτεί ευνοϊκά τις πρώτες καταθέσεις του ποιητή στη διατύπωση μιας εφεκτικής στάσης. Έτσι, ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος κηρύσσει τη «συμφιλίωση με τον σουρρεαλισμό», επιχειρώντας, ωστόσο, τη διάκριση ανάμεσα σ’ έναν ορθόδοξο, δογματικό υπερρεαλισμό που επιμένει στη χρήση της αυτόματης γραφής και έναν υπερρεαλισμό «καλής ποιότητος» που κάνει σαφείς παραχωρήσεις στο έλλογο στοιχείο.
Στο στόχαστρο ο Εγγονόπουλος
To καλοκαίρι του 1938, κι ενώ η συζήτηση για την εμφάνιση του ελληνικού υπερρεαλισμού βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, με την ποιητική συλλογή «Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν» παρουσιάζεται ο Νίκος Εγγονόπουλος. Αυτήν τη φορά οι αντιδράσεις ξεπέρασαν, κατά τη διατύπωση του ποιητή, «και τις προβλέψεις της πιο τολμηρής φαντασίας». Η επίσημη κριτική αγνόησε το βιβλίο. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με τους διάφορους παραφιλολογικούς κύκλους, οι οποίοι πίστεψαν πως βρήκαν στο πρόσωπο και το έργο του Εγγονόπουλου την αχίλλειο πτέρνα του υπερρεαλισμού. Η κατακραυγή που ακολούθησε την έκδοση του βιβλίου υπήρξε πρωτοφανής, ξεπερνώντας ακόμα και τον θόρυβο που σημειώθηκε μετά την έκδοση της «Υψικαμίνου». Αν ο Εμπειρίκος διασώθηκε κάπως λόγω της κοινωνικής και οικονομικής του επιφάνειας, ο Εγγονόπουλος παραδόθηκε ανυπεράσπιστος στη χλεύη των επικριτών του.
«Από τον Κατσούρμπο στον Χάση» (θεατρικό) του Νίκου Εγγονόπουλου, λάδι σε μουσαμά, 1981. «Όταν το 1939 εκδηλώθηκα στη ζωγραφική και στην ποίηση υπερρεαλιστικά, δημιουργήθηκε σκάνδαλο και γενική κατακραυγή. Δεν μπορώ να πω πως με έθιξαν βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείριση που μου έγινε ήταν σκληρή και άδικη... Τα έργα μου τα έβαζαν μόνο γι’ αστεία στα περιοδικά. Με χλεύαζαν στις επιθεωρήσεις...». Λόγια του N. Εγγονόπουλου που δείχνουν και το κλίμα της εποχής.
Τα λαϊκά περιοδικά, όπως το εβδομαδιαίο «Σαββατοκύριακο» και ο αποκριάτικος «Φανός των Συντακτών», βρίθουν χλευαστικών αναφορών στην ποίηση του Εγγονόπουλου, ο δε ποιητής αντιμετωπίζεται σαν παράφρων. Μια εφημερίδα, μάλιστα, η «Βραδυνή», θα επιχειρήσει να ερμηνεύσει το φαινόμενο απευθυνόμενη σε γνωστό ψυχίατρο της εποχής. Ακόμα και οι νηφάλιες φωνές που ακούστηκαν δεν ήταν λιγότερο καταδυναστικές. Αλλά η σιωπή της κριτικής, η αδιαφορία του πνευματικού κόσμου, οι λοιδορίες των παραφιλολογικών κύκλων δεν στάθηκαν ικανές να κάμψουν το φρόνημα του ποιητή. Έτσι, το φθινόπωρο του 1939 τυπώνονται «Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής». Η υποδοχή και αυτού του δεύτερου βιβλίου ακολούθησε την πεπατημένη. Η «Εστία» αναδημοσιεύει και σχολιάζει χλευαστικά ολόκληρα ποιήματα του βιβλίου, ενώ ο θεατρικός και λογοτεχνικός κριτικός Μιχαήλ Ροδάς αναρωτιέται από τις στήλες του «Ελευθέρου Βήματος» μήπως ο ποιητής είναι... φαρσέρ. Ο Αιμ. Χουρμούζιος, τέλος, αποφασίζοντας να λύσει τη σιωπή του, δημοσιεύει στην «Καθημερινή» ένα αμήχανο κριτικό σημείωμα όπου παραδέχεται ότι «ανάμεσα στον ηθελημένο κυκεώνα των λέξεων... κομμάτια εντυπώσεων δίδονται με τον πιο ανάλαφρο και χαριτωμένο τρόπο». Ωστόσο, το τελικό συμπέρασμα αναπαράγει τους κοινούς τόπους που έχει ήδη διατυπώσει η κριτική σχετικά με τον υπερρεαλισμό κατά τη διάρκεια των προηγούμενων χρόνων.
Λογοτεχνική φάρσα
Ομως, η κορυφαία αντίδραση στην εμφάνιση του ελληνικού υπερρεαλισμού έμελλε να γραφεί τον Οκτώβριο του 1940. Τότε κυκλοφορεί μια μικρή ποιητική συλλογή με τίτλο «Έδρεψες τα όστρακα των διθυράμβων», που υπογράφεται από τη «σουρρεαλίστρια ποιήτρια» Ταυρία Σοφένκου. Η συλλογή περιλαμβάνει δεκατρία ποιήματα τα οποία μιμούνται, επιτυχώς οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, την γραφή της «Υψικαμίνου». Για να μην υπάρχει, μάλιστα, και η παραμικρή αμφιβολία, σαν μότο της συλλογής επιλέγονται δυο στίχοι του Ανδρέα Εμπειρίκου. Η έκδοση του βιβλίου προκάλεσε σωρεία αντιδράσεων, αφού ερμηνεύθηκε σαν μια δυναμική επανεμφάνιση του ελληνικού υπερρεαλισμού. Δεκάδες επικριτικά και σατιρικά σημειώματα είδαν το φως στον ημερήσιο Τύπο αμέσως, έπειτα από την κυκλοφορία του βιβλίου. Μέχρι που ο καλύτερα πληροφορημένος I. Μ. Παναγιωτόπουλος ανέλαβε να αποκαταστήσει τα πράγματα και να αποκαλύψει αυτήν την πρωτότυπη λογοτεχνική φάρσα: «Μα είναι καιρός πια να σταματήσουν τα αστεία... Η Ταυρία Σοφένκου δεν είναι παρά η κ. Σοφία Κενταύρου (Οικονομίδη), που τραγουδεί τόσον ωραία και που γράφει τόσο λογικές και τόσο καλά πληροφορημένες μουσικοκριτικές. Και «Τα όστρακα των διθυράμβων» δεν αποτελούν παρά μια πραγματικά πετυχημένη παρωδία του συρρεαλισμού, που ήρθε στην ώρα της, για να ταράξη κόπως τα λογοτεχνικά μας νερά». Η συζήτηση για την εμφάνιση του ελληνικού υπερρεαλισμού δεν περιορίστηκε βεβαίως στις στήλες των εφημερίδων και των περιοδικών. Στηριγμένοι στις πληροφορίες που παραθέτουν τα κείμενα της εποχής μπορούμε ασφαλώς να υποθέσουμε πως υπήρξε αγαπημένο θέμα και ανεξάντλητη πηγή κεφιού σε όλα τα φιλολογικά σαλόνια. Έπειτα πέρασε στο θέατρο και, κάπως αργότερα, στον κινηματογράφο. Πολλά νούμερα της προπολεμικής επιθεώρησης (από τα οποία, δυστυχώς, ελάχιστα σώζονται σήμερα) είχαν στόχο τον υπερρεαλισμό και τους εκπροσώπους του, ενώ, ένας από τους τύπους που διαμορφώνουν οι φαρσοκωμωδίες του λεγάμενου εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου είναι ο τύπος του ποιητή που περιφέρεται απαγγέλλοντας ασυναρτησίες. Ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος, που παρέσυρε στη δίνη του και την Ελλάδα, ήρθε να αμβλύνει όλες αυτές τις αντιθέσεις, καθώς φιλολογικές διαμάχες τέτοιου είδους θα πρέπει να έμοιαζαν περιττές πολυτέλειες. Η αντίδραση όμως στον υπερρεαλισμό συνεχίστηκε και στη μεταπολεμική περίοδο και χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για τη φιλολογική καταξίωση του κινήματος και την αποκατάσταση των δημιουργών του.
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
2002
from ανεμουριον https://ift.tt/2HCL1M8
via IFTTT