Είμαστε τα ζωντανά του γλυτωμού / σε ξένες θετικότητες, / κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα / απ’ την υγεία ως την αρρώστια. (Θ. Ντόρρος, Στου Γλυτωμού το Χάζι, 1930)
Στην Ελλάδα η νεωτερικότητα στη λογοτεχνία δεν έτυχε της καλύτερης υποδοχής. Ακόμα και σήμερα που η ιστορική της εμφάνιση και εδραίωση στους συγγραφείς του 20ού αιώνα αποτελεί πλέον μέρος του κλασικού κανόνα, κοινώς αποδεκτή σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο ως η δεσπόζουσα λογοτεχνική παρακαταθήκη αυτού του αιώνα, στη χώρα μας αντιμετωπίζεται είτε με τις επιφυλάξεις του αγνωστικιστή είτε με την καχυποψία του ευκαιριακού αναγνώστη. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια μακρά παράδοση προνεωτερικότητας και ένας αυτόχθων μοντερνισμόςε, ο οποίος, αν και ουδέποτε ακολούθησε κατά γράμμα τα εις Εσπερίαν συμβαίνοντα (και γιατί άλλωστε;), δεν έπαψε να είναι απολύτως (και εγκαίρως) ενήμερος γι’ αυτά. Ο αυτόχθων αυτός μοντερνισμός έχει, ως γνωστόν, την προνεωτερική του αφετηρία στον Σολωμό (της Γυναίκας της Ζάκυθος) και στον Κάλβο, καθώς και στους μείζονες πεζογράφους Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Ροΐδη, Μητσάκη, συγγραφείς οι οποίοι ανέπτυξαν το έργο τους στο μεταίχμιο δύο αιώνων. Η συνέχειά του ανιχνεύεται σε διαφορετικές εκλεκτικές τάσεις και συγγραφείς (π.χ. Βουτυράς, Θεοτόκης, Ροδοκανάκηε, Χατζόπουλος, Πολίτης κ.ά.) για να φθάσει έως τη γενιά του ’30 που, πρώτη αυτή, αναγνωρίζει τη συγγένειά της με το ιστορικό κίνημα του ευρωπαϊκού μοντερνισμού. Είναι στην περίοδο του Μεσοπολέμου, περίοδο μοναδικής γονιμότητας της ελληνικής κοινωνίας σε όλους τους τομείς, που εμφανίζονται οι πρώτες υπερρεαλιστικές τάσεις. Ο υπερρεαλισμός εγκλωβίστηκε, από την αρχή του κιόλας, στη μέγγενη της ίδιας συντηρητικής ιδεοληψίας και μυθολογίας, στην οποία παραμένει έως σήμερα εγκλωβισμένος και ο μοντερνισμό. Η συντηρητική μικροαστική κοινωνία και η πλειονότητα των κριτικών της, σταθερά διχασμένοι στην εμφύλια διαμάχη του δεξιού εθνισμού και της λόγιας γλώσσας από τη μια, του αριστερού λαϊκισμού και της δημοτικής από την άλλη, καθόρισαν το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η πρόσληψη του μοντερνισμού στη νεοελληνική κοινωνία.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος (αριστερά) με τον Νάνο Βαλαωρίτη (επικεφαλής τον περιοδικού «Πάλι») σε ένα καφενείο τον Συντάγματος. Το περιοδικό «Πάλι» ήταν το σημείο συσπείρωσης κάποιων μοντερνιστών συγγραφέων (η φωτογραφία παραχωρήθηκς από τις Εκδόσεις «Αγρα»).
Αμφότερες οι πλευρές δεξιώθηκαν τα έργα τέχνης με τα μυωπικά ματογυάλια των ιδεολογημάτων τους, θέτοντας έτσι, αυτομάτως, σε δεύτερη μοίρα τη λογοτεχνικότητά τους. Αυτή η κοινωνικά και πολιτισμικά διασπασμένη και ταυτοχρόνως βασανισμένη κοινωνία ήταν φυσικό να βρίσκει καταφύγιο σε μια λογοτεχνία που παρουσιαζόταν στιβαρή, ακέραια, αληθοφανής, που έπειθε για την αρχή, τη μέση και το τέλος των πραγμάτων, μια λογοτεχνία που δεν αμφισβητούσε την αναπαραστατική δύναμη της γραφής ως αληθοφανούς καθρέφτη που αντανακλά τη μία και ενιαία ιστορική πραγματικότητα... Ο ρεαλισμός του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα μέσα από ποικίλες εντόπιες παραφυάδες και αποφύσεις (ηθογραφικές, αστικές, σοσιαλίζουσες κ.λπ.) αποτέλεσε έκτοτε για τη μικροαστική Ελλάδα των αναγνωστών, σε όλο το μάκρος του 20ού αιώνα μια πραγματικότητα τόσο ισχυρή, τόσο αδιαπραγμάτευτη όσο, ας πούμε, η έννοια του έθνους ή της Ορθοδοξίας.
Πρωτοπορία και περιθώριο
Στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου ορισμένοι κοσμοπολίτες συγγραφείς ήταν σε θέση να συνειδητοποιήσουν τον πολυπρισματικό, αν όχι θρυμματισμένο καθρέφτη της εποχής τους· αυτό και μόνο το θέμα, υπαγόρευε, ακριβώςόπως και στους Ευρωπαίους συναδέλφους τους, νέους τρόπους (κατα)γραφής των πραγμάτων. Γι’ αυτούς τους συγγραφείε, η λογοτεχνικότητα, οι τρόποι του γράφειν, αποκτούσαν εξ ανάγκης πρωτεύουσα σημασία· οπότε η κυρίαρχη κοινωνική-λογοτεχνική συνθήκη που θεοποιούσε την ευθύγραμμη ρεαλιστική ιστορία, τον αφηγηματικό ομοιοκατάληκτο στίχο, ισοδυναμούσε γι’ αυτούς με διπλή φυλακή.
Ο Νίκος Γκάτσος εθεωρείτο από τους πρώτους ποιητές που επηρεάστηκαν και συστρατεύτηκαν στον υπερρεαλισμό. Ωστόσο, τυπικά, ούτε η μοντερνιστική «Αμοργός» του εντάσσεται στο συγκεκριμένο κίνημα.
Γίνεται επομένως κατανοητό ότι σ’ αυτό το σύνθετο πλαίσιο ο νεοέλληνας συγγραφέας του Μεσοπολέμου που αναπτύσσει μοντερνικές τάσεις οποιουδήποτε ύφους, από τον απλό ελεύθερο στίχο έως την υπερρεαλιστική «κραυγή», το επιχειρεί πρωτίστως για να «ελευθερώσει» τη δημιουργικότητά του από τα δεσμά της αληθοφάνειας- για να αρθρώσει με δυο λόγια τη δική του ποιητική φωνή έναντι μιας διαλυμένης πραγματικότητας, που ωστόσο, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα επέμενε υποκριτικά να την παριστάνει ως αρραγή και ενιαία. Η ευρωπαϊκή επιρροή, όση κι αν υπήρξε η δραστικότητά της σ’ αυτό το εγχείρημα, δεν θα μπορούσε να αναπτυχθεί έξω από το γόνιμο έδαφος αυτής της εντόπιας συγκυρίας.
Ο Ε. X. Γονατάς (αριστερά) με τον Δ. Π. Παπαδίτσα, στην Αθήνα τον 1959. Ηταν από τους πρώτους ποιητές πον είχαν θεωρηθεί υπερρεαλιστές, αν και ο όρος δεν μπορεί να προσδιορίσει το ποιητικό τους έργο.
Στην Ελλάδα η λεγόμενη προνεωτερικότητα ουδέποτε έγινε αντιληπτή με τη σαφή έννοια που αυτό συνέβη στην Αγγλία του Ελιοτ, την Ιρλανδία του Τζόις, τη Γαλλία του Μπρετόν. Επομένως, εξ ορισμού η σχέση του Ελληνα μοντερνικού με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό κίνημα παρέμεινε πάντα σχέση εξαιρετικά εκλεκτική και, θα τολμούσα να ειπώ, «ανάπηρη» - εφόσον ο Ελληνας συγγραφέας όχι μόνον δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε μια διαλεκτική συνέχεια προς τους εντόπιουs προγόνους (με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσει, όπως π.χ. ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, ο Εμπειρίκος ή ο Πεντζίκης) αλλά, εντελώς παράδοξα, τον θεωρεί καινοτόμο ως εκ παρθενογενέσεως! Η θεώρηση αυτή παρέσυρς και σοβαρούς κριτικούς στην ίδια κατεύθυνση - δυστυχώς οι επιπτώσεις της διαρκούν ακόμα.
Το «μοντέρνο» και ο σουρεαλισμός
Ουσιαστικά αυτή η αφελής στάση ενσάρκωνε τη θεμελιώδη παρανάγνωση που τροφοδότησε άκρως αρνητικά την πρόσληψη του μοντερνισμού στην Ελλάδα: ότι δηλαδή ο μοντερνισμός είναι ένα κίνημα που εφόσον διαρρηγνύει τις παλιές φόρμες, διαρρηγνύει αυτομάτως κάθε σχέση και με το νόημα, την παράδοση, τους προγόνους, τη μνήμη, την ιστορία κ.λπ. Με τον ίδιο τρόπο που στη ζωγραφική ο αφελής όρος «αφηρημένο» ισοπέδωσε κάθε εγχείρημα κατανόησης των νέων εικαστικών αναζητήσεων, στη λογοτεχνία ο όρος «μοντέρνο» και, ακόμα χειρότερα, ο όρος «σουρεαλισμός» κατάντησε να σημαίνει, στα όρια του τραγελαφικού, την απόλυτη ρήξη με ό,τι ο αναγνώστης αναγνωρίζει ως πολλαπλή επικοινωνία με το κείμενο. Αν μάλιστα ο ελληνικός μοντερνισμός κατάφερε να τύχει κάποιας «ειδιλής μεταχείρισης» στο συντηρητικό αναγνωστικό σώμα, κυρίως λόγω του τεκμηριωμένου κύρους δημιουργών, όπως ο Σεφέρηε, ο ελληνικός υπερρεαλισμόςε έγινε πολύ εύκολα, όπως μπορούμε να φανταστούμε σ’ αυτές τις πραγματικά δεινές συνθήκες, ο αποδιοπομπαίς τράγος του δεξιού και του αριστερού αγνωστικισμού. Αυτή η ιστορία είναι πολύ γνωστή για να την επαναλάβουμς. Η σκληρή όμως αυτή συνθήκη καθόρισε τόσο τα περιορισμένα όρια ανάπτυξής του όσο και την εμβέλεια της γραφής του. Οι Ελλημες υπερρεαλιστές επωμίστηκαν αφενός τον δύσκολο ρόλο του «αιρετικού πρωτοπόρου» σε σχέση με μια ενήμερη ελίτ, αφετέρου, ως προς τη μεγάλη πλειονότητα, τον ρόλο του περιθωριακού συγγραφέα, που δεν έχει καμία επαφή με το ευρύ κοινό. Το έργο τους ουδέποτε διαβάστηκε ως αυτό που το ίδιο πρότεινς. Παρέμεινε εγκλωβισμένο στη διττή αυτή σαγήνη της πρωτοπορίας και του περιθωρίου. Η κυριότερη συνέπεια: οι υπερρεαλιστές σπανίως είχαν την τύχη να έχουν διάλογο επί ίσοις όροις με την κριτική. Αυτό με τη σειρά του δεν επέτρεψε να διαμορφωθεί μια σαφής και, κατά το δυνατόν, ευανάγνωστη κριτική άποψη για την υπερρεαλιστική γλώσσα, τη μορφή, το ύφος αλλά και (γιατί όχι;) για το περιεχόμενό της.
Υπερρεαλιστικές φωνές
Περνώντας μέσα από αυτές τις συμπληγάδες ο υπερρεαλισμός στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να καταγραφεί ούτε ως «κίνημα» ούτε ως «ομάδα» ούτε ως κοινή δημιουργική πορεία. Ακόμα και στις λίγες περιπτώσεις που κάποιοι δημιουργοί δοκίμασαν να συσπειρωθούν σς κάποια περιοδικά (π.χ. η όψιμη περίπτωση του περιοδικού «Πάλι», 1963-1967) το εγχείρημα πολύ δύσκολα θα οριζόταν «συλλογικό» (δες Νάνου Βαλαωρίτη: Μοντερνισμός, πρωτοπορία και Πάλι, Καστανιώτης 1997). Εδώ εξάλλου δεν υπάρχουν τα πολιτικά και κοινωνικά οράματα με τον στρατευμένο χαρακτήρα του γαλλικού κινήματος. Εδώ οι εκφράσεις περιορίζονται στη λογοτεχνία και ελάχιστα στον εικαστικό χώρο - και ούτε φυσικά υπήρξε η προγενέστερη εμπειρία ενόςς Νταντά ούτε και έγινε αντιληπτή η συμμετοχή στον υπερρεαλισμό ως σύνθετο καλλιτεχνικό/ πολιτικό κ.λπ. δρώμενο. Για όλους αυτούς τους λόγους στην Ελλάδα κρίνεται προτιμότερο να μιλάμε για «υπερρεαλιστικές φωνές». Ο Αναστάσιος Δρίβας (1899-1942), ο Ανδρέας Εμπειρίκος της Υψικαμίνου, ο Νίκος Εγγονόπουλος (1910-1985), ο Δημήτρης Παπαδίτσας (1922-1987), η Μαντώ Αραβαντινού (1926-1998), η Μάτση Χατζηλαζάρου (1914-1987), ο Μίλτος Σαχτούρης (1919-), ο Νάνος Βαλαωρίτης (1921-), ο Εκτωρ Κακναβάτος (1920-), ο Ε. X. Γονατάς (1924-), θεωρούνται εν γένει υπερρεαλιστές - με την πολύ απλή έννοια ότι το επίθετο «υπερρεαλιστής» προσδιορίζει σε επαρκή βαθμό (;) τον ορίζοντα του λογοτεχνικού τους έργου.
Εμπειρική τον μοντερνισμού η Μέλπω Αξιώτη, συνέβαλε με το έργο της στην ανανέωση της νεοελληνικής μυθιστορηματικής παράδοσης. Χειρίστηκε με επιδεξιότητα τη νεωτεριστική τεχνική τον «εσωτερικού μονολόγου» και άντλησε το θεματικό υλικό της από τις παιδικές και εφηβικές της μνήμες.
Ο ύστερος όμως Εμπειρίκος δεν είναι με τίποτε υπερρεαλιστής (βλ. άρθρο τού γράφοντος στο «Βήμα της Κυριακής», 23/12/01: «Ο μοντερνιστής... Ανατολικός»)· ούτε ο Νίκος Γκάτσος (1911-1992) της τυπικά μοντερνιστικής αμοργού· ούτε καν ο οιονεί «στρατευμένος» Νικόλας Κάλας (1907-1988), που τα - υπό έκδοση - «γαλλικά» του ποιήματα της εποχής των Foyers d’ Incendie αποδεικνύουν του λόγου το αληθές· ούτε ακόμα οι «εμπειρικοί του μοντερνισμού», πεζογράφοι Γιάννης Σκαρίμπας (1897-1984), Γιάννης Μπεράτης (1904-1968), Μέλπω Αξιώτη (1905-1973), ή ο «γήινος σαλός» Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1909-1993)· ούτε φυσικά ο πολυσυζητημένος Οδυσσέας Ελύτης. Ακόμα και ο διάττων αστήρ Θεόδωρος Ντόρρος (ο οποίος είθισται να κατατάσσεται πρώτος υπερρεαλιστής τη ιστορική τάξει - το γνωστό του βιβλίο εκδόθηκε στα 1930/31) έχει προ πολλού καταδειχθεί (1981) ότι είναι τέκνο του αυτόχθονος μοντερνισμού (βλ. Νάσου Βαγενά Η Ειρωνική Γλώσσα, σ. 63-89, Στιγμή 1998). Εξάλλου, στίχους συγγενείς στο ύφος του Δρίβα, της Χατζηλαζάρου ή ακόμα και του Σαχτούρη, διαβάζουμε σήμερα σε πολλούς νεότερους ποιητές που κάθε άλλο παρά θα κολακεύονταν αν τους κατατάσσαμε στους υπερρεαλιστές. Οι παραπάνω θέσεις δεν είναι αυθαίρετες. Ο καθένας από τους παραπάνω σημαντικούς δημιουργούς διασταυρώθηκε γόνιμα σς κάποια φάση του έργου του με τον υπερρεαλισμό (διασταυρώθηκαν κι ένα σωρό άλλοι έως τις ημέρες μας) και με εκλεκτικό τρόπο, μέσα από ζυμώσεις που δεν απόρρεαν αποκλειστικά από αυτήν τη μονόδρομη σχέση, διαμόρφωσε στην πορεία του χρόνου την προσωπική του νεωτερική φωνή - αυτή που θα ήταν άδικο αν τη χαρακτηρίζαμε «υπερρεαλιστική». Αδικο με την έννοια ότι θα παραγνωρίζαμε τον εμφατικά προσωπικό της νεωτερικό χαρακτήρα. Σήμερα, άλλωστε, «τεχνικές» του υπερρεαλισμού, όπως και όλου του μοντερνισμού, έχουν καταχωρηθεί σε ένα κοινό ταμιευτήριο απ’ όπου αντλούν οι πάντες αδιαφορώντας (με την καλή έννοια...) για τους πρώτους διδάξαντες.
Ανοικτή συζήτηση
Ωστόσο, ο εγκλωβισμόςε σε μια μυθολογία συνεχών παραναγνώσεων δεν έχει επιτρέψει ακόμα και σήμερα μια ψύχραιμη αποτίμηση της συνεισφοράς των υπερρεαλιστών μας στην νεοςλληνική λογοτεχνία. Υπάρχει γενικότερο έλλειμμα εφαρμογής της θεωρίας και των γνώσεών μας για τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό με συγκεκριμένο τρόπο επάνω στην ελληνική περίπτωση. Σε βαθμό που, αν δεν υπήρχαν τα δύο μοντερνικά Νόμπελ, η συζήτηση για τον μοντερνισμό θα γινόταν ακόμα με όρους επαρχιακής διαπόμπευσης και σκαιότητας. Απέναντι στον πανίσχυρο κανόνα του Ελληνικού Καθρέφτη (ηθογραφία, λαϊκισμόςε αληθοφάνεια, άγνοια θεμελιωδών εννοιών ως προς τον μοντερνισμό κ.λπ.) η κριτική για τον ελληνικό μοντερνισμό εξακολουθεί να τηρεί μια περίεργα επιφυλακτική στάση που ακόμα συντηρεί τις παραναγνώσεις και τα ιδεολογήματα του παρελθόντος - με άμεση συνέπεια την καθήλωση της ελληνικής λογοτεχνίας στα παραλογοτεχνικό στερεότυπα του ευπώλητου συρμού.
ΑΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ
2002
from ανεμουριον https://ift.tt/3or5GUg
via IFTTT