ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ | Με εξαίρεση την Όλυνθο της Χαλκιδικής (ανασκαφές μεσοπολεμικές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής), μεγάλα ιστορικά κέντρα της Θράκης και της Μακεδονίας άρχισαν να ανασκάπτονται μετά τον πόλεμο. Από αυτά, δημοσιευμένα συστηματικά είναι η Σαμοθράκη και η Θάσος (Αμερικανική και Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή αντίστοιχα). Σχετικά με τις δημοσιεύσεις, πολύ αργότερα, από την ελληνική πλευρά είχε προχωρήσει από τα τέλη της δεκαετίας του '60, και μερικά ολοκληρωθεί, η σειρά Αρχαίες Ελληνικές Πόλεις. Στη σειρά αυτή είχαν περιληφθεί μερικά μεγάλα κέντρα της Θράκης και της Μακεδονίας (Άβδηρα, Αμφίπολη, Σαμοθράκη, Θάσος κ.λ.). Η ιδιαιτερότητα της σειράς αυτής οφείλεται στο μοντέρνο ερωτηματολόγιο της του οποίου εισηγητής ήταν ο αρχιτέκτονας Κ.Α. Δοξιάδης και αναφερόταν σε θέματα σχέσεων ανθρώπου και χώρου, οικονομίας, παραγωγικότητας, εκμετάλλευσης των πηγών, κ.λ. Επρόκειτο δηλαδή για μια καθαρά νεοθετικιστική τοποθέτηση η οποία είχε βέβαια πολλές σχέσεις με τη θεωρία της αρχιτεκτονικής της εποχής εκείνης, αλλά άθελα της μάλλον, όχι δηλαδή συνειδητά, απηχούσε τις νεοθετικιστικές τάσεις της αγγλοαμερικανικής αρχαιολογίας που ήδη είχαν διαμορφωθεί. Βέβαια, για να μπορούσε να απαντηθεί ένα τέτοιο ερωτηματολόγιο, εξαιρετικά χρήσιμο, σε τελική ανάλυση, και για σημερινές εκτιμήσεις και επιλογές, θα έπρεπε να είχαν προηγηθεί συστηματικές δημοσιεύσεις όλου του αρχαιολογικού υλικού που προέκυψε από τις ανασκαφές και εξειδικευμένες προσεγγίσεις σε θέματα παλαιοοικονομίας, παλαιοπεριβάλλοντος, κ.λ. Όμως αυτά τα πράγματα και για τις μέρες μας είναι απλησίαστα, αφού οι μεγάλες ανασκαφές στη Βόρεια Ελλάδα είναι αδημοσίευτες γιατί βρίσκονται ακόμη εν εξελίξει τις τελευταίες δεκαετίες, ή έχουν αρχίσει πρόσφατα, ενώ η σύγκλιση με τη θεωρία και μέθοδο της προϊστορίας στην οποία αναφερθήκαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δεν θα μπορούσε σύντομα να αποδώσει καρπούς. Χωρίς αυτή τη σύγκλιση, και αυτό έχει τονισθεί από πολλές πλευρές τελευταία, η διαφυγή από την απλή παράθεση γεγονότων και αντικειμένων δεν είναι δυνατή και, πολύ περισσότερο, η ένταξη της αρχαιογνωσίας στο πλαίσιο των σύγχρονων εξελίξεων στις μεθόδους της ιστορικής επιστήμης. Τη μεγάλη ανασκαφική δραστηριότητα, σε σχέση με το παρελθόν πάντα, στη Βόρεια Ελλάδα, προκάλεσε κυρίως το εύρημα της Βεργίνας και η πρόσφατη όξυνση του μακεδονικού ζητήματος. Ανάλογη προσπάθεια στο παρελθόν, κατά το 1958, είχε αρχίσει με τις ανασκαφές της Πέλλας, με αποτέλεσμα άμεσο την ανεύρεση των οικιών με τα θαυμάσια και πασίγνωστα ψηφιδωτά. Η αύξηση του ανασκαφικού έργου ήταν σχετικά επιβεβλημένη, αφού τη Μακεδονία οι αρχαίες πηγές σπάνια την ευνοούν. Αποτέλεσμα ήταν, άμεσο τουλάχιστον, η δημιουργία εκθέσεων, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό, και η συγγραφή σημαντικών, εφ' όλης της ύλης οδηγών, ανάμεσα στους οποίους ο πιο εκτεταμένος και πλούσιος εικονογραφικά είναι αυτός που εκδόθηκε με αφορμή έκθεση με μακεδονικές αρχαιότητες σε πόλεις της Αυστραλίας (Αρχαία Μακεδονία, 1988). Αλλά άμεσο αποτέλεσμα υπήρξε και η καθιέρωση ετήσιου συνεδρίου (ΑΕΜΘ, Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη) από το 1987, στο οποίο παρουσιάζονται τα χρονικά από το σύνολο σχεδόν του ανασκαφικού έργου. Πριν από μερικά χρόνια, επίσης, είχε εκδοθεί συλλογικός τόμος για όλες τις ιστορικές περιόδους της Μακεδονίας (Μακεδονία 1982). Το έργο αυτό μάλλον είναι η πληρέστερη από ελληνικής πλευράς προσφορά, αλλά με τη συμμετοχή πολλών ξένων ειδικών. Παρουσιάζει βέβαια, όπως είναι ευνόητο, κενό ως προς το ανασκαφικό έργο των τελευταίων ετών. Έκθεση ανάλογη με της Αυστραλίας είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα και σε πόλεις της Αμερικής και ετοιμάζονται για το μέλλον εκθέσεις τόσο στον Καναδά, όσο και σε Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Βλέπουμε δηλαδή το δυναμικό ρόλο που παίζει η αρχαιολογία στη διεκδίκηση των εθνικών μας δικαίων. Ο ρόλος αυτός σίγουρα όσο περνάει ο καιρός θα διευρύνεται. Όλα αυτά τα φαινόμενα είναι μια εκδοχή των σχέσεων αρχαιολογίας και πολιτικής, σχέσεων που τον τελευταίο καιρό μελετώνται συστηματικά και διεθνώς αφού, έτσι κι αλλιώς, η αρχαιολογία δεν είναι ανεξάρτητη από το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και το θέμα ενδιαφέρει όλες τις χώρες του κόσμου, τόσο για την προϊστορία του, όσο και για τις σύγχρονες διαστάσεις του. Αλλά ενδιαφέρει και ως φαινόμενο τη μεταμοντέρνα θεωρητική αρχαιολογία. Στο σημείο αυτό βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε την τρίτομη σύνθεση του Άγγλου ιστορικού N.G.L Hammond η οποία λαμβάνει υπόψη της και τα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα (Hammond 1972,1979, 1987). Επίσης, τις μονογραφίες για επιμέρους επιγραφικά και ιστορικής τοπογραφίας θέματα που δημοσιεύει το επιστημονικό προσωπικό του ΚΕΡΑ (Κέντρο Ερευνών Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητας). Οπωσδήποτε, εκτός από το ανασκαφικό έργο, η αρχαιολογική έρευνα της Μακεδονίας θα γνώριζε μια ουσιαστική άνθηση, αν άρχιζε να προωθείται η συστηματική δημοσίευση των ανασκαφών κ.λ., η συστηματική επιφανειακή έρευνα και η εκπόνηση αρχείου μνημείων και αρχαιολογικών χώρων έτσι ώστε, με τη βοήθεια της πληροφορικής να γίνει κάποτε σύνθεση των ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων. Πρόσφατα μια προσπάθεια για την εκπόνηση ενός τέτοιου αρχείου έχει αρχίσει για την Κεντρική Μακεδονία.
ΠΡΩΤΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (1050 π.Χ. ΩΣ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 8ου ΑΙΩΝΑ π.Χ. ΠΕΡΙΠΟΥ)
Όπως είναι γνωστό, η ονομασία της περιόδου αυτής είναι συμβατική και προέκυψε από την εντύπωση που δίνει στο σημερινό άνθρωπο ένα διακοσμητικό στυλ που εντοπίστηκε αρχικά στην Αττική και το οποίο ενδεχομένως να ανταποκρίνεται σε μια αντίληψη του κόσμου, που είχε ο άνθρωπος της εποχής εκείνης, μερική και όχι ολική (Snell 1975, Κεφ. Α'). Η συγκεκριμένη αυτή κεραμική, τοπική ή επείσακτη, από την Εύβοια κυρίως, αλλά και από την Αττική, τις Κυκλάδες ή την Ιωνία, βρέθηκε σε παράλιους κυρίως προϊστορικούς οικισμούς, ή και οικισμούς της ενδοχώρας, όπου η κατοίκηση συνεχίζεται ομαλά μέχρι τους ιστορικούς χρόνους. Αν και δεν έχει ανασκαφεί μέχρι σήμερα κάποιο οικιστικό σύνολο που ανήκει στην εποχή αυτή, δεν φαίνεται να εντοπίζεται πολιτιστική αλλαγή, αλλά μια συνέχεια από την εποχή του σιδήρου, όπως θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς π.χ. από την ανασκαφή του νεκροταφείου των τύμβων της Βεργίνας, ή της περιοχής του Θεολόγου της Θάσου. Και βέβαια θα είναι πολύ δύσκολο να έχουμε μια εικόνα για τη
ΧΑΛΚΙΝΟ ΚΡΑΝΟΣ ΜΕ ΧΡΥΣΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΑΠΟ ΤΑΦΟ ΤΗΣ ΣΙΝΔΟΥ. 520 π.Χ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
Η ΠΕΛΛΑ ΗΤΑΝ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ ΑΠΌ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΡΧΕΛΑΟΥ. ΕΔΩ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΠΙΤΙΑ ΜΕ ΨΗΦΙΔΩΤΑ ΔΑΠΕΔΑ. |
ΚΑΛΛΙΓΡΑΜΜΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ. ΣΤΗΛΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΑ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΕΙΑ. |
Μακεδονία της γεωμετρικής εποχής και για τα προβλήματα του λεγόμενου πρώτου αποικισμού, πριν από τη σύνθεση των παλαιότερων δεδομένων, αλλά και αυτών που πρόσφατα προέκυψαν ή προκύπτουν από τις ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό της Ασσήρου, της Σίνδου (Ν. Αγχίαλος), της Τούμπας Θεσσαλονίκης, του Καστανά, του Ποσειδίου Χαλκιδικής κ.λ., και αναλόγων θέσεων της Ν. Βαλκανικής και των παραλίων της Μ. Ασίας. Επαναλαμβάνουμε στο σημείο αυτό, ότι η χρήση των όρων πρωτογεωμετρική και γεωμετρική εποχή ειδικά για τη Μακεδονία είναι συμβατική, ενώ για την περιοχή της Αττικής π.χ. ή του 'Αργούς, τουλάχιστον για την ιστορία της αρχαίας τέχνης, έχει ένα ειδικό βάρος αφού τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και στην πλαστική, στη μεταλλοτεχνία, κ.λ. κυριαρχεί αυτό το δυναμικό στιλ το οποίο, τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα γνωστά, δεν απαντάται στη Μακεδονία παρά μόνο σε κάποια δεύτερης κατηγορίας επείσακτα αγγεία ή τοπικές απομιμήσεις. Οπωσδήποτε η μελλοντική έρευνα θα πρέπει να αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον.
ΑΡΧΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (8ος ΩΣ 6ος ΑΙΩΝΑΣ π,Χ.)
Κατά την αρχαϊκή εποχή στη Μακεδονία όπως και σε όλες σχεδόν τις χώρες της Μεσογείου, παρατηρείται το φαινόμενο του ουρμπανισμού, μιας δηλαδή πληθυσμιακής έκρηξης στις μεγάλες παράλιες πόλεις, για την εκτόνωση της οποίας ιδρύθηκαν αποικίες σε μέρη μακρινά, ή και άξενα πολλές φορές, αλλά με μεγάλες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες. Ήταν φαινόμενο της μετάβασης από μια κλειστή και βασικά αγροτική, σε μία πολύπλοκη οικονομία, φαινόμενο που, τηρουμένων των αναλογιών, είδαμε εντονότερα στο Νότο κατά τη μετάβαση από τη νεολιθική εποχή στην εποχή του χαλκού. Η γένεση των πόλεων και ο αποικισμός, είναι κορυφαίοι εξελικτικοί σταθμοί και επέδρασαν σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: πολιτικά συστήματα, τέχνες, φιλοσοφία κ.λ. Στα αρχαϊκά κατάλοιπα των πόλεων της Μακεδονίας θα πρέπει να αναζητηθούν οι αλλαγές αυτές, ως ποιο δηλαδή βαθμό η τεράστια ποικιλία των εισηγμένων ειδών από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα του Νότου σημαίνει απλές εμπορικές ανταλλαγές, ή συμμετοχή στην κοσμογονία εκείνων των καιρών. Από ό,τι γνωρίζουμε μέχρι τώρα, και χωρίς να υπάρχει μέχρι σήμερα κάποια σύνθεση για την αρχαϊκή Μακεδονία, φαίνεται να συμβαίνει το δεύτερο... Ακόμη πιο σίγουρο είναι το γεγονός ότι, ενώ πριν μερικά χρόνια για την αρχαϊκή και κλασσική Μακεδονία μιλούσαμε με βάση κάποια έργα γλυπτικής κ.λ. που σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, τώρα υπάρχουν πολύ περισσότερα δεδομένα, αν και τα περισσότερα μόνο από νεκροταφεία. Οι αρχαίες πόλεις που έχουν, σε γενικές γραμμές, από αρχαϊκές και εξής επιχώσεις, έχουν τη μορφή μεγάλων τραπεζών και, με βάση τα όσα προηγουμένως αναφέρθηκαν, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία που θα είχε μία μεγάλης έκτασης ανασκαφή συστηματικού χαρακτήρα σε μία από αυτές τις θέσεις. Τέτοιες πόλεις, και μάλιστα αποικίες γνωστών πόλεων του Νότου, είναι η Πύδνα, η Μεθώνη, η Μένδη, η Σκιώνη, η Σάνη, η Νεάπολις, η Άφυτις, η Ποτείδαια, η Τορώνη, η Σερμύλη, η Άκανθος, τα Στάγειρα, η Θάσος και οι αποικίες στην Περαία της: Γαληψός, Απολλωνία, Οισύμη και Νεάπολη. Ανάλογες πόλεις υπάρχουν και στη Θράκη: Άβδηρα, Μαρώνεια, Μεσημβρία, κ.λ. Από όλες αυτές τις θέσεις και άλλες πολλές, υπάρχουν πολλά μεμονωμένα δεδομένα η σύνθεση των οποίων θα ήταν ένα έργο πολύτιμο. Οικιστικά δεδομένα, εκτός από εκείνα της Θάσου, άρχισαν σιγά σιγά να προκύπτουν από τις πρόσφατες ανασκαφές στη Μένδη και την Τορώνη της Χαλκιδικής, την Οισύμη της Περσίας Θασίων και, εντελώς πρόσφατα, από τη Σίνδο (Ν. Αγχίαλος), την Άργιλλο και το Κερδύλιον. Η αρχαϊκή Θάσος, εκτός από τους επώνυμους για την αρχαιολογία πύργους του τείχους της, είχε οργανωμένο πολεοδομικό σύστημα για οικοδομικά τετράγωνα (νησίδες). Βεβαίως θα ήταν έξω από κάθε αρχαιολογική δεοντολογία η πορεία των πραγμάτων στη Μακεδονία να αποδοθεί αποκλειστικά στις διαδικασίες που ενδεχομένως επέβαλε η δυναμική του αποικισμού, ή να θεωρηθεί ότι τα παράλια υπερέχουν πολιτιστικά, σε αντίθεση με την ενδοχώρα, επειδή έχουν δεχθεί νότιες επιρροές. Αρχικά τα αρχαϊκά δεδομένα π.χ. από την Τράγιλο (Αηδονοχώρι Σερρών), θα διέψευδαν κάτι τέτοιο, όπως επίσης και τα μεμονωμένα δεδομένα της ενδοχώρας που υπαγορεύουν μια πολιτιστική ομοιογένεια και, ύστερα, στόχος της έρευνας με κανένα τρόπο δεν θα έπρεπε να είναι ο απλός εντοπισμός αυτής της διαφοροποίησης, αν όντως αυτή υφίσταται, αλλά της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας αυτού του χώρου και της συμμετοχής του στις διαδικασίες της αρχαϊκής εποχής. Εκείνα όμως τα υστεροαρχαϊκά πολιτιστικά σύνολα που εντυπωσίασαν τα τελευταία χρόνια, είναι το νεκροταφείο της Σίνδου (560 - 450 π.Χ.) με 121 ταφές και της Αγίας Παρασκευής Θεσσαλονίκης (575 - 500 π.Χ.) με σχεδόν 500 τάφους. Τα νεκροταφεία αυτά ανασκάφηκαν στο σύνολο τους και οι οικισμοί στους οποίους ανήκουν είναι παρακείμενες μεγάλες τράπεζες: της Σίνδου ή Ν. Αγχιάλου, όπου τώρα διενεργείται στρωματογραφική τομή και η τούμπα Αγγελάκη, όπου είχε αρχίσει μια ανασκαφική έρευνα. Ανασκαφή σε μια από αυτές τις τράπεζες θα πρέπει να εντοπίσει τις διαφορές από την εποχή του σιδήρου. Επίσης, μια τέτοια ανασκαφή, σε συνδυασμό με την ανασκαφή μιας από τις επώνυμες παράλιες πόλεις π.χ. της Χαλκιδικής και σε συνδυασμό με τα δεδομένα της αρχαϊκής Θάσου, θα έδινε ουσιαστικές διαστάσεις στην έρευνα. Μορφολογικές διαφορές θα προέκυπταν σίγουρα, αυτό εξάλλου θα μπορούσε να αποδειχθεί και με τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα, όχι όμως δομικές διαφορές ως προς τις εξελίξεις. Οι τάφοι της Σίνδου, κιβωτιόσχημοι κυρίως και πήλινες λάρνακες, έχουν μια τεράστια ποικιλία κτερισμάτων τοπικής ή, κυρίως, επείσακτης προέλευσης (Αττική, Κόρινθος, νησιά του Αιγαίου, Μ. Ασία κ.λ.), που είναι μάρτυρες των διαστάσεων που είχαν πάρει οι εμπορικές σχέσεις. Υπάρχουν επίσης κτερίσματα που σπάνια βρίσκονται σε τάφους, δηλαδή χρυσές προσωπίδες, μινιατούρες αντικειμένων οικοσκευής και εντυπωσιακά δείγματα μεταλλοτεχνίας και, ιδιαίτερα χρυσοχοΐας (Σίνδος 1985, Μπολώνια 1988). Οι τάφοι της Αγίας Παρασκευής, σχεδόν αποκλειστικά κιβωτιόσχημοι, είχαν ανάλογης, ως προς την προέλευση, ποικιλίας κτερίσματα (Μπολώνια 1988), ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν μερικοί εξαίσιοι χιακοί κάλυκες. Το σύνολο σχεδόν από τα ευρήματα του νεκροταφείου της Σίνδου και ένα μέρος από τα ευρήματα του νεκροταφείου της Αγίας Παρασκευής, εκθέτονται στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Τα συμπεράσματα από την τελική δημοσίευση των νεκροταφείων αυτών σε συνδυασμό με την ανθρωπολογική μελέτη και τα δεδομένα που θα προκύψουν από τις διεξαγόμενες ανασκαφικές έρευνες σε αρχαϊκούς οικισμούς, θα δώσουν οπωσδήποτε νέες διαστάσεις στην έρευνα. Εντελώς πρόσφατα ανασκάφτηκαν στη Βεργίνα (περιοχή Μακεδονικού τάφου Ρωμαίου), αρχαϊκοί λακκοειδείς τάφοι πλουσιότατα κτερισμένοι που εμφανίζουν μια πολιτιστική ομοιογένεια με τους τάφους της Σίνδου. Η ομοιογένεια αυτών των ευρημάτων θα πρέπει επίσης να αξιολογηθεί από την έρευνα. Και κάτι εντυπωσιακό: σε χρυσά ελάσματα από τάφο της Βεργίνας έχουν αποδοθεί μυθολογικές παραστάσεις θεματικά και στυλιστικά ανάλογες με αττικών αγγειογραφιών. Στα αρχιτεκτονικά μέλη από τους αρχαϊκούς ιωνικούς ναούς της Θάσου, της Νεάπολης (Παναγία Καβάλας) και της Θέρμης (Θεσσαλονίκη), που εκθέτονται στα μουσεία Θάσου, Καβάλας και Θεσσαλονίκης, και στα πολύ λιγότερα έργα αρχαϊκής πλαστικής που διασώθηκαν, διακρίνεται άμεση η επίδραση της ιωνικής καλλιτεχνικής παράδοσης, η οποία δεν θα πρέπει να είναι άσχετη με την περσική πολιτική επιρροή και τις επαφές με τις πόλεις της Μ.Ασίας. Στην πλαστική διακρίνεται, εκτός από την ιωνική και η επίδραση της λαμπρής κυκλαδικής παράδοσης. Το σίγουρο είναι όμως ότι αναπτύχθηκε ένα τοπικό καλλιτεχνικό ύφος, αυτό που η έρευνα αποκάλεσε βορειοϊωνικό, το οποίο συνεχίστηκε και στο λεγόμενο αυστηρό ρυθμό, εξαίρετα δείγματα του οποίου υπάρχουν σε όλο το βόρειο Αιγαίο. Από τα έργα της πλαστικής, τα σημαντικότερα θα πρέπει να θεωρηθούν ο ημίεργος και κολοσσικός κούρος της Θάσου, ένας από τους αρχαιότερους της σειράς των κούρων και ο κούρος από τον Ευρωπό του Κιλκίς. Δείγματα κούρων έχουν βρεθεί επίσης στην Ολυμπιάδα της Χαλκιδικής και στην Αιανή της Κοζάνης πρόσφατα. Εξαίρετα δείγματα είναι επίσης το κεφαλάκι από τη ζωοφόρο του ιωνικού ναού της Θέρμης (μουσείο Θεσσαλονίκης) και το χάλκινο αγαλματίδιο, κούρου επίσης, από τη Ρητίνη Πιερίας (μουσείο Θεσσαλονίκης).
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΛΚΙΝΟ ΚΑΙ ΕΠΙΧΡΥΣΩΜΕΝΟ ΚΑΡΤΗΡΑ ΤΟΥ ΔΕΡΒΕΝΙΟΥ. ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΓΑΜΟ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΙΑΔΝΗ. ΓΥΡΩ ΣΤΑ 330 π.Χ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. |
ΚΛΑΣΣΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ (5ος ΑΙΩΝΑΣ ΩΣ ΜΕΣΑ 2ου π.Χ. ΑΙΩΝΑ)
Η λήξη των περσικών πολέμων και η επικράτηση αθηναϊκής ηγεμονίας και στο αποικιοκρατικό καθεστώς στη Μακεδονία, ορίζει σε γενικές γραμμές την έναρξη της κλασσικής εποχής και στην περιοχή αυτή. Αυτό σήμαινε το σταδιακό έλεγχο όχι μόνο των παράλιων αποικιών και την εκμετάλλευση της ενδοχώρας, αλλά και την ίδρυση της Αμφίπολης, με μεταφορά Αθηναίων αποίκων. Τώρα ουσιαστικά ιδρύονται τα μεγάλα αστικά κέντρα, τα οποία, εκτός από την Όλυνθο που κατέστρεψε ολοσχερώς ο Φίλιππος το 348 π.Χ., συνεχίζουν να ακμάζουν ακόμη και μέχρι τα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Σχετικά με τις πολιτιστικές επιδράσεις της Αττικής, θα μπορούσε να αναφέρει κανείς τη βεβαιωμένη παρουσία καλλιτεχνών στην αυλή των Μακεδόνων βασιλέων (π.χ. Ευριπίδης). Η επίδραση στις εικαστικές τέχνες είναι καταφανής σε πολλά μεμονωμένα έργα τέχνης, κυρίως πλαστικής, αλλά υπάρχουν ακόμη έντονες και οι ιωνικές και οι κυκλαδικές επιδράσεις, ιδίως την κλασσική εποχή. Εκτός όμως από τις επώνυμες πόλεις των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων στις οποίες θα αναφερθούμε εν ολίγοις, υπάρχουν και πάρα πολλοί οικισμοί και πόλεις, ταυτισμένοι ή αταύτιστοι, μεμονωμένα ευρήματα και τάφοι, ή συστάδες τάφων κ.λ. που περιμένουν τη συνθετική τους επεξεργασία, έτσι ώστε, και αυτά με τη σειρά τους, να αρχίσουν να δίδουν απαντήσεις σε βασικά θέματα που αφορούν τον αρχαίο κόσμο και απασχολούν τη σύγχρονη έρευνα και γενικότερα, όχι για λόγους μόνο στενά αρχαιογνωστικούς, το σύγχρονο άνθρωπο. Από τα μεγάλα αστικά κέντρα, ανασκαφές συστηματικές και μάλιστα δημοσιευμένες, είναι της Ολύνθου (Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή), των Φιλίππων, αλλά με ελάχιστα προρωμαϊκά λείψανα (Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή), οι αρχικές έρευνες του Heuzey και κατόπιν του Ρωμαίου στο ανάκτορο της Βεργίνας και κάποιες μικρές έρευνες (μακεδονικός τάφος) στο Δίον, του Σωτηριάδη. Ο Heuzey, όπως είναι γνωστό, έγραψε μια από τις σημαντικότερες συνθέσεις του 19 αι. που αφορά την ιστορία και την αρχαιολογία της Αιτωλοακαρνανίας και της Μακεδονίας. Ανάλογης, και μεγαλύτερης σημασίας έργο της εποχής εκείνης είναι το έργο του Δήμιτσα «Ή Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις καί μνημεΐοις σωζωμένοις», έργο που διατηρεί ακέραια την αξία του και έχει πρόσφατα επανεκδοθεί. Ο Δήμιτσας καταγόταν από το Μοναστήρι. Ήταν η εποχή που στα μεγάλα, ιστορικά κέντρα του Νότου (Ολυμπία, Δελφοί, Δήλος, κ.λ.) είχε ήδη αρχίσει η συστηματική έρευνα που βέβαια, για λόγους ιστορικούς, παρουσίαζε καθυστέρηση στο βορειοελλαδικό χώρο. Και η καθυστέρηση αυτή υπήρξε μεγάλη. Η Όλυνθος, που αποτελεί ακόμη σημαντικότατο σημείο αναφοράς για την έρευνα του τέλους του 5ου και του πρώτου μισού του 4ου π.Χ. αι., αφού είναι η μόνη πλήρως ανασκαμμένη και εκτενέστατα δημοσιευμένη πόλη και μάλιστα με προδιαγραφές ανταποκρινόμενες ακόμη και στις σημερινές απαιτήσεις, ιδρύθηκε το 432 π.Χ., ως συνοικισμός των Χαλκιδέων των παραλίων. Το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης είναι το λεγόμενο «ιπποδάμειο», δηλαδή με οριζόντιους μεγάλους δρόμους και κάθετους μικρότερους, σαν των σύγχρονων μεγαλουπόλεων δηλαδή. Οι δρόμοι αυτοί ορίζουν οικοδομικά τετράγωνα με ύδρευση και αποχέτευση. Το κάθε τετράγωνο είχε δύο συγκροτήματα με πέντε οικίες το καθένα. Το επίπεδο της διαβίωσης είναι υψηλό, ενώ εξαιρετικής ποιότητας είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα από φυσικά χαλίκια. Τα δάπεδα αυτά δίνουν την αίσθηση ερυθρομόρφων παραστάσεων αγγείων, σε αντίθεση με της Πέλλας που απηχούν μεγάλη ζωγραφική. Η αρχαία Όλυνθος, εδώ και μερικά χρόνια, έχει προταθεί να λειτουργήσει ως «αρχαιολογικό πάρκο». Αρχικά έπρεπε να συντηρηθούν τα φθαρτά οικοδομικά λείψανα του χώρου αυτού που είχε πριν από δεκαετίες ανασκαφεί, να γίνει επανέλεγχος των ανασκαφικών δεδομένων, και, τέλος, να δοθεί η δυνατότητα στο σύγχρονο επισκέπτη να βιώσει από κοντά την καθημερινή ζωή μιας αρχαίας πόλης που η σύντομη ζωή της υπήρξε τόσο πολύ ιστορικά φορτισμένη. Περπατώντας στα ερείπια της θα μπορούσε να ακούσει την απελπισία των λόγων του μεγαλύτερου ρήτορα του αρχαίου κόσμου και την κλαγγή των όπλων ενός νέου κόσμου που ανάτειλε. Αλλά ας δούμε τώρα ένα ένα τα μεγάλα αστικά κέντρα η ανασκαφή των οποίων είχε αρχίσει μετά τον πόλεμο και τα τελευταία χρόνια συνεχίζεται εντονότερα. Με την αναφορά μας στα κέντρα αυτά εισερχόμαστε στην ελληνιστική εποχή στη διάρκεια της οποίας, ύστερα από την κατάργηση των ελληνικών πόλεων - κρατών και την κατάκτηση όλου του γνωστού τότε κόσμου, άλλαξε ραγδαία το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο του αρχαίου κόσμου. Ίσως οι ανασκαφές στα μητροπολιτικά αυτά κέντρα της Μακεδονίας, για τα οποία οι γνώσεις μας, ακόμη και σήμερα, είναι περιορισμένες, αρχίσουν να συμβάλλουν εκ των ένδον στην εξήγηση αυτού του πολύπλοκου φαινομένου, της δυναμικής δηλαδή που επέδειξε μια κοινωνία με αρχαϊκές δομές. Ήδη το εύρημα της Βεργίνας και άλλα δίνουν μια ιδέα για τις προϋποθέσεις της δυναμικής αυτής και το μελλοντικό ανασκαφικό έργο είναι σίγουρο ότι επιφυλάσσει εκπλήξεις. Από όλες τις πόλεις στις οποίες θα αναφερθούμε, με τρόπο βέβαια πολύ σύντομο, έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια πολλά νεότερα δεδομένα, η μεμονωμένη ή συνθετική παρουσίαση των οποίων έχει γίνει στο πλαίσιο του ετήσιου συνεδρίου που αναφέραμε. Οι Αιγές, που υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα των Μακεδόνων, εξακολούθησαν να κατοικούνται και μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πέλλα. Από την κυρίως πόλη έχει ανασκαφεί προς το παρόν ελάχιστο τμήμα. Για τις μέχρι το 1984 γνώσεις μας για την πόλη, την ευρύτερη περιοχή, το ιστορικό πλαίσιο και κυρίως τους βασιλικούς τάφους, ο αξέχαστος δάσκαλος Μανώλης Ανδρόνικος ήδη μας είχε αφήσει μια πρώτη συνολική σύνθεση (Ανδρόνικος 1984) με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Στην έκδοση αυτή παραπέμπουμε τον αναγνώστη. Εδώ απλώς θα θυμίσουμε ότι τα μεγάλα ανασκαφικά σύνολα είναι το νεκροταφείο των τύμβων της εποχής του σιδήρου, η τούμπα με τους βασιλικούς τάφους, πολλοί μεμονωμένοι ή όχι μακεδονικοί τάφοι, το αρχαϊκό νεκροταφείο στο οποίο αναφερθήκαμε, το αρχαίο θέατρο, ο χώρος του ιερού της Εύκλειας, τα τείχη, η ανασκαφή των οποίων πρόσφατα έχει αρχίσει, το ανάκτορο, το οποίο δεσπόζει στον τεράστιο αρχαιολογικό χώρο και βέβαια τα οικοδομικά τετράγωνα της αρχαίας πόλης, η οποία φαίνεται ότι είναι τεράστια σε έκταση και ελάχιστα έχει ερευνηθεί. Εκείνο το γεγονός που πραγματικά εντυπωσιάζει στην περίπτωση της Βεργίνας, είναι το γεγονός ότι ο Ανδρόνικος, ήδη από το 1978, χρονιά της πρώτης παρουσίασης των βασιλικών τάφων, χρησιμοποιώντας δημιουργικά τη θεμελιωμένη στις πηγές θέση του Hammond για την ταύτιση των Αιγών με τη Βεργίνα, παρουσίασε ένα ερμηνευτικό μοντέλο το οποίο ολοένα και επαλήθευαν οι ραγδαίες ανακαλύψεις των ετών που ακολούθησαν. Επίσης το γεγονός της άμεσης δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των ανασκαφών, με συνεχείς διαλέξεις ή με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την ανανέωση του ενδιαφέροντος του κοινού για τα αρχαιολογικά δρώμενα στη Μακεδονία και για την αρχαιολογία γενικότερα, όταν μάλιστα είχε την ανεπανάληπτη ευκαιρία να παρακολουθεί από ένα χαρισματικό άνθρωπο το πώς κάποτε θα μπορούσαν να συνδεθούν τόσο φορτισμένα για τη συλλογική μνήμη ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, με απτά αρχαιολογικά ευρήματα. Πρόσφατα, η τούμπα με τους βασιλικούς τάφους στεγάζεται και σε λίγο χρονικό διάστημα θα γίνουν χώροι επισκέψιμοι για το κοινό. Τεράστιος σε έκταση είναι και ο αρχαιολογικός χώρος της Πέλλας (οι αρχαίες επιχώσεις θα πρέπει να έχουν μήκος ίσως και 5 χλμ.) στον οποίο οι πρώτες έρευνες είχαν αρχίσει το 1958. Η ζωή της πόλης αρχίζει από τα τέλη του 5ου π.Χ. αι., όταν δηλαδή ο Αρχέλαος μετέφερε εκεί την πρωτεύουσα του κράτους, και συνεχίζει μέχρι το τέλος της ελληνιστικής περιόδου. Η Πέλλα περιβάλλεται από πολλούς μικρότερους οικισμούς των οποίων ο οικονομικός ρόλος ως προς την πολυάνθρωπη πρωτεύουσα θα πρέπει να θεωρείται προφανής. Από την πόλη που ίδρυσε ο Αρχέλαος δεν σώζονται οικοδομικά λείψανα, ενώ, από την εποχή της βασιλείας του (413 - 399 π.Χ.), έχουν ανασκαφεί προς το παρόν μόνο μερικοί λαξευτοί τάφοι. Η Πέλλα των υστεροκλασσικών και ελληνιστικών χρόνων είναι σχεδόν παραθαλάσσια, αφού με τον Θερμαϊκό τη συνδέει η γνωστή λιμνοθάλασσα η οποία, αργότερα, προσχώθηκε από τα ποτάμια και μεταβλήθηκε σε λίμνη με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της ενδοχώρας και την κατακόρυφη ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης που ίδρυσε το 315 π.Χ. ο Κάσσανδρος. Οι ανασκαφές και εδώ έδειξαν ότι το πολεοδομικό σύστημα της πόλης είναι το ιπποδάμειο. Οι βασικοί ανασκαφικοί τομείς της Πέλλας είναι ο χώρος του ανακτόρου, των οικιών, του νεκροταφείου και της αγοράς. Όπως είναι φυσικό, έχουν καλύψει έναν ελάχιστο χώρο από αυτόν που καταλάμβανε η αρχαία πόλη. Το ανάκτορο σώζεται σε κακή κατάσταση, αλλά η αρχαιολογική του αποκατάσταση το αναδεικνύει σίγουρα σε ένα από τα σημαντικότερα οικοδομικά σύνολα του ελληνιστικού κόσμου, με έκταση 60.000 τ.μ., μεγαλύτερη δηλαδή από το εξ' ίσου σημαντικό, ανάκτορο των Αιγών. Το ίδιο σημαντικά είναι και τα σπίτια της πόλης αυτής (Μακαρονάς - Γιούρη 1989) στα οποία διασώθηκε η γνωστή σειρά των εξαίρετων ψηφιδωτών δαπέδων. Η Πέλλα καταστρέφεται και λεηλατείται από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ., αλλά η ζωή στην πόλη συνεχίζεται μέχρι τον 1ο π.Χ. αι. Το Δίον, στο οποίο, όπως αναφέραμε, οι ανασκαφές είχαν αρχίσει πριν από τον πόλεμο, αλλά έχουν εντατικοποιηθεί από το 1973 και εξής, ήταν η ιερή πόλη των Μακεδόνων, την οποία τιμούσαν με κάθε ευκαιρία οι Μακεδόνες βασιλείς, ήδη από την εποχή του Αρχελάου. Ήταν πόλη με πολύ μικρότερη έκταση από τις προηγούμενες. Τα ελληνιστικά τείχη της, «περίβολος εν τετραγώνω σχήματι», έχουν τα μορφολογικά τους
ΚΕΦΑΛΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ. ΑΘΗΝΑ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ. |
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΛΕΥΚΑΔΙΩΝ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗ ΝΑΟΥΣΑ. ΑΡΧΕΣ 3ου αι. π.Χ. |
ΣΥΜΠΛΕΓΜΑ ΣΙΛΗΝΟΥ, ΜΑΙΝΑΔΑΣ ΚΑΙ ΠΑΝΑ ΑΠΟ ΕΛΕΦΑΝΤΟΣΤΟ. ΒΡΕΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β΄ ΣΤΗ ΒΕΡΓΙΝΑ. ΧΡΟΝΟΛΟΓΕΙΤΑΙ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ 336 π.Χ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ |
ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ ΣΕ ΜΑΚΕΤΑ |
Η ΧΡΥΣΗ ΛΑΡΝΑΚΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥΣ ΤΑΦΟΥΣ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ |
Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (148 π.Χ. ΩΣ ΤΟΝ 3ο ΑΙΩΝΑ μ.Χ.)
Με τη λήξη της ελληνιστικής εποχής η Μακεδονία μεταβάλλεται σιγά σιγά από την μητρόπολη μιας παγκόσμιας δύναμης σε επαρχία μιας αυτοκρατορίας. Αν και συγκριτικά στατιστικά δεδομένα δεν υπάρχουν, ο αριθμός των γνωστών πόλεων και οικισμών, τόσο των ταυτισμένων, όσο και αυτών που είναι γνωστοί από πηγές, είναι σαφώς μεγαλύτερος από την ελληνιστική εποχή. Τα ίδια και το σύνολο του αρχαιολογικού υλικού. Μεγαλύτερος είναι και ο πλούτος των γραπτών πηγών και, ιδιαίτερα, το επιγραφικό υλικό αποτελεί μια ουσιαστική πηγή για ζητήματα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά. Η ρωμαϊκή αρχαιολογία, αντίθετα με την επιγραφική και την ιστορία της εποχής αυτής, έχει πολύ λίγους θεράποντες και το συστηματικό ανασκαφικό έργο ελάχιστα έχει προωθηθεί. Αντίθετα το σωστικό, εκ των πραγμάτων, είναι μεγάλο, αφού τα μεγάλα αστικά κέντρα της ρωμαιοκρατίας στη Μακεδονία κατοικούνται και σήμερα και η ανοικοδόμηση έχει προκαλέσει μεγάλες καταστροφές ή, στην καλύτερη περίπτωση, γρήγορες σωστικές ανασκαφές. Τέτοιες πόλεις είναι η Βέροια, η Θεσσαλονίκη, η Φιλιππούπολη (Plovdiv) της Βουλγαρίας κ.λ., όχι όμως οι Στόβοι στην περιοχή των Σκοπίων (ανασκαφές του Αμερικανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου), το Δίον, οι Φίλιπποι, ή η Αμφίπολη. Αυτά είναι και τα σημαντικότερα αστικά κέντρα. Στα μουσεία της Μακεδονίας, ιδιαίτερα της Βέροιας, του Δίου και της Θεσσαλονίκης, ο αριθμός των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων που εκτίθενται, ιδιαίτερα της πλαστικής, είναι μεγάλος και ιδιαίτερα αξιόλογος, αφού η περιοχή ήταν δυναμική ρωμαϊκή επαρχία και μάλιστα την διέσχιζε η περίφημη Εγνατία οδός. Το σύνολο των σωστικών και των συστηματικών ανασκαφών συνιστά έναν ανεκμετάλλευτο πλούτο, ο οποίος θα γίνει φανερός όταν θα ενταχθεί στα όρια αλλά και στα ερωτήματα που θέτει η εκσυγχρονισμένη μεθοδολογικά ρωμαϊκή έρευνα. Πολεοδομικά η εικόνα των παλιών πόλεων δεν φαίνεται να έχει αλλάξει, δηλαδή εξακολουθείται να τηρείται η αρχή των καθέτων και οριζόντιων δρόμων. Εντελώς πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη εκτελούνται τρία έργα τα οποία άμεσα προβάλλουν το ρωμαϊκό της παρελθόν. Καθαρίζονται τα γλυπτά της αψίδας του Γαλερίου (Καμάρας), ενός από τα σημαντικότερα μνημεία των χρόνων της τετραρχίας που διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας. Αποκαλύφθηκε σε οικόπεδο της οδού Απελλού (περιοχή ανακτόρου του Γαλερίου) μέρος ελλειψοειδούς, μάλλον, τεράστιου κτιρίου, το οποίο θα πρέπει να είναι το γνωστό στάδιο των πηγών στο οποίο μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος (ΑΕΜΘ 3, 1989). Το μνημείο μάλλον θα απέληγε αμέσως ανατολικά από την Αγία Σοφία-αντιλαμβάνεται αμέσως κανείς το μέγεθος της καταστροφής. Επίσης έχει ξαναρχίσει το ανασκαφικό έργο στη ρωμαϊκή αγορά (πλατεία Δικαστηρίων), το οποίο προσθέτει νέα πολύτιμα στοιχεία και επανεξετάζει προβλήματα που έθεσε η έρευνα της δεκαετίας του '60. Νεότερα στοιχεία για τη ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη προκύπτουν επίσης και από τις ανασκαφές που είναι αναγκαίες πριν από την κατασκευή υπόγειου χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων στην πλατεία Διοικητηρίου, περιοχή βορειοδυτικά της οποίας τοποθετούνται τα ρωμαϊκά ιερά της πόλης. Μεγάλο ορατό μνημειακό σύνολο των χρόνων της τετραρχίας είναι το γαλεριανό συγκρότημα το οποίο αποτελείται από το ανάκτορο, το θριαμβικό τόξο (Καμάρα), που σώζεται κατά το ήμισυ, και τη Ροτόντα, που αργότερα έγινε χριστιανικός ναός. Εντυπωσιακά είναι τα ρωμαϊκά ερείπια των Φιλίππων με την αγορά, τους ναούς, τη βιβλιοθήκη, την παλαίστρα, τις βεσπασιανές (αφοδευτήρια), τα τείχη, το θέατρο, την ακρόπολη. Επίσης του Δίου, του οποίου το ρωμαϊκό οικοδομικό σύνολο των δημοσίων κτιρίων βρίσκεται έξω από τα τείχη. Στους Φιλίππους υπάρχει τεράστιος διαθέσιμος ανασκαφικός χώρος για την ανεύρεση τετραγώνων με οικίες, πράγμα που στο Δίον ήδη έχει αρχίσει. Στα μουσεία της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να δει εξαιρετικά δείγματα από πορτρέτα αυτοκρατόρων, αττικές σαρκοφάγους (σαρκοφάγους με ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις κατασκευασμένες σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Αθήνα), δύο τρία πορτρέτα αριστουργηματικά από κάθε άποψη και αντίγραφα διάσημων φειδιακών και μεταφειδιακών έργων, τα οποία κοσμούσαν δημόσιους χώρους κατά τις ρωμαϊκές συνήθειες. Τα έργα αυτά, έργα προπαγάνδας πολιτιστικής (π.χ, Αθηνά πρόμαχος) ή έργα ενός ψυχρού κάπως κλασσικισμού, δεν έχουν καμία σχέση ως προς τη ζεστασιά και την αμεσότητα που αποπνέουν έργα εξαιρετικά δημοφιλή για τα γούστα της εποχής, όπως π.χ. η «Εν κήποις 'Αφροδίτη», ένα χυμώδες αντίγραφο ενός χαμένου πρωτοτύπου του τέλους του 5ου αι. π.Χ. Μετά την ύστερη αρχαιότητα αρχίζει, με βάση την αρχαιολογική ορολογία, η παλαιοχριστιανική περίοδος, μια περίοδος η οποία έχει να επιδείξει ένα αρχαιολογικό πλούτο ανάλογο ή και μεγαλύτερο με των προηγουμένων περιόδων.
Θεόφιλου: Ο Μέγας Αλέξανδρος. Αθήνα, Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. |
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ - ΑΘΗΝΑ : ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ, 1995
from ανεμουριον https://ift.tt/339yoPD
via IFTTT