Σεπτέμβριος του 1944. Ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος πλησιάζει προς το τέλος του. Οι Γερμανοί έχουν αρχίσει να αποχωρούν από την Ελλάδα. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση - με πρωθυπουργό το Γεώργιο Παπανδρέου και τη συμμετοχή της αριστεράς - μεταφέρεται από το Κάιρο στην Ιταλία. Εγκαθίσταται σ’ ένα μικρό χωριό με μερικά ξενοδοχεία, το Cava dei Tirreni (το Σπήλαιο των Τυρρηνών) ανάμεσα στη Νάπολη, την Καζέρτα και το Σαλέρνο. Σε κείνο το μικρό, απομονωμένο χώρο, θα παιχτούν ορισμένες από τις καίριες σκηνές του «έργου» που λίγο μετά πρόκειται να εξελιχθεί στην «ελληνική τραγωδία». Κι όμως τα ντοκουμέντα που υπάρχουν για την περίοδο εκείνη είναι ελάχιστα. Τα φωτογραφικά δε σχεδόν ανύπαρκτα. Οι φωτογραφίες έτσι - οι σχεδόν «ερασιτεχνικές» - που ανακάλυψε το «Τέταρτο» (χάρη στην ερευνητική μανία του Γ. Ζεβελάκη) και που τυπώνονται εδώ για πρώτη φορά έχουν ιδιαίτερη σημασία. Για τη σημασία αυτή - αλλά κυρίως για το πολιτικό κλίμα της εποχής - γράφει ο ιστορικός (καθηγητής στην Πάντειο) Γιάννης Γιαννουλόπουλος. Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση αυτών των φωτογραφικών τεκμηρίων. Μαζί με την κυβέρνηση στο Cava βρίσκεται κι ένας διπλωματικός: ο Γιώργος Σεφεριάδης. Ο Γιώργος Σεφέρης, που παρατηρεί, σημειώνει τις εντυπώσεις του στα ημερολόγιά του και γράφει σε κείνο το «μικρό τυρρηνικό χωριό» «πίσω απ’ τη θάλασσα του Σαλέρνο» το περίφημο ποίημά του «Τελευταίος σταθμός». Τη σύνδεση των φωτογραφιών με το ποίημα και τα ημερολόγια του Σεφέρη ανέλαβε να κάνει ο μελετητής του σεφερικού έργου Παύλος Ζάννας. Ο Γιώργος Ζεβελάκης, τέλος, κλείνει το αφιέρωμα γράφοντας για το πώς ανακάλυψε τις φωτογραφίες και για το φίλο του, το δημοσιογράφο Μανώλη Ρέπα, που έφεδρος, τότε, ανθυπολοχαγός τις τράβηξε «έτσι από περιέργεια», με μια απλή μηχανή Kodak.
«Η ελληνική κυβέρνηση δεν γνωρίζει το παραμικρό...»
...Παραπάνω είναι τα σύννεφα της ρητορείας του Παπανδρέου. Και παραπάνω ο Δίας με το πούρο που κάνει δώρα ή απειλεί με αστραπόβροντα. Γ. Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο A΄, εγγραφή 30 Αυγ. 1944.
Δεν μπορώ να συλλάβω γιατί ήρθαμε εδώ (στη Ν. Ιταλία). Μπορεί να υπάρχει λόγος σοβαρός, αλλά δεν τον ξέρω ακόμα ούτε μπορώ να τον μαντέψω. Π. Κανελλόπουλος, Ημερολόγιο, εγγραφή 9 Σεπ τ. 1944.
Εαν ήταν κανείς υποχρεωμένος να δώσει μια αληθινή εικόνα της πλειοψηφίας της ελληνικής κυβερνήσεως του Κάιρου και εν συνεχεία της Νότιας Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1944, θα έπρεπε ίσως, παρά το γνωστό κίνδυνο να γίνει δυσάρεστος εμμένοντας στις πραγματικότητες εκείνης της εποχής και όχι στις όποιες μεταγενέστερες ωραιοποιήσεις, να την παρομοιάσει με έναν αναγκαστικά ουδέτερο παρατηρητή των εξελίξεων στην Ελλάδα και τη βαλκανική χερσόνησο που βρίσκεται σε κατάσταση μόνιμης αμφιθυμίας κινούμενος ανάμεσα στην ονειροπόληση και το άγχος μιας πιθανής εγκατάλειψης, που τρέφεται με ψήγματα πληροφοριών και εντελώς γενικής φύσεως διαβεβαιώσεις, που επιλέγει την αυταπάτη παρερμηνεύοντας συστηματικά το ρόλο του - το τελευταίο ισχύει κατά κύριο λόγο για τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου του οποίου η μνημειώδης φράση j’ai sauve la Grece θα συνοδεύει για αρκετό καιρό το σκίτσο του, ως ειρωνική λεζάντα, μετά την πρώτη έντυπη χρήση της για το σκοπό αυτό στο βιβλίο του Osbert Lancaster[1] - και που εξαρτάται κατά τρόπο απόλυτο από τις αγγλικές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Και είναι αυτές ακριβώς οι αρχές που παρακολουθούν και σταθμίζουν με προσοχή τις ραγδαίες αλλαγές στη γεωγραφία του πολέμου και τις πολιτικές επιπτώσεις τους, όχι μόνο μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά και στον υπόλοιπο βαλκανικό χώρο. Το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου καταρρέει το γερμανικό μέτωπο στη Ρουμανία και λίγες μέρες αργότερα ο Σοβιετικός στρατός περνάει τα βουλγαρικά σύνορα. Οι Γερμανοί θα έπρεπε κανονικά να αρχίσουν να αποχωρούν για να μην αποκλειστούν στο νότιο άκρο της χερσονήσου από τη ρωσική προέλαση και τη γενική αντεπίθεση των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων. Η βρετανική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα κρίνεται απαραίτητη αλλά στο δρόμο για την πραγματοποίησή της εξακολουθούν να ορθώνονται τα τελευταία από τα εμπόδια - πολλά είχαν ήδη αντιμετωπιστεί με επιτυχία - που η αγγλική πλευρά γνώριζε ότι έπρεπε να υπερπηδήσει ή να παρακάμψει όταν έλαβε την κατ’ αρχήν απόφαση ένα χρόνο νωρίτερα, το Σεπτέμβριο του 1943, να επέμβει στρατιωτικά στην Ελλάδα μετά τη γερμανική αποχώρηση. Τα εμπόδια της τελικής ευθείας ανήκαν, όπως και τα προηγούμενα, στις ίδιες τις γνωστές από εκείνη την εποχή κατηγορίες προβλημάτων: επιφυλάξεις της αγγλικής στρατιωτικής ηγεσίας που δεν είχε μεν διαφορετικούς στόχους από τον Αγγλο πρωθυπουργό αλλά ούτε και τις ίδιες πάντα προτεραιότητες. Αντιδράσεις του τύπου, ελάχιστα φιλικού μέχρι τότε προς την ελληνική πολιτική του Τσώρτσιλ και ο ανεπιθύμητος αντίκτυπος τους στην κοινή γνώμη. Ενοχλητικές, εκτός εθνικοαυτοκρατορικού consensus, ερωτήσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων από ορισμένους κατά σύστημα ενοχλητικούς βουλευτές του εργατικού κόμματος. Και έξω από τις αγγλικές ακτές: ο αμερικανικός παράγοντας, η στάση της Σοβιετικής Ένωσης, οι ακριβείς προθέσεις και δυνατότητες των γερμανικών δυνάμεων κατοχής, η πιθανή συμπεριφορά του ΕΛΑΣ. Όλα αυτά απαιτούσαν μια σειρά λεπτών τακτικών χειρισμών, προσεκτικών υπολογισμών και κρίσιμων αποφάσεων. Η κυβέρνηση Παπανδρέου όχι απλώς δεν καλείται να εκφέρει γνώμη ή δεν ενημερώνεται σχετικά, αλλά της απαγορεύεται ρητά η είσοδος στην περίμετρο των σημαντικών ζητημάτων. «Η ελληνική κυβέρνηση δεν γνωρίζει το παραμικρό για το συγκεκριμένο σχέδιο και δεν πρέπει σε καμμία περίπτωση να πληροφορηθεί τίποτα σχετικά με αυτό»[2] υπενθυμίζει ο Τσώρτσιλ στον Έντεν παρουσιάζοντας τις φάσεις του επιχειρησιακού σχεδίου για την εγκατάσταση της εξόριστης κυβέρνησης στην Αθήνα αμέσως μετά την αιφνιδιαστική κατάληψή της από ειδικές μονάδες του βρετανικού στρατού «εάν και όταν αποχωρήσουν οι Γερμανοί» και πάντοτε «με πρόσχημα τη (δημιουργία συνθηκών ομαλότατος για τη) διανομή συμμαχικής βοήθειας»[3]. Στα πλαίσια των παραπανω προετοιμασιών αποφασίστηκε από τις αγγλικές αρχές η μεταφορά, στις 7 Σεπτεμβρίου, της «Κυβερνήσεως Εθνικής Ενώσεως» από το Κάιρο στη μικρή πόλη Cava dei Tirreni - γνωστή εντός ολίγου και ως φάκα dei Greci κατά μαρτυρία του Γιώργου Σεφέρη - 45 χιλιόμετρα περίπου έξω από τη Νάπολη. Η ελληνική αποστολή κατέλυσε στα ξενοδοχεία Vittorio και Impero, ενώ στον πρωθυπουργό παραχωρήθηκε ως κατοικία και χώρος επαφών ή συνεδριάσεων η εξοχική βίλα που είχε χρησιμοποιήσει για ένα διάστημα και για τους ίδιους λόγους ο Badoglio. Κάθε απόφαση για μετακίνηση προς ανατολάς με προορισμό την Ελλάδα προέρχεται από τις αγγλικές αρχές οι οποίες και την ανακοινώνουν στους ενδιαφερομένους υπουργούς 24 ώρες πριν από την πραγματοποίησή της. Ο κανόνας αυτός τηρείται με σχολαστική ακρίβεια τόσο στην περίπτωση του Π. Κανελλόπουλου και, λίγο αργότερα, του Θ. Τσάτσου και Γ. Ζεύγου - χωρίς καν να ληφθεί υπόψιν το γεγονός ότι ο πρώτος είχε τονίσει σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ότι «είναι ανάγκη να δοθεί τέρμα στο περίεργο ίνκόγνιτο της εδώ παρουσίας μας»[4] - όσο και σε σχέση με το ταξίδι του πρωθυπουργού και των υπολοίπων μελών της κυβερνήσεώς του προς την ελληνική πρωτεύουσα. Η κατάσταση στην κατεχόμενη Ελλάδα το φθινόπωρο του 1944 φαινόταν να ευνοεί τις βρεττανικές επιδιώξεις. Ιδιαίτερα μετά τη Συμφωνία της Καζέρτας με την οποία ο ΕΛΑΣ δέχτηκε τους όρους του Σκόμπυ και τον ίδιο ως «Στρατηγό Διοικητή των δυνάμεων εν Ελλάδι». Η Καζέρτα ήταν και το μόνο αξιοσημείωτο γεγονός για την κυβέρνηση Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Νότια Ιταλία. Τα κύρια, από ελληνικής πλευράς, πρόσωπα της Διάσκεψης είναι και ορισμένα από αυτά που πρωταγωνιστούν και στις πολύτιμες φωτογραφίες που δημοσιεύονται για πρώτη φορά εδώ. Θα πρέπει να τραβήχτηκαν στις 27 Σεπτεμβρίου, μια μέρα μετά την υπογραφή της συμφωνίας εφόσον την επομένη, στις 28 του μηνός, δύο από τους εικονιζόμενους (ο Γ. Ζεύγος και Θ. Τσάτσος) αναχώρησαν από την Cava για την Ελλάδα. Ένα άλλου τύπου terminus ante quern θα μπορούσε να είναι, για όσους δεν καταφέρνουν - πολύ ορθά - να αντιστέκονται στον πειρασμό της αναφοράς στο Σεφέρη, η 1η Οκτωβρίου οπότε «ήρθε ένα αυτοκίνητο και μοίρασε στους στρατιωτικούς και τους υπουργούς αδιάβροχα, παπούτσια, εσώρουχα. Τ’ απόγευμα έμοιαζαν όλοι σαν οικότροφοι ορφανοτροφείου που φόρεσαν καινούρια χειμωνιάτικα»[5]. Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες καταγράφουν την κίνηση της ημέρας στην πρωθυπουργική βίλα και οι υπόλοιπες εκείνες του υπουργικού ξενοόοχειου. Ο φακός του Μανώλη Ρέπα, ιδιαίτερα στα ενσταντανέ που αφορούν αποκλειστικά τον Έλληνα πρωθυπουργό, σίγουρα κατορθώνει να συλλάβει και να αναδείξει αυτό το αναμφισβήτητο «κάτι» που διέθετε, την περίοδο εκείνη τουλάχιστον, ο Γεώργιος Παπανδρέου· κάτι που τόσο οι Άγγλοι ιθύνοντες όσο και οι άμεσοι υφιστάμενοί τους που είχαν την καθημερινή ευθύνη του χειρισμού των ελληνικών υποθέσεων, το εύρισκαν συχνά ενδιαφέρον και χρήσιμο, κατά κανόνα διασκεδαστικό (δεν πρόκειται άλλωστε για αλληλοαποκλειόμενες έννοιες) και άλλοτε πάλι, σε ορισμένες κρίσιμες περιστάσεις, εξαιρετικά εκνευριστικό. Οι δύο που έχουν ως φόντο την κύρια είσοδο του ξενοδοχείου Vittorio, με εμφανή και χαίνοντα τα τραύματα του πολέμου, επιβεβαιώνουν παρεμπιπτόντως, και απολύτως, την παρατήρηση του Θ. Τσάτσου «Υπουργού της Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως σε ηλικία 38 ετών» ότι οι Ιταλοί καραμπινιέροι φορούσαν «ναπολεόντειον πίλον» αλλά και κλονίζουν πάντως τα όσα αναφέρονται στη συνέχεια, ότι δηλαδή «ίστανται εις προσοχήν όταν δίηρχόμεθα»[6]. Ολόκληρη η σειρά των φωτογραφιών του Ρέπα αποτελεί ένα σπάνιο και σημαντικό τεκμήριο, όχι μόνο γιατί είναι πραγματικά ελάχιστες οι φωτογραφίες που διαθέτουμε για την ιταλική περίοδο της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και τους υπουργούς του ΕΑΜ, αλλά και για τον εμφανώς ανεπίσημο χαρακτήρα τους ακόμα και όταν «το θέμα» όχι απλώς υποψιάζεται αλλά περιμένει το φακό. Τις διατρέχει όλες ή περίπου όλες, μια αίσθηση home movies που είναι τόσο διαφορετική από την αθέατη προεργασία, την επιμονή στην τεχνική αρτιότητα, την προβλεπτικότητα και την προσεκτική σκηνοθεσία των ταινιών επικαίρων που παράγονται από σοβαρούς επαγγελματίες.
Αν αφήναμε κατά μέρος την αναμφισβήτητη και αναντικατάστατη αξία της αυθεντικότητας γενικώς και ειδικά σε σχέση με τα ιστορικά τεκμήρια, θα μπορούσε άραγε η παραπάνω διαφορά να έχει κάποια χρησιμότητα και ως γενικότερος συμβολισμός;
Σημειώσεις
[1]Classical Landscape, Λονδίνο 1947. Εξ οικείων τα βέλη. Ο ήδη γνωστός τεχνοκριτικός, ζωγράφος και σκιτσογράφος ήταν ακόλουθος τύπου της Βρεττανικής Πρεσβείας στην Αθήνα από τον Ιανουάριο του 1945 μέχρι το καλοκαίρι του 1946. Το βιβλίο του μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Τα Νέα» το Νοέμβριο του 1947.
[2]Τσώρτσιλ προς Έντεν, 29 Αυγ. 1944, Prem 3/210.
[3]Πρακτικά Υπουργικού Συμβουλίου, 9 Αυγ. 1944, απόσπασμα, Prem 3/212.
[4]Π. Κανελλόπουλος, Ημερολόγιο, Αθήνα (Κέδρος), 1977, σ. 629, εγγραφή 10 Σεπτ. 1944.
[5]Γ. Σεφέρης, Πολιτικό Ημερολόγιο A', Αθήνα ( Ικαρος) 1979, σ. 269, εγγραφή 1 Οκτ. 1944. s [6]Θ. Τσάτσου, Αι παραμοναί της απελενθερώσεως (1944), 6' έκδοση, Αθήνα ( Ικαρος) 1973, εσώφνλλο και σ. 132.
Γιώργος Σεφέρης «Τελευταίος Σταθμός»
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ' ἀρέσαν. / Τ' ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις / ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας / καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες, / πιὸ καθαρά μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις. /Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω / λίγα φεγγάρια ἀπὸμειναν στὴ μνήμη∙ /νησιά, χρῶμα θλιμμένης Παναγίας, ἀργά στὴ χάση / ἤ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριᾶ ρίχνοντας κάποτε / σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμούς καὶ μέλη ἀνθρώπων / βαριά μιὰ νάρκη. Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα / ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χαράξει / σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια / στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος / ἦρθε ἡ στιγμή τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται / νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι∙ / σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικό χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ θάλασσα τοῦ Σαλέρνο / πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη / μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι /ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν / τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο. /
Σιωπές ἀγαπημένες τῆς σελήνης…
Εἶναι κι αὐτός ἕνας εἱρμός τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος / ν' ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς / δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο / ποὺ ξέφυγε κρυφά καὶ φέρνει / μαντὰτα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἀπὸ τοὺς συντρόφους, / καὶ βιάζεσαι ν' ἀνοίξεις τὴν καρδιά σου / μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιά καὶ τὸν ἀλλάξει. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη τὴ Συρία∙ / τὸ κρατίδιο / τῆς Κομμαγηνῆς πού 'σβησε σὰν τὸ μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στὸ μυαλό μας, / καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια / κι ἔπειτα ἀπὸμειναν τὸπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες / χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια. / Ἐρχόμαστε ἀπ' τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ' τὶς θάλασσες τοῦ Πρωτέα, / ψυχές μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες, / καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλί μές στὸ κλουβί του. / Τὸ βροχερό φθινόπωρο σ' αὐτή τὴ γούβα / κακοφορμίζει τὴν πληγή τοῦ καθενός μας / ἤ αὐτὸ ποὺ θα ΄λεγες ἀλλιῶς νέμεση μοῖρα / ἤ μοναχά κακές συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη, / ἤ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων. / Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους∙ / ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο∙ / χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἑνα ἄσπρο στῆθος / μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας / καὶ πόδια ποὺ θά τρέχανε – κι ἄς εἶναι τὸσο κουρασμένα – / στὸ παραμικρό σφύριγμα τοῦ κέρδους. / Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο, / ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο - ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἁπλώνουν∙ / σὰν ἔρθει ὁ θέρος / προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ' ἄλλο χωράφι∙ /σὰν ἔρθει ὁ θέρος / ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νά ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ / ἄλλοι μπερδεύονται μὲς στ' ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητορεύουν. / Ἀλλά τὰ ξόρκια τ' ἀγαθά τὶς ρητορεῖες, / σάν εἶναι οἱ ζωντανοί μακριά τί θὰ τὰ κάνεις; / Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα; / Μήν εἰναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή; / Καιρός τοῦ σπείρειν, καιρός τοῦ θερίζειν!..
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε. / Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμαλώτου τὴ σκέψη / τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατὰντησε κι αὐτὸς πραμάτεια / δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δέν μπορεῖς. / Ἴσως καὶ νά 'θελε νὰ μείνει βασιλιᾶς ἀνθρωποφάγων / ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανείς δὲν ἀγοράζει, / νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων / ν' ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ' τὸ δὲντρο τοῦ μπαμποὺ, / καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί μὲ τερατώδεις προσωπίδες. / Ὅμως ὁ τὸπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τὸν καῖνε σὰν τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις / εἴτε στὸ σκοτεινό βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια, νύχτες καὶ νύχτες / εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θά βουλιάξει καθὼς τὸ δείχνουν οἱ στατιστικές, / ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν / ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες μὲ τὰ δὲντρα ἐκεῖνα / ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση / κι αὐτά καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν∙ / ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελῶντας / λεῦγες καὶ λεῦγες∙ / ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας. / Κι ἄ σοῦ μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς / εἶναι γιατὶ τ' ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη / δέν κουβεντιάζεται γιατί εἰναι ζωντανή / γιατί εἰναι ἀμίλητη καὶ προχωράει∙ / στὰζει τὴ μέρα, στὰζει στὸν ὕπνο /μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης / ποὺ ἔφυγε μ' ἀνοιχτές πληγές ἀπ' τὸ νοσοκομεῖο / ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη / ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μές στὴ συσκοτισμένη πολιτεία, / οὔρλιαζε ψηλαφῶντας τὸν πόνο μας∙ «Στὰ σκοτεινά / πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινά προχωροῦμε…» / Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ’ ἀρέσουν.
Casa dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ‘44
«Καθώς Μαυρίζει Το Φωτογραφικό Χαρτί Στον Ήλιο»
Η φωτογραφία βεβαιώνει πως αυτό που βλέπουμε υπήρξε. «Αυτό ήταν» (δεν είναι πια), αυτό είναι το νόημα κάθε φωτογραφίας[1]. Αυτό όμως που ήταν μας προσφέρεται αποσπασματικά. Είναι ένα στιγμιότυπο που μας δείχνει μόνο ό,τι έστησε ο φωτογράφος μπροστά στο φακό (δικιά του η επιλογή), ό,τι χωράει στο πλαίσιο που ορίζει η μηχανή και η εκτύπωση στο φωτογραφικό χαρτί. Μένουν απ’ έξω όλα τα άλλα και χίλια δυο πράγματα δίπλα σε όσα η φωτογραφία «πιάνει». Κάποτε ακόμη κι ένα ανθρώπινο σώμα κόβεται στα δύο και «υπάρχει» μόνο το μέρος εκείνο που βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο. Αλλοτε τα κεφάλια είναι κομμένα, έξω από το περιθώριο, ανύπαρκτα, ενώ το ανθρώπινό τους σώμα υπάρχει. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας της φωτογραφίας την κάνει να μη μπορεί να διατηρήσει την αρχική της αμετάκλητη βεβαιότητα, την κάνει να επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες, καθώς ταξιδεύει έρμαιη στο χρόνο. Η φωτογραφία λειτουργεί τότε και ως παράθεμα, «χωρίο» από μια πιο μεγάλη ενότητα, από ένα πιο μεγάλο κείμενο[2]. Και κάθε παράθεμα, ανάλογα με το ποιος και πώς το διαλέγει και που το εντάσσει, μιλάει διαφορετικά. Έτσι και τη φωτογραφία, μπορείς να την κάνεις να μιλήσει όπως εσύ θέλεις. Cava dei Tirreni. Τοπωνύμιο που δένεται άρρηκτα (και για πολλούς αποκλειστικά) με τον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη (και, ακόμη, με το «Απομεσήμερο ενός φαύλου» και κάποιες ημερολογιακές σελίδες του 1944, από τις Μέρες και το Πολιτικό ημερολόγιο, που τις γνωρίσαμε πολύ αργότερα). Κάποια στιγμή στα κείμενα προστέθηκε μια φωτογραφία: το πτυσσόμενο τραπέζι πάνω στο οποίο γράφτηκε το ποίημα. Χαρτιά, μολύβια, ένα μικρό βάζο με κυκλάμινα (Κυριακή, 8 Οκτώβρη. Σήμερα ανηφορίσαμε με τη Μαρώ στην κορυφή του βουνού που βλέπουμε από το παράθυρό μας κάθε πρωί. [...] Από την κορυφή η θάλασσα, θαυμάσιο γκρίζο. Μαζέψαμε κυκλάμινα μέσα στ’ αγκάθια. Δε σκέφτηκα ούτε στιγμή την αθλιότητά μας. Γυρίζοντας ήμουν καλύτερος άνθρωπος)[3]. Πίσω από τη μπαλκονόπορτα και το μπαλκόνι δεν ξεχωρίζεις το τοπίο. Ο ποιητής δεν υπάρχει στη φωτογραφία. Και δεν υπάρχει καμία φωτογραφία του Σεφέρη στην Κάβα. Ο ποιητής ένα κενό[4]. Το δωμάτιο βρίσκεται στο ξενοδοχείο Impero. Σάββατο, 16 Σεπτέμβρη [1944]. Cava dei Tirreni «Albergo Impero». Φτάσαμε σήμερα το πρωί σε τούτη την τελευταία έδρα, υποθέτω, της ελληνικής προσφυγικής Κυβέρνησης. Η συνοδεία ολάκερη εξουθενωμένη. [...] Η Cava είναι ένα χωριουδάκι πάνω από το Salerno, τριγυρισμένο από λόφους, μισή ώρα μακριά από την Πομπηία και μια ώρα από τη Νάπολη. Χαρά να βλέπεις λίγα λοφάκια, την πρασινάδα, και ν’ ανασαίνεις τον καθαρό αέρα ύστερ’ από το τέλμα της Αίγυπτος. Σωματική χαρά. Εκτός από αυτό, διόλου ευχαριστημένος που είμαι εδώ' είμαι σαν το ξένο παραμύθι σε τούτη εδώ τη σκηνοθεσία και τους κομπάρσους. [,..][5]. ... σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο / πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού... Ο «Τελευταίος σταθμός» έχει την ένδειξη «Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44».«Το απομεσήμερο ενός φαύλου», 7 Οκτωβρίου, πάλι ...σ’ αυτούς ανάμεσα τους ήπιους λόφους / όπου μας κλείσανε σαν υποτρόφους[6]. Όμως στις 16 Οκτωβρίου διαβάζουμε στις Μέρες: Χτες όλο το απόγεμα δοκίμασα να συνεχίσω ένα ποίημα που άρχισα εδώ και λίγες μέρες («Τελευταίος σταθμός»). Αναγκάστηκα να το αφήσω· βαρύς το βράδυ. Σκέπτομαι με φρίκη πως δεν έχω πια την ευκινησία να μπαινοβγαίνω στην ποιητική ατμόσφαιρα, που ίσως να είχα άλλοτε[7]. Δύο μέρες αργότερα ο Σεφέρης ξεκινά για το ταξίδι της επιστροφής. Το ποίημα πρωτοδημοσιεύεται στο Τετράδιο το Μάρτιο του 1947. Ύστερα από σαράντα τέσσερα χρόνια, ένδεκα φωτογραφίες από την Κάβα. Ο τόπος, τα κτίρια και κάποιοι από αυτούς που έμεναν στον «τελευταίο σταθμό» - ένα κομμάτι της ιστορίας που μας το θυμίζει και το ζωντανεύει (προκαλώντας τη φαντασία μας) η φωτογραφία. Από τις φωτογραφίες λείπουν πολλά πρόσωπα. Από όσα μνημονεύει πιο συχνά ο Σεφέρης λείπουν ο Γιώργος Καρτάλης, ο Αλέκος Ξύδης και ο Φίλιππος Δραγούμης. Βάζω τις φωτογραφίες σε κάποια τάξη, σε κάποια σειρά. Προσπαθώ να συνθέσω αυθαίρετα το χώρο και το χρόνο της Κάβας με την κυρίαρχη, για μένα, αίσθηση της ποίησης του Σεφέρη και της παρουσίας εκεί του διπλωμάτη Σεφεριάδη.
Κυριακή, 17 Σεπτέμβρη. [...] Οι ελληνικοί πληθυσμοί της Κάβας είναι εγκαταστημένοι σε δύο ξενοδοχεία: τούτο, το δικό μας, και το «Vittorio», στον κεντρικό δρόμο, σ’ ενός τσιγάρου απόσταση. Στο «Vittorio» μένουν όλοι οι υπουργοί και ο πολιτευόμενος κόσμος· στο «Impero» σύσσωμο το Υπουργείο Εξωτερικών. Ψηλότερα δυο βίλες δεσπόζουν αυτό το ανήσυχο πλήθος: Η βίλα της Αγγλικής Πρεσβείας, η άλλη του Έλληνα πρωθυπουργού[8].
Ο Γεώργιος Παπανδρέου, πρωθυπουργός της εξόριστης Ελλάδας, στη βίλα πάνω από το χωριό. Στα πόδια του κάποια σκόρπια σπίτια του χωριού. Στη μέση, σα μακρόσυρτη λουρίδα μέσα στους κήπους, τα ξενοδοχεία9. Πιο ψηλά άλλα εξοχικά σπίτια. (Πριν από λίγα χρόνια ένας άλλος ποιητής, ο Τίτος Πατρίκιος, βρέθηκε στην Κάβα. Το ίδιο τοπίο αντίκρισε κι εκείνος με αναπόφευκτη την ανάμνηση του Σεφέρη: Από το τράνταγμα του τρένου βόρεια κατεύθυνση για Νάπολη ξύπνησα απότομα σ’ ένα σταθμό κι είδα μια επιγραφή στ’ αριστερά Cava dei Tirreni με παραδίπλα μικρότερη μιαν άλλη Gabinetti. Μεγάλα τ’ αποπίσω σπίτια και μετά βουνά από τα δεξιά άσκημα κτίρια σαν αποθήκες κατόπι περιβόλια και πίσω τους πάλι βουνά. Τα ίδια βουνά των Αουκανών που αντίκριζε γράφοντας ο Σεφέρης καθώς ετοιμαζόταν να κινήσει για τον τόπο του παίρνοντας την αντίθετη κατεύθυνση)[10]. Πάνω από τους λόφους συννεφιά. (Δευτέρα, 25 Σεπτέμβρη. [...] Σήμερα την αυγή ούγιες από βαριά σύννεφα στα τριγυρινά βουνά κι έπειτα μπόρα. […])[11]. Στην άκρη του μπαλκονιού, κρατώντας το κάγκελο με τα δύο χέρια ο πρωθυπουργός οραματίζεται, κοιτάζει στό άπειρο. Έχεις την αίσθηση πως θα βγάλει προεκλογικό λόγο μπροστά σε κάποια λαοθάλασσα υποταγμένη στα πόδια του. Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας ή αυτό που θα ’λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Φωτογραφία 2
Φωτογραφία 2
Το ίδιο μπαλκόνι, καταλαβαίνουμε τώρα πως βρίσκεται στο δεύτερο πάτωμα. Διακρίνονται οι μπαλκονόπορτες, το κάτω πάτωμα (κλειστά τα παντζούρια) και τα αναρριχόμενα (μπουκαμβίλιες). Βάδισμα και χειρονομία ...του ιεροφάντη που ρητορεύεται λειτουργικά μπρος στα πιστά του μηρυκαστικά[12].
Φωτογραφίες 3 ως 6
Συνεργασίες, συναντήσεις, συζητήσεις του πρωθυπουργού στο πρώτο πάτωμα της κατοικίας του, στο μπαλκόνι που κάπως δένεται με την πίσω πλευρά του σπιτιού η οποία ίσως βλέπει κι ακουμπά στην ανηφοριά του λόφου. Στο βάθος κλιματαριά, κήπος με οπωροφόρα.
Φωτογραφίες 3 ως 6
Συνεργασίες, συναντήσεις, συζητήσεις του πρωθυπουργού στο πρώτο πάτωμα της κατοικίας του, στο μπαλκόνι που κάπως δένεται με την πίσω πλευρά του σπιτιού η οποία ίσως βλέπει κι ακουμπά στην ανηφοριά του λόφου. Στο βάθος κλιματαριά, κήπος με οπωροφόρα.
Φωτογραφία 3
Ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί Γιάννης Ζέβγος, Θεμιστοκλής Τσάτσος, Χρίστος Σγουρίτσας. Πίσω τους κάποιος μη υπουργός - πρόκειται ίσως για τον Λ. Κωστόπουλο, που ανήκε στην παράταξη του Καρτάλη. Δεξιά και αριστερά δύο ακρωτηριασμένα, από το φωτογράφο, σώματα (θεώρησε άραγε τα πρόσωπα λιγότερο σημαντικά ή μήπως το μπαλκόνι δεν του επέτρεπε να πάρει μεγαλύτερη απόσταση, να μεγαλώσει την οπτική γωνία;) Αριστερά ένα χέρι που κρατάει κάτι χαρτιά, δεξιά κάποιος άλλος: χοντρό παπούτσι, σταυρωτό σακάκι.
Φωτογραφία 4
Ο Σγουρίτσας, ο πρωθυπουργός και το χέρι κάποιου συνομιλητή του. Τον ανακαλύπτουμε με μια μικρή μετακίνηση του φακού στην επόμενη φωτογραφία.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου συζητάει με τον Ηλία Τσιριμώκο, κομμένο κάθετα στη μέση στις δύο προηγούμενες φωτογραφίες. Μικρή λεπτομέρεια: ο πρωθυπουργός κρατάει τώρα κάποιο χαρτί στο χέρι και έχει φορέσει τα γυαλιά του, ίσως για να το διαβάσει ή επειδή το διάβασε. Μήπως του το έδωσε το ακρωτηριασμένο χέρι που το κρατούσε στη φωτογραφία 3;
Χωρίς τον πρωθυπουργό: Α. Κωστόπουλος, Δημήτριος Λόντος (υπουργός κι αυτός), Χρ. Σγουρίτσας και Θεμ. Τσάτσος. Ο Σγουρίτσας με το κομπολογάκι στο χέρι, σκεφτικός βαρυεστημένος (η έκφραση του, με γερμένο το κεφάλι, είναι η ίδια και στις τρεις φωτογραφίες), οι άλλοι χαμογελαστοί, ευχαριστημένοι, περιμένουν «να βγει το πουλάκι». Τετάρτη, 27 Σεπτέμβρη. Έφυγαν σήμερα νωρίς το πρωί ο Μιστός (Τσάτσος) και ο Ζέβγος για - (Ελλάδα)· αντιπρόσωποι της Κυβερνήσεως. Το πράγμα εξαιρετικά μυστικό χτες βράδυ, τρέχει σήμερα στα σοκάκια.[13]. Οι φωτογραφίες πρέπει, επομένως, να είναι προγενέστερες.
Ισόγειο. Ο πρωθυπουργός βγαίνει από την κατοικία του (πορεύεται από δεξιά αριστερά). Στο πρώτο πάτωμα τα παντζούρια έχουν ανοίξει. Ίσως να προηγήθηκαν εκεί οι φωτογραφίσεις και οι συζητήσεις. Καμάρες και μπουκαμβίλιες. Μισοκρυμμένο ένα άγαλμα: κάποιος commendatore, ιππότης ή σταυροφόρος, πρόγονος ίσως του ιδιοκτήτη της βίλας. Σκηνικό για την τελευταία πράξη του Don Giovanni. Μπροστά του, κλαρίνο ο φουκαράς, κακοντυμένος, έλληνας στρατιώτης, που ήρθε κι αυτός. ...απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του Πρωτέα. Κι ο πρωθυπουργός μετέωρος (το ένα πόδι στον αέρα) αλλά σοβαρός, κοιτάζοντας μόνο μπροστά. Στο χέρι το χαρτοφυλάκιο, κοστούμι άσπιλο, κομψή γραβάτα, δίχρωμο παπούτσι.
Φωτογραφία 8
Φωτογραφία 8
Άλλη έξοδος του πρωθυπουργού, αυτή τη φορά από το ξενοδοχείο «Vittorio» (πορεύεται από αριστερά δεξιά). Μάτι καρφωμένο στο φωτογραφικό φακό, ίδιο ντύσιμο αλλά με πιο τσαλακωμένο το κοστούμι. Οι μαρμάρινες κολόνες του ξενοδοχείου έχουν ίχνη από σφαίρες. Δεξιά ένας καραμπινιέρος δε φαίνεται να εντυπωσιάζεται από την παρουσία του πρωθυπουργού μιας από τις συμμαχικές χώρες που έχουν απελευθερώσει την Ιταλία και αποτελούν τις δυνάμεις κατοχής· Κυριακή, 24 Σεπτέμβρη. (...) Χαρακτηριστικά του θριάμβου μας στην Ιταλία: είχαμε παραγγείλει δύο σημαίες για τα καραβανσαράγια όπου μένουμε. Ο άνθρωπος που φρόντιζε ρώτησε για τις διαστάσεις. Απάντηση: δεν υπάρχει λόγος να γίνουν, οι Άγγλοι έχουν αντιρρήσεις να υψώσουμε τη σημαία μας. Φυσικά υποχωρήσαμε.[14].
Φωτογραφία 9
Φωτογραφία 9
Έξοδος κάποιου μοναχικού κυβερνητικού παράγοντα. Είναι ένας από τους πολλούς που μένουν στο «Vittorio». ...ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες, καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του... Αυτή η ψυχή δε φαίνεται να αντιλήφθηκε το φωτογράφο, ενώ, αντίθετα, ένας άλλος καραμπινιέρος ποζάρει ευχαριστημένος και περήφανος.
Φωτογραφία 10
Φωτογραφία 10
Έξω από το ίδιο ξενοδοχείο τρία στελέχη της αριστερός: Γιάννης Ζέβγος, Μιλτιάδης Πορφυρογένης (με τσιγάρο στο χέρι) και Αλέξανδρος Σβώλος. Ο πρώτος σκυθρωπός, οι άλλοι δύο χαμογελαστοί, πρόθυμοι να φωτογραφηθούν. Ίσως να επιστρέφουν από κάποια σύσκεψη ή, πιο απλά, από κάποιο περίπατο. Τρίτη, 19 Σεπτέμβρη. (...) Το Υπουργείο με αποκλείει - είμαι για τους σημερινούς πάτρωνες υπερβολικά αριστερός. (Επειδή, υποθέτω, εκτιμούσε τον Καρτάλη και δεν τα πήγαινε καλά με τον Δραγούμη). Κρατώ την απόσταση που κρατούν.[15] Τετάρτη, 20 Σεπτέμβρη. (...) Όλοι σα να βρίσκουνται σε μια καμπή της ζωής τους’ άλλοι συνειδητά, άλλοι ασυνείδητα. Το άγνωστο που μας περιμένει δεν είναι μικρό. (...) Στο μπουλούκι σημάδια πλήξης’ δεν ξέρουν τι να τις κάνουν τις ώρες τους.[16] Κυριακή, 1 Οκτώβρη. Μπήκε ο Οκτώβρης χωρίς ελπίδα σύντομου ξεκινήματος. Κλειστοί χωρίς επαφές, χωρίς πληροφορίες. Ο στρατηγός - βάφτισε την Cava dei Tirreni, Φάκα dei Greci.[17] Τετάρτη, 4 Οκτώβρη. Όπως τα ρούχα που αφήνεις σε μια βαλίτσα από καιρό κλειστή μαζεύουνται και μουδιάζουν, το καθένα με τις δικές του ζαρωματιές, ο ελληνισμός της Κάβας αποχτά έθιμα, σχηματίζει παρέες, χωρίζεται σε κοινωνικές τάξεις. Οι ικανοποιημένοι και οι ανικανοποίητοι, εκείνοι που έχουν αυτοκίνητο κι εκείνοι που δεν έχουν, οι ερωτοτροπούσες και οι μποβαρίζουσες, οι χαφιέδες και οι χαφιεδιζόμενοι.[18] Πολιτικάντηδες, καραβανάδες, / ψιλικατζήδες, κολλυβιστάδες, / μούργοι, μουνούχοι και θηλυκά.[19]
Φωτογραφία 11
Φωτογραφία 11
Η τελευταία στη σειρά που κατασκεύασα. Ανθυπολοχαγός (έφεδρος μάλλον) Θανάσης Ρέππας. Στέκει σε κάποιο άλλο μπαλκόνι. Τα σπίτια και οι λόφοι στο βάθος δίνουν ακόμη πιο έντονα την αίσθηση της «γούβας». Τσέπες, στο πουκάμισο, παραφορτωμένες. Στο χέρι εφημερίδα. ...δεν έχουμε ούτε εφημερίδα, ούτε καν τα στοιχειώδη νέα της μέρας.[20] Πόσων ημερών να είναι άραγε η εφημερίδα του προνομιούχου αξιωματικού; Είναι γαλλική. Διαβάζω με κόπο «Ec Tito» και από κάτω «...de Γ Allemagne?». Πλησιάζει το τέλος του πολέμου και η επιστροφή στην πατρίδα. Ο ανθυπολοχαγός δεν κοιτάζει το φακό. Ίσως γιατί είναι ο ερασιτέχνης (;) φωτογράφος που υπογράφει όλες τις φωτογραφίες αυτής της σειράς, που τώρα, καθώς γίνεται κι αυτός αντικείμενο, δε θέλει να κοιτάζει τον εαυτό του. Που να υπηρέτησε άραγε πριν καταλήξει στην Κάβα; Μήπως πήρε κι άλλες φωτογραφίες, που τώρα, επειδή δεν έφτασαν στα χέρια μας, μας αναγκάζουν - με την απουσία τους -να ακολουθήσουμε τούτη την, παράλογη ίσως, παράθεση και ανάγνωση; Παρουσία του φωτογράφου. Παρουσία της φωτογραφίας, παρουσία εκείνων που ήταν. Ο φωτογράφος μας έδωσε αυτό που ήταν και που έρχεται πίσω σε μας δίχως να υπάρχει πια, με τη φωτογραφική, τη φαντασματική του μόνο παρουσία και με τη χρονική απόσταση που μεσολαβεί. «Σε πολλές φωτογραφίες που έβλεπα, η Ιστορία ήταν εκείνη που με χώριζε απ’ αυτές. Η Ιστορία μήπως είναι, πολύ απλά, ο καιρός εκείνος όταν δεν είχαμε ακόμη γεννηθεί;».[21] Καθώς ανοίγω την εφημερίδα σήμερα - σαράντα τέσσερα χρόνια ύστερα από την παρουσία του Σεφέρη στην Κάβα - το μάτι μου πέφτει σε μια διαφήμιση: μια όμορφη κοπέλα σε παλιά φωτογραφία, με το συνηθισμένο άλλοτε οδοντωτό κόψιμο στο περιθώριο, και δίπλα ένα ρολόι τσέπης, ένας αναπτήρας βενζίνης, ένας στυλογράφος μελάνης, νομίσματα της πρώτης ελληνικής δημοκρατίας και από πάνω η φράση «Κάθε φωτογραφία είναι μια στιγμή που διαρκεί για χρόνια...». Έτσι διαφημίζεται το φωτογραφικό χαρτί. Τριγυρνώντας τρία χρόνια σε προσφυγικά στρατόπεδα της Αίγυπτος, της Παλαιστίνης, της Συρίας, αλλάζοντας ψυχή καθώς μαυρίζει το φωτογραφικό χαρτί στον ήλιο.[22] Το φωτογραφικό χαρτί μαυρίζει ή ασπρίζει. Η φωτογραφία στέκεται ανάμεσα στο απόλυτο άσπρο και το απόλυτο μαύρο. Πόσο διαρκεί μια φωτογραφία; Πόσο διαρκεί ένα ποίημα; Η ιστορία μας χωρίζει από τη φωτογραφία. Και η φωτογραφία χάνει σιγά σιγά την ταυτότητά της - δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε πρόσωπα και τόπους. Πόσο και τι μπορεί να «σημαίνει» μια φωτογραφία (με κάποιο ιστορικό περιεχόμενο) όσο περνάει ο χρόνος, όταν δεν τη στηρίζει και δεν την ερμηνεύει ένα συμπληρωματικό γραπτό κείμενο που να μην απέχει πολύ από τη στιγμή της φωτογράφισης (για να μπορεί ο συντάκτης του να την αναγνωρίσει); Το ποίημα που - όπως ο «Τελευταίος σταθμός» - ξεκινά από την ιστορία (ή και κάποια στιγμή της ύπαρξης του ποιητή), τελικά την ξεπερνά, ξεπερνά το επίκαιρο. Και το ποίημα στέκει μόνο, πολύ πάνω και πέρα από τούτο το τυρρηνικό χωριό και τη θάλασσα του Σαλέρνο. Την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τις συγχέουμε με το κρατίδιο της Κομμαγηνής που ’σβυσε σαν το μικρό λυχνάρι.[23] Το κρατίδιο της Κομμαγηνής και η Cava dei Tirreni υπάρχουν και ζουν (πολύ περισσότερο παρά στην ιστορία) στην ποίηση και στη μνήμη μας χάρη στους ποιητές. Και μιλούν όπως δε θα μιλήσει ποτέ μια φωτογραφία.
1. Roland Barthes, La chambre claire Paris 1980, σ. 120 και 129.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Roland Barthes, La chambre claire Paris 1980, σ. 120 και 129.
2. Susan Sontag, On Photography,
Penguin Books, 1979, σ. 71
3. Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ', Αθήνα, 1977, σ. 364.
4. Γιώργος Σεφέρης. «Ο βασιλιάς της Ασίνης» Ποιήματα, (9η έκδοση), Αθήνα, 1974.
5. Μέρες Δ' σ. 356-357
6. Γιώργος Σεφέρης. «Το απομεσήμερο ενός φαύλου» Τετράδιο Γυμνασμάτων 2ος Αθήνα 1976
7. Μέρες Δ' σ. 366
8. Μέρες Δ' σ. 357
9. Ευχαριστώ το φίλο Αλέκο Ξύδη που κοιτάζοντας τις φωτογραφίες, αναγνώρισε όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και τη διάταξη του τοπίου.
10. Τίτος Πατρίκιος, «Cava dei Tirreni», στο περιοδικό Η λέξη, αρ. 49. Νοέμβρης 85.
11. Μέρες Δ' σ. 360
12. «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»
13. Μέρες Δ' σ. 361
14. Γιώργος Σεφέρης, Πολιτικό ημερολόγιο Α'Αθήνα 1979. σ. 264
15. Ο.π. σ. 262
16. Μέρες Δ' σ. 358-359
17. Ο.π. σ. 362
18. Ο.π., σ. 363
19. «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»
20. Μέρες Δ' σ. 357 (από την εγγραφή της 17 Σεπτεμβρίου)
21. Roland Barthes, ο.π σ. 100
22. Μέρες Δ' σ. 355. (13 Σεπτεμβρίου 1944, καθώς ο Γ.Σ. ταξιδεύει προς τον Τάραντα και την Κάβα). Πρόκειται ίσως για το πρώτο ίχνος από το ξεκίνημα της γραφής του «Τελευταίου Σταθμού».
23. Οι στίχοι ή αποσπάσματα στίχων που δίνονται χωρίς παραπομπή προέρχονται από το ποίημα του Σεφέρη «Τελευταίος σταθμός», Ποιήματα, ό.π.
«Με Μια Απλή Μηχανή Kodak…»
Πώς Τραβήχτηκαν Και Πώς Ανακαλύφτηκαν Οι Φωτογραφίες Του Γιώργου Ζεβελάκη
Το καλοκαίρι του 1987 βρέθηκα να ψάχνω σπίτι για να στεγάσω κάπως μόνιμα και να τακτοποιήσω το αρχείο μου. Έτσι γνώρισα το δημοσιογράφο Μανώλη Ρέπα: μέσα από μια μικρή αγγελία με την οποία ζητούσε να πουλήσει το διαμέρισμά του στα Εξάρχεια. Του τηλεφώνησα και τον επισκέφθηκα στην Κυψέλη στο σπίτι που έμενε με την κατάκοιτη γυναίκα του. Είδα έναν άνθρωπο, γύρω στα 75 με πολλή ζωντάνια και με έντονα γραμμένα πάνω του όσα είχε ζήσει. Γρήγορα συμφωνήσαμε στους όρους της πώλησης και αφού παραμερίστηκε ένας αρχιμανδρίτης που είχε προηγηθεί, μου παρέδωσε τα κλειδιά του σπιτιού. Από τότε, στο διάστημα ενός χρόνου που μεσολάβησε ώς σήμερα τον συναντούσα σχεδόν κάθε βράδυ και συζητούσαμε ζητήματα που αφορούσαν την πολύχρονη δημοσιογραφική του ζωή. Ζητήματα γύρω από το μεσοπόλεμο, την κατοχή και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αλλά και ζητήματα γύρω από την τέχνη ή τη λογοτεχνία. Ο Μανώλης Ρέπας θαύμαζε το Γεώργιο Παπανδρέου του οποίου άλλωστε υπήρξε συνεργάτης και προσωπικός - σύμφωνα με τον ίδιο - φίλος. Ένα βράδυ, ενώ ξεφυλλίζαμε τα πρώτα φύλλα της εφημερίδας «Ελλάς», που έβγαζε ο Ρέπας από το Δεκέμβρη του ’44, βρήκαμε ένα φάκελο με αρνητικά φωτογραφιών. Ήταν έντεκα αρνητικά χωριστά το ένα από το άλλο σε σχήμα 5x7. Ανέλαβα να τις εμφανίσω και συζητήσαμε μετά μαζί, για το περιεχόμενό τους. Ο φακός του είχε αποθανατίσει στο «Σπήλαιο των Τυρρηνών» (Cava dei Tirreni), την πολίχνη «πίσω από τη θάλασσα του Σαλέρνο», τον πρωθυπουργό της χώρας και μέλη της τότε πολιτικής ηγεσίας στον «τελευταίο σταθμό» της ελληνικής κυβέρνησης πριν αναχωρήσει από την Ιταλία για να επιστρέψει στην απελευθερωμένη πατρίδα. Πώς όμως βρέθηκε στην «Cava» ο Μανώλης Ρέπας; Ας πάμε λίγο πιο πίσω και ας στηριχθούμε σε όσα ο ίδιος μου είπε. Στο τέλος του Ιουλίου του 1944 ο Γ. Παπανδρέου - πρωθυπουργός από τον Απρίλιο του ’44 - καλεί στην έδρα της ελληνικής κυβέρνησης, το Κάιρο, τον τότε έφεδρο ανθυπολοχαγό Μανώλη Ρέπα και τον αποσπά στο ιδιαίτερο γραφείο του. «Χωρίς μισθό» λέει ο Μ.Ρ, «από το Χαλέπι όπου κρατάγανε τους Έλληνες που έρχονταν από την Ελλάδα και δεν τους αφήνανε να περάσουν. Εγώ έστειλα τηλεγράφημα και ήρθε η διαταγή και με πήρανε». Αντικείμενο του Ρέπα τα θέματα τύπου για τα οποία κυρίως υπεύθυνος ήταν ο Λάμπρος Λαμπριανίδης, υφυπουργός Προεδρίας. «Τον Αύγουστο ο Παπανδρέου χάνεται ξαφνικά - μου λέει ο Ρέπας - κανείς δεν ξέρει για δυο - τρεις μέρες που έχει πάει. Είχε μεταβεί, τελικά, στη Ρώμη για να συναντήσει μυστικά τον Τσώρτσιλ, ο οποίος και του συνέστησε να μεταφερθεί η έδρα της ελληνικής κυβερνήσεως από το «αμαρτωλό» Κάιρο, με τις πλεκτάνες και τις συνωμοσίες στην Ιταλία. Και συγκεκριμένα επιλέχτηκε η Cava dei Tirreni, μια κωμόπολη με 5-6 ξενοδοχεία και την ιστορική έπαυλη που έμενε ο στρατηγός Μπαντόλιο». Αποφασίστηκε έτσι η μετακίνηση της κυβέρνησης στην Ιταλία. 'Αλλοι πήγαν με αεροπλάνο και άλλοι με πλοίο. Το ταξίδι του Μανώλη Ρέπα στην Ιταλία έγινε με πλοίο. Ένα ταξίδι που κράτησε 3-4 μέρες μια που το καράβι έκανε διάφορες μανούβρες για να αποφύγει τα εχθρικά υποβρύχια. Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες του και ο Γιώργος Σεφέρης. Ο διπλωματικός Γεώργιος Σεφεριάδης. «Δεν ήταν πολιτικό πρόσωπο - μου λέει ο Ρέπας -δεν νομίζω πως είχε επιρροή. Απλώς κρατούσε στοιχεία και παρατηρούσε, όλο παρατηρούσε. Επειδή είχε κάποια επαφή με τις μυστικές υπηρεσίες πρέπει σε μερικά πράγματα να ήξερε πάνω - κάτω τι συμβαίνει. Δεν θυμάμαι πάντως να εξέφραζε δημοσίως διαφωνίες. Ασε που κυκλοφορούσαν και φήμες ότι συμφωνούσε περισσότερο με τις θέσεις του ΕΑΜ», - θα μου υπογραμμίσει ο Ρέπας, επιβεβαιώνοντας όσα λέει ο Σεφέρης για την «απομόνωση» του. Ο Μανώλης Ρέπας έφτασε στην Ιταλία «8 με 9 Σεπτεμβρίου». Μαζί του έχει μια απλή φωτογραφική μηχανή Kodak που την ήθελε για το ρεπορτάζ που σκόπευε να κάνει «στους στρατιώτες μας στο Ρίμινι». Μ’ αυτή την Kodak τραβήχτηκαν και οι φωτογραφίες στην Cava. Και έμειναν στα αρνητικά τους μέχρι σήμερα. «Έμειναν ανέκδοτες- μου λέει ο Ρέπας-γιατί μετά, στην Ελλάδα, με τις γνωστές φασαρίες και ανακατωσούρες, ποιον θα ενδιέφερε η δημοσίευσή τους;» Τότε, πάντως, ο φακός του Ρέπα εστιάζεται στο πρόσωπο του Γεωργίου Παπανδρέου. Του ανθρώπου που θαυμάζει απεριόριστα. «Για μένα ο Παπανδρέου ήταν μεγάλος. Τον έβλεπα μεγαλοπρεπή μάλιστα» - μου λέει. Ταυτόχρονα ο Μ. Ρέπας θυμάται τον Γ. Παπανδρέου τότε «εξαιρετικά ανήσυχο». «Είχε μόλις πληροφορηθεί ότι ερχόμενος στην Ελλάδα επικεφαλής της κυβερνήσεως δεν επρόκειτο να έχει την υποστήριξη 5-6 Αγγλικών ταξιαρχιών, όπως είχε ζητήσει από τον Τσώρτσιλ αλλά μόνο μιας. Κάθε μέρα έφταναν νέα για την εκρηκτική κατάσταση που παρουσίαζε η πατρίδα και έβλεπε πως είχε λίγες πιθανότητες να επιβάλει την τάξη. Έστειλε τότε τηλεγράφημα στο Βρετανό πρωθυπουργό στο Κεμπέκ και του περιέγραφε την κρισιμότητα των στιγμών. Μετά δυο μέρες πέρασε ο Τσώρτσιλ από την Νάπολη, πηγαίνοντας γιά τη Μόσχα, είδε τον Παπανδρέου και του είπε: Γιατί ανησυχείτε, πίσω σας βρίσκεται και σας στηρίζει μια ολόκληρη αυτοκρατορία» υποστηρίζει ο Μανώλης Ρέπας. ην Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου απόγευμα είχα μόλις τελειώσει τις παραπάνω γραμμές που θα συνόδευαν τις φωτογραφίες και πήρα τηλέφωνο το φίλο μου «το φωτογράφο» για να τον επισκεφθώ και να του τις διαβάσω. Από την άλλη άκρη του σύρματος, η άγνωστη σε μένα φωνή του ανηψιού του με πληροφόρησε ότι ο Μανώλης Ρέπας είχε «φύγει» πριν λίγες ώρες. Είχε πεθάνει το πρωί - 44 χρόνια μετά από κείνη την ημέρα που τράβηξε τις φωτογραφίες στο Cava dei Tirreni. Θέλησα κάποια στιγμή ν’ αλλάξω τους χρόνους των ρημάτων στο κείμενο και σκέφτηκα να το κλείσω με τα βιογραφικά του αξέχαστου φίλου μου. Δεν έκανα όμως τίποτε από τα δύο. Δεν είχα καμιά διάθεση να περάσω σε λίγες αράδες την περιπέτεια μιας ολόκληρης ζωής.
ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 43 ΑΘΗΝΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1988
from ανεμουριον https://ift.tt/31Irose
via IFTTT