ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΕΪΜΑΡΗΣ | Σε μικρή απόσταση ανατολικώς της Βηθλεέμ της Ιουδαίος [1]] υπήρχε ένας μικρός οικισμός, ο οποίος περιεβάλλετο από εύφορους αγρούς και βοσκότοπους, που ανήκαν κυρίως στους κατοίκους της Βηθλεέμ. Του οικισμού αυτού καθώς και της γύρω πεδινής έκτασης, δεσπόζει μέχρι σήμερα η Βηθλεέμ. Το χωριό των Ποιμένων, γνωστό ως Beit Sahur, κατοικείται αποκλειστικά από Άραβες χριστιανούς και μουσουλμάνους· έχει σχεδόν ενωθεί με τη Βηθλεέμ αν και αποτελεί χωριστό δήμο. Η θέση αυτή είναι συνδεδεμένη με δυο ωραίες ιστορίες από την Αγία Γραφή: Η πρώτη απαντά στην Παλαιά Διαθήκη (βλέπε βιβλίο της Ρουθ) και αναφέρεται στη Ναομί και την πιστή και αφοσιωμένη νύφη της Ρουθ την Μωαβίτισσα, η οποία μάζευε τα στάχυα που έμειναν πίσω απ’ τους θεριστές εις τους αγρούς του Βοόζ του Βηθλεεμίτη προγόνου του βασιλέως Δαβίδ. Η δεύτερη ιστορία απαντά στην Καινή Διαθήκη (βλέπε Λουκά Β, στ. 8-20) και αναφέρεται στους ποιμένες, οι οποίοι ξαγρυπνούσαν φυλάγοντας τα ποίμνιά τους στους ίδιους αυτούς αγρούς, όταν Άγγελος Κυρίου ήλθε και τους ανήγγειλε τη γέννηση του Χριστού. Απ’ τους απλοϊκούς ποιμένες πήρε το όνομά του το μικρό αυτό χωριό, ο αγρός και η εκκλησία που κτίσθηκε προς τιμήν των (Ερ-Ρααουάτ). Ο αγρός των ποιμένων και το φτωχό σπήλαιο της Βηθλεέμ αποτελούν το φυσικό τοπίο στην ωραία περιγραφή του Ευαγγελιστού Λουκά περί της γεννήσεως του Θεανθρώπου. Ο αγρός των ποιμένων έγινε τόπος προσκυνήματος για όσους μετέβαιναν στους Αγίους Τόπους και από τον τέταρτο αιώνα, καθώς λέγεται, τιμήθηκε από την Αγία Ελένη με ιερό ναό προς τιμήν της Θεοτόκου Μαρίας, Ιωσήφ του Μνήστορος και των τριών ποιμένων. Στο οδοιπορικό της Εγερίας [2] του 4ου αιώνος, το οποίο μας διέσωσε ο Πέτρος ο διάκονος [3] 12ος αιώνας, διαβάζουμε: «Εις απόστασίν τινα (από τη Βηθλεέμ) υπάρχει εκκλησία, ην καλούσι Ποίμνιον και εκεί φωτεινότατον σπήλαιον έχον ιερόν, εν τω τόπω εκείνω εν ω εις τους αγραυλούντας ποιμένας ο εμφανισθείς Άγγελος ήγγειλε την του Χριστού Γέννησιν». Η εκκλησία των ποιμένων αναφέρεται από τον Παλλάδιο και τον Άγιο Ιερώνυμο, οι οποίοι έζησαν στην περιοχή περί τα τέλη του τετάρτου με αρχάς του πέμπτου αιώνος [4]. Από μεταγενέστερους προσκυνητές κυρίως των Αγίων Τόπων ο Αρκούλφος [5], τέλη του εβδόμου αιώνος, γράφει ότι επισκέφθηκε την εκκλησία αυτή και προσεκύνησε τους εντός αυτής τάφους των τριών ποιμένων. Ο Επιφάνιος στις αρχές του ογδόου αιώνος περιγράφει το Ποίμνιον για πρώτη φορά ως μοναστήρι. Μνεία του προσκυνήματος των Ποιμένων συνεχίζει να γίνεται και σε μεταγενέστερα οδοιπορικά, τα οποία αναφέρουν ότι η εκκλησία η οποία είχε κτισθεί πάνω από το σπήλαιο ήταν πλέον σε ερείπια και μόνο η υπόγεια εκκλησία ήταν σε χρήση από τους ορθοδόξους του χωριού. Στα τέλη του περασμένου αιώνος το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο έκτισε καινούργια εκκλησία μέσα στο χωριό για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της ορθοδόξου κοινότητος. Στα αρχαία τυπικά της Εκκλησίας Ιεροσολύμων [7] διεσώθησαν και περιγραφές των εορταστικών τελετών των Χριστουγέννων που άρχιζαν από την παραμονή της εορτής στην εκκλησία των Ποιμένων και ολοκληρώνονταν στη Βηθλεέμ στην εκκλησία της Γεννήσεως. «Από της έκτης ώρας εξέρχονται εις το Ποίμνιον, απαγγέλλουσιν εκτενή και λέγουσι την υπακοήν ήχος ηΤ «Εν Υψίστοις δόξα... Μετά ταύτα απέρχονται εις Βηθλεέμ, εισέρχονται εις το σπήλαιον και τελούσι τον εσπερινόν...». Το 1970 το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, στην ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται ο χώρος, πρωτοστατούντος του πνευματικού της Μονής του Αγίου Σάββα απεφάσισε να εγείρει ναόν επάνω στα ερείπια του αρχαίου προσκυνήματος των Ποιμένων. Σκοπός του Πατριαρχείου ήταν να αναδείξει το προσκύνημα και να αποκαταστήσει την ακριβή θέση του στην χριστιανική τοπογραφία της περιοχής, η οποία είχε παραποιηθεί. Των εργασιών ανεγέρσεως του ναού προηγήθησαν αρχαιολογικές ανσκαφές από το τμήμα Αρχαιοτήτων και Μουσείων του Ισραήλ [8]. Τις αναστηλωτικές εργασίες του μνημείου ανέλαβε τότε εξ ολοκλήρου η υπηρεσία αναστηλώσεως του υπουργείου Πολιτισμού της Ελλάδος. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές επαλήθευσαν και συμπλήρωσαν την παράδοση και τις ιστορικές πηγές περί του μνημείου αυτού και επέβαλαν την ανέγερση της νέας εκκλησίας εκτός του αρχαιολογικού χώρου. Απεκαλήφθη: ότι το σπήλαιο των ποιμένων που είχε μετατραπεί σε εκκλησία τον τέταρτο αιώνα είχε ψηφιδωτή επίστρωση διακοσμημένη με γεωμετρικά σχήματα και μαύρους σταυρούς, ότι το σπήλαιο διευρύνθηκε τον πέμπτο αιώνα και πάνω από αυτό οικοδομήθηκε μικρός ναός του οποίου επίσης διεσώθη το ψηφιδωτό δάπεδο, με φυσικό διάκοσμο και δύο ελληνικές επιγραφές με τα ονόματα των δωρητών, ότι ο ναός αυτός κατεδαφίσθηκε τον έκτο αιώνα και τη θέση του κατέλαβε μεγαλύτερος ναός για να καλύψει τις ανάγκες των προσκυνητών· ότι το μνημείο κατεστράφη το 614 μ.Χ. από τους Πέρσες και λίγο αργότερα τη θέση του μεγάλου ναού του έκτου αιώνος κατέλαβε μικρότερος ναός· ότι κατά την αραβική περίοδο ο χώρος από ανοικτός προσκυνηματικός μετετράπη σε περιτειχισμένο μοναστήρι όμοιο με τα άλλα μοναστήρια της ερήμου της Ιουδαίος και ότι το Μοναστήρι των Ποιμένων κατεστράφη τον 10ο αιώνα. Έκτοτε, η διασωθείσα υπόγειος κρύπτη, η ευλάβεια των εντοπίων Χριστιανών, των μοναχών των πέριξ μονών και των προσκυνητών κράτησαν ζωντανή την παράδοση και την ιερότητα του χώρου.
Σημειώσεις:
Wilkinson, J., Egerida’s Travels. London 1971 σελ 185-186.
P. Geyer, corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum 38 (Vienna 1898), σελ. 105-121.
Wilkinson, ]., Jerusalem Pilgrims before the Crusades, Jerusalem 1977.
Κοικυλίδου Κλ. και Φωκυλίδου, I., Αρχαία Λατινικά, Ελληνικά, Ρωσικά και Γαλλικά Οδοιπορικά ή προσκυνητάρια της Αγίας Γης, Ιερουσαλήμ 1912 σελ. 163 βλέπε και Adomnan, De Locis Sanctis, ed. L. Bieler, Corpus Christianomm, series latina 175, 208.
βλ. ανωτ. Κοικυλίδου Κλ. και Φωκυλίδου, Οδοιπορικά σελ. 431.
Καλλίστου, Αρχιμ., Αρχαίον Τυπικόν της Εκκλησίας Ιεροσολύμων τον B' αιώνος. Νέα Σιών 14 (1914) σελ. 35-39, 202-241, 310-342 και Patrologia Orientalis 36, 211.
Tzaferis, V., και Katsimbinis, Ch. The archaeological Excavation at Shepherds’s Field, Liber Annuus 25 (1975) pp-5-53 πιν. 1-28.
«ΒΗΘΛΕΕΜ» 7 ΗΜΕΡΕΣ ΕΚΔΟΣΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ΑΘΗΝΑ 1997
from ανεμουριον https://ift.tt/2rovM1A
via IFTTT