Του Σπάρου Καραχρήστου
Τον Οκτώβριο συμπληρώνονται δεκατρία χρόνια από τότε που έφυγε ο χαράκτης και αγωνιστής Α. Τάσσος, μια χρονική απόσταση που μπορεί να ορίσει σήμερα το μέγεθος της απουσίας του ως πνευματικού δημιουργού και δασκάλου.
Σε μιαν εποχή αποξηραμένη από πνευματικούς χυμούς, με ποικίλες αναδομήσεις των ιδεών και καθιέρωση μεταμοντέρνων «αξιών» από τους νεοφιλελεύθερους μηχανισμούς των νεοταξίτικων εκσυγχρονισμών, που αλλοίωσαν το ανθρώπινο τοπίο με την κυριαρχία ενός διάχυτου κυνισμού και αμοραλισμού, προσωπικότητες όπως αυτή του Τάσσου είναι μια οδυνηρή έλλειψη για την εικαστική, την πολιτιστική και την ανθρωπιστική προσφορά στον τόπο μας.
Το έργο του Τάσσου ξεπερνάει τα όρια της κυρίως ειπείν καλλιτεχνικής δημιουργίας και συναντάει τη βιωματική καταγραφή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο Τάσσος υπήρξε ένας ακριβής παλμογράφος, ευαισθητοποιημένος και στρατευμένος στους αγώνες και τους μόχθους του ελληνικού λαού, αλλά και ένας πολύτιμος δάσκαλος στη χαρακτική και τις γραφικές τέχνες.
Καμιά πτυχή της δουλειάς του δεν ήταν εφτασφράγιστο μυστικό. Απλωνε γενναιόδωρα τις γνώσεις του και την πολύχρονη πείρα του στους μαθητές του με έναν λόγο εύγλωτο και παραστατικό, σε ένα πλατύ φάσμα ενδιαφερόντων, για την τέχνη, τους αγώνες, τη δημιουργία. Γιατί ο Τάσσος, πραγματικός δάσκαλος, αγαπούσε τους νέους και ήταν πολύ κοντά τους, είτε ως μαθητές στα χρόνια της Σχολής του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Σχολής Δοξιάδη) είτε ως συνεργάτες στο Εργοστάσιο Γραφικών Τεχνών Ασπιώτη − ΕΛΚΑ.
Ομότεχνοι
Και των ομοτέχνων του όμως είχε κερδίσει το σεβασμό − αν και όχι πάντα την αγάπη. Αλλωστε είναι γνωστός ο εγωκεντρισμός και η μισαλλοδοξία των κάθε μορφής καλλιτεχνών. 0 ίδιος ο Τάσσος έλεγε συχνά: «Να βλέπετε μόνο το έργο μας, να αποφεύγετε να μας γνωρίζετε από κοντά· χάνουμε πολύ...». (Μια σύμπτωση: Πριν λίγο καιρό διαβάσαμε σχεδόν την ίδια διατύπωση από τον Γούντι Αλεν σε μια συνέντευξή του.) Ενδεικτικό του κύρους του Τάσσου είναι και το εξής περιστατικό: Ο Τσαρούχης του τηλεφωνεί από το Παρίσι ένα απόγευμα του 1975. Του ζητεί τη γνώμη του αν θα πρέπει να συμμετάσχει σε κάποια έκθεση που ετοιμαζόταν στην Αθήνα − ήξερε ότι η γνώμη (η συγκατάθεση!) του Τάσσου μπορούσε να έχει βαρύτητα αλλά και ειλικρίνεια. Ο γλύπτης Μέμος Μακρής επίσης μετά τον επαναπατρισμό του, το 1975, στο σπίτι του Τάσσου βρήκε το πρώτο καταφύγιο ύστερα από τριαντάχρονη αναγκαστική εκτόπισή του. Εκεί, μαζί με τις συντρόφους τους Λουκία Μαγγιώρου και Ζιζή Μακρή, ξεδίπλωναν τις αναμνήσεις τους και προσπαθούσαν να συνδέσουν το νήμα ενός μακρόχρονου χωρισμού.
Χαρισματικός
Ο Τάσσος ήταν ένας χαρισματικός του προφορικού λόγου. Γοητευτικός αφηγητής και διαλεκτικός και νηφάλιος συζητητής, με αυτοσαρκαστικό χιούμορ, αιχμαλώτιζε τους ακροατές του. Συχνές ήταν οι αναφορές του στον Γκόγια, τον Ντίρερ, τον Χοκουσάι αλλά και στους δασκάλους του, τον Γαλάνη και τον Κεφαλληνό. Ακόμη του άρεσε να αναθυμάται τον Μπουζιάνη και τον Απάρτη, για τους οποίους μιλούσε πάντα με συγκίνηση.
2 Οκτωβρίου 1975. Ο Α. Τάσσος και ο στενός του συνεργάτης Σπύρος Καραχρήστος ελέγχουν αντίτυπο ξυλογραφίας. |
Οι ομιλίες του, κυρίως στα συνέδρια της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης (στην οποία υπήρξε πρόεδρος από την ίδρυσή της, το 1977, έως το θάνατό του) είχαν αβίαστη ροή και πυκνότητα. Μπορούσε να μιλά επί 45 λεπτά ακόμπιαστα, πάντα χωρίς χειρόγραφο, με μοναδικό βοήθημα ένα μικρό χαρτάκι όπου σημείωνε με πέντε αράδες τα κύρια σημεία της ομιλίας του. Τον Μάιο του 1971, στη Λευκωσία, έδωσε συνέντευξη στην τηλεόραση του ΡΙΚ με τέτοια ετοιμότητα, που τα γυρίσματα διακόπηκαν δύο φορές, γιατί πάθαινε... τρακ το συνεργείο!
Ισως αυτή η ευχέρεια στον προφορικό του λόγο να στάθηκε η κύρια αιτία που ο Τάσσος δεν άφησε ολοκληρωμένα κείμενα, παρά μόνο σκόρπιες σημειώσεις για διάφορα θέματα. Βέβαια, ο κύριος εκφραστικός του χώρος, η χαρακτική, βρισκόταν συνεχώς στην πρώτη γραμμή της δημιουργικής του δραστηριότητας, όπως και η συγγενική με τη χαρακτική ενασχόλησή του με τις γραφικές τέχνες.
Χειρόγραφο του Α. Τάσσου από τον Πρόλογο του βιβλίου «Πικρό Σφουγγάρι» |
Ετσι, έμεινε ανολοκλήρωτο και το φιλόδοξο σχέδιό του να γράψει και να εικονογραφήσει το «Πικρό Σφουγγάρι», ένα βιβλίο για τη ζωή και τις περιπέτειες των σφουγγαράδων της Ύδρας, που παρουσιάζουμε εδώ για πρώτη φορά.
Στην Ύδρα η ιδέα του βιβλίου
Δύο κύριες θεματικές ενότητες βρίσκουμε στο έργο του Τάσσου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50: αγρότες και τοπία της γης η πρώτη, ψαράδες και νησιώτικες εικόνες η δεύτερη.
Στην πρώτη, ο Τάσσος αντλεί τα θέματά του από τη γενέθλια γη της Μεσσηνίας, που συχνά επισκέπτεται τα καλοκαίρια. Σχεδόν όλοι οι συγγενείς του, τα ξαδέλφια του, είναι αγρότες και ζει από κοντά τη σκληρή ζωή και το μόχθο τους που, μαζί με το μοναδικό μεσσηνιακό ύπαιθρο, μεταφέρει κατόπιν σε απαράμιλλες έγχρωμες και ασπρόμαυρες ξυλογραφίες (Αγρότες της Μεσσηνίας, Ο καρπός, Αγρότισσες, Ιούνιος, Τρύγος, Ξερές συκιές κ.λπ.).
Στη δεύτερη, κύρια πηγή έμπνευσής ίου είναι τα νησιά του Αργοσαρωνικού και κυρίως η Υδρα. Εκείνη την εποχή ο Τάσσος και η Λουκία Μαγγιώρου, μαζί με πολλούς ομοτέχνους τους, επισκέπτονται την Υδρα, κάνοντας χρήση του Παραρτήματος της Σχολής Καλών Τεχνών, που είχε στεγαστεί στο αρχοντικό του Τομπάζη. Το εξαίσιο αρχιτεκτονικό πανόραμα και οι λεπτομέρειες του μυχού της Υδρας γίνονται πηγή δημιουργίας και απαντούν στο έργο πολλών εικαστικών εκείνης της γενιάς. Ο Τάσσος δεν μένει μόνο στην ομορφιά του τοπίου, που τον γοητεύει, και που τον αποτυπώνει στις θαυμαστές πολύχρωμες αλλά και ασπρόμαυρες Υδρες του. Ανήσυχος και ανθρωποκεντρικός, κατεβαίνει στην προκυμαία και συναναστρέφεται τους ανθρώπους του λιμανιού. Το ενδιαφέρον του κινούν τα στέκια των ψαράδων και των σφουγγαράδων (είχε ακόμη πολλούς η Υδρα τότε). Οι ταβέρνες του Μανόλη Γκιώζου και του Κουτσουμπέλη είναι τόποι σύναξης των σφουγγαράδων, κυρίως των απόμαχων που, σακατεμένοι από τις ατμοσφαιρικές πιέσεις των βυθών, τα πίνουνε και λένε ιστορίες από τη ζωή τους στα μηχανοκάικα και στις μακρινές θάλασσες. Ο Τάσσος, συνεπαρμένος, αρχίζει να καταγράφει τις αφηγήσεις τους. Κάθεται κοντά τους, γίνεται φίλος τους και του επιτρέπουν να κρατάει σημειώσεις. Στο νου του σχηματίζεται η ιδέα ενός βιβλίου που θα έγραφε και θα εικονογραφούσε με χρωματιστές λιθογραφίες και σχεδόν ταυτόχρονα κάνει και τα πρώτα προσχέδια για το εξώφυλλο − ίτλος του: «Πικρό Σφουγγάρι».
Στο πρώτο προσχέδιο βλέπουμε την επισήμανση 26 λιθογραφίες και στο δεύτερο 30 λιθογραφίες, στις οποίες και καταλήγει σύμφωνα με έναν Κατάλογο εικόνων που συντάσσει. Το πρώτο προσχέδιο έχει το σχήμα του βιβλίου (33,5x29 εκ.) και την ένδειξη Εκδοση Α. Τάσσου / Αθήνα 1953, χωρίς όνομα συγγραφέα. Δεν ξέρουμε αν σκόπευε να εμπιστευτεί τα χειρόγραφα των αφηγήσεων σε κάποιο δοκιμασμένο συγγραφέα, αλλά η ένδειξη Αθήνα 1953 κρύβει και την πρώτη αιτία της αναβολής του εγχειρήματος. Διότι το 1953 ο Τάσσος τυπώνει στην Ασπιώτη − ΕΛΚΑ το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη» (υπότιτλος: «Ή Ελευθερία ή Θάνατος»), με 16 ασπρόμαυρες ξυλογραφίες σε όρθιο ξύλο. «Καρπός βαθύτατης συγκίνησης», όπως γράφει ο ίδιος, που προήλθε από δύο εκθέσεις για την καταστροφή των Ψαρών, του φιλέλληνα πρόξενου Σμύρνης Ρ. David, της 5ης και 6ης Ιουλίου 1824. Τις εκθέσεις αυτές, απαύγασμα ιστορικής έρευνας του καθηγητή Νίκου Σβορώνου (1911−1989), έδωσε ο ίδιος ο Σβορώνος μεταφρασμένες στον Τάσσο, σε ένα ταξίδι του δεύτερου στο Παρίσι. Ο Σβορώνος γράφει και τον πρόλογο του βιβλίου, το οποίο κυκλοφορεί σε 500 αριθμημένα αντίτυπα. Το «Πικρό Σφουγγάρι» παραμερίζεται πιο πολύ όταν λίγο μετά γίνεται η ανάθεση από το Limited Editions Club της Νέας Υόρκης για το σχεδίασμά της έκδοσης και την εικονογράφηση των «Αργοναυτικών» του Απολλώνιου με 33 σχέδια (1957). Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Κεφαλληνός και ο Τάσσος καλείται στην Ασπιώτη − ΛΚΑ να τον αντικαταστήσει στη σχεδίαση των Ελληνικών Γραμματοσήμων, στα οποία εμφύσησε νέα πνοή και φρεσκάδα. Τον ίδιο καιρό ετοιμάζει την τρίτη ατομική του έκθεση (Γκαλερί «Ζυγός», 1960) με 26 έγχρωμες ξυλογραφίες. Ολες αυτές οι προτεραιότητες δεν αφήνουν χρόνο για το «Πικρό Σφουγγάρι» που ξεχνιέται οριστικά. Ποτέ, όμως, ο ίδιος δεν έπαψε να χαρίζει αυτές τις αφηγήσεις στους τυχερούς ακροατές του, σαν επεισόδια ενός ανολοκλήρωτου σεναρίου.
Πρόλογος
Αξίζει, όμως, να δώσουμε μια γεύση από το κλίμα μιας άλλης εποχής, εκείνης των σφουγγαράδων της κοσμοπολίτικης πια σήμερα Υδρας, μέσα από ένα απόσπασμα του Προλόγου (;) του Τάσσου:
«Το ψάρεμα του σφουγγαριού χάνεται πίσω στα παλιά χρόνια και στα νερά της Μεσόγειου πρωτάρχισε αυτός ο αγώνας, που κράτησε αιώνες τώρα και κανένας δεν μπορεί να ξέρει πότε θα τελειώσει. Το σφουγγάρι το ψαρέψανε και σε θάλασσες μακρινές, και ο Περσικός Κόλπος είχε σφουγγάρια σπάνιας ομορφιάς, ακριβά στο εμπόριο και γι’ αυτό περιζήτητα από τους σφουγγαράδες. Στα γαλανά νερά της Μεσογείου, ερευνήσανε το σκοτεινό βυθό της σε κάθε πιθαμή και τα αρματωμένα σφουγγαράδικα με τα ντεπόζιτα και τις κουμπάνιες οργώσανε σ’ όλες τις κατευθύνσεις, με μπουνάτσες, με θάλασσες θεόρατες, σε κάνανε να σκέφτεσαι “πάει, ως εδώ ήντανε” και δεν θα ξαναδείς τους δικούς σου και το νησί σου. Πόσες ανθρώπινες ζωές κατάπιε η μαύρη και κρύα θάλασσα με το σφουγγάρι! Ενα πράμα μιας χούφτας που, αν το σφίξεις λίγο, εξαφανίζεται στα δάχτυλά σου, πώς το αθώο και χαδιάρικο αυτό πράμα γίνεται αφορμή να χάνουνε νιοι τις ζωές τους και μανάδες να χτυπάνε τα στήθια τους από μαύρη απελπισία, κρατώντας τα κρύα ρούχα του παλληκαριού που έφυγε σαν ένας ωραίος θεός της θάλασσας και του αφρού της. Τώρα ένα μικρό δεματάκι με τα λίγα ρούχα, αλμυρά από τη θάλασσα και πικρά απ’ τον ιδρώτα του παλληκαριού. Ανώτεροι νόμοι, έτσι προστάζουνε! Η αγριάδα στο επάγγελμα των σφουγγαράδων είναι να χάνεις το νου σου, κι όταν διαβάσεις τις ιστορίες με τα τσούρμα και τους βουτηχτές, και πώς τους ψαρεύανε κι αυτούς με το καμάκι σκληροί και άκαρδοι άνθρωποι, θέλεις να ξυπνήσεις, να γλυτώσεις απ’ το βραχνά που σου σκότισε το νου (...).
Προσχέδιο βινιέτας Προλόγου για το «Πικρό Σφουγγάρι» |
»(...) Και μέσα στην ανοιχτή θάλασσα, ο εργοδότης, με σκοτεινούς υπολογισμούς, λογαριάζει αυτά που ξόδεψε, αυτά που θα κερδίσει, και όλοι είναι νούμερα κι εργαλεία, που κάποτε ήντουσαν άνθρωποι, γελάγανε, τραγουδάγανε, χορεύανε, αλλά τώρα πάνε αυτά. Τώρα πρέπει να βρεθεί το σφουγγάρι, να γεμίσουνε τ’ αμπάρια του ντεπόζιτου και να γίνει και εξαγωγή σε σπουδαίες αγορές που ο αφέντης έχει λογαριάσει. Στην Αγγλία το θέλουνε συσκευασμένο και με λίγο άμμο μέσα, έτσι για νάναι σαν φυσικό, και η αγορά της Ευρώπης ζητάει κάθε λογής σφουγγάρια, τζιμούχες, λαγόφυτα, μελάτα (...)».
from ανεμουριον https://ift.tt/2V9tX4m
via IFTTT