Ο Καρούζος και οι Ουαίοι

Ματθαίος Μουντές

Ευτύχησα να γνωρίσω από κοντά τον Νίκο Καρούζο στην πιο γόνιμη και, θα έλεγα, «φωτεινή» περίοδο της ζωής του, στη δεκαετία του '60. Είναι η εποχή των δύο υπέροχων και αξεπέραστων συλλογών του «Ο Υπνόσακκος» και η «Έλαφος των άστρων» (1963). Βραβεύτηκε με το βραβείο «Χατζηπατέρα» της Ομάδας των Δώδεκα. Είχα πάρει κι εγώ το βραβείο «Φέξη», που δινόταν, για πρώτη φορά, «στον πιο "φέρελπι" νέο λογοτέχνη». Ο Μένης Κουμανταρέας μού τηλεφώνησε να βρίσκομαι ένα μεσημέρι στο πατάρι του Λουμίδη, στη Σταδίου, να μου πάρει συνέντευξη για την εφημερίδα Νίκη, του υπέροχου Μάριου Πλωρίτη. Πήγα, συγκινημένος και περήφανος στο πατάρι, νωρίτερα. Δεν υπήρχε κανένας άλλος εκείνη την ώρα, παρά ένας νέος, σχετικά κύριος, που καθόταν σκεφτικός κι έπινε το καφεδάκι του. Ήρθε ο Μένης και ευγενικά μας συνέστησε.

− Ο κύριος Καρούζος.

− Ο κύριος Μουντές.

Ο Καρούζος μού δίνει το χέρι και μου λέει περιπαικτικά:

− Αυτός που βράβευσαν οι Δώδεκα αυνάνες;

− Οι ίδιοι που βράβευσαν κι εσάς! Του απάντησα με χριστιανική αγάπη. Ο Καρούζος δεν θύμωσε, αντίθετα με χτύπησε δυνατά στην πλάτη με οικειότητα και καθήσαμε όλοι μαζί για τη συνέντευξη.

Σε λίγο καιρό έγινε η πανηγυρική συγκέντρωση για την απονομή των βραβείων. Πήγα και τον βρήκα εκεί. Του ψιθύρισα: Βλέπω ήρθατε πρώτος στο πάρτυ των αυνάνων... Γέλασε δυνατά και μου έσφιξε το χέρι. Δεν με άφησε μονάχο ούτε στιγμή. Όσο ήμαστε εκεί, με βομβάρδιζε με χαριτωμένα σχόλια για όλους τους παρευρισκομένους. Το χιούμορ του ήταν οξύ και καταλυτικό. Φύγαμε μαζί και για πρώτη φορά στη ζωή μου έκαμα μαζί του μια ολονύχτια πεζοπορία στην Αθήνα, ακούγοντάς τον μαγεμένος να μιλάει − να μονολογεί, ακριβέστερα − ανοίγοντας χιλιάδες θέματα και αναλύοντάς τα μ' έναν δικό του μοναδικό τρόπο. Δεν κατάλαβα πώς ξημερωθήκαμε να περπατάμε χωρίς ένα σταθμό. Πήγα κατευθείαν στο σχολείο. Όλη η ζωή μου από τότε ήταν μια ιερή και ατελείωτη νυχτερινή ακρόαση αυτού του ανθρώπου, που πέρασε τη ζωή του μαρτυρικά, χωρίς ποτέ να γευτεί την αληθινή και πλήρη αίσθηση της καταξίωσης. Μιας, βέβαια, κοσμικής και ίσως πρόσκαιρης καταξίωσης, που τη ζήσανε άλλοι ανάξιοι και κατώτεροί του γραφιάδες. Ο Καρούζος ήξερε την αξία του, ήθελε τον έπαινο, αλλά δεν τον ζητιάνεψε ποτέ. Κι όταν οι τραγικές συνθήκες της ζωής του τον ανάγκασαν να ζητήσει την κρατική συμπαράσταση, του δώσανε μια τιμητική σύνταξη β' κατηγορίας. Φυσικά δεν τη δέχτηκε. Ζούσε σαν πετεινό του ουρανού. «Με λένε Γιάννη, δεν έχω τίποτε δικό μου», έγραφε στο υπέροχο ποίημά του «Ο Γιάννης μέσα στο έαρ». Ο Ιωάννης των ακρίδων. Η επιθετικότητα του, άγρια πολλές φορές, δεν ήταν παρά η άμυνα ενός πικραμένου παιδιού. Ο Καρούζος πέρασε σαν εκείνους τους αλαφροΐσκιωτους διαβάτες, που τους πετροβολούνε τα παιδιά και τους γαυγίζουν τα σκυλιά. Η κάποια αναγνώρισή του, πριν από το τέλος του, οφείλεται λιγότερο στην αληθινή γνώση του μεγάλου του έργου και περισσότερο στη δημοσιογραφική λαιμαργία. Για ένα πληγωμένο ζωάκι στη μέση του δρόμου ή για ένα αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο.

Ο ποιητής του μέσα σπαραγμού έμεινε πάντα μόνος με λίγους ανθρώπους, που πραγματικά τον κατάλαβαν, και με ένα μικρό ποίμνιο αναγνωστών, αντάξιων της μεγάλης του ποίησης. Μια βραδιά, στον καλό καιρό, πριν τον καταβάλει το ούζο κι αργότερα ο καρκίνος, μου φώναξε από μακριά στην οδό Αναγνωστοπούλου:

− Μουντέ, κάθομαι στην καρέκλα μου, σαν το πουλί στο δέντρο...

Και μια άλλη βραδιά, στο ταβερνάκι, βουλιαγμένος στην πίκρα του, μου φώναξε:

− Ουαί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι άνθρωποι του ουαί! Οι Ουαίοι, Μουντέ, οι Ουαίοι! Αυτό το έλεγε σε όλους τους τόνους, με σπαραγμό και οργή, ώς ιην ώρα που χωρίσαμε.

Και πώς να μην το λέει; θυμάμαι, είχε κυκλοφορήσει η «Έλαφος των άστρων». Σε μια μεγάλη απογευματινή εφημερίδα γράφονταν στη δεύτερη καλλιτεχνική σελίδα μεγαλοποιημένες ένα σωρό ασήμαντες ειδήσεις και μπούρδες. Ενός άλλου ανεκδιήγητου «ποιητή» η συλλογή αναγγελλόταν με τίτλους και υποτίτλους, ενώ του Καρούζου το μεγάλο βιβλίο αναφερόταν κάτω-κάτω, με ψιλά γράμματα. Συχνά μου έλεγε:

− Ως πότε θα με λένε «νέο ποιητή»; Ο Σεφέρης στα δεκαοκτώ του δημοσιευόταν πρωτοσέλιδος.

Χαίρομαι γι' αυτά τα λίγα, που σας έγραφα για το φίλο μου τον Νίκο Καρούζο, τον έξοχο Έλληνα ποιητή. Οι Ουαίοι τον προσπέρασαν. Εκείνος όμως υπάρχει.

Υ.Γ.: Προς το τέλος, πήρα μεγάλη χαρά με το αφιέρωμα της «Λέξης». Τώρα εκεί ψηλά, θα ευφραίνεται με το ουράνιο ούζο, βλέποντας τα «Απαντά» του, με την αγάπη του «Ίκαρου» και της Μαίρης.
διαβάζω Νο 393Φεβρουάριος 1999


from ανεμουριον https://ift.tt/3bnsaPb
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη