του Αντώνη Μιχ. Πρέκα
Έγινε ευρύτατα γνωστός από τον κινηματογράφο. Σπούδασε για λίγο ιατρική, όχι δραματική τέχνη. Όμως ήταν, ας πούμε, γονιδιακή επιταγή να γίνει θεατρίνος. Πήρε άδεια ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο. Ο Αντώνης Παπαδόπουλος έγινε ευρύτατα γνωστός από τον κινηματογράφο. Έχει μείνει στις καρδιές μας για τον τρόπο που σαν φίλαθλος επευφημούσε την ομάδα της γειτονιάς του:
«Πύ... πύ... Πύ-ραυ-λος...»
Ήταν στην ταινία του Κώστα Καραγιάννη «Ο άνθρωπος της καρπαζιάς» με τον Κώστα Βουτσά. Μας έχει μείνει επίσης για εκείνο το χαρακτηριστικό δήθεν κλάμα του:
«Άουμ... άουμ... άουμ», αλλά και για τον συγκινητικό του Χανς στην ταινία του Ντίνου Κατσουρίδη «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση», δίπλα στον Βέγγο, όπως και τόσες άλλες φορές. Ένας γλυκός μπούφος, αλλά και μια μορφή σχεδόν ηρωική, με άδικο
τέλος. Έφυγε το φθινόπωρο του 1983 σε ηλικία μόλις 51 ετών. Η ιστορία της θεατρικής οικογένειας Παπαδοπούλου συμπυκνώνει, όσο λίγες, τα όνειρα και τα πεπρωμένα του μπουλουκιού. Οι γονείς Φωφώ και Γιώργος Παπαδόπουλος είχαν περιοδεύουσα σκηνή με την επωνυμία «Άρμα Θέσπιδος». Μέσα σ’ αυτήν γεννήθηκαν τα παιδιά τους. Είχαν οργώσει τη Μακεδονία κυρίως. Παρουσίαζαν ένα μεικτό θέαμα με παντομίμες, μουσικά έργα και λαϊκά δράματα: «Η Γκόλφω» του Σπύρου Περεσιάδη, «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας» του Κορομηλά και τέτοια... Ό,τι έπαιζαν συνήθως στα μπουλούκια. Το να είναι τότε ένας καλλιτέχνης μπουλουξής δεν εθεωρείτο και τίτλος τιμής. Παρά ταύτα ελάχιστοι ήταν (και παλιά) οι ηθοποιοί που δεν έκαναν περιοδείες στην επαρχία ή αρπαχτές, αλλά αυτοί που έκαναν (οι περισσότεροι) αρνιόντουσαν να
«Κάθε λίγο και λιγάκι όλο και κάποιος ερχότανε, ακόμα και από το -τότε- Βασιλικό Θέατρο».
Το αστείο είναι ότι μετά όσοι με συναντούσαν στην Αθήνα έκαναν ότι δε με έβλεπαν κι άλλαζαν πορεία.».
Αλλά γιατί;
»Μήπως μαθευτεί πως δούλεψαν σε μπουλούκι;
»Μα, αν αυτό το καλοσκεφτείς, ήταν προς τιμή τους.
«Μεγάλοι ηθοποιοί -πολύ μεγάλοι-είχαν παίξει σε μπουλούκι...»
«Μια από τις φθηνές διασκεδάσεις ήτανε τότε οι συνοικιακές παραστάσεις. Τις παραστάσεις αυτές τις λέγανε αρπαχτές, κι οι ηθοποιοί που έπαιζαν σ’ αυτές έπρεπε να ξέρουν καλά, πολύ καλά την επιθεώρηση, την ταραντέλα, το βαριετέ. Το βασικό μεροκάματο στο θέατρο ήτανε σαράντα πέντε δραχμές και στην αρπαχτή άρχιζε από διακόσιες κι ανέβαινε, ανάλογα ποιος ήσουνα. Ήθελε κότσια, ευστροφία, ευελιξία και θάρρος για να αντιμετωπίσεις δύο χιλιάδες κόσμο. Ένα κυριακάτικο βράδυ έχουμε παράσταση στη Δροσιά.
Ο θίασος αποτελείται από ένα ζευγάρι λαϊκών τραγουδιστών -φίρμες της εποχής- έναν ταχυδακτυλουργό και τέσσερις ηθοποιούς. Ανάμεσά τους κι εγώ... Η ταμπέλα έξω από το θέατρο έγραφε το όνομα του φιρμάτου ζευγαριού κι από κάτω τα δικά μας ονόματα, με πιο μικρά γράμματα. Η απογευματινή πήγε καλά, αλλά στη βραδινή οι τραγουδιστές -δε θυμάμαι για ποιο λόγο- παρεξηγηθήκανε και φύγανε. Το θέατρο ήτανε πίτα, κι ο θεατρώνης έτοιμος να πάθει έμφραγμα. Για να σώσουμε την κατάσταση, αποφασίσαμε εμείς οι ηθοποιοί να βγούμε στη σκηνή και να αυτοσχεδιάσουμε, να κρατήσουμε για μια ώρα το πρόγραμμα. Τώρα τι είπαμε, τι παίξαμε, ούτε που θυμάμαι.
Θυμάμαι, όμως, πως παίξαμε ανακατωμένα νούμερα, σκετς, παρλάτες κι ό,τι άλλο ξέραμε. Το αποτέλεσμα; Όρθιος ο κόσμος χειροκροτούσε και φώναζε μπράβο. Μια κυρία δε από τα γέλια την έβγαλαν σηκωτή. Αυτούς τους ηθοποιούς περιφρονούσανε. Και κάτι ακόμα που πρέπει να τονίσω. Οι θεατές εκείνης της παράστασης δεν ήταν ο οποιοσδήποτε, όπως θέλουν να λένε. Ήτανε άνθρωποι απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ήτανε θεατές που ξέρανε να γελάνε. Κι ήμαστε οι ηθοποιοί που ξέραμε να δίνουμε γέλιο. Πολύ αργότερα το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών πήρε θέση και αναγνώρισε τα μπουλούκια ως επαγγελματικούς θιάσους.
«Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτά που υποφέραμε εμείς οι μπουλουξήδες. Χάρη στους δικούς μας αγώνες και θυσίες, αναγνωρίστηκε το θέατρο από το υπουργείο Παιδείας και σήμερα λέγεστε καλλιτέχνες κι απολαμβάνετε αυτά τα μεγαλεία».
Αυτό είχε πει στην πολύ γνωστή μας Ελένη Ζαφειρίου η μητέρα της Κυριακούλα, χρόνια αφότου είχε σταματήσει τις περιπέτειές της με τις περιοδείες. Αργότερα, το 1991 -σοφή πια και κείνη από τις τόσες εμπειρίες- η Ελένη Ζαφειρίου στο βιβλίο της «Τι να σου πρωτοθυμηθώ, βρε μάνα» έγραψε:
«Θα έχω να το λέω ότι οι ηθοποιοί των μπουλουκιών ήταν υπέροχοι άνθρωποι. Ήταν αγνοί, τρυφεροί, καλόκαρδοι, δεν τσιγκουνεύονταν να εκφράσουν τα ευγενικά αισθήματά τους ακόμα και με προσωπική θυσία, οικονομική και καλλιτεχνική. Αυτός είναι ο λόγος που όταν μπήκα στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών ξεχώρισα ελάχιστους με αυτά τα χαρίσματα, και τους λάτρεψα».
Να επανέλθουμε, όμως, στην οικογένεια Παπαδοπούλου. Η κυρά Φωφώ είχε το κουμάντο στα οικονομικά. Γράμματα δεν ήξερε, γι’ αυτό, όπως μαρτυρά στην αυτοβιογραφία του ο Ζαννίνο, είχε εφεύρει ένα δικό της αλφάβητο. Δηλαδή...
«Όταν πήγαινα να πληρωθώ, ζωγράφιζε στο βιβλίο εξόδων ένα τηλεγραφόξυλο και δίπλα έγραφε δραχμές εκατό. Όταν πλήρωνε μουσικό, ζωγράφιζε το όργανο που έπαιζε. Όταν πλήρωνε τον γιο της, ζωγράφιζε μια καρδιά. (...) Ο Αντώνης ήταν ο χαϊδεμένος της, όπως και όλης της οικογένειας. (...) Πάντως το δικό τους τσαντίρι δεν ήταν σαν αυτά της Μακεδονίας. (...) Όταν τους γνώρισα εγώ, οι θίασοί τους απαρτίζονταν πάντα από πρωταγωνιστές... Ο Γιώργος έκανε το καλλιτεχνικό κουμάντο.
«Ονομάζομαι Χρήστος Θηβαίος. Είμαι ανιψιός του Αντώνη Παπαδόπουλου, γιος της αδελφής του, της Μαρίας».
Ο άνθρωπος που αυτοσυστήνεται είναι ο γνωστός τραγουδοποιός του σήμερα κι αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ιστορία από την αρχή...
«Οι Παπαδόπουλοι -όπως τους λέγανε- ξεκινήσανε από την Κωνσταντινούπολη με τσαντίρι. Όλοι τους ήτανε μουσικοί, και τα αδέλφια του παππού, αλλά και τα αδέλφια της γιαγιάς. Άλλος έπαιζε τύμπανο, άλλος έπαιζε κορνέτα. Έτσι έβγαζαν το ψωμί τους. Ο Γιώργος και η Φωτεινή το 1925 γέννησαν τη μητέρα μου. Τη Μαίρη, όπως τους άρεσε να τη φωνάζουν. Επτά χρόνια μετά γέννησαν τον θείο μου και πολύ αργότερα το 1941, το τρίτο παιδί, την Τάσα Παπαδοπούλου. Η γιαγιά μου ήταν ακροβάτης και μετά ηθοποιός. Έτσι εκπαίδευε τα παιδιά της να κάνουν ακροβατικά. Όταν πρωτοπάτησαν το σανίδι, ήταν δεν ήταν πέντε χρονών. Ο Αντώνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσε στις γειτονιές της. Η μητέρα μου μού έλεγε ότι έμεναν σε μια περιοχή που οι σημερινοί Θεσσαλονικείς δεν τη θυμούνται. Λεγότανε Βουλγαρική Εκκλησία. Είναι στην πάνω μεριά του Βαρδάρη.Εκεί πρωτοείδαν κινηματογράφο. Τα χρόνια πέρασαν. Στην Κατοχή, η οικογένεια αποφασίζει να εγκαταλείψει την Θεσσαλονίκη και την επαρχία και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Η Μαίρη αρχικά και ο Αντώνης αργότερα συνεχίζουν στο θέατρο. Η Τάσα έγινε τραγουδίστρια και κάποια στιγμή φεύγει για τον Καναδά, όπου μένει ακόμα. Τώρα πια είναι η μόνη που ζει από όλους τους. Πρώτος έφυγε ο παππούς, ήταν σαράντα εννιά ετών, μετά η γιαγιά στα πενήντα δύο της. Δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω· εγώ γεννήθηκα το 1963. Ύστερα έφυγε ο Αντώνης και πριν από λίγα χρόνια η μητέρα μου. Αγαπιόντουσαν πολύ μεταξύ τους. Ήτανε πολύ δεμένα αδέλφια, αγαπημένα, ακόμη κι όταν έκαναν δικές τους οικογένειες. Εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω σ’ ένα τέτοιο·κλίμα απέραντης αγάπης. Η Μαίρη πρωτοεμφανίστηκε στην πρωτεύουσα το 1943, στο θέατρο Έσπερος της Κοκκινιάς, όπου το θέατρο Σμύρνης ανέβαζε οπερέτες και έργα πρόζας. Στον θίασο συμμετείχαν οι Αγγελος Προβελλέγγιος, Κίττυ Άλμα, Νικήτας Πλατής, Γκόλφω Μπίνη-Πλατή κ. ά.
Εκεί γνωρίζει τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερο της ηθοποιό Νίκο Θηβαίο.
Εκείνος ήταν ήδη παντρεμένος με την ηθοποιό Μαρίκα Θηβαίου.
Έκτοτε εμφανίζονται μαζί και συχνά κάνουν περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Συνεργάστηκαν κατά διαστήματα με πολλούς πρωταγωνιστές του μουσικού θεάτρου όπως τους Σπύρο Πατρίκιο, Ορέστη Μακρή, Βασίλη Αυλωνίτη, Καίτη και Σοφία Βερώνη, Άγγελο Μαυρόπουλο, αδελφές Καλουτά κ. ά. Ο γάμος τους έγινε το 1971 και η σημαντικότερη κοινή κινηματογραφική εμφάνισή τους το 1972 στην ταινία του Σπύρου Ζιάγκου «Ο θείος μου, ο Ιπποκράτης» με τον Νίκο Σταυρίδη. Σ’ αυτήν ο Αντώνης Παπαδόπουλος έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Νίκος Θηβαίος απεβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Πολλοί ηθοποιοί ίσως θυμούνται τη μητέρα του Χρήστου Θηβαίου και κείνον πιτσιρικά στο Βεστιάριο της Γωγώς Κώνστα και της Αιμιλίας Σαρρή, στην οδό Αριστοτέλους, όπου η γλυκιά κυρία Μαίρη εργαζόταν ως ράφτρα. Έκανε μεταποιήσεις και εφαρμογές στα θεατρικά κοστούμια... Ο Αντώνης Παπαδόπουλος παντρεύτηκε -επίσης- ηθοποιό. Τη Ζωή Μυρίτη (Παπαδοπούλου). Την υπεραγαπούσε τη θεία μου τη Ζωή.
Λίγα χρόνια προτού πεθάνει -το 1981, αν θυμάμαι καλά- γεννήθηκε η κόρη τους η Φωτεινή. Δεν πρόλαβε δυστυχώς να τη ζήσει.
»Εύχομαι να βρισκόμαστε πάντα μαζί και να μιλάμε γι’ αυτόν».
Η Φωτεινή δε βγήκε στην τέχνη.
Εκείνος είχε γίνει μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών από το 1955.
Το 1959 τον συναντάμε στον θίασο του παλαιού ηθοποιού Γιώργου Ολύμπιου στα έργα «Η Ρένα εξόκειλε» και « Έρως μετ’ εμποδίων».
Αργότερα πηγαίνει στο θέατρο Ακροπόλ όπου παίζει επιθεωρήσεις δίπλα στους Χρήστο Ευθυμίου, Ρένα Βλαχοπούλου, Καίτη Μπελίντα, Σπεράντζα Βρανά, Γιάννη Γκιωνάκη κ. ά.
Υπήρξε βασικό στέλεχος σε πολλούς μουσικούς θιάσους, αλλά δε σταμάτησε ποτέ να πηγαίνει στην επαρχία.
Ένα αστείο περιστατικό όπως το είχε διατυπώσει ο Ζαννίνο:
«Με τον Αντώνη γλεντούσαμε πολύ. Του άρεσε να κάνει στα έργα τους εραστές και δεν τα πήγαινε κι άσχημα, παρότι η κατασκευή του κάθε άλλο παρά εραστή θύμιζε. Το τσαντίρι το στήναμε και το ξεστήναμε σε τρεις ώρες. (...)
» (...) Στα πανηγύρια η παράσταση αρχίζει από τις δέκα το πρωί. Για να προσελκύεται ο κόσμος στην είσοδο, υπάρχει ένα μικρό πάλκο. Εκεί ανεβαίνουν οι ηθοποιοί με τον κωμικό και κάνουν τη μικρή κωμωδία, τη λεγάμενη παράτα, για να μαζέψουμε τους χωρικούς. (...)
»Όταν μαζευόταν κόσμος και χάζευε με την παράτα, ανοίγαμε το ριντό της πόρτας και βλέπανε τις γυναίκες στη σκηνή. Τότε πλήρωναν το εισιτήριό τους κι έμπαιναν μέσα. (...)
»Μια μέρα μού λέει ο Αντώνης:-Ζαννίνο, έχω ψήσει μια Βλαχόπουλα. Γι ’ αυτό έλα μαζί μου, μην κι έχει αδέλφια και βρω τον μπελά μου.
-Βρε Αντώνη, είσαι τρελός; Είναι καιρός για τέτοια πράγματα;
»Πάρ’ όλες τις αντιρρήσεις μου, στο τέλος με κατάφερε. Πάμε στο χωριό.
-Κράτα τσίλιες.
»Τον χάνω.
Σε κάμποση ώρα έρχεται με μια ψηλοκάνα, μέσα απ’ το δάσος, γεμάτος ικανοποίηση. Εγώ κόντευα να σκάσω απ’ το κακό μου, γιατί τον βλέπω να βγάζει από ένα σακουλάκι δυο λίρες και να της τις δίνει.
-Πάρ ’ τες, της λέει, να πάρεις ένα δώρο.
»Όταν μείναμε μόνοι, άρχισα να ωρύομαι.
-Τι έκανες, ρε Αντώνη; Έδωσες δυο λίρες που τις βγάζεις με τόσο κόπο;
- Έλα, ρε Ζαννίνο, τι αξία έχουνε δύο λίρες μπροστά στο κέφι μου;
Κι αν έχει αδέλφια κι έρθουνε και σου ζητήσουνε εξηγήσεις για το κορίτσι;
-Ποιο κορίτσι; Παντρεμένη είναι με δύο παιδιά.
»Με τις μέρες το γεγονός ξεχάστηκε. Ένα απόγευμα ήμαστε στο πατάρι για να μαζέψουμε κόσμο. Σ’ αυτούς που μας παρακολουθούν αναγνωρίζω την ψηλοκάνα να μου κάνει νοήματα, έξω φρενών. Κατεβαίνω, βρίσκω τον Αντώνη και του λέω:
»Αντώνη, είναι αυτή απ’ έξω πολύ θυμωμένη και περιμένει.
»Καλμάρισέ την.
»Πάω κοντά της και τη ρωτάω:
»Τι συμβαίνει, κοπέλα μου;
»Αυτή βγάζει τις λίρες και μου τις δίνει αγανακτισμένη.
»(...) Παίρνω τις λίρες και βλέπω ότι ήτανε αγιοβασιλιάτικες.
»Συγκρατώντας τα γέλια και για να μη γίνει φασαρία, της λέω μ’ευστροφία:
-Μη φωνάζεις. Αν το μάθει ο αστυνόμος, θα σε ρωτήσει γιατί σου τις έδωσε. Εσύ τι θα του πεις; Τις πήρα να με πηδήξει;
»Τ’ ακούει η Βλάχα κι ακόμα τρέχει...
»Ένα ακόμη περιστατικό, πάλι από τον Ζαννίνο.
«Η Φωφώ Παπαδοπούλου έχει μεγάλη αδυναμία στην κόρη μου Σοφία. Όταν κάθεται στο ταμείο την έχει συνέχεια στα πόδια της. Δεν έχει ακόμα αποκτήσει εγγόνια. (...)
«Υπάρχουν κάτι μπαούλα που βάζουνε το βεστιάριο, το οποίο μετά από κάθε παράσταση το έβαζε στην μπουγάδα, γιατί ήταν πολύ καθαρή. Σ’ ένα τέτοιο μπαούλο είχε ανοίξει τρύπες στο καπάκι του για να αερίζεται κι έβαζε μέσα τη Σοφία και κοιμότανε πάνω στις φουστανέλες. Όταν τελείωναν οι παραστάσεις, φορτώναμε μπαούλα, σκηνικά, κλπ. και ξεκινάγαμε γι’ άλλη πιάτσα. Ένα βράδυ έχουμε φορτώσει κι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Με ρωτάει η Τζένη:
-Πού είναι το παιδί;
-Ποιο παιδί;
-Η Σοφίτσα.
-Δεν το ’χεις εσύ;
- Όχι. Κυρα-Φωφώ, πού είναι το παιδί; φωνάζει έξαλλη η Τζένη.
-Ποπό. Το ’χω βάλει στο μπαούλο.
-Τι λες, βρε αδελφέ;
»Στο μεταξύ το μπαούλο έχει φορτωθεί. Έχουν μπει από πάνω άλλα μπαούλα και σκηνικά. Εγώ κέρωσα.
»Σταθείτε, φωνάζει ο Αντώνης και σαλτάρει στο φορτηγό.
»Αρχίζει να πετάει και να παραμερίζει διάφορα πράγματα. Φτάνει στο μπαούλο με τις τρύπες στο καπάκι. Τ ’ ανοίγει, αρπάζει τη Σοφία και μας τη φέρνει. Αυτή έχει το δάχτυλο στο στόμα και κοιμάται μακαρίως... Θεός σχωρέσ’ τον, τον Αντώνη».
«Εγώ τον γνώρισα στην τελευταία περιοδεία της ζωής του», μου λέει η ηθοποιός Ευδοξία Πεντζάκη.
«Ήταν καταχείμωνο, παλιόκαιρος.
»Είχε ήδη πρόβλημα με το αναπνευστικό του. Αλλά κάπνιζε, κάπνιζε πολύ. Ό,τι μάρκα έβρισκε.
»Λες και ήθελε να εκδικηθεί τον εαυτό του...
-Σταμάτα το λίγο, του λέγαμε. Αφού ξέρεις ότι σου κάνει κακό.
-Δεν πειράζει, μας απαντούσε. Έτσι ξεδίνω. Έχω κι εγώ τα βάσανά μου.
»Μια μέρα σε κάποια από τις μετακινήσεις μας βλέπω στο αυτοκίνητό του ένα χαρτί με κάτι στίχους, σαν τραγούδι.
-Δικοί σου είναι;
-Δικοί μου.
- Έχουν σχέση με σένα;
-Ε, για να τους γράψω, κάποια σχέση θα έχουν.
»Είχε βρει και τη μουσική, ήταν κάπως σαν ραπ. Μου τραγούδησε:
Μέσα στον δρόμο με πόνο και θλίψη / ένα ναυάγιο στους δρόμους γυρνά / Κάθε χαρά απ’ αυτήν έχει λείψει / Κι όμως του γέλιου τη μάσκα κερνά. / Με ένα τσιγάρο στο χέρι καπνίζει / Σε κάποιας γωνιάς το φως το θαμπό / Κι όποιον περνάει με κόλπο πλευρίζει / Κι έρωτα πλάνο πουλάει φθηνό.
»Θυμάμαι πάντως πόσο πατρικά φερόταν σ’ εμάς τους νεότερους του θιάσου. Αγωνιούσε. Μας ρωτούσε κάθε βράδυ αν φάγαμε καλά, αν πληρωθήκαμε όπως έπρεπε, γιατί έχουμε και τέτοια προβλήματα στις περιοδείες.
»Όπως θυμάμαι και τις πρόβες που κάναμε στην Αθήνα.
»Κάθε μέρα μόλις τελειώναμε, πηγαίναμε μαζί του στο Πέτρινο, στη Θεμιστοκλέους.»Συναντιόντουσαν εκεί οι συνταξιούχοι ηθοποιοί.
«Συζητούσαν με τις ώρες, λέγανε τα δικά τους, αλλά όχι σαν συνταξιούχοι, σαν εν ενεργεία ηθοποιοί.»
Μετά την περιοδεία πήγα και τον είδα στο Σωτηρία...»
«Ξεκίνησε σαν κομπάρσος σε διάφορα φιλμ του ανερχόμενου -τότε- ελληνικού κινηματογράφου.»
Μετά άρχισαν να του δίνουν πού και πού και καμιά ατάκα.
»Σιγά σιγά η ατάκα έγινε ρόλος.
«Μπορεί να έμεινε στην ιστορία του σινεμά ως κωμικός ηθοποιός, για μένα, όμως, ήταν συγκλονιστικός, ειδικά σε κάποιους ιδιαζόντως δραματικούς ρόλους του, όπως στην ταινία “Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας” με τον Βέγγο.
«Αγαπούσε πραγματικά αυτό που έκανε.
«Όταν έπαιζε, ήταν σαν να ζει τα παιδικά του χρόνια...»
Η ταινία «Ο ναύτης του Αιγαίου» σε σκηνοθεσία Κώστα Στράντζαλη ήταν η πρώτη του. Ακολούθησαν πλήθος άλλες, όπως «Ο Στρατής παραστράτησε» του Κώστα Καραγιάννη με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, «Οι τρεις ψεύτες» του Κώστα Ανδρίτσου με τον Νίκο Σταυρίδη, « Έμπαινε, Μανωλιό» και «Ο νάνος και οι επτά Χιονάτες» του Κώστα Καραγιάννη, «Ο άνθρωπος ρολόι» του Γιώργου Παπακώστα με τον Νίκο Σταυρίδη, «Πώς καταντήσαμε, Σωτήρη» του Στέλιου Τατασόπουλου, «Θανάση, πάρε το όπλο σου» του Νίκου Κατσουρίδη με τον Βέγγο.
Στην τηλεόραση μεταξύ άλλων έπαιξε στις εξής σειρές: «Περίπτερο» του Βασίλη Βλαχοδημητρόπουλου, «Ξενοδοχείον ο έβδομος ουρανός» του Γιώργου Παπακώστα, «Το παλιό κατοστάρι» του Ηλία Καραμανέα.
Ο Χρήστος Θηβαίος συνεχίζει την ιστορία:
« Όταν γεννήθηκα εγώ, ο πατέρας μου ήταν ήδη πενήντα επτά ετών. Τον έβλεπα περισσότερο σαν τον σοφό παππού.»
Γι' αυτό ανέπτυξα μια πολύ ιδιαίτερη σχέση με τον Αντώνη. Τότε δεν είχε ακόμη παιδί.
«Μοιάζουμε και φυσιογνωμικά σαν πατέρας με παιδί.
»Με φώναζε τσογλάνι...»
Εκείνος με μύησε κατά κάποιο τρόπο στα μυστικά της ζωής, και της αλητείας, όπως κάθε πατέρας τον γιο του.»
Στον Αντώνη άρεσε πολύ η μπίρα.
»Μπορούσε να κολλήσει για ώρες σε μια παρέα, να πίνει μπίρες με απλούς ανθρώπους και να συζητάει μαζί τους.»Αυτό είναι και το βίτσιο που μου κληροδότησε.
»Κάθε μέρα με έπαιρνε μαζί του στο θέατρο.
»Έζησα από κοντά πολλές από τις χαρές και τις λύπες του.
»Ήταν πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Είχε, όμως, και καταπληκτικό χιούμορ.»
Του χρωστάω ευγνωμοσύνη για όλη την καλοσύνη που μου δίδαξε.»
Μέσα από τη σιωπή του, χωρίς ποτέ να μου μιλήσει...»
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2003
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/39Gn1jl
via IFTTT