Αρτέμης Μάτσας (1930, Αθήνα - 2003, Αθήνα)

του Αντώνη Μιχ. Πρέκα

Οι ταινίες που έπαιξε ξεπέρασαν τις ενενήντα... Τα πρόσωπα που άλλαξε, φυσικά, το ίδιο... Ο παρονομαστής, όμως, ήταν πάντα κοινός... Δοσίλογος. Μαυραγορίτης. Δειλός σαδιστής. Αδίστακτος. Προδότης. Σπιούνος ή απλώς γλοιώδης τύπος... Σκότωσε στο πανί πάνω από 120 ανθρώπους, με όλων των ειδών τους τρόπους. Ο Αρτέμης Μάτσας ταυτίστηκε στη μνήμη μας με την εικόνα του κακού, όσο κανείς άλλος...
«Στο σινεμά τον είδα για πρώτη φορά στην πρεμιέρα της ταινίας “Το νησί των γενναίων” με τον Αλέκο Αλεξανδράκη και την Τζένη Καρέζη», μου λέει η δημοσιογράφος και ανιψιά του Βικτωρία Νταγκουνάκη. «Το έργο αναφέρεται σε έναν αξιωματικό, ο οποίος βρίσκεται στην Κρήτη με μυστική αποστολή να οργανώσει μια ομάδα σαμποτέρ.
»Ο θείος μου σε μια σκηνή καίει με αναμμένο τσιγάρο ένα μέλος της ομάδας για να τον κάνει να ομολογήσει...
»Όταν τελείωσε η ταινία, ήρθε κοντά μου να με ρωτήσει πώς μου φάνηκε...
»Εγώ μικρούλα, όπως ήμουν, έφυγα χιλιόμετρα μακριά. Αρχισα να σκούζω και να φωνάζω:
»Μακριά μου... Δε σ’ αγαπώ πια. Δε θέλω να σε ξέρω... Δεν μπορεί να είσαι τόσο κακός...
»Κι όμως ήταν ο πιο ευαίσθητος. Ο πιο τρυφερός άνθρωπος που εγώ γνωρίζω. Τουλάχιστον μέσα στην οικογένειά μου...
»Να σκεφτείτε πως όταν με πήγαινε για κάποιο εμβόλιο ή στον οδοντίατρο, δεν άντεχε να ’ναι μπροστά.
» Έβγαινε έξω από την πόρτα και βούρκωνε.
»Δενμπορώ να την ακούω να πονάει, έλεγε...»
«Ήταν ένας ευγενέστατος άνθρωπος», επιβεβαιώνει η ηθοποιός Μέλπω Ζαρόκωστα. «Τόσο φίνος και τόσο λεπτός που φρόντιζε πάντα να περνά απαρατήρητος... Να μην ενοχλεί. Να μην κάνει θόρυβο...»
Την ιστορία του ανέλαβε να αφηγηθεί ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και κριτικός θεάτρου Νέστορας Μάτσας...

«Ο καλότατος κακός του Ελληνικού κινηματογράφου... Ο αδελφός μου ο Αρτέμης γεννήθηκε στην Αθήνα. Από γονείς που είχαν μέσα τους το ιερό καλλιτεχνικό πυρ...
»Η μητέρα ήταν σολίστ του πιάνου από τη Σμύρνη.
Η Βικτωρία Αλμπαγλή. Έκπαγλης ομορφιάς. Πέθανε πάρα πολύ νέα τριάντα τριών ετών... Έπειτα από ένα ρεσιτάλ.
»Ο πατέρας είχε σπουδάσει στη Χαϊδεμβέργη. Ήταν ένας βαθύτατα μορφωμένος άνθρωπος. Δε γύρισε ποτέ πίσω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ...»
Τι ειρωνεία όμως...
Χρόνια μετά, όταν ο Αρτέμης κλήθηκε να παίξει τον ρόλο ενός κουκουλοφόρου-καταδότη των Γέρμανών, διεπίστωσε πως το σπίτι που είχαν διαλέξει για να γυριστεί η σκηνή του, ήταν αυτό όπου οι Γέρμανοί είχαν συλλάβει τον πατέρα του. « Ήταν η πιο συγκλονιστική και μαζί σκληρή στιγμή της καριέρας μου» είχε εξομολογηθεί ο ίδιος. Φυσικά και στην περίπτωσή του υπήρχε ένας καταδότης...
«Θυμάμαι τα παιδικά χρόνια του Αρτέμη», συνεχίζει ο αδελφός του Νέστορας. «Ήταν γεννημένος ηθοποιός. Δηλαδή σε συγκλόνιζε το πάθος που είχε ως παιδί πέντε ή οκτώ ετών με το θέατρο. Όταν οι γονείς μας τον ρωτούσαν με αφορμή κάποια γιορτή:
»Τι δώρο να σου κάνουμε;
»Να με πάτε στο θέατρο, τους έλεγε.
«Φανταστείτε ότι μας υποχρέωνε, εμένα και την αδελφή μας -την Αλίκη- να συμμετέχουμε στα έργα που μόνος του έγραφε. Μόνος του δίδασκε. Μόνος του τα έπαιζε... Εμείς απλώς περιοριζόμασταν σε ατάκες κομπάρσων...
»Θα γίνω ηθοποιός, είπε μια μέρα σε ηλικία 17 ετών.
»Θα πάω στον Αιμίλιο Βεάκη... Πρόσωπο μυθικό εκείνος...
«Εμείς τρομάξαμε.
»Πιστεύεις ότι θα σε δεχθεί ο Αιμίλιος Βεάκης; του είπαμε εμείς...
»Ο Αρτέμης επήγε και του είπε απλά:
»Είμαι το μεγάλο παιδί μιας οικογένειας που έχει χάσει τους γονείς του... Θέλω να γίνω ηθοποιός...
»...Και ο Βεάκης τον δέχθηκε με αγάπη. Όπως και ο Ροντήρης. Ήταν μαζί τότε, στη δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών.
»Εδώ θα αφηγηθώ και κάτι που ίσως να δείχνει και κάπως μελό... Αλλά η ζωή πολλές φορές είναι πιο μελό από τα μελό...
»Επρόκειτο να πάει στις εξετάσεις του πρώτου έτους. Αλλά δεν είχε καλό παντελόνι να φορέσει... Πήγε και το είπε στον Ροντήρη.
»Έλα, παιδί μου, στο σπίτι μου. του είπε εκείνος.
»Κι όταν πήγε, του έδωσε δύο κοστούμια... Ο Αρτέμης, λοιπόν, έκανε την πρώτη του σπουδαστική εμφάνιση, με ένα ρούχο που του είχε δωρίσει ο πολύ μεγάλος Ροντήρης...
»Όλοι οι δάσκαλοί του τον αγάπησαν πολύ...»
Πρωτοεμφανίζεται επαγγελματικά το 1949 στο Περοκέ με το έργο του Νοέλ Κάουαρντ «Ερωτικός Πυρετός». Έκανε τον διπλωμάτη. Στεγαζόταν εκεί το Ρεαλιστικό θέατρο, όπου καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο άλλος του δάσκαλος, ο Αιμίλιος Βεάκης.
Δίπλα του, ένα χρόνο αργότερα κάνει και την πρώτη του ταινία.
Είναι «Τα αρραβωνιάσματα». Διασκευή πάνω στο γνωστότατο θεατρικό του Δημήτρη Μπόγρη σε σενάριο-σκηνοθεσία της Μαρίας Πλυτά. Την ίδια χρονιά (1950) συνεργάζεται με τον θίασο του Βασίλη Αργυρόπουλου -το αντίπαλον δέος του Βασίλη Λογοθετίδη εκείνη την εποχή- στην κωμωδία των Στέφανου Φωτιάδη - Ιάσονα Βροντάκη «Ο Φαταούλας».
Έκτοτε υπηρέτησε σχεδόν όλα τα είδη του θεάτρου.

Έπαιξε δίπλα στον Καρούσο, την Κυβέλη, τον Κώστα Χατζηχρήστο, την κυρία Αλίκη (Θεοδωρίδου), τη Σοφία Βέμπο, τον Νίκο Σταυρίδη κ. ά. To 1965 και για περίπου δύο χρόνια διατηρεί δικό του θίασο με την επωνυμία Στούντιο Ονείρων. Στη συνέχεια συμμετέχει κυρίως σε μουσικούς θιάσους και επιθεωρήσεις...
« Ένας τρίτος δάσκαλός του», λέει ο Νέστορας Μάτσας, «ήταν ο Κώστας Μουσούρης. Ο Αρτέμης έπαιξε κοντά του για αρκετά χρόνια. Ήταν και πολύ φίλοι...» Αυτός ο σπουδαίος ηθοποιός, σκηνοθέτης και θιασάρχης με τον νεαρότατο Αρτέμη Μάτσα είχαν μια πραγματικά εγκάρδια φιλία...
Είναι περίεργο ότι αυτός ο καλότατος άνθρωπος που είχε πάντα άριστες σχέσεις με τους συναδέλφους και τους συνανθρώπους του, στον κινηματογράφο του άρεσε να παίζει τους ρόλους που έπαιζε...
Στο «Νησί των γενναίων» του Ντίμη Δαδήρα το 1959 «πρωτοφό-ρεσε» τον μανδύα του «κακού». Τυχαία, αφού κανείς άλλος ηθοποιός δεν τολμούσε να δεχτεί, εκείνη την εποχή, τον ρόλο του προδότη.
«Υπήρχε πάντα πλήρης αντίθεση ανάμεσα στον άνθρωπο Αρτέμη Μάτσα και τον ηθοποιό...» επιμένει η Βικτωρία Νταγκουνάκη.
«Είναι περίεργο, όμως, ότι τελικά ο κόσμος αυτό το καταλάβαινε. Και διχαζότανε... Δεν ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει... Όταν πήγαινε περιοδείες και γύριζε, μας διηγιόταν διάφορα περιστατικά... Όπως μια φορά, για παράδειγμα, όταν με τον Κώστα Κακαβά πήγαν κυριολεκτικά να τους ξεσκίσουνε τα ρούχα. Από λατρεία.
»Εντάξει, τα κοριτσόπουλα είχαν μαζευτεί για τον Κακαβά.
»Όμως η αστυνομία αναγκάστηκε να φυγαδεύσει και τους δύο από την πίσω πόρτα του θεάτρου.
»Άλλες φορές πάλι ο κόσμος ορμούσε να τον λιντσάρει...»

Η εφημερίδα «Καθημερινή» έγραψε κάποτε: «Ανηλεές κυνηγητό περίμενε στους δρόμους της Θεσσαλονίκης τον κακό του κινηματογράφου Αρτέμη Μάτσα». Λέγεται επίσης ότι τουλάχιστον δύο φορές, ενώ έκανε αμέριμνος τη βόλτα του, έφαγε ξύλο από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν τον ηθοποιό από τον ρόλο. Το είχε παράπονο, όπως φαίνεται από συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Γιώργο Βιδάλη, η οποία είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» αρχές της δεκαετίας του ’90.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω από τη Φωκίωνος Νέγρη -εκεί κοντά μένω- και να μη με φωνάξουν “προδότηηη”, “ρουφιά-νεεε”, “τσιφούτηηη”», έλεγε.
«Με τρομάζει αυτό μερικές φορές. Είναι παρήγορο, όμως, ότι τα νέα παιδιά βλέποντας τις ταινίες στην τηλεόραση είναι τόσο εύθικτα στο να μην υπάρχει προδοσία, να μην υπάρχει πια κακία».
«Αλλά ποια είναι η ιδιαιτερότητα του Αρτέμη...» συμπληρώνει Νέστορας Μάτσας...
«Ο ρόλος του κακού που ερμήνευσε σε μια ταινία δεν είχε καμία σχέση με τον ρόλο του κακού που ερμήνευε σε μια άλλη...»
Για την ιστορία, ιδού, μερικές από τις ταινίες στις οποίες έπαιξε: «Η ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου με τη Γεωργία Βασιλειάδου, «Μπουμπουλίνα» του Κώστα Ανδρίτσου με την Ειρήνη Παπά, «Αν όλες οι γυναίκες του κόσμου» του Νέστορα Μάτσα, «Η θυσία μιας γυναίκας» του Στέλιου Τατασόπουλου, « Όταν η πόλις πεθαίνει» του Γιάννη Δαλιανίδη με τη Μαίρη Χρονοπούλου και τον Ανδρέα Μπάρκουλη, «Όσο υπάρχουν γυναίκες» του Γιώργου Παπακώστα, «Παπατρέχας» του Ερρίκου Θαλασσινού με τον Θανάση Βέγγο, «Γραφείο συνοικεσίων» του Φρίξου Ηλιάδη με τον Νίκο Σταυρίδη, «Αμαρτωλές» του Ντίμη Δαδήρα με την Κάκια Αναλυτή κ. ά. Συμμετείχε και σε περίπου 26 ξένες παραγωγές με σκηνοθέτες όπως οι Κλοντ Σαμπρόλ, Ρότζερ Χόλμαν και Λάρι Φρίτς κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παρουσία του στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ζυλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη.

Η εν γένει δραστηριότητα του Αρτέμη Μάτσα αναδεικνύει έναν πολυπράγμονα άνθρωπο με ευαισθησίες. Η παρουσία του στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι έντονη. Όχι, μόνο με την ιδιότητα του ηθοποιού. Έπαιξε βέβαια σε σειρές όπως: «Ο μεθοριακός σταθμός», «Η κοκορόμυαλη», «Επιθεώρηση, αγάπη μου» κ. ά. Όμως στη «μικρή οθόνη» και τα ερτζιανά έχει επιμεληθεί και παρουσιάσει εκπομπές καλλιτεχνικής και κοινωνικής έρευνας. Ανάμεσά τους: «Θεατρικές μνήμες», «Θεατρικό μουσείο», «Το φως της ράμπας», «Η γυναίκα και τα προβλήματά της», «Παράθυρο στον ουρανό» κ. ά. Δούλεψε σε εφημερίδες και περιοδικά ως καλλιτεχνικός συντάκτης και χρονογράφος. Δίδαξε επίσης υποκριτική σε δραματικές σχολές. Μελετητής της τέχνης του, έγραψε τα βιβλία «Μεγάλες θεατρικές οικογένειες», «Το άλλο πρόσωπο του θεάτρου», «Θεατρικές μνήμες», «Ελένη Ζουρούδη: Μια ζωή χορός» και το θεατρικό έργο «Θα ξημερώσει και για μας». Για την προσφορά του τιμήθηκε αρκετές φορές από συλλόγους και φορείς. Οικογένεια δεν έκανε. Ασχολήθηκε, όμως, με τη θεατρική οικογένεια και τους παραμελημένους ανθρώπους της, σαν να ήταν η δική του.
«Στάθηκε ιδιαίτερα κοντά σε ηθοποιούς που υπέφεραν» υπογραμμίζει ο Νέστορας Μάτσας. «Είχε απέραντο ενδιαφέρον για τους συναδέλφους του. Ακόμη και γι’ αυτούς που κάνανε τους κακούς, και θα μπορούσε να έχει μια ανταγωνιστική σχέση μαζί τους... Πάντα ήταν ένας πολύ καλός φίλος...»
Ο Βασιλάκης Κάίλας το αποδεικνύει...
«Είχαμε κάνει μαζί μια ταινία του Ορέστη Λάσκου. “Λαφίνα” λεγότανε, με αρματωλούς και κλέφτες. Γυρίζαμε στα βουνά...

»Εμένα, πιτσιρίκο, με είχαν υποτίθεται απαγάγει οι κακοί. Και με είχανε δεμένο πάνω σ’ ένα άλογο.
»Το άλογο όμως αφήνιασε στην πραγματικότητα. Το εξαγρίωσαν τα ρεφλεκτέρ -είναι ένα είδος φωτισμού- και άρχισε να τρέχει... Εγώ, δεμένος επάνω, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα...
»Ο Αρτέμης Μάτσας τρελάθηκε...
»Πάει το παιδί. Το χάνουμε. Κάντε κάτι..., φωνάζει.
»Πέσανε όλοι πάνω στο άλογο και κατάφεραν να το συνεφέρουν. Ευτυχώς κι εγώ είχα καταφέρει να κρατηθώ πάνω του...
«Συνεργαζόταν τότε με κάποια εφημερίδα...
»Την άλλη μέρα, λοιπόν, έγραψε με τεράστια γράμματα:
«“Σώθηκε από θαύμα, το παιδί-θαύμα του ελληνικού κινηματογράφου”. Τον αγαπούσα πάρα πολύ...
«Πριν από πέντε χρόνια ήρθε να με δει στο θέατρο, παρόλο που ξέρω ότι ήταν ήδη άρρωστος...»
Η κατάσταση της υγείας του σταδιακά επιδεινώνεται. Το πρώτο εγκεφαλικό διαδέχεται η ασθένεια του Πάρκινσον. Σιγά σιγά «χάνεται» στην απόλυτη σιωπή καθηλωμένος πάνω σε μια καρέκλα στο σπίτι του. Διαβάζει εφημερίδες. Βλέπει τηλεόραση. Δείχνει σαν να ενδιαφέρεται να ενημερωθεί. Φορές φορές η αδελφή του Αλίκη τον βλέπει να κλαίει μόνος του με τις ώρες. Την Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου του 2003 «σβήνει» στο νοσοκομείο «Παμμακάριστος» και την επόμενη κηδεύεται στο κοιμητήριο της Καισαριανής. Έζησε 73 χρόνια και είχε εξομολογηθεί πως θα ήθελε να τον θυμούνται ως «κύριο».
«Να πουν, όταν πεθάνω, πως έφυγε ένας κύριος του θεάτρου».
Αντί για τίτλους τέλους όμως, ας κρατήσουμε τα λόγια της ανιψιάς του Βικτωρίας.
«Του άρεσε πάντα να σκέφτεται... Κολακευόταν να λέει ότι:
»Τελικά ήμουνα ο πιο κακός του Ελληνικού Κινηματογράφου...»


from ανεμουριον https://ift.tt/2wSmWMj
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη