του Αντώνη Μιχ. Πρέκα
Η Γεωργία Βασιλειάδου είχε εκμυστηρευτεί στον δημοσιογράφο Σταμάτη Φιλιππούλη, χαριτολογώντας, ότι αν κάποτε κάνανε καλλιστεία ασχήμιας, θα έβγαινε εκείνη Σταρ Ελλάς και η Ταϋγέτη Μις Ελλάς. Η Ταϋγέτη Μπασούρη (1914 Κηφισιά - 2003 Αθήνα) στο επώνυμο έμεινε στην ιστορία του ελληνικού σινεμά με το μικρό της όνομα. Θα τη θυμάστε σαν υπνωτισμένο μέντιουμ να ψάχνει ΤΟΝ ΘΗΣΑΥΡΟ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΤΗ κατ’ εντολήν της Γεωργίας Βασιλειάδου και της Ξένιας Καλογεροπούλου. Βλέπει σαν χρυσάφι τα μπακίρια, αλλά δε βλέπει τίποτα όταν φτάνει μπροστά στις λίρες της Άντζελας Ζήλεια. Θα τη θυμάστε επίσης, αν και έπαιξε ελάχιστα, στην ταινία ΕΝΑΣ ΗΡΩΣ ΜΕ ΠΑΝΤΟΥΦΛΕΣ, όπου ο Βασίλης Λογοθετίδης την προγκάει μαζί με μια άλλη κυρία της επιτροπής με εκείνο το χαρακτηριστικό: «Βρε ουστ... βρε ουστ». Χαρακτηριστική είναι και η παρουσία της στην ταινία ΕΞΩ ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ, στην οποία ο Θανάσης Βέγγος ως κληρονόμος του Γιώργου Οικονομίδη διατηρεί γραφείο μοντέλων. Σαν να μην του φτάνουν τα διάφορα ψώνια που τον ταλαιπωρούν, έρχεται η τρελόκαμπέρω Ταϋγέτη για δακτυλογράφος και εξαπολύει μια σεξουαλική επίθεση εναντίον του. Θα τη θυμάστε επίσης στην ταινία Ο ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ του 1966 πάλι με τον Βέγγο, στην οποία ο Θανάσης τρέχει και δε φτάνει. Τον περιμένουν να τις παντρέψει έξι αδελφές και μια θεία... και τι θεία. Η Ταϋγέτη. Πίσω όμως από αυτή τη σχεδόν γραφική φιγούρα κρύβεται μια ισχυρή προσωπικότητα και μια ιστορία ζωής σχεδόν τραγική, με διώξεις, ρήξεις, ξυλοδαρμούς, αγωνίες. Το γιατί θα το πούμε παρακάτω. Η Ταϋγέτη γεννήθηκε στην Αθήνα. Ως γνήσιο θηλυκό δεν αναφέρει ποτέ τη χρονολογία. Έγινε πάντως μέλος του ΣΕΗ στις 15 Νοεμβρίου του 1943. Ένα χρόνο μετά, εμφανίστηκε με τον θίασο Γ. Κουκούλη και την περίοδο 1944-45 συμμετείχε στο ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ, στο θέατρο ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, έπαιξε στο θεατρικό χρονικό «41-44» του Γ. Λιδάκη. Το 1948 συνελήφθη -αριστερή γαρ- και εξορίστηκε... Την έβλεπα, θυμάμαι, να συχνάζει στα τέλη της δεκαετίας του ’70, στην πλατεία Κάνιγγος, σε ένα γωνιακό φαρμακείο. Επαρχιωτόπουλο εγώ, μόλις είχα έρθει στην Αθήνα, πήγαινα σε κάποιο φροντιστήριο εκεί κοντά. Ήταν το πρώτο πρόσωπο από εκείνα του σινεμά που έβλεπα ζωντανό. Ίσως γι’ αυτό ακόμα και σήμερα η ανάμνησή της με φορτίζει συγκινησιακά. Θα με ρωτήσετε γιατί. Δεν ξέρω. Δεν έτυχε να της μίλησω τότε. Της μίλησα σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, όταν τη διάλεξα για το TV ΕΘΝΟΣ να κάνει μία φωτογράφιση.
Την έβαλα να σέρνει ένα καρότσι σούπερ-μάρκετ, στο οποίο θα υπήρχε μια τηλεόραση με όλα τα τηλεοπτικά προϊόντα της νέας χρονιάς. Η φωτογράφιση θεωρήθηκε κακόγουστη και δε δημοσιεύτηκε ποτέ, ούτε μία εικόνα της. Εμένα πάντως μου είχε κάνει εντύπωση. Δε θα ξεχάσω το τεράστιο και πανέμορφο πόδι της, ακόμη και σ’ αυτή την ηλικία. Θυμάμαι επίσης το δώρο που μου είχε φέρει. Ήταν μια κολόνια, αγορασμένη προφανώς από εκείνο το φαρμακείο της πλατείας Κάνιγγος. Ακριβή, φθηνή δεν έχει σημασία. Ένιωθα να μου την προσφέρει μέσα από την ψυχή της. Όταν τον Σεπτέμβρη του 2001 κατάφερα να πάρω έγκριση για το ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ από την ΕΤ1, από τους πρώτους που προσπάθησα να βρω ήταν η Ταϋγέτη. Είχα το άρωμα της κολόνιας της κι έναν παλιό αριθμό τηλεφώνου. Προσπάθησα να τη βρω σε αυτό πολλές φορές. Μάταια. Χτυπούσε, χτυπούσε, αλλά κανείς δε σήκωνε το ακουστικό. Κάποια στιγμή το σήκωσε ένας νεαρός. Σκέφτομαι χαμογελώντας, κοίτα που η Ταϋγέτη βρήκε συγκάτοικο.
— Την κυρία Ταϋγέτη, παρακαλώ, είπα με αμηχανία.
— Λάθος, μου λέει ο νεαρός από την άλλη γραμμή του σύρματος. Λάθος!
Λέω δεν μπορεί ή θα έχω λάθος αριθμό τηλεφώνου ή μπορεί πια να μη ζει. Μπήκα στο ίντερνετ στη διεύθυνση του ΟΤΕ. Έβαλα τον αριθμό του τηλεφώνου, και επιβεβαιώθηκε ότι ο αριθμός που είχα της ανήκε. Μπασούρη Ταϋγέτη μού έβγαλε. Αλκιβιάδου κάτι στον Κολωνό. Ξανακαλώ τον αριθμό τηλεφώνου. Δεν το σηκώνει και πάλι κανείς. Περισσότερο από ανθρώπινη αγωνία και λιγότερο από επαγγελματικό ενδιαφέρον επικοινωνώ με τη γυναίκα μου, στη ΒΡΑΔΥΝΗ, στα Κάτω Πατήσια...
— Έλσα, πήγαινε στον Κολωνό, στην οδό Αλκιβιάδου τόσο και δες αν ζει ακόμη εκεί η Ταϋγέτη.
Πήγε. Και με πήρε μετά από κάποιες ώρες απελπισμένη.
— Εδώ δεν μπορώ να βγάλω άκρη. Πήγα στην ΕΒΓΑ, πήγα σε ένα ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς. Κανείς δεν την ξέρει.
»Οι ιδιοκτήτες μού είπαν ότι είναι καινούργιοι εκεί. Και στα διπλανά διαμερίσματα χτύπησα δεν μπόρεσα να συνεννοηθώ, ήταν όλοι αλλοδαποί.
— Ξαναπροσπάθησε, της λέω.
Με τα πολλά μπήκε σε ένα παλιό καφενείο. Ο ιδιοκτήτης ευτυχώς τη γνώριζε.
— Εδώ, της είπε, έπινε καθημερινά την πορτοκαλάδα της, προτού αρρωστήσει. Περισσότερα θα ξέρει ο διαχειριστής της πολυκατοικίας.
»Βρες τον.
Τον βρήκε. Της επιβεβαίωσε πως όντως η Ταϋγέτη είναι η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, ότι δε ζει πια εκεί, αλλά δίστασε να της δώσει τον νέο αριθμό τηλεφώνου της. Την άλλη μέρα στο σπίτι πρωί πρωί χτυπά το τηλέφωνο.
— Είμαι η κυρία Ευγενία Ταμβακολόγου, μου λέει μια κυρία, είμαι η ξαδέλφη της Ταϋγέτης.
— Είναι καλά; τη ρωτώ.
— Καλά, τρόπος του λέγειν, μου απαντά. Έχει πάθει άνοια, δεν τρώει. Όλη την ημέρα κοιμάται και το βράδυ τριγυρνάει στο σπίτι και φωνάζει.
— Μπορεί να τη δει και να της μιλήσει κανείς; τη ρωτώ.
— Μπορεί, μου λέει, αν και συνήθως δε θυμάται καλά. Το μόνο που θυμάται είναι το ξύλο που έτρωγε στη Μακρόνησο και κλαίει γοερά, μέσα στη νύχτα.
— Πόσο καιρό την έχετε μαζί σας;
— Περίπου έξι χρόνια, αλλά εκείνη κάθε φορά νομίζει πως ήρθε την προηγούμενη Παρασκευή και μου λέει: Πολύ κάθισα. Πρέπει να φύγω. Την άλλη μέρα το συνεργείο πήγε στο σπίτι της κυρίας Ταμβακολόγου, όπου μένει η Ταϋγέτη. Η κυρία Ευγενία την είχε ντυμένη με τα καλά της. Η Ταϋγέτη ευτυχώς ήταν σε πλήρη διαύγεια. Μόλις βλέπει την κάμερα, χαμογελάει.
«Ο πατέρας μου και η μητέρα μου ήταν από την Πελοπόννησο», αρχίζει εκείνη, «από την Λακωνία ήτανε. Αλλά ύστερα παντρευτήκανε και ήρθανε εδώ. Ο πατέρας μου και η μάνα μου με μεγαλώσανε καλά, και στο σχολείο πήγαινα, στο Γυμνάσιο. Με προσέχανε. Είναι σημαντικό να έχεις καλούς γονείς. Συνήθως τα παιδιά από τους γονείς ξεκινάνε...»
«Στο Μαρούσι γεννήθηκε, από πατέρα εισαγγελέα», παρεμβαίνει η κυρία Ευγενία, η εξαδέλφη, «Η μητέρα τους τα άφησε ορφανά. Η μεγαλύτερη ήταν η Ταϋγέτη και μετά είχε έναν αδελφό και μια αδελφή μικρότερη.
»Κατάφερε και σπούδασε. Έβγαλε τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Έβγαλε τη Γαλλική Ακαδημία. Έβγαλε το ωδείο. Ο πατέρας της ήταν εισαγγελέας και δεν ήθελε να βγει ηθοποιός. Αυτή όμως ήθελε. Πήγαινε κρυφά και σπούδαζε».
«Κρυφά στη ζούλα», επιβεβαιώνει. «Ε, Βέβαια το Εθνικό θέατρο τελείωσα. Δε γίνεσαι τίποτα αν δεν έχεις τελειώσει μια σχολή».
Κρατάει στα χέρια της ένα άλμπουμ και το ξεφυλλίζει. Από το συνεργείο τής έχουν πει ότι θα χρειαστούν αρχειακό υλικό για την εκπομπή. Εκείνη με επαγγελματική ευσυνειδησία, αλλά και αυταρέσκεια τους ρωτά:
«Αυτές οι φωτογραφίες σάς αρέσουν;» και συνεχίζει να λέει ό,τι θυμάται.
«Πρώτα βγήκα στο θέατρο. Ύστερα, όταν με είδανε στο θέατρο, με πήρανε για το σινεμά, γιατί έχω φωτογένεια.
»Μπορεί να μην είμαι ωραία πολύ, αλλά ο φακός με βουτάει. Η φάτσα μου έχει φωτογένεια. Κι όταν ήμουνα μικρή, και βγάζαμε φωτογραφίες στο σπίτι, εγώ έβγαινα η πιο καλή και μου ’λεγαν: Μωρέ, εσύ θα βγεις στο σινεμά.
»Το ταμπεραμέντο μου είναι κωμικό. Έχω παίξει και σε δραματικές ταινίες, αλλά ούτε εγώ τις ήθελα πολύ, ούτε και ο κάθε σκηνοθέτης ευχαριστιότανε. Οι κωμικοί ρόλοι μού πάνε και στη διάθεση και ως φάτσα.
»Μπορεί να έχω κάνει και είκοσι και είκοσι πέντε ταινίες, δεν τις έχω μετρήσει. Με θέλανε γιατί ήμουν πάντα ευσυνείδητη. Δε βαριόμουνα ποτέ σαν άλλους συναδέλφους.
»Ο Βέγγος με έπαιρνε σε όλες τις ταινίες του. Αφού είχε παρεξηγηθεί από κάποιους άλλους ηθοποιούς που του έλεγαν: Καλά, μια Ταϋγέτη θα βλέπουμε συνέχεια; Και εκείνος απαντούσε: Η Ταϋγέτη κάθεται και μαθαίνει τον ρόλο της. Μου κάνει εμένα. Αν δε σας κάνει εσάς...»
«Νωρίς νωρίς μπήκε στο κόμμα», λέει η κυρία Ευγενία, «Ο πατέρας της ήταν φιλελεύθερος, ο αδελφός της δεξιός, πολύ δεξιός κι αυτή ήταν στο ΚΚΕ. Έτρεχε, αγωνιζότανε. Πήγε εξορία, πήγε στη Χίο. Πήγε στη Μακρόνησο».
« Ήμουνα κομουνίστρια», λέει με περηφάνεια η Ταϋγέτη.
«Το μυαλό μου δεν άντεχε τις αδικίες. Ήθελα να βοηθήσω να εξαλειφθούν. Δυστυχώς με τιμώρησαν, γι’ αυτό εξορίστηκα κι έφαγα πολύ ξύλο. Θυμάμαι όταν με συνέλαβαν, με πήγαν στο Τρίκερι, από εκεί στη Γυάρο και στη συνέχεια στη Μακρόνησο. Εκεί έκανα παρέα και δέθηκα με την Καίτη Ντιριντάουα, τη γυναίκα του Χατζηχρήστου. Ήταν εξορία κι αυτή...
»Έχω φάει πολύ ξύλο στη Μακρόνησο, πολύ ξύλο. Και μας βρέχανε, όταν ήταν βροχερός ο καιρός.
»Επήγαιναν κι ερχόντουσαν και μας μάζευαν από τα σπίτια πρωί πρωί και έλεγαν τα παιδιά τα άλλα: Α! έχουμε ματς οπωσδήποτε, κι άρχιζε το ξύλο.
»Ξύλο πολύ στη Μακρόνησο. Πολύ, πολύ, πολύ. Δηλαδή αλύπητοι άνθρωποι. Κάτι παιδάκια, κάτι χωροφυλάκια, που δεν ξέραν τι τους γίνεται...
»Όμως ήμουν από τις ελάχιστες περιπτώσεις που δεν υπέγραψα δήλωση μετάνοιας. Ποτέ... Δε μετάνιωσα για ό,τι πέρασα».
Η Ταϋγέτη δεν παντρεύτηκε.
«Φλερτ είχα πολλά σαν κοπέλα», έχει πει σε κάποια συνέντευξή της η Ταϋγέτη. «Μεγάλο έρωτα όμως δεν είχα. Δεν υπέφερα και δεν έσκασα για κανέναν άντρα. Ο γάμος περιορίζει τη γυναίκα. Τι να τον κάνεις τον γάμο, αν ο άντρας σου σε απατά και δεν αισθάνεται αγάπη για σένα;
»Δε στερήθηκα την αγάπη στη ζωή. Μέχρι σήμερα την έχω κοντά σε δικούς μου ανθρώπους».
Στην ίδια συνέντευξη η ξαδέλφη της εκφράζει ένα παράπονο.
«Τόσα χρόνια που είναι κοντά μας, κανείς δεν ήρθε ποτέ να τη δει. Μόνο ο Μπάρκουλης με τη γυναίκα του τη Μαρία παίρνουν τηλέφωνο.
»Ίσως πάλι να φταίει ότι πάντα ήταν μοναχικός τύπος. Κλειδωνότανε στο σπίτι, δεν είχε ποτέ πολλά πάρε δώσε. Το ίδιο κάνει κι εδώ, στο σπίτι. Εδώ και δύο χρόνια δε θέλει να βγει έξω».
«Εγώ δεν έχω παρέες, όχι, όχι. Δεν είμαι άνθρωπος να πηγαίνω σε γλέντια και σε τέτοια. Τα αποφεύγω. Και ξέρεις, όταν τα αποφεύγεις εσύ, σε αποφεύγουν κι αυτά. Ακόμη και την εποχή που έκανα περιοδείες δεν ακολουθούσα τον θίασο στις νυχτερινές διασκεδάσεις.
»Πολλοί ηθοποιοί έκαναν κακό κουμάντο στα χρήματά τους. Εγώ πρόσεχα πολύ. Τα μάζευα γιατί μετά τον θάνατο των γονιών μου είχα αναλάβει υπό την προστασία μου και την αδελφή μου, που ήταν φιλάσθενη».
Το 1993, έχασε και την αδελφή της, κι από τότε το προσωπικό της δράμα μεγάλωσε. Σχεδόν κατέπεσε.
«Πηγαίναμε και τη βλέπαμε εγώ και ο γιος μου στο σπίτι της, στην Αλκιβιάδου, και οι γείτονες μας έλεγαν πάρτε την γιατί πέφτει. Θα πάθει τίποτα».
Η Ταϋγέτη ζει τώρα με τις αναμνήσεις της. Έχει παράπονα από πολλούς συναδέλφους της. Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα.
«Οι μεγάλες με ζήλευαν στη σκηνή, με φοβόντουσαν...»
Το σίγουρο είναι πάντως ότι έχει να πει καλά λόγια για πολλούς... Ίσως αυτά να έχουν μεγαλύτερη σχέση με την αλήθεια.
«Ο Μάνος Κατράκης, θυμάμαι, με αγαπούσε πολύ. Μ’ έπαιρνε σε όλα του τα έργα, γιατί ως αριστερή που ήμουνα οι υπόλοιποι φοβόνταν να με πάρουν μετά την εξορία. Στην πραγματικότητα μαζί του έπαιξε την περίοδο 1955-56, στο έργο του Μιχάλη Κουνελάκη Η ΑΠΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΣΜΑΡΑΓΔΑΣ.
»Καλή συνεργασία είχα επίσης με τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Μαλαίνα Ανουσάκη, την κόρη της Ελένη και φυσικά τον Βέγγο, που με βοήθησε πολύ στο ξεκίνημά μου.
»Από τους νεότερους ηθοποιούς έχω να θυμάμαι τη συνεργασία μου με τον Λάκη Λαζόπουλο, ο οποίος σε ένα έργο του με πλήρωσε τόσα πολλά που δεν το περίμενα.
»Τα ’χασα όταν είδα το ποσόν.
»Με αγαπάνε επίσης πολύ ο Νίκος Γαλανός και η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, όπως και ο Σπύρος Παπαδόπουλος. Μάλιστα σε μια εκδήλωση έσκυψε και μου φίλησε το χέρι...»
Το 1984 προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος του 1992, οπότε και έπαιξε στο έργο Ο ΑΝΔΡΟΚΛΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ του Μπέρναρντ Σο, διασκευασμένο για παιδιά από τον Αλέξη Σολομό. Τότε οι ηθοποιοί στην Πρώτη Κρατική Σκηνή ήταν με σύμβαση. Υπουργός Πολιτισμού ήταν η Μελίνα Μερκούρη.
«Η Μελίνα ήταν πολύ καλός άνθρωπος, αγωνίστρια. Συμπονούσε και βοηθούσε τους ανθρώπους. Η Μελίνα με βοήθησε να πάρω την κατώτατη σύνταξη.
»Με διόρισε στο Εθνικό Θέατρο, και συμπλήρωσα τα ένσημα. Σήμερα παίρνω εκατόν δέκα χιλιάδες δραχμές σύνταξη και μια επιταγή σαράντα χιλιάδες δραχμές για τρόφιμα από το σούπερ-μάρκετ Βερόπουλος».
Λίγο προτού το συνεργείο του ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ σβήσει τα φώτα, η εξαδέλφη της, Ευγενία Ταμβακολόγου λέει μπροστά στην κάμερα, ζητώντας ίσως επιβεβαίωση.
«Είναι κοντά μας εδώ και επτά χρόνια· νομίζω ότι περνάει καλά. Δεν ξέρω...»
Υστερόγραφο: Το αναμμένο κόκκινο λαμπάκι στην τηλεφωνική συσκευή του γραφείου μου επισημαίνει ότι έχω μήνυμα. Το ακούω:
— Κύριε Πρέκα, η κυρία Ταμβακολόγου είμαι. Η ξαδέλφη της Ταϋγέτης.
»Πήρα να σας ότι πέθανε η Ταϋγέτη. Σήμερα τα ξημερώματα στις τέσσερις και μισή. Ανταπέδωσα αμέσως το τηλεφώνημα για να μάθω λεπτομέρειες.
— Την είχα από την αρχή του χρόνου στο νοσοκομείο. Είχε πάθει εγκεφαλικό, μου είπε η κυρία Ευγενία.
»Η κηδεία θα γίνει αύριο το απόγευμα στο Νεκροταφείο των Αγίων Αναργύρων.
Ανέλαβα να ενημερώσω τον τύπο και τις τηλεοράσεις. Όλοι με ρωτούσαν «Πόσο χρονών ήταν;»
Η Ταϋγέτη όμως εγκαίρως είχε δώσει εντολή να μην ανακοινωθεί -ούτε να γραφτεί καν στο μνήμα της- η χρονολογία της γέννησής της. Το σεβάστηκαν όλοι.
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΕ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/2V0fEOp
via IFTTT