του Αντώνη Μιχ. Πρέκα
Παρά τη μεγάλη θεατρική και κινηματογραφική του παρουσία, ο ρόλος με τον οποίο οι πλείστοι τον ταύτισαν ήταν τηλεοπτικός. Παραμένει στη συνείδηση του κοινού, περισσότερο ακόμα κι από το ονοματεπώνυμό του, ως γερο-Λαδάς, από την ασπρόμαυρη τηλεοπτική σειρά του Βασίλη Γεωργιάδη «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (1975). Ο Δήμος Σταρένιος υπήρξε στα καθ’ ημάς η κλασικότερη παραλλαγή του Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο κλασικότερος φιλάργυρος της ελληνικής οθόνης. Περνούσε με άνεση από το δράμα στην κωμωδία κι ερμήνευε με την ίδια ευκολία τους ρόλους του δειλού ανθρωπάκου, αλλά και τους ρόλους του πανούργου και ραδιούργου ανθρώπου. Ένας αιώνιος κακός, που η ανάμνηση της παρουσίας του μας γλυκαίνει... Την ιστορία του αναλαμβάνει να μας αφηγηθεί ο δημοσιογράφος και ποιητής Γιάννης Βαρβέρης κι όχι τυχαία...
«Μιλώ για τον Δήμο Σταρένιο αρμόδια κι αναρμόδια.
»Η αναρμοδιότητα έγκειται στο γεγονός της μεγάλης συναισθηματικής σύνδεσης που είχα μαζί του.
»Ήταν ένας άνθρωπος που μου χάρισε το ευ ζην, ήταν σύζυγος της αδελφής του πατέρα μου και τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μου οι δύο οικογένειες ζούσαν μαζί.
»Όπως είναι φανερό, με μεγάλωσε. Αλλά και αργότερα -δηλαδή από το ’60 μέχρι που έφυγε από τη ζωή- παρακολούθησα τη ζωή του από παρά πολύ κοντά, σε εβδομαδιαία βάση. Ήμουν λίγο σαν παιδί του...»
Ο Σταρένιος γεννήθηκε το 1909 στο Κάιρο, από σχετικά εύπορη οικογένεια. Τελείωσε την Αμπέτειο Σχολή εκεί. Ήταν πολύγλωσσος, όπως όλοι οι καλοί μας Αιγυπτιώτες ... Σε μια παράσταση της σχολής του έτυχε να τον δει ο Αιμίλιος Βεάκης και του έκανε πρόταση να έρθει να γίνει ηθοποιός στην Αθήνα... Πράγματι, το 1932, ήρθε στην Αθήνα και με τον θεσμό των εξαιρετικών ταλέντων που υπήρχε τότε έκανε τις θεατρικές σπουδές στο Εθνικό Θέατρο για ένα μόνο χρόνο.
«Μετά τον άρπαξε, ας πούμε ο Κώστας Μουσούρης, και από εκεί ξεκινάει μια συνεργασία μεταξύ τους, η οποία θα ήταν αδιατάραχτη, αν ο Δήμος Σταρένιος δεν συμμετείχε κάποτε σε μια απεργία των ηθοποιών, οπότε ο Κώστας Μουσούρης έκτοτε δε συνέχισε τη συνεργασία μαζί του...»
Ο Γιάννης Βαρβέρης αναφέρεται στη μεγάλη απεργία του 1946. Ο Γιώργος Λαζαρίδης αναφέρει μεταξύ άλλων γι’ αυτήν στο βιβλίο του «Άννα-Μαρία Καλουτά»:
«Αφορμή του γενικού ξεσηκώματος είναι ένας καινούργιος στραγγαλιστικός φόρος που είχε επιβάλει ο τότε υπουργός των Οικονομικών Δημήτρης Χέλμης πάνω στο ήδη αγρίως φορολογούμενο εισιτήριο των θεάτρων...
»Ο χρονογράφος της εποχής γράφει:
»“Και πρώτα πρώτα αυτός ο δικαιότατος αγώνας για τη μείωση του φόρου έγινε αφορμή για να ξανασμίξουν οι δεξιοί καλλιτέχνες με τους αριστερούς. Οι ηθοποιοί αφού πρώτα συμφώνησαν ότι ο αγώνας αυτός δεν έχει πολιτικά ελατήρια, αλλά είναι αγώνας για την εξασφάλιση των εργατικών τους δικαιωμάτων, στη συνέχεια συγκρότησαν επιτροπή, η οποία ανέλαβε να βρει πόρους που θα εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί στους φτωχούς συναδέλφους. Πόσο καλύτερη θα ήταν η σημερινή μας κατάσταση, αν το παράδειγμα των καλλιτεχνών ακολουθούσαν όλοι οι Έλληνες...”
»Στην πρώτη όμως εκείνη πανθεατρική συγκέντρωση, άσχετα αν εμφανίστηκαν ενωμένοι αριστεροί και δεξιοί, φαίνεται πως η αστυνομία δεν έχασε την ευκαιρία να κάνει αισθητή και τη δική της παρουσία, ρίχνοντας τις εθνικές της σφαλιάρες με τη δικαιολογία ότι βρισκόταν σε άμυνα ή μπορεί και από φόβο μήπως οι ηθοποιοί προχωρούσαν στον σχηματισμό δικής τους κυβέρνησης, μια και οι τότε κυβερνήσεις ήταν, ως συνήθως, προβληματικές και φιλάσθενες...»
Βεβαίως το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης που επέβαλε την άγρια εκείνη φορολογία δεν έδειξε καθόλου να συγκινείται από τις ομαδικές κινητοποιήσεις. Ο Δήμος Σταρένιος βγήκε στη σκηνή το 1929 με τον Καλλιτεχνικό Όμιλο του Αιμίλιου Βεάκη, όπως γράφει ο Θεόδωρος Έξαρχος. Ωστόσο η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1933. Προσελήφθη από τον θίασο Αλίκης-Κώστα Μουσούρη στο θέατρο Αλίκη, το αργότερα κινηματογράφος Άτλας. Ο δημοσιογράφος Σώτος Πετράς στο βιβλίο του «Το άγνωστο θέατρο» περιγράφει λεπτομερέστατα την πρώτη αυτή εμφάνιση, η οποία έμεινε στην ιστορία. Και ιδού το γιατί:
«Παίζανε την “Ευτυχία” του Μπερνστάιν και ντεμπουτάρισε ως ένορκος στην πλατεία.
»Οι ένορκοι στη σκηνή του δικαστηρίου εκάθηντο στην πλατεία. Η πλατεία του θεάτρου τότε είχε δυο πανύψηλα πεύκα κάτω από τα οποία υπήρχαν τα καθίσματα.
«Ντύνεται στο καμαρίνι του.
«Φοράει ένα ψαθάκι, ψηλό κολάρο, γραβάτα, μακιγιάρεται -κατά τις υποδείξεις του σκηνοθέτου- κάνει τον σταυρό του με τρακ και κατεβαίνει στην πλατεία.
«Πήρε θέση στην πλατεία μαζί με τους άλλους συναδέλφους του (ενόρκους), χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι οι θεατές, και η αυλαία αίρεται. Αρχίζει η σκηνή του δικαστηρίου, κι έρχεται σε λίγο η μεγάλη στιγμή να μιλήσει ο Σταρένιος.
»Η καρέκλα που καθόταν του φάνηκε πως ήταν ηλεκτρική. Ενώ δε εξεστόμισε την πρώτη φράση... νιώθει στον λαιμό του να τον γαργαλάει δυνατά κάτι κρύο... ακριβώς στο μέρος πάνω από τη γραβάτα του...
»Μια κάμπια μπήκε στο κολάρο σου μέσα, σκύβει και του λέει, ο διπλανός του... ένορκος!
»Μια από τις κάμπιες του μεγάλου πεύκου της πλατείας είχε πέσει όπως συνέβαινε συνήθως -και είχαμε πολλά απρόοπτα ξεφωνητά από κυρίους και κυρίες της πλατείας- και βρήκε παναθεμά τη να πέσει στον λαιμό του!
»Τινάχθηκε για μια στιγμή κι αντί να την πετάξει χάμω, με το τίναγμα την έριξε μέσα του.
»Τρύπωσε μέσα στο κολάρο του, και βάλε Χριστέ το χέρι σου!
»Άντε τώρα μίλησε, άντε τώρα συνέχισε!
»Κατάπιε τη γλώσσα του. Μουγκάθηκε και χωρίς να το θέλει άρχισε να τινάζεται, με τα δυο του χέρια σαν δαιμονισμένος να λύνει τη γραβάτα, να βγάζει το κολάρο και να χτυπιέται!...
»Ο ένορκος είχε πάθει σεληνιασμό!...
»Καταλαβαίνετε τώρα τι έγινε η “Ευτυχία” του Μπερνστάιν με το... δυστύχημά του αυτό. Αναστατώθηκε κυριολεκτικά η πλατεία, γέλιο και κακό, κι έτσι το ντεμπούτο του στιγματίστηκε από το εντελώς τυχαίο αυτό κάζο, που αντί να του κάνει κακό τον ωφέλησε, γιατί έγινε σούσουρο στον Τύπο την άλλη μέρα.
»Η κάμπια έγινε χρονογράφημα, έγινε ζήτημα της ημέρας, έγινε σχόλιο στα καλλιτεχνικά ζητήματα και τέλος σκίτσο σε σατυρικό περιοδικό της εποχής, που παρουσίαζε τους θεατές του θεάτρου να προσέρχονται καλοκαιριάτικα και να κρατάνε ομπρέλες για τις... κάμπιες!»
Το 1936, προσελήφθη από τον θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, της Κυρίας Κατερίνας, κι εκεί παρέμεινε για πολλά χρόνια. Εκεί γνώρισε και τη Νίνα Βαρβέρη, μετέπειτα Σταρένιου. Αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν κι έμειναν ενωμένοι μέχρι το τέλος που ήρθε για εκείνον το 1983 και για εκείνην ένα χρόνο αργότερα. Πέθαναν και οι δύο σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων χρόνων. Απογόνους δεν άφησαν.
«Η σχέση τους ήταν πολύ καλή, βαθιά.
»Και είναι θεμιτό πια μετά από τόσα χρόνια να πούμε ότι σκιάστηκε ορισμένες φορές από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειχνε ο Δήμος Σταρένιος για το ωραίο φύλο...»
Όπως χαρακτηριστικά μου θύμισε ο Γιώργος Τζωρτζής, ο φίλος ηθοποιός, στα καμαρίνια του θεάτρου Μυράτ, ο Δήμος Σταρένιος χτυπούσε την πόρτα κι έτσι με το γνωστό του χιούμορ έλεγε: «Κορίτσια είναι καμιά γυμνή; Να μπω;»
«Ο Σταρένιος ήταν ηθοποιός του θεάτρου, ας μην το ξεχνάμε. Όπως και πολλοί άλλοι αδικήθηκε στην πορεία γιατί ο κόσμος δεν τους γνώρισε... Δεν υπήρχε τότε σινεμά, δεν υπήρχε τηλεόραση...
»Τότε ήθελε κότσια να κάνεις θέατρο...»
Το περιστατικό που περιγράφει πάλι ο Σώτος Πετράς είναι κωμικοτραγικό, αλλά άκρως ενδεικτικό...
«Ο Δήμος Σταρένιος την εποχή της μεγάλης πείνας, στην Κατοχή, έπαιζε με την Κατερίνα στου Αργυρόπουλου την κωμωδία του Νίκου Κατηφόρη “Απόψε θα γελάσουμε”.
»Το έργο είχε μεγάλη επιτυχία, κι ο Σταρένιος έναν πολύ καλό, μεγάλο αλλά κουραστικό ρόλο. Κουραστικός για τα κότσια του, όχι τα καλλιτεχνικά, αλλά τα οργανικά, αφού ήταν που ήταν από σκαρί τσίρος, είχε απογίνει με την πείνα της Κατοχής και δεν άντεχε και πολύ.
»Αντε τώρα να τρως λαχανίδα χωρίς λάδι και σταφίδες σκέτες και να μιλάς όρθιος στη σκηνή δυόμισι ώρες, να περπατάς πεζός να πας στο θέατρο και πεζός να φύγεις να πας να κοιμηθείς και να ’χεις και τέσσερις απογευματινές παραστάσεις την εβδομάδα. Κι ο Άγιος Ιωάννης ο νηστευτής να ήταν θα έπεφτε κάτω.
»Κι αυτό έγινε. Έπεσε κάτω από την πείνα ο Δήμος...
»Είχε δυο παραστάσεις την ημέρα εκείνη, και η εξάντλησίς του ήταν τόση που δε βάσταξε.
»Στο έργο υπάρχει μια σκηνή που γίνεται δικαστήριο των αδελφών για να δικάσει την παραστρατημένη αδελφή. Ο κλήρος πέφτει λοιπόν στον Παύλο (τον Σταρένιο), και πρέπει αυτός να τη σκοτώσει. Πρέπει να γίνει αδελφοκτόνος ο καλός και αγαθός Παύλος.
«Παίρνει μαχαίρι και πιστόλι και πιάνει την αδελφή του να την εκτελέσει.
Ο0 ρόλος όμως είναι κωμικός, κι αφού πρόκειται περί κωμωδίας... τη σκοτώνει χωρίς... να τη σκοτώσει, γιατί η αδελφή τον καταφέρνει, σαν αγαθός και καλόκαρδος αδελφός που είναι στο έργο, και του δένει τα μάτια ώστε να μη δει το οικτρό θέαμα της αιματοβαμμένης δήθεν αδελφής του. Του δένει λοιπόν τα μάτια και στέκεται μπροστά του.
»Πυροβόλησε τώρα, του λέει, αφού όμως αλλάζει θέση για να μην την πάρει η πιστολιά.
»Ο Σταρένιος ως Παύλος παίζει θαυμάσια τον ρόλο του, μα απόψε τον παίζει πιο καλά όχι από ιδιαίτερη συγκίνηση πια, αλλά από την πείνα! [...]
«Τρέμει το χέρι του, τρέμουν τα πόδια του, τρέμουν τα σαγόνια του, τρέμει ολόκληρος και τραβάει την σκανδάλη και πυροβολεί, μα αντί να πέσει νεκρή η αδελφή του πέφτει νεκρός ο ίδιος, και κλείνει η αυλαία, ενώ ο κόσμος χειροκροτεί δαιμονιωδώς!
«Ανοίγει η αυλαία χαιρετάει η αδελφή, αλλά ο αδελφός Σταρένιος παραμένει ξερός στο πάτωμα. Νέα χειροκροτήματα από το κοινό που νομίζει ότι ο Σταρένιος αυτό το κάνει για κωμικό κόλπο. Μα ο Σταρένιος είναι πραγματικά αναίσθητος, λιποθυμισμένος ο καημένος από την πείνα!
»Η αυλαία ξανακλείνει, και ο Παύλος μακιγιαρισμένος όπως ήταν με τα ρούχα της σκηνής μεταφέρεται στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών. Ενέσεις, φάρμακα, εντριβές και την άλλη μέρα ξανά στο καθήκον, στον ίδιον ρόλο, με την ίδια πείνα, αφού το μενού δεν άλλαζε. Σταφίδες, λαχανίδα χωρίς λάδι και καμιά φορά όσπρια».
Η κινηματογραφική του περιπέτεια ξεκινά στα 1943 με την ταινία «Μάγια Τσιγγάνα» και σκηνοθέτη τον Γιάννη Χριστοδούλου ή Τζων Κρίστιαν, με πρωταγωνιστές την Ευγενία Δανίκα, τη Ρίτα Δημητρίου και την Τζένη Σταυροπούλου. Ακολούθησε το 1948 η «Αννα Ροδίτη» των Μιχάλη Γαζιάδη και Γιάννη Φιλίππου, με την Καίτη Πάνου και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, και μετά «Πρόσωπα λησμονημένα» του Γ. Τζαβέλλα, «Τελευταία αποστολή» του Νίκου Τσιφόρου, «Η τελευταία ημέρα της δημιουργίας» του Βασίλη Γεωργιάδη, «Ου κλέψεις» του Ντίμη Δαδήρα, «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» του Απόστολου Τεγόπουλου με τον Νίκο Ξανθόπουλο. Πολύγλωσσος όπως ήταν, ζητήθηκε πολλές φορές από σκηνοθέτες για διεθνείς παραγωγές όπως: «Αμέρικα-Αμέρικα» του Ελία Καζάν, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ζυλ Ντασέν, οι «Βοσκοί της συμφοράς» του Νίκου Παπατάκη...
«Με τον Δήμο Σταρένιο δεν είχα κάνει πολλές ταινίες», λέει το κατ’ εξοχήν παιδί-θαύμα του παλιού σινεμά, ο Βασιλάκης Καΐλας.
«Θυμάμαι, όμως, σε μια ταινία, τον “Ασωτο” με τον Νίκο Μοσχονά, τον Ανδρέα Ντούζο, τη Ζωζώ Σαμπουτζάκη και την Ξένια Καλογεροπούλου, έκανε έναν τοκογλύφο κι ήρθε να πάρει το μαγαζί του ανθρώπου που με μεγάλωσε και του οποίου δεν ήμουνα ούτε καν γιος.
»Τον μισούσα πάρα πολύ. Και όταν έφευγε, του είπα:
»Στον αγύριστο μπαρμπα-Συμεών, στον αγύριστο.
»Και με τον τρόπο που του το είπα, αυτό το στον αγύριστο τον πείραξε και κάθε φορά που με έβλεπε μου έλεγε:
»Βρε Βασιλάκη, γιατί μου το είπες έτσι... Τι σου έχω κάνει;
»Μα σας αγαπώ, του έλεγα εγώ. Αλλά έπρεπε να το πω έτσι για τον ρόλο μου...
»Όντως... Ήταν πολύ ζεστός άνθρωπος.
»Έπαιζε πολύ κόντρα ρόλους, από αυτό που ήταν στην πραγματικότητα...»
«Ο Σταρένιος», επισημαίνει ο Γιάννης Βαρβέρης, «κινηματογραφικά είχε μια μεγάλη καριέρα. Δεν ξέρω πόσο λαμπρή.
»Για μένα λαμπρή ήτανε η καριέρα του στο θέατρο περισσότερο...»
Όμως ο κόσμος τον έμαθε από το σινεμά και την τηλεόραση.
«Η επιτυχία του εκεί οφείλεται σε μια τυποποίηση στους ρόλους του κακού», εξηγεί ο Γιάννης Βαρβέρης, «πράγμα το οποίο έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τον άνθρωπο, ο οποίος ήταν γλυκύτατος, πραγματικά.
»Ο άγιος του θεάτρου, έτσι τον ονόμαζαν...»
Ο εκδημήσας Ζαννίνο καταγράφει στην αυτοβιογραφία δύο χαρακτηριστικές ιστορίες με τον Δήμο Σταρένιο.
Η πρώτη:
«Ο θίασος βρίσκεται στη Σκύρο, και ο διευθυντής παραγωγής μάς λέει σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνουμε. Πάμε, αλλά δε βρίσκουμε δωμάτια. Βγαίνουμε έξω. Να, ο ταμίας της εταιρείας καταϊδρωμένος να μας ψάχνει.
— Δυστυχώς, παιδιά, δεν υπάρχουν δωμάτια για όλους. Είναι πολλοί τουρίστες.
»Nα η ευκαιρία, σκέφτομαι.
— Δε μου λες, φίλε, πόσα λεφτά δικαιούμαστε ο καθένας για ύπνο και εστιατόριο;
— Χίλιες εξακόσιες πενήντα δραχμές.
— Εντάξει. Δώσε μας από μια δεκαημερία, κι εμείς θα τακτοποιηθούμε.
»Μόνο που δεν πέταξε από τη χαρά του. Μας δίνει τα λεφτά και φεύγει. Εγώ κάνω παρέα με έναν νέο ηθοποιό, που τώρα βρίσκεται στην Αμερική. Πηγαίνοντας βλέπουμε μια γριούλα, σε μια αυλή.
— Μήπως νοικιάζετε κανένα δωμάτιο, κυρούλα;
— Έχω τρία δωμάτια που τέλειωσαν φέτος. Δεν τα έχω νοικιάσει ακόμη.
«Ανεβαίνουμε. Με το άνοιγμα της πόρτας μυρίζω φρέσκο ασβέστη. 'Ενα διπλό κρεβάτι, ένα μουσλούκι κι ένα θεόρατο παράθυρο που έβλεπε στο Αιγαίο. Είναι το κάτι άλλο.
— Και πόσο τη βραδιά, κυρούλα;
— Ε, να μην πάρω ένα σαραντάρι τη βραδιά;
— Τι είπες; Ένα πενηντάρι;
— Όχι, ένα σαραντάρι.
— Πενήντα, της λέει ο άλλος.
»Τα κλείσαμε. Στον δρόμο σκέφτηκα πως τα δωμάτια είναι τρία. Αν έρθει και πιάσει το τρίτο κάποιος δύστροπος και δε μας αφήνει να κοιμηθούμε; Γυρίζουμε πίσω.
— Γιαγιά, πάρε τα λεφτά. Θα νοικιάσουμε και το τρίτο δωμάτιο.
«Φύγαμε ήσυχοι και ψάχναμε κανένα εστιατόριο να φάμε. Δεν έχουμε περπατήσει καλά καλά είκοσι μέτρα και βλέπουμε τον συγχωρεμένο τον Δήμο Σταρένιο, φορτωμένο τη βαλίτσα του, ιδρωμένο να βλαστημάει και να βρίζει αράπικα, καθότι Αιγύπτιος.
— Τι συμβαίνει, ρε Σιταρένιε; Έτσι τον αποκαλούσα.
— Της μάνας σου το πράμα... Δεν έχω βρει δωμάτιο και γυρίζω σαν άδικη κατάρα.
»Αμέσως βάζω τη μηχανή μπροστά.
— Υπάρχει ένα δωμάτιο, μα είναι λίγο ακριβό.
»Ο Σταρένιος, που φημιζότανε για την τσιγκουνιά του, ρωτάει:
— Και πόσο έχει;
— Εκατό δραχμές τη βραδιά.
«Σκέφτεται λίγο και λέει:
— Εντάξει, πάμε.
— Για να πάμε, θα μας πεις ένα αράπικο τραγούδι.
»Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε.
»Αφήνει τις βαλίτσες και μας κυνηγάει με τις πέτρες. Εντέλει, τον πήγαμε στο δωμάτιο, και του άρεσε.
»Άφησε τα πράγματα του και κάτι είπε στη γριά κρυφά. Αυτή γύρισε, με κοίταξε παράξενα και τραβήχτηκε... Φύγαμε.
»Όσο καιρό μείναμε στο δωμάτιο, η γριά με απέφευγε. Ρωτάω τον γιο της τι συμβαίνει, και μου εξηγεί:
— Σ’ αποφεύγει η μάνα μου γιατί ο κύριος, ο γηραλέος, της είπε ότι έχετε ένα μήνα που βγήκατε από το τρελοκομείο, και να σας προσέχει».
Η δεύτερη, πάλι από την ίδια περιοδεία:
«Ανακαλύψαμε ένα ήσυχο ταβερνάκι, γραφικό και καθίσαμε. »0 ταβερνιάρης μάς ρώτησε:
— Τι θα σας σερβίρω;
— Τι έχεις;
— Στακό, μας λέει.
»Ο Σταρένιος, που είναι τσαντίλας, και τον γλεντούσαμε, του λέει.
— Ταρίφ αραπίκ; Μιλάς αράπικα;
— Τότε τον στακό πού τον ξέρεις;
— Για να φας αστακό, σου είπε ο χριστιανός, Σταρένιε.
— Να σας φέρω τρεις στακούς;
»Να μας φέρεις, αλλά όχι στακούς... αστακούς, γιατί εμείς στακό λεμέ αράπικα τα σκατά, του λέει ο Σταρένιος.
»Τον κοίταξε γελώντας ο ταβερνιάρης και φώναξε στον μικρό.
— Μανόλη, πιάσε τρεις στακούς από κάτω».
Στο θέατρο συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους πρωταγωνιστές της εποχής του. Να αναφέρουμε τον Τίτο Βανδή και την Αλέκα Πάΐζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τη Λαμπέτη, τον Γκιωνάκη, τη Βίλμα Κύρου, τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τη Νόνικα Γαληνέα, τον Γιάννη Φερτή και την Ξένια Καλογεροπούλου. Η τελευταία του θεατρική εμφάνιση ήταν το 1976, με τον Δημήτρη Χορν στο έργο «Ο δικός μας» του Πήτερ Μπαρνς. Το ’52 έχει δικό του θίασο στο θέατρο Διονύσια της Καλλιθέας, όπου βεβαίως κατεδαφίζεται οικονομικά, όπως ήταν φυσικό.
«Νομίζω ότι η καλύτερη δική του θεατρική εμφάνιση, που εγώ είδα, είναι στο θέατρο Διονύσια Αθηνών, στον ρόλο του γέρο Φιρστ, του υπηρέτη στον “Βυσσινόκηπο” του Τσέχωφ, σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη.
»Ένα πολύ μεγάλο μέρος της μέριμνάς του ήταν η πολιτική.
»Ο Δήμος Σταρένιος δεν ήταν απλώς αριστερός, ήταν κομμουνιστής.
»Και θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι, ενώ ήταν ένας άνθρωπος γλυκός και πολύ ολιγόλογος, ο μόνος τρόπος για να τον κάνεις να μιλήσει αρκετά, ήταν να ανοίξεις πολιτική συζήτηση μαζί του, πράγμα το οποίο συνέβαινε με εμένα.
«Θυμάμαι ακόμη τον ρομαντικό κομμουνιστή, Δήμο Σταρένιο, ο οποίος, όταν χτυπούσαν το κουδούνι του σπιτιού του για κουπόνια του ΚΚΕ Εσωτερικού και ΚΚΕ, έδινε και στις δύο μερίδες. Αγόραζε κουπόνια κι από τους δύο. Δεν είχε δεχθεί ποτέ αυτήν την ιστορική σχάση.
»Στην περίοδο της χούντας αποκλείστηκε βεβαίως με φανατική επιμέλεια και από τις κινηματογραφικές παραγωγές που προέρχονταν από το κράτος και από το Εθνικό Θέατρο.
»Θυμάμοα ακόμα ότι σε μια εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, -είναι κωμικό-, στην οποία ο Γερμανός θυμάται ονόματα ηθοποιών που είχαν σχέση με φαγητά ή με δεν ξέρω τι, αναφέρθηκε στο όνομα Σταρένιος, και η λογοκρισία το έκοψε.
»Δηλαδή έβλεπες το στόμα του Γερμανού να λέει Σταρένιος, αλλά το όνομά του να μην ακούγεται...»
Τέλος. Χωρίς λόγια...
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/2V4emlB
via IFTTT