του Αντώνη Μιχ. Πρέκα
Τον έχετε δει πολλές φορές. Τον ξέρετε σαν να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας.
Μαζί του έχετε πολλές φορές γελάσει. Έχετε δανειστεί τρόπους ομιλίας του. Αλλά δεν αποκλείεται να μη θυμάστε το όνομά του, όπως άλλωστε συμβαίνει με τόσες και τόσες μορφές από το παλιό σινεμά, οι οποίες έχουν καταγραφεί έτσι ανωνύμως στο ασυνείδητό μας. Αντί άλλης συστάσεως ας εμπιστευτούμε τη γνωριμία μαζί του στον Ντίνο Δημόπουλο, όπως την έχει καταγράψει στο βιβλίο του «Ένας σκηνοθέτης θυμάται».
«Ένας μάγκας βαρύς με πλησιάζει με το αργό, λικνιστικό του περπάτημα, εκείνο το πρωινό στο γύρισμα.
»Αυθεντικός μάγκας. Γνήσιος. Από τους τελευταίους του είδους.
»Είναι ο Νίκος Φέρμας. Συρτή φωνή, νωθρή κίνηση, ματιά θαμπή.
—Είσαι για μια τζούρα, αφεντικό;
—Τι τζούρα; ρωτάω παραξενεμένος.
—Μια ρουφηξιά, για.
—Δεν καπνίζω.
—Δεν είναι καπνός. Χόρτο είναι.
—Τα χόρτα με πειράζουν στο στομάχι.
—Τα λάχανα σε πειράζουν. Κι ετούτο δεν είναι λάχανο. Είναι ανθός. Τράβα μια και θ’ αρχίσεις να πετάς. Και τα πλάνα σου θα ’ρχονται το ’να μετά το άλλο, σαν σύννεφα που τα κυνηγάει ο νοτιάς. Πλάνα δεν τα λέτε εσείς οι γραμματιζούμενοι; Ή συννεφάκια;
»Και το μάτι του, έτοιμο για το πλάνο, παρέμενε απλανές.
»Ο Νίκος Φέρμας ήταν ο δάσκαλος...»
Υπήρξε ο κλασικότερος μάγκας του ελληνικού κινηματογράφου και πέτυχε, όπως σωστά το επισημαίνει ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Φρίξος Ηλιάδης, γιατί «ήταν ένας αυθεντικός λαϊκός τύπος. Ήταν ο μάγκας. Δεν έπαιζε τον μάγκα και γι’ αυτό ήταν μοναδικός».
Ο Νίκος Χατζηανδρέου, έτσι ήταν το πραγματικό του όνομα, είδε το φως της ζωής, το 1905, στη Μυτιλήνη. Ήταν παλικαράκι, όταν έφθασε στην πατρίδα του ο περιοδεύων θίασος Βερώνη. Για λόγους που δε γνωρίζουμε, τον έβαλαν να παίξει. Μαγεμένος από αυτήν την πρώτη επαφή εγκαταλείπει το νησί του κι ακολουθεί τον θίασο στην Αθήνα.
Η μαθητεία του σε αυτόν υπήρξε κατά τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, κριτικό και φιλόλογο, καθοριστική:
«Ο Νίκος Φέρμας προέρχεται από την ένδοξη εκείνη γενιά των μπουλουκιών, των ηθοποιών οι οποίοι ασκήθηκαν και ανδρώθηκαν μέσα από μια διαδικασία άμεσης επικοινωνίας με τη σκηνή και το κοινό.
»Το μπουλούκι έχει τη μεγάλη ευκαιρία να ασκεί τους ηθοποιούς του σε ποικιλία ρεπερτορίου και μάλιστα χωρίς προετοιμασία. Ήταν η μεγάλη γενιά των αυτοσχεδιαστούν».
Παρ’ όλα αυτά δεν έμεινε ασπούδαχτος. Έβγαλε τη δραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου. Το επαγγελματικό του ξεκίνημα μοιάζει παράδοξο. Στην Αθήνα πρωτοεμφανίζεται το 1925, στο Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά και παίζει μάλιστα Αισχύλο. Ήταν ο κήρυκας στους «Επτά επί Θήβας».
«Βέβαια», λέει χαριτολογώντας ο Φρίξος Ηλιάδης «αφού ταλαιπωρήθηκε και ταλαιπώρησε το κλασικό ρεπερτόριο για πολύ καιρό, κατέληξε στην επιθεώρηση και στην κωμωδία, όπου βρέθηκε στα νερά του, και έκτοτε ο δρόμος ήταν ανοιχτός γι’ αυτόν».
Δεύτερος μεγάλος του σταθμός ήταν στο βαριετέ, το 1930. Το βαριετέ είναι ένα μεικτό είδος θεάματος με νούμερα επιθεώρησης, χορευτικά, ακροβατικά κλπ. Προσλαμβάνεται στην Όαση του Ζαππείου του Κυρ Αντώνη του Ζερβού, ενός πανέξυπνου Κεφαλλονίτη που αργότερα έγινε και κινηματογραφικός παραγωγός, όταν
ίδρυσε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες του είδους στην Ελλάδα, την Ανζερβός. Η Όαση για την τότε Αθήνα ήταν μεγάλη ιστορία. Διαβάστε τι γράφει γι’ αυτήν ο Μίμης Τράίφόρος, ο οποίος για πολλά χρόνια υπήρξε ο βασικός κονφερανσιέ της:
«Η Όαση βρίσκονταν στο Ζάππειο, δίπλα στην Αίγλη. Οι πιο παλιοί πρέπει να τη θυμούνται με νοσταλγικό κέφι, γιατί δεν υπήρξε φιλοθεάμων που να μην έχει περάσει, έστω μια φορά στη ζωή του, από εκεί.
»Η Όαση ήταν κι έμεινε το πιο σημαντικό και το πιο ενδιαφέρον βαριετέ από όσα παρουσιάστηκαν στον τόπο μας κι αυτό χάρη στον ιδιοκτήτη του, που την αγαπούσε πιο πολύ κι από τα παιδιά του. Φρόντιζε λοιπόν να έχει διαλεχτά και πανάκριβα ξένα ακροβατικά, χορευτικά και ταχυδακτυλουργικά νούμερα και θαυμάσιο ελληνικό πρόγραμμα με τα πρώτα ονόματα της επιθεώρησης και του τραγουδιού.
»Απ’ την Όαση είχανε περάσει κατά καιρούς ο Αττίκ, η Λουίζα Ποζέλι, οι αδελφές Καλουτά, ο Εντουάρντο Μπιάνκο, ο Σογιούλ, ο Σπάρτακος, ο Ουλάκης, η Μαντινειού, ο Σπαρίδης, ο Μανέλλης, η Σούλα Καραγιώργη, η Σμαρούλα Γιούλη, η Βλαχοπούλου, η Νίτσα Μόλυ, η Κούλα Νικολάΐδου ... κι άλλοι... κι άλλες».
Εκεί στη Όαση γνωρίζει και τη νεότερή του κατά επτά χρόνια Αννα Παντζίκα. Εκείνη ήταν στο ξεκίνημά της, έκανε χορευτικά και ακροβατικά. Αργότερα βέβαια έγινε ηθοποιός, ακολουθώντας τον μέχρι το τέλος στη θεατρική του περιπέτεια. Αγαπήθηκαν, παντρεύτηκαν... αλλά τα πολύ ενδιαφέροντα περί του γάμου τους ας τα αφήσουμε για το τέλος, όπως έκαναν και στις παλιές ταινίες... Εκείνη την εποχή, όπως λέει και ο θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Λαζαρίδης, ήταν μεγάλη ιστορία να παίξεις σε αθηναϊκό θίασο, γιατί στην Αθήνα υπήρχαν μόνο οχτώ με δέκα θέατρα, οπότε ποιος να πρωτοπαίξει. Γι’ αυτό ο Νίκος και η Άννα ταλαιπωρούνται για χρόνια σε περιοδείες ανά την Ελλάδα, πότε με θιάσους άλλων και πότε με έναν μικρό δικό τους, το Βαριετέ, όπως τον είχαν ονομάσει. Στα χρόνια της Κατοχής για να επιβιώσουν αλλά και για λόγους ασφαλείας κατέφυγαν σε απομονωμένες ορεινές περιοχές. Πρέπει να πέρασαν δύσκολα χρόνια μέχρι το ’44. Να τι θυμάται η Σπεράντζα Βρανά...
«Ήταν Κατοχή. Μικρό κοριτσάκι εγώ, πριν βγω στο θέατρο.
»Στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου βλέπω έναν άνδρα ξαπλωμένο πάνω σε ένα στρώμα και μια κοπέλα δίπλα του -εύσωμη- να τον φροντίζει.
»Καλέ, ποιος είναι αυτός; τη ρωτάω.
»Δεν τον ξέρεις; Είναι ο Νίκος ο Φέρμας, ο ηθοποιός.
»Και γιατί είναι ξαπλωμένος;
»Είναι άρρωστος. Έχει ελονοσία...»
Από τις περιπέτειές του στην επαρχία ο θεατρικός συγγραφέας Νίκος Αθερινός αναφέρει το εξής αστείο περιστατικό:
«Κάποτε το μπουλούκι στο οποίο ανήκε ο Φέρμας διαλύθηκε σε κάποιο χωριό, και καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
»Ο Νίκος έμεινε αμανάτι.
»Μην έχοντας τι άλλο να κάνει, βρήκε μια λύση απελπισίας.
»Πήγε στο διπλανό χωριό κι αφού ντύθηκε ανάλογα, παρουσιάστηκε ως μάγος και θαυματοποιός με κάποιο εντυπωσιακό ψευδώνυμο. Έβαλε τον τελάλη του χωριού να φωνάζει και να διαφημίζει τα θαύματα που είχε κάνει.
»Και ξαφνικά ήρθε ο πρώτος πελάτης, ένας χωριάτης πανύψηλος, γεροδεμένος, μάλλον πρωτόγονος θα μπορούσε να πει κανείς.
»Είχε πρόβλημα με τον εφτάχρονο γιο του, ο οποίος από κάποιο σοκ που είχε πριν από ένα μήνα, είχε φοβηθεί τόσο πολύ που έχασε τη λαλιά του.
»Μπορείς να μου τον κάνεις καλά; ρωτάει τον μάγο-Φέρμα.
»Αστειεύεσαι; του λέει εκείνος. Μόνο που θέλω... τόσα.
»Θα σ' τα δώσω, του λέει ο χωριάτης. Αλλά πρόσεξε καλά μη με κοροϊδέψεις, γιατί θα σε σφάξω...
»Του δίνει τα λεφτά, κι ο Φέρμας του ζητά να τον αφήσει μόνο μαζί με το μικρό.
»Πράγματι ο απαρηγόρητος πατέρας τον πηγαίνει στο δωμάτιο που ήταν το παιδί κι ο ίδιος μένει απέξω.
»Μίλησε, αγοράκι μου, πες μια λέξη.
»Τίποτα ο μικρός.
»Αυτό έγινε τρεις τέσσερις φορές, οπότε ξαφνικά ο Φέρμας βγάζει ένα μεγάλο μαχαίρι κι ορμά στο παιδί.
»Μίλα, που να πάρει ο διάολος τον πατέρα σου, γιατί θα με σφάξουν, του λέει όσο πιο άγρια μπορούσε.
»...Κι ο μικρός τρέμοντας με γουρλωμένα μάτια, φωνάζει:
»Μαμά!... Μαμά!...
»...Και το θαύμα εγένετο».
Η Ελένη Ζαφειριού έχει καταγράψει μια μικρή ιστορία που δείχνει το άλλο, το τρυφερό, πρόσωπο του Φέρμα:
«...Επιτέλους φτάσαμε καθυστερημένα στη Νεμέα. Βρήκα τον θίασο που με περίμενε, και μου εξήγησαν τι θα παίξω.
»Ρώτησα πού θα βρω δωμάτιο για να κοιμηθώ μετά την παράσταση, και μου έδειξαν ένα πανδοχείο που ήταν απέναντι. Πήγα αμέσως εκεί και με χαρά μου βρήκα τον Νίκο τον Φέρμα που τον γνώριζα. Του είπα τι θέλω, εκείνος ρώτησε αν υπάρχει άδειο δωμάτιο για μένα, και ο ξενοδόχος του απάντησε ότι όλα έχουν διατεθεί.
»Χωρίς πολλά λόγια, γιατί ο Φέρμας ήταν λιγομίλητος, μπήκε στο δωμάτιό του, που είχε δύο κρεβάτια, τράβηξε έξω το ένα στρώμα και μου είπε γελώντας:
»Αυτό είναι το δωμάτιο σου. Εγώ με τον συνάδελφο θα κοιμηθούμε απέξω για να σε φυλάμε, μη σε κλέψουνε, Ελενάκι μου.
»Με συντροφιά τον ευγενικό συνάδελφο Φέρμα τελείωσε η μικρή τουρνέ της Πελοποννήσου...»
Μετά την Κατοχή επιστρέφει στην Αθήνα. Κάνει σποραδικές συνεργασίες με θιάσους όπως του Λογοθετίδη κλπ. αλλά τίποτα το μόνιμο. Ώσπου το 1948, ο Αλέκος Σακελλάριος τον καλεί να παίξει στο σινεμά, στο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», με τον Βασίλη Λογοθετίδη. Έξι χρόνια αργότερα ο πρωτοεμφανιζόμενος Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης Γκρεκ Τάλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) τον κάνει πρωταγωνιστή στην ταινία «Το Ξυπόλυτο Τάγμα», με μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Μια ταινία στα πρότυπα του ιταλικού νεορεαλισμού, που ανθούσε εκείνη την εποχή. Θέμα της το δράμα του ελληνικού λαού στην Κατοχή με ήρωες εκατόν εξήντα ξυπόλυτα και πεινασμένα παιδιά που τα έδιωξαν οι Γερμανοί από το ορφανοτροφείο. Για να μην πεθάνουν της πείνας γίνονται σαλταδόροι, κλέβοντας τους καταχτητές και τους μαυραγορίτες και μοιράζοντας τα λάφυρά τους στους πεινασμένους της Θεσσαλονίκης. Τα παιδιά είναι όλα ερασιτέχνες ηθοποιοί. Η ταινία, όμως, βραβεύεται στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου και στην πρώτη προβολή στην Ελλάδα κόβει περισσότερα από ογδόντα πέντε χιλιάδες εισιτήρια. Ήταν η τρίτη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της χρονιάς, ανάμεσα στις είκοσι μία ελληνικές παραγωγές. Την ξεπέρασαν μόνο το «Κυριακάτικο ξύπνημα» με την Έλλη Λαμπέτη και το «Σάντα Τσικίτα» με τον Λογοθετίδη, ενώ ξεπέρασε ταινίες όπως «Η ωραία των Αθηνών» με τη Γεωργία Βασιλειάδου, «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» με τους Ηλιόπουλο-Συνοδινού και «Το ποντικάκι» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη σε πρώτη εμφάνιση.
«Πρέπει να έχει παίξει σε διακόσιες ταινίες τουλάχιστον», λέει ο Γιώργος Λαζαρίδης, αποτιμώντας την κινηματογραφική του παρουσία.
«Εγώ θυμάμαι ότι μόνο τα δικά μου έργα στα οποία έπαιξε είναι πάνω από πενήντα».
«Ο κινηματογράφος», επισημαίνει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, «είχε πάντα την τάση να τυποποιεί τους ηθοποιούς και να εκμεταλλεύεται ακριβώς αυτή την επιτυχία τους σε μια τυποποίηση.
»Ήταν ένας σημαντικός τυπίστας λιτός, άμεσος, χωρίς φιοριτούρες υποκριτικές. Ήταν αυτό που λέμε άμα τη εμφανίσει δοτός».
Σιγά σιγά έγινε απαραίτητος. Κι άνοιξαν επιτέλους γι’ αυτόν οι πόρτες των μεγάλων θεάτρων της πρωτεύουσας. Το 1959, τον καλεί ο Κώστας Χατζηχρήστος, όταν με έναν θίασο μαμούθ θα ανέβαζε τον πολύ... φιλόδοξο «Λήσταρχο Νταβέλη» των Τραϊφόρου - Γιαννακόπουλου.
«Θυμάμαι ένα περιστατικό από την παράσταση αυτή», λέει ο Γιώργος Λαζαρίδης «χαρακτηριστικό του Φέρμα, που ήταν και στη ζωή ένας πολύ ωραίος τύπος. Έξω καρδιά που λένε.
»Στον θίασο αυτόν, λοιπόν, έπαιζε και η Τζόλυ Γαρμπή. Σε ένα διάλειμμα της πρόβας, όπως συζητάνε, τους λέει:
»Εγώ δεν παίζω μουσικό θέατρο, γιατί έχουν μια κακιά συνήθεια. Βάζουν στο τέλος των ονομάτων ένα ω.
»Λένε για παράδειγμα η Καρέζω, ή η Βουγιούκλω... Δε μ ’ αρέσει καθόλου.
»Το βρίσκω χυδαίο, γι’ αυτό και δεν παίζω.
»Στο έργο η Τζόλυ η Γαρμπή έκανε τη Δούκισσα της Πλακεντίας, και ο Φέρμας έναν λακέ, ο οποίος θα ανήγγειλε τους προσκεκλημένους σε μια δεξίωση του πρίγκιπα Μουρούζη.
»Αναγγέλλει τον έναν, αναγγέλλει τον άλλον, κι όταν έρχεται η ώρα να αναγγείλει τη Δούκισσα της Πλακεντίας, τι λέει ο άθλιος ο Φέρμας;
»Έρχεται η Δούκισσα... Πλακέντω».
Τον «Λήσταρχο Νταβέλη» τον έθαψαν οι κριτικοί, αλλά κάθε βράδυ το θέατρο φουλάριζε που λένε. Την επομένη της πρεμιέρας ο δημοσιογράφος Κώστας Νίτσος έγραφε στα Νέα:
«Χθες βράδυ στο θέατρο Διονύσια ο καινούργιος θίασος του Κώστα Χατζηχρήστου ανέβασε ένα ληστρικό έργο του Τραΐφόρου με τον τίτλο ο “Λήσταρχος Νταβέλης”.
»Την παράσταση παρακολούθησε ο υπουργός Ασφαλείας κ. Καλατζής. Γιατί δεν έσπευσε να συλλάβει τον συγγραφέα;»
Κοντά στον Χατζηχρήστο πέρασε τα πιο ασφαλή χρόνια της θεατρικής του καριέρας. Έμεινε μαζί του μέχρι το 1966.
«Τον Φέρμα τον γνώρισα από τον Κώστα Χατζηχρήστο», θυμάται ο θεατρικός συγγραφέας Λάκης Μιχαηλίδης. «Είχα γράψει μαζί με άλλους συναδέλφους -το 1960 ήτανε- την επιθεώρηση “Φέρι μπόουτ”. Από την πρώτη μέρα σχεδόν γίναμε φίλοι, αν και είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Έχω πολλές αναμνήσεις απ’ αυτόν.
»Θα σας αφηγηθώ ένα πολύ αστείο περιστατικό:
»Είμαστέ σε περιοδεία. Σε κάποιο νησί, αν δεν απατώμαι.
»Παίζαμε σε ένα θερινό κινηματογράφο, που είχε δίπλα ένα οικόπεδο. Στο οικόπεδο αυτό υπήρχε κι ένας γαΐδαράκος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης ο γαΐδαράκος είναι ήρεμος, αμίλητος, ήσυχος.
»Μόλις βγαίνει ο Φέρμας στη σκηνή, ο γαΐδαράκος αρχίζει να γκαρίζει. Κατεβαίνει ο Φέρμας, σταματάει ο γάιδαρος.
»Ξανανεβαίνει ο Φέρμας, ξανά γκαρίζει ο γάιδαρος.
»Αυτό γινότανε συνεχώς, σε όλες τις παραστάσεις.
»Κι από τότε, όποτε αναφέρονταν στον Φέρμα, λέγανε, Ποιος; αυτός που τον έβλεπε ο γάιδαρος κι άρχιζε να γκαρίζει;
Έμεινε σαν ανέκδοτο».
Την περίοδο ’66-’67 παίζει στο Ακροπόλ στη μουσική κωμωδία των Σακελλάριου - Γιαννακόπουλου «Τον άρτον ημών τον επιούσιον» και τον χειμώνα της επομένης χρονιάς περιοδεύει με δικό του θίασο σε όλη την Ελλάδα. Δίπλα στον Χατζηχρήστο, όμως, έκανε και την τελευταία θεατρική του εμφάνιση σε περιοδεία στο εξωτερικό. Ο Νίκος Φέρμας έσβησε το 1972, σε ηλικία εξήντα επτά ετών. Η Αννα Παντζίκα, αν ζει ακόμα, θα είναι πάνω από ενενήντα χρονών. Όμως για να έχει χάπι εντη ιστορία μας, θα τελειώσουμε, όπως σας έχω υποσχεθεί, με τον γάμο τους. Ωστόσο, πριν πάμε σ’ αυτόν, ας μου επιτρέψετε μια μικρή παρένθεση για να καταλάβετε πιο καλά το αστείο.
Το διηγείται ο Σωτήρης Μουστάκας:
«Στην αρχή της καριέρας μου, την πρώτη φορά που έπαιξα στο θέατρο Ακροπόλ, είχα το ίδιο καμαρίνι με τον Φέρμα. Ήταν ένας άνθρωπος πολύ ευχάριστος, αλλά το τσιγάρο που κάπνιζε, μύριζε περίεργα.
—Τι είναι αυτό που βάζεις μέσα στο τσιγάρο; τον ρωτούσα.
—Φάρμακο για το στομάχι μου, μου απαντούσε με ραθυμία.
»Εν τω μεταξύ κάθε τόσο πέρναγε απέξω ο επιχειρηματίας του θεάτρου, ο θρυλικός πια Βασίλης Μπουρνέλλης και κάθε φορά έλεγε -είχε και μια φωνή περίεργη:
—Μπα! Τι έχουμε σήμερα; Αγιασμό έχουμε πάλι;
»Εγώ δεν καταλάβαινα κι αναρωτιόμουν τι να εννοεί μ’ αυτό το αγιασμό έχουμε πάλι.
»Ε! μια μέρα πόναγε το στομάχι μου, και του λέω:
—Νίκο, δε μου δίνεις και μένα λίγο από αυτό που βάζεις στο τσιγάρο, γιατί με πονάει το στομάχι μου;
»Και μου λέει:
—Μα καλά, δεν κατάλαβες, ρε Κύπριε, τι είναι;
—Τι είναι;
—Χασίσι είναι.
—Α, του λέω, χασίσι. Γι ’ αυτό κάθε βράδυ στη σκηνή βγαίνω ζαλισμένος».
Ήταν και... μπερμπάντης ο Φέρμας. Ο Παντελής Παλιεράκης τον ήξερε καλά... Η ανάμνησή του από εκείνον καταγράφεται στο βιβλίο του Αλκίνοου Μπουνιά «30 χρόνια πίσω από την κάμερα της Finos Films». Την αντιγράφω:
«Ο Νίκος Φέρμας ήταν ένας πολύ ωραίος τύπος. Είχε μια βαριά, μάγκικη φωνή κι ένα λαϊκό σουλούπι που ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος κι ο Τζαβέλλας τα εκμεταλλεύτηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο στις ταινίες τους.
»'Υπήρξε μια εποχή που ο Φέρμας έπαιζε συνεχώς σε ταινίες της Φίνος Φιλμ και για να μην κανονίζουν κάθε φορά την αμοιβή, ο Φίνος του είχε δώσει το ελεύθερο να περνάει κάθε εβδομάδα από τον λογιστή της εταιρείας και να παίρνει ένα συγκεκριμένο ποσό.
»Ερχόταν, λοιπόν, κάθε εβδομάδα στη Στουρνάρη 27 και έβρισκε τον Κώστα τον Τσούτσια, τον λογιστή μας, για να πληρωθεί. Αλλά κάποιες φορές ο Τσούτσιας δεν τον πλήρωνε, γιατί τύχαινε να μην έχει χρήματα στο ταμείο του και δεν ξέρω για ποιους άλλους λόγους.
»Έτσι ο Φέρμας γύρναγε με αδειανές τις τσέπες σπίτι του, όπου τον περίμενε η γυναίκα του -την έλεγε Μπάτσικα- και του άρχιζε τις ανακρίσεις:
—Τι έγινε, ρε Νίκο, σου ‘δώσε λεφτά ο Φίνος;
—Δεν μου ‘δώσε ο Τσούτσιας...
—Δεν μπορεί, επέμενε η Μπάτσικα. Στις ανιψιές πάλι τα ‘δωσες... «Ανιψιές» έλεγε τις φιλενάδες του άντρα της...
Η ιστορία αυτή συνεχίστηκε για μερικές εβδομάδες και η Μπάτσικα δεν άντεξε άλλο.
»Ένα Σάββατο πήγε μαζί με τον Φέρμα στον Τσούτσια, για να διαπιστώσει προσωπικά αν δίνει ή δεν δίνει λεφτά του άντρα της. Εκείνη τη μέρα, χαμογελαστός ο Τσούτσιας βγάζει και πληρώνει τον Φέρμα χωρίς δεύτερη κουβέντα...
—Σήμερα βρήκες να το κάνεις; Έλεγε από μέσα του ο Νίκος, ενώ η Μπάτσικα έτριζε τα δόντια της...
»Κι ο Τσούτσιας που δεν είχε καταλάβει τι γινόταν, έλεγε και ξανάλεγε:
—Μήπως θέλεις κι άλλα, Νίκο μου;...»
Και τώρα το φινάλε διά στόματος Λάκη Μιχαηλίδη:
«Στον γάμο του Φέρμα, την ώρα που ο παπάς ετοιμαζόταν να ευλογήσει το ζευγάρι, ο δαιμόνιος κι αξέχαστος Αλέκος Σακελλάριος ρίχνει μέσα στο θυμιατήρι χασίσι. Μια μικρή φλουδίτσα χασίσι.
»Άρχισαν λοιπόν όλοι οι προσκεκλημένοι να ζαλίζονται, μα πιο πολύ από όλους μαστούρωσε ο παπάς, ο οποίος εκδηλώθηκε τη στιγμή εκείνη ως ομοφυλόφιλος κι άρχισε να φωνάζει.
»Εγώ είμαι η νυφούλα. Εγώ θα σύρω τον χορό του Ησαΐα.
»Και ο γάμος έγινε πανηγύρι... Σχόλασε...»
ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/348iN2O
via IFTTT