Καρούσος Τζαβαλάς (1904, Λευκάδα - 1969, Παρίσι)

του Αντώνη Μιχ. Πρέκα

«Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις...»
Η φράση αυτή, που όλοι οι Νεοέλληνες τη χρησιμοποιούμε σαν καραμέλα στο στόμα μας, δεν είναι του Τσαρούχη, όπως κατά κόρον αναφέρεται, είναι δική του.
Οι θεατρόφιλοι κάποιας ηλικίας θα τον θυμούνται ως ηθοποιό του κλασικού ρεπερτορίου.
Το επίθετό του ήταν Τζαβαλάς, και το μικρό του όνομα Καρούσος.
Έμεινε στην ιστορία με το μικρό του όνομα, δίκην επιθέτου.
Ο Καρούσος, λοιπόν, γεννήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1904.
Παρότι γόνος αστικής οικογένειας πέρασε γρήγορα στον χώρο της αριστεράς.
Η αγάπη του για το θέατρο, η κοινωνική του ευαισθησία, η ιδεολογία του και ένα πρόβλημα υγείας σφράγισαν τη ζωή του.
Θα τον θυμάστε συνήθως στον ρόλο του αυστηρού και σκληρού πατέρα.
Πίσω όμως από το αυστηρό του ύφος, στην τέχνη και τη ζωή έκρυβε έναν πνευματικό και τρυφερό άνθρωπο με το ήθος μιας άλλης εποχής που σιγά σιγά εξέλιπε.
Υπήρξε ποιητής και μεταφραστής θεατρικών έργων.
Τελευταία του ταινία ήταν οι «Βοσκοί της συμφοράς» του Νίκου Παπατάκη, το 1967.
Δύο χρόνια αργότερα, πέθανε εξόριστος από τη δικτατορία στο Παρίσι.
Μετά θάνατον εκδόθηκε το βιβλίο του «Γυάρος» και η ποιητική του συλλογή «Περιμένω».
Το πορτρέτο του Καρούσου Τζαβαλά θα το φιλοτεχνήσουμε κυρίως με τα χρώματα των αναμνήσεων της κόρης του, Δέσπως.
Ας το ξεκινήσουμε όμως από το τέλος. Από τον λόγο που εκφώνησε ο σύντροφός του πια στους ουρανούς, ο ηθοποιός Βασίλης Διαμαντόπουλος, στις 8 Ιανουαρίου του 1969, λίγο μετά τις δέκα το πρωί, στο Παρίσι.
« Ένας ηθοποιός πέθανε- ζεστός, ανθρώπινος, πάντα κεφάτος, πάντα μαχητικός και αισιόδοξος υπηρέτησε το ελληνικό θέατρο πάνω από σαράντα χρόνια.
«Ξεκίνησε το 1924 σε ηλικία είκοσι χρόνων με τον θίασο Βεάκη. Έφτιαξε δικούς του θιάσους, δύο φορές στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου. Έπαιξε ελληνική τραγωδία, Σαίξπηρ, Ίψεν, Σο, Ντοστογιέφσκι.
«Εβοήθησε κι ενεθάρρυνε την ελληνική δραματουργία. Εμόχθησε άπειρες φορές στην ελληνική επαρχία.
«Σκαρφάλωσε κι αυτός στο κατσάβραχο της ελληνικής γης.
«Πάντα σπουδαίος, πάντα ζεστός, πάντα ισορροπημένος στο παίξιμό του, είχε σίγουρα τη στόφα της προσωπικότητας.
«Η ολύμπια φωνή του σ’ αγκάλιαζε, ζεστή, ανθρώπινη, είτε την άκουγες πάνω στη σκηνή, είτε πάνω στο πεζοδρόμιο.
«Μα πάνω από όλα ήταν τίμιος, πέρα για πέρα τίμιος.
«Όχι μ’ αυτή την έννοια που δίνουμε συνήθως στον άνθρωπο που δεν απάτησε ή που δεν έκλεψε.
«Η τιμιότητα του Καρούσου είχε βαθιές, απίθανες προεκτάσεις.
«Είχε την τιμιότητα που σημαίνει συνέπεια, την τιμιότητα που σημαίνει κουράγιο, που σημαίνει ευφορία ζωής, που σημαίνει άνθρωπος.
«Η αριστοτέλεια θεωρία (που πολλοί από μας παπαγαλίσαμε και προσπεράσαμε) θέλει τον τραγικό ήρωα να έχει συνείδηση της μοίρας του, τον θέλει ταμένο.
«Ο Καρούσος λοιπόν ήταν από αυτούς τους ταμένους...«
«Ο πατέρας μου», ξεκινά την αφήγησή της η Δέσπω Καρούσου, «γεννήθηκε από ευημερούσα οικογένεια. Ο παππούς μου Πάνος ήταν δερματέμπορος κατεργασμένων δερμάτων.
«Μάλιστα ήταν γραμμένος και στο Αθηναϊκό Εμπορικό Επιμελητήριο.
«Η γιαγιά μου Πολυξένη, το γένος Ραφτάκη, ήταν από τη Βόνιτσα. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην οδό Αγίας Παρασκευής 4, στη Λευκάδα, σε ένα βενετσιάνικο σπίτι με τοιχοποιία από πορσελάνη.
«Γκρεμίστηκε στους σεισμούς του ’53».
Ο Καρούσος τελείωσε το δημοτικό και το γυμνάσιο στη χώρα της Λευκάδας.
Το 1922 και 1923 εκδίδει στο νησί του τις εφημερίδες Ένωσις και Εθνική Σωτηρία αντίστοιχα, καθώς και τη σατιρική εφημερίδα Πειρασμός, στην οποία χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Κραφοβελόνας.
Η κλίση του στο θέατρο εμφανίστηκε νωρίς.
Τότε -στις αρχές του 20ού αιώνα- τόσο στην Αθήνα, όσο και στην Επτάνησο ανθεί το ερασιτεχνικό θέατρο.
Το 1917 φθάνει μόνος στο νησί του ένας ηθοποιός, ο Ροτζάιρον.
Ο Καρούσος ήταν τότε δεκατριών χρόνων.
Μαζί με τον Νίκο Κατηφόρη -μετέπειτα θεατρικό συγγραφέα- παίζουνε στον θίασο του Ροτζάιρον τη «Μάνα» του Πολέμη.
Οι τοπικές εφημερίδες τους εγκωμιάζουν, περισσότερο τον Καρούσο -ήταν πιο χαριτωμένος.
Για την πρώιμη κλίση του στο θέατρο, η ηθοποιός Ηρώ Χαντά γράφει σε επιστολή της πολύ αργότερα...
«Αγαπητή Δέσπω, κόρη του Καρούσου, θα αναφερθώ σε κάποιες αναμνήσεις που μου διηγήθηκε η μητέρα μου, όταν ο Καρούσος ήταν φέρελπις ηθοποιός.
«Η μητέρα μου, Καίτη και ο πατέρας μου, Σπύρος Χαντάς κάνανε θιάσους στην Αθήνα και περιόδευαν στην επαρχία.
«Ήμουν πολύ μικρή, δε θυμάμαι καλά, ήταν το 1921-1922, είχανε θίασο και είχανε πάει στη Λευκάδα.
«Στο θέατρο λοιπόν παρατήρησαν ότι σύχναζε ένας νεανίας δεκάξι δεκαεπτά ετών. Ήταν όμορφος, ψηλός σαν κυπαρίσσι.
»Ανέβηκε στη σκηνή, γνώρισε τους ηθοποιούς και τους είπε:
»Θα ήθελα πολύ να γίνω ηθοποιός.
»Μ’ αρέσουν τα γράμματα, οι τέχνες και το θέατρο.
»Αλλά οι γονείς μου είναι πολύ αυστηροί και δε θα μου το επέτρεπαν...
» Ένα βράδυ, που λες, μου αφηγείται ακόμη η μητέρα μου, είχανε ανάγκη από έναν ηθοποιό.
»Παρακάλεσαν τότε τον μικρό και του είπανε:
»Θα σε μεταμφιέσουμε σε τέτοιο βαθμό που δε θα καταλάβουν οι γονείς σου, ούτε κανείς άλλος, ποιος είσαι.
»Του βάλανε, λοιπόν, περούκες, γένια κλπ...
»Ήταν δέκα έξι δεκαεπτά χρόνων. Είχε βροντερή φωνή και καθαρή άρθρωση, και του είπανε από τον θίασο:
»Εμείς σε λίγες μέρες θα φύγουμε για την Κέρκυρα. Θέλεις να μας ακολουθήσεις;
»Ναι, ναι, είπε και εμφανίστηκε κρυφά κρυφά μ ’ ένα μπογαλάκι στα χέρια στο βαπόρι, την ώρα της αναχώρησης...
»Πήγαν στην Κέρκυρα. Εκεί ακολούθησαν διάφοροι ρόλοι που έπαιξε στον θίασο. Κι από κει και πέρα η μητέρα μου τον έχασε.
»Ύστερα από πολλά χρόνια τον βρήκε φτασμένο ηθοποιό και μου είπε:
»Αυτός ο ηθοποιός ξέρεις ποιος είναι; Θυμάσαι που σου ’λεγα για το νεαρό παιδί, στη Λευκάδα;»
Σύμφωνα πάντως με τον φιλόλογο Δημήτριο X. Σκλαβενίτη:
«Με την πίκρα για τον θάνατο του πατέρα του (φθινόπωρο 1922) και μ’ ένα τραύμα από το 1918, που κλόνισε την υγεία του, εγκαταλείπει την αγαπημένη του Λευκάδα και φθάνει στην Αθήνα...»
«Στην αρχή», λέει η Δέσπω Καρούσου, «φοιτά στη Νομική και αρχίζει να μπαίνει σε μια ομάδα αριστερών νέων.
»Παίζει σε φοιτητικό θίασο, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθεί και τη δραματική σχολή του Εθνικού Ωδείου.
»Ακριβώς στα είκοσι του χρόνια βγαίνει στο θέατρο δίπλα στον δάσκαλό του, Αιμίλιο Βεάκη».
Οι δικοί του δε συμβιβάστηκαν εύκολα με την ιδέα ότι θα γίνει ηθοποιός και όχι δικηγόρος.
Έχει διασωθεί και ένας χαρακτηριστικός διάλογος ανάμεσα σ’ έναν Λευκαδίτη γείτονά τους και την κυρά Πολυξένη, τη μάνα του.
Ο γείτονας περνούσε έξω από το σπίτι της.
Τη βλέπει να κάθεται στα σκαλοπάτια της εισόδου, να κλαίει και να τραβάει τα μαλλιά της.
—Τι έχεις και κάνεις έτσι; τη ρώτησε ο γείτονας.
—Κακό πο ’παθα. Κακό πο ’παθα... Ο Τζαβαλάς μου, ο Καρούσος μου, που τον έστειλα να γίνει δικηγόρος, μο ’γίνε θεατρίνος, του απαντά εκείνη μέσα απ’ τους λυγμούς της.
Το 1926 κάνει την πρώτη του περιοδεία με τον Χριστόφορο Νέζερ, στη διάρκεια της οποίας γνωρίζει την Ελένη Βανικιώτη και την παντρεύεται αμέσως.
«Το πώς γνωρίστηκαν», λέει η κόρη τους Δέσπω, «δεν το έμαθα ποτέ.
»Το μόνο που έμαθα είναι ότι ακόμη κι από τη σκηνή μπορούσε να φλερτάρει μια γυναίκα.
»Εν πάση περιπτώσει έφυγαν παντρεμένοι από την Αλεξανδρούπολη. Τους στεφάνωσε ο Χριστόφορος Νέζερ.
»Ήταν και οι δυο τους πολύ μικροί, αυτός είκοσι δύο χρονών και η μητέρα μου μόλις δεκαοχτώ...»
Πάνε στη Λευκάδα, όπου η Ελένη μένει για δυο χρόνια με την πεθερά της, σε ένα νοικιασμένο σπίτι. Ο Καρούσος λόγω της δουλειάς του πηγαινοέρχεται.
Στη συνέχεια το ζευγάρι μετακομίζει για ένα διάστημα στον Πειραιά. Οι συνθήκες της ζωής τους εκεί δεν είναι και οι καλύτερες.
Έτσι η Ελένη παίρνει τη Δέσπω και επιστρέφει στην Αλεξανδρούπολη.
Το 1936 παίρνουν διαζύγιο.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Καρούσος παντρεύεται την Ελευθερία Αναστασιάδη -μετέπειτα Λέλα Καρούσου- από τη Δράμα.
Τον ακολούθησε στη ζωή και την τέχνη μέχρι τον θάνατό του και μάλιστα αρκετές φορές έπαιζαν μαζί στο θέατρο.
Το 1931, γίνεται ένας από τους πρώτους τριάντα δύο ηθοποιούς που υπογράφουν συμβόλαιο συνεργασίας με το νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο, υπό τη διεύθυνση του Φώτου Πολίτη.
Ανάμεσα στις υπογραφές υπάρχουν ακόμη και εκείνες των Αιμίλιου Βεάκη, Σαπφώς Αλκαίου, Κατίνας Κωνσταντοπούλου (Παξινού), Αλέξη Μινωτή, Χρήστου Ευθυμίου, Χριστόφορου Νέζερ και Εμμανουήλ (Μάνου) Κατράκη.
Ο θεατρικός κριτικός και φιλόλογος Κώστας Γεωργουσόπουλος, επισημαίνει για τον Καρούσο:
« Ήταν ένας ηθοποιός που γαλουχήθηκε στη μεγάλη σχολή του Φώτου Πολίτη.
»Υπηρέτησε για πολλά χρόνια το Εθνικό Θέατρο, το μεγάλο ρεπερτόριο, παίζοντας τραγωδία, Σαίξπηρ, Σίλερ και τους μεγάλους Ευρωπαίους τραγικούς και νεοκλασικούς ποιητές.
»Είχε ένα κύρος σημαντικό.
»Είχε ένα δικό του προσωπικό ρυθμό και γι’ αυτό πολύ σπάνια μπορούσε να ταυτιστεί με το καθημερινό στιλ των άλλων ηθοποιών, που είχαν μια θητεία στον κινηματογράφο, που είναι αμεσότερη τέχνη.
»Παρ’ όλα αυτά άφησε το σημάδι του και στον κινηματογράφο ως ηθοποιός υψηλών προδιαγραφών με πολύ μεγάλη εσωτερική δύναμη.
»Ένας μείζων ηθοποιός μεταξύ Βεάκη και Κατράκη, της περιόδου δηλαδή μετά τον θάνατο του Βεάκη και την ακμή του Κατράκη».
Ο Μ. Καραγάτσης έγραψε κάποτε.
«Ο Καρούσος είναι ο μέγιστος Έλλην ηθοποιός του καιρού μας και δημιουργεί ρόλους συγκλονιστικούς».
«Ο πατέρας μου γύρισε και αρκετές ταινίες, περίπου σαράντα.
»Η πρώτη του υπήρξε το “Η δεσποινίς δικηγόρος” του Πέλου Κατσέλη, το 1933, πολύ παλιά δηλαδή, γι’ αυτό και έχω ακούσει να τον ονομάζουν και πατέρα του ελληνικού κινηματογράφου.
»Από εκείνες που σημείωσαν ιδιαίτερη επιτυχία ήταν “Η λίμνη των στεναγμών” του Γρηγόρη Γρηγορίου, στην οποία έκανε τον Αλή Πασά, η “Φαίδρα” του Ζυλ Ντασέν με την Μελίνα Μερκούρη, “Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές” του Γιώργου Λαζαρίδη με τον Γιώργο Κωνσταντίνου και η “Αντιγόνη” του Γιώργου Τζαβέλλα με την Ειρήνη Παπά και τον Μάνο Κατράκη», λέει η κόρη του.
Πολλές είναι οι ιστορίες που κυκλοφορούν στο θέατρο για τον Καρούσο κι έχουν να κάνουν με το χιούμορ, τη θυμοσοφία του, τον δίκαιό του χαρακτήρα, την αγάπη του για το άλλο φύλο, αλλά και την εκρηκτικότητά του.
«Γυρίσαμε μια ταινία μαζί», θυμάται ο ηθοποιός Χάρης Παναγιώτου, «το “Κολωνάκι διαγωγή μηδέν”.
»Έκανε τον στρατηγό εκεί. Ο Φωτόπουλος υποδύονταν έναν χασάπη, πρώην στρατιώτη του. Εγώ ήμουνα ο γιος του Φωτόπουλου και η Άννα η Ιασονίδου η εγγονή του Καρούσου.
»Θυμάμαι το άγχος της κάθε φορά:
»Ποπό, αύριο έχουμε γύρισμα με τον Καρούσο. Πρέπει να ξέρουμε τα λόγια μας τέλεια, να είμαστε μελετημένοι, μου ’λεγε...
»Η συνέπειά του σου δημιουργούσε άγχος.
»Όταν φτάναμε εμείς στο γύρισμα, εκείνος ήταν εκεί, μια δυο ώρες νωρίτερα. Ήξερε φαρσί τα λόγια του και δε δυσανασχετούσε αν ο σκηνοθέτης ζητούσε να πάμε μια σκηνή για δεύτερη ή και για τρίτη φορά.
»Ήταν σαν μαθητής.
«Καλοκάγαθος άνθρωπος, γλυκός, γλυκύτατος, με εκείνο το σοβαρό του ύφος και την ωραία του φωνή. Ήταν όμως και λίγο τσαντίλας. Δε θα ξεχάσω μια φορά στο θέατρο. Είχε κάνει δικό του θίασο, και ήμουνα μαζί του.
«Είχαμε ξεκινήσει την περιοδεία μας από την Πελοπόννησο και μετά ανεβήκαμε πάνω στη Βέροια.
«Παίζαμε το έργο “Ατμόπλοιο Ντάβερς”, κι έκανε έναν τυφλό εκεί.
«Είναι επάνω στη σκηνή. Παίζει...
«Όλα τα πιτσιρίκια, όμως, έχουν μεταφερθεί από την πλατεία και παρακολουθούν με κολλημένα τα κεφαλάκια τους πάνω στο προσκήνιο. Αυτό, όμως, ενόχλησε τον Καρούσο.
«Παρότι τυφλός ρίχνει μια άγρια ματιά γύρω γύρω, σταματά την παράσταση και λέει αυστηρά προς το κοινό:
«Αυτή όλη τη μαρίδα δεν μπορείτε να τη μαζέψετε από δω; Δεν μπορώ να παίξω.
«Και ο κόσμος έσκασε στα γέλια που ενοχλήθηκε ο τυφλός από τη θέα της μαρίδας».
Στα γυρίσματα της ταινίας «Η λίμνη των στεναγμών» -σύμφωνα με τον Παντελή Παλιεράκη- συνέβη το εξής περιστατικό:
«Οπερατέρ και διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Ντίντης ο Καρύδης. Υπάρχει λοιπόν, μια σκηνή που ένας χοντρός με ξυρισμένο κεφάλι και αλειμμένος στο σώμα με λάδι (υποτίθεται πεχλιβάνης...) φυσάει με ένα τεράστιο φυσερό μια φωτιά. Στη συνέχεια, ο Αλή Πασάς παίρνει από τη φωτιά αυτή ένα πυρακτωμένο σίδερο και πηγαίνει πάνω από έναν αλυσοδεμένο (υποτίθεται σκλαβωμένος Έλληνας) και του λέει: «Μολόγα, ρε». Το σκλαβωμένο και τον πεχλιβάνη παριστάνουν κάποιοι κομπάρσοι.
Αρχίζει, λοιπόν, το γύρισμα και πάει, πάει πάει η μηχανή, αλλά κάτι δεν του αρέσει του Ντίντη. «ΣΤΟΠ. Άλλη μια φογά», λέει με τη γνωστή ξενική προφορά του. Επαναλαμβάνεται το γύρισμα και πάλι ο Ντίντης το διακόπτει. «ΣΤΟΠ. Άλλη μια φογά. Ο πγοβολέας αυτός μπήκε μέσα...». Και «άλλη μια φογά» και «άλλη μια φογά» και «άλλη μια φογά» κι έχει επαναληφθεί δέκα φορές η ίδια σκηνή χωρίς ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Ο Καρούσος να λέει και να ξαναλέει: «Μολόγα, ρε», ο πεχλιβάνης να στάζει από τον ιδρώτα, κι ο σκλαβωμένος να κυλιέται κάτω. Οπότε κάποια στιγμή, μετά το δέκατο τρίτο «Μολόγα, ρε» δεν κρατιέται ο πεχλιβάνης και φωνάζει του σκλαβωμένου: «Μολόγα, ρε, να τελειώνουμε, να πάμε και στα σπίτια μας...».
»Δεν είχε καταλάβει ο άνθρωπος τι γινόταν και νόμιζε ότι έφταιγε ο άλλος που δεν μίλαγε...»
Ένα ακόμα «ανέκδοτο»:
Κάποτε έπαιζε στον θίασο της αείμνηστης πια Έλσας Βεργή.
Το έργο λεγότανε «Χωρίς οργή», αλλά κάθε βράδυ το θέατρο ήταν άδειο. Προβληματισμένη η θιασάρχης Βεργή ζητά, λένε, τη συμβουλή του.
— Τι να κάνω, κ. Καρούσο, για να έρχεται ο κόσμος; Τι να αλλάξω στο έργο;
— Τον τίτλο του, λέει χωρίς να το σκεφτεί.
— Και πώς να τον κάνω;
— Χωρίς... Βεργή, της απαντά σοβαρός σοβαρός.
«Ήτανε πληθωρικός, ευαίσθητος, παλικάρι», λέει ο Αθηνόδωρος Προύσαλης.
«Γνωριζόμασταν, και είπε ο Καρούσος στον Κατράκη να με πάρουνε όταν παίζανε μαζί στο Λαϊκό Θέατρο τον “Πατούχα” του Κονδυλάκη.
»Εκεί διαπίστωσα ένα είδος κόντρας με τον Κατράκη. Όχι κακία. Άλλο πράγμα.
»Λέγεται, όταν τον συνέλαβαν επί χούντας και τον πήγαν στον ιππόδρομο, τους είπε:
»Μήπως κάνετε λάθος; Μήπως με περάσατε για τον Κατράκη;
»Χιούμορ έκανε».
Ήταν γνωστή σε όλους η... αδυναμία του Μάνου για τα άλογα.
Με τον Κατράκη ήταν μαζί στο Εθνικό, μαζί στις εξορίες, συμπρωταγωνιστές πολλές φορές.
Είχαν σχετικά μικρή διαφορά ηλικίας, αλλά ο άλλος είχε μεγάλη πέραση στις γυναίκες σαν εραστής, ενώ ο ίδιος λόγω υγείας δεν μπορούσε να είναι και τόσο δραστήριος.
Τον είχαν σχετικά για γέρο.
Αυτό ήταν που τον έκανε έξω φρένων με τον Κατράκη.
Χαρακτηριστική είναι η ιστορία που αφηγείται η πάντα ευγενική Άννα Παίταζή.
«Το ’45 τελείωσα τη Σχολή του Εθνικού. Ο Κατράκης με είχε δει στις εξετάσεις και με πρότεινε στον Καρούσο.
»Θα ανέβαζε στον Πειραιά με δικό του θίασο τον “ Έμπορο της Βενετίας” και ζητούσε μια ταλαντούχα νέα ηθοποιό να παίξει τη Γέτσικα.
»Με προσέλαβε.
»Την επόμενη σεζόν ανέβασε “Το παιχνίδι της τρέλας και της φρονιμάδας” του Θεοτοκά.
»Μου έδωσε να κάνω έναν βουβό ρόλο, κι όμως μου άνοιξε έναν δρόμο στο θέατρο εκπληκτικό.
»Ο ρόλος ήταν κωμικός. Ο κόσμος γελούσε τόσο πολύ ώστε ενοχλήθηκε η Μιράντα Μυράτ, που ήταν μαζί μου στη σκηνή, και μετά μου έκανε κάποια παρατήρηση.
»Όταν το κατάλαβε ο Καρούσος έγινε πυρ και μανία γιατί υποστήριζε τους νέους και γενικά όσους χρειάζονταν προστασία.
»Εγώ, όμως, χρόνια αργότερα έκανα κάτι που τον πλήγωσε, όπως βέβαια εκ των υστέρων πλήγωσε και μένα.
»Όταν σπούδαζα στη Γαλλία, έστειλα μια κάρτα στον εξόριστο Κατράκη.
»Συνεξόριστος ήταν κι ο Καρούσος, αλλά εγώ δεν το ήξερα.
»Ο Κατράκης φαίνεται, του ’δείξε την κάρτα, κι από τότε το είχε παράπονο».
«Στις αρχές του 1941 αρρωσταίνει από κυάμωση και ουρία», γράφει ο Δημήτριος Σκλαβενίτης. «Αναγκάζεται να μείνει δύο μήνες στο νοσοκομείο της Νέας Ιωνίας. Τον φρόντισαν στην αρρώστια του ο Θεόδωρος Κρίτας και η κυρία Κατερίνα.
»Βγήκε από το νοσοκομείο μια βδομάδα προτού μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα».
Στην κατοχή έλαβε μέρος στην Αντίσταση.
Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη του ΕΑΜ καλλιτεχνών.
Ύστερα από τα Δεκεμβριανά φεύγει από την Αθήνα.
Το 1946 οι αρχές ασφαλείας τού απαγορεύουν να απαγγείλει στον Πειραϊκό Σύνδεσμο το «Ο Χριστός στη Ρώμη» του Αγγέλου Σικελιανού.
Τα εισιτήρια έχουν προπωληθεί, αλλά ο κόσμος που πάει να τον ακούσει, βλέπει κλειστή την αίθουσα και στην πόρτα: «Απηγορεύθη παρά της Αστυνομίας».
Τον Μάιο του 1948 συλλαμβάνεται. Τον στέλνουν διαδοχικά στην Ικαρία, τη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.

Εκεί μαζί με τον Κατράκη, τον Μπαλαδήμα, τον Φάνη Καμπάνη και άλλους φτιάχνουν το Θέατρο Εξορίας και δίνουν παραστάσεις.
Απελευθερώνεται το 1951, αλλά όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Η Γυάρος»:
«Ελευθερωθήκαμε από εκεί, τα επανορθωτικά νησιά, αλλά ήρθαμε εδώ στην Αθήνα σε μεγαλύτερη σκλαβιά... Δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε...»
Το Εθνικό Θέατρο που υπηρέτησε επί χρόνια τού κλείνει τις πόρτες.
Το 1956 η κυβέρνηση τού απαγορεύει να κάνει περιοδεία στην Κρήτη.
Εντούτοις ο Καρούσος συνεχίζει την καριέρα του στο θέατρο και τον κινηματογράφο.
«Στο ρεπερτόριο του Καρούσου», λέει η κόρη του Δέσπω, «ο ρόλος του Σάυλωκ στον “ Έμπορο της Βενετίας” του Σαίξπηρ ήταν ο κορυφαίος. Η ερμηνεία του σ’ αυτόν άφησε ιστορία.
»Τον ενσάρκωσε επί σκηνής συνολικά πέντε φορές...
»Αυτός -κατά μοιραία σύμπτωση- αποτέλεσε και το κύκνειο άσμα του, το 1967, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
»Είχαν τελειώσει την εικοστή παράσταση του έργου. Ήταν μία η ώρα τη νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου. Περνά με άλλους ηθοποιούς μπροστά από το Πανεπιστήμιο και βλέπουν φωτιές στους δρόμους.
» Έχω δει κι άλλες φορές φωτιές στους δρόμους. Αλλά νύχτα και τόσες πολλές... απόρησε κι ο ίδιος.
»Ο γιος μου ήταν τότε δώδεκα ετών και θα πήγαινε εκείνο το πρωί τη μεγάλη εκδρομή του δημοτικού.
» Έφυγε πολύ νωρίς από το σπίτι, αλλά γύρισε αμέσως:
»Μαμά, ένας συμμαθητής μου, που ο μπαμπάς του είναι αξιωματικός, μου είπε ότι έγινε δικτατορία.
»Ήταν έξι και μισή το πρωί. Τον παίρνω τηλέφωνο να τον ειδοποιήσω να κρυφτεί. Εγώ τον ξύπνησα. Αλλά δεν πρόλαβε.
»Στις εφτά με οχτώ τον είχανε συλλάβει».
Τον πήγανε στον Ιππόδρομο κι από κει στη Γυάρο.
Ο Καρούσος ξέρει πως φτάνει το τέλος.
Στον δρόμο για την εξορία, μέσα στο καραβάκι που τους μεταφέρει, γράφει:
«Είμαστε πιασμένοι. Δεν μπορούμε να πολεμήσουμε. Να παίξουμε θέατρο; Πάει πια. Πρέπει ίσως να πάρω σύνταξη. Μα και να μη μ’ έπιαναν πάλι, πώς θα μπορούσα να παίξω; Θα ντρεπόμουν. Θα νόμιζα πως όλος ο κόσμος με κοιτάζει παράξενα κι αναρωτιέται; Μα πώς τον αφήνουν να παίζει αυτός; Συμβιβάστηκε μαζί τους. Όχι. Αυτό δε θα μπορούσα να το βαστάξω. Θα ’σκαγα.
»Στη σύνταξη καλύτερα, στη σύνταξη. Αυτό με πονεί. Νιώθω να λιγώνει η καρδιά μου. Στη σύνταξη. Μα είμαι ακμαίος ακόμα.
»Σε εκείνη την ταινία του Παπατάκη έπεφταν κάτω οι νέοι από την κούραση, κι εγώ ορθός. Δυο φορές την ημέρα τον Σάυλωκ. Σκηνοθεσία. Διδασκαλία. Και τώρα είμαι η σύνταξη; Θαρρώ και νοτίζουν τα μάτια μου.
»Είμαι λοιπόν νεκρός; Νεκρός. Τι σημασία αν ανασαίνω και κινούμαι. Τελείωσα. Τελείωσα. Και πρέπει να το πάρω απόφαση. Θα φύγω κι από τη ζωή και δε θα δω την Ανάσταση στη χώρα μου...»
Στο ξερονήσι, κάποια Παρασκευή πρωί μπαίνει στο Ιατρείο για να υποβληθεί σε εξετάσεις.
Οι γιατροί, όμως, «με σφράγισαν με την πυρακτωμένη σφραγίδα τους, όπως οι κτηνίατροι τα ζώα...» γράφει μετά.
Η σύζυγός του, Λένα, αφηγείται στον Δημήτριο X. Σκλαβενίτη την πορεία του προς το μοιραίο:
«...Τον μετέφεραν στη Σύρο σε πολύ άσχημη κατάσταση.
»Ο διευθυντής του νοσοκομείου δεν αναλαμβάνει την ευθύνη να τον κρατήσει για νοσηλεία. Ζητά να μεταφερθεί επειγόντως στην Αθήνα, στον Άγιο Παύλο, το νοσοκομείο των Φυλακών Αβέρωφ.
»Κι εκεί η κατάσταση εξακολουθεί να είναι σοβαρή.
»Αναλογιζόμενοι οι αρμόδιοι τις ευθύνες τους, τον αφήνουν ελεύθερο να πάει να θεραπευτεί μόνος του.
»Εισάγεται στην κλινική Αγία Κυριακή, όπου διαπιστώνεται η καταστροφή του ενός νεφρού.
»Πάει και στον Ευαγγελισμό. Η διάγνωση είναι η ίδια.
»Η κατάσταση διαγράφεται ζοφερή- η υγεία του κλονισμένη ανεπανόρθωτα- από το θέατρο αποκλεισμένος.
«Αποφασίζουμε να το διακινδυνεύσουμε και να αυτοεξοριστούμε στο Παρίσι, αν και υπήρχε ο κίνδυνος να τον σταματήσουν στα σύνορα.
»Ως πολιτικός πρόσφυγας, άρρωστος πάντα, αγωνίστηκε στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Στοκχόλμη, στο Στρασβούργο καταγγέλλοντας από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης και τους διεθνείς οργανισμούς τη δικτατορία στην Ελλάδα».
Πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1969, σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων.
Στον τάφο του γράφτηκε ο στίχος του Αισχύλου από τον «Αγαμέμνονα» (στ. 1364-1365):
Αλλ’ ουκ ανεκτόν, αλλά κατθανείν κρατεί- / Πεπαιτέρα γαρ μοίρα της τυραννίδος... (Που πάει να πει... Να το υποφέρω δεν μπορώ, καλύτερα να πεθάνω. / Είναι πιο γλυκός ο θάνατος από την τυραννία.).
Τον Ιούνιο του 1994 έγινε η μετακομιδή των οστών του από το Παρίσι στην Αθήνα.
Γύρισε στην πατρίδα έπειτα από είκοσι εφτά χρόνια εξορίας, αλλά σαν κάτι να είχε μείνει ημιτελές...
Η Δέσπω Καρούσου, η κόρη του, βάζει στο πορτρέτο του τις τελευταίες προσωπικές της πινελιές:
«Αν τώρα ήταν μαζί μου, απέναντι μου, θα του έλεγα: »Πατέρα, χάσαμε πολύ χρόνο.
»Κι έφυγες γρήγορα...
»Δεν πρόλαβα να σε καταλάβω. Δεν πρόλαβα...
» Ίσως και να σε πρόδωσα κάποια στιγμή...»

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ...
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
ΑΘΗΝΑ
2006


from ανεμουριον https://ift.tt/2JG3XY1
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη