Γεώργιος Β' της Ελλάδας (1890 Τατόι − 1947 Αθήνα)

του ΚΩΣΤΑ Ν. ΜΠΑΡΜΠΗ

Ο βασιλιάς Γεώργιος Β', πρώτο τέκνο του —τότε— διαδόχου Κωνσταντίνου και της πριγκίπισσας Σοφίας, ήρθε στον κόσμο, στο Τατόι, στις 20 (7 κατά το παλιό ημερολόγιο) Ιουλίου 1890 και πήρε το όνομα του παππού του, γόνου της δανικής (με βυζαντινές ρίζες) βασιλικής δυναστείας, η οποία —όπως και η ελληνική— δεν είχε επώνυμο και η χρησιμοποίηση του ανιστόρητου Γκλύκσμπουργκ ήταν κακόπιστο και μικρόψυχο εφεύρημα των αγγλικών μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο: τα μέσα αυτά επιδίωκαν να αποδείξουν, ότι ο στρατηλάτης βασιλιάς Κωνσταντίνος IB' είχε δήθεν γερμανόφιλα αισθήματα και διάλεξαν για το σκοπό αυτό την περισσότερο γερμανόηχη από τις τέσσερις προσωρινά προσαρτημένες στη Δανία επαρχίες Σλέσβιγκ, Χολστάιν, Σόντεμπουργκ, Γκλύκσμπουργκ. (Ο συγγραφέας έχει γραπτή απάντηση των υπουργείων Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της Δανίας, σύμφωνα με την οποία κανένα από τα τέσσερα αυτά ονόματα δεν αποτέλεσε ποτέ μέρος του ονόματος οποιουδήποτε μέλους ή απογόνου της δανικής βασιλικής δυναστείας). Ο Γεώργιος, από τη φύση του συνεσταλμένος, λιγόλογος, με πλουσιότατο εσωτερικό κόσμο, κλεισμένος σχεδόν ερμητικά στον εαυτό του —η μητέρα του το είχε επισημάνει αρκετές φορές σε συζητήσεις της με συγγενικά της πρόσωπα— αλλά εξαιρετικά επιμελής, λεπτολόγος, υπάκουος, πειθαρχικός, ευφυής και φιλομαθέστατος, δεμένος άρρηκτα και ισόβια με το καθήκον, μεγάλωσε σε λιτό, αυστηρό, κυριολεκτικά σπαρτιατικό περιβάλλον και ανατράφηκε υπό την άγρυπνη και άμεση εποπτεία και τη συνεχή παρακολούθηση της μητέρας του Σοφίας και της γιαγιάς του Όλγας έχοντας αρχικά για παιδαγωγό τον καλοσυνάτο, γελαστό και βολικό Ελβετό δρα Σίντλερ και αργότερα το βλοσυρό Πομερανό δρα Χένιγκ που για να σκληραγωγήσει τον επίδοξο διάδοχο κι αργότερα τους αδελφούς του τους πήγαινε χειμώνα καλοκαίρι, νωρίς το πρωί, για μπάνιο στις Τζιτζιφιές, ενώ για να πεισθεί ότι είχαν γίνει τέλειοι κολυμβητές τους έριχνε ντυμένους από τη βάρκα στα βαθιά νερά. Ο Γεώργιος ήταν βιβλιοφάγος, αγαπούσε ιδιαίτερα τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς και ιστορικούς και ως προς τη διδακτική ύλη ήταν μόνιμα κατά δύο τουλάχιστον τάξεις πιο προχωρημένος από την ηλικία του. Κι ενώ τα αδέλφια του Αλέξανδρος και Παύλος είχαν το πάθος της παιδικής τους ηλικίας για τα παιχνίδια, ο μεγάλος τους αδελφός κλεινόταν με τις ώρες στο σπουδαστήριο του τριγυρισμένος από βιβλία, κυρίως ιστορικά, γεωγραφικά και λογοτεχνικά.
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο Β' ΣΤΟ ΣΤΑΔΙΟ ΤΟ 1921. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΠΟΥΛΙΔΗ. 

Όταν ολοκλήρωσε τη μέση —γυμνασιακή και λυκειακή— παιδεία, ενεγράφη παράλληλα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στο πρώτο έτος της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε τον Ιούνιο του 1909, οπότε τοποθετήθηκε, με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, στο Ι Σύνταγμα Πεζικού. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου στάλθηκε στη Γερμανία —οι στρατιωτικές σχολές της θεωρούνταν όχι άδικα οι καλύτερες του Κόσμου— για διεύρυνση και συμπλήρωση των γνώσεων του στην πολεμική τέχνη. Εντυπωσίασε τους προϊσταμένους του τόσο στον τομέα των θεωρητικών μαθημάτων, όσο και κατά την εκτέλεση γυμνασίων, οι σχετικές εκθέσεις τους ήταν ιδιαίτερα επαινετικές και ο ίδιος ο κάιζερ Γουλιέλμος Β', που χαρακτήρισε αριστοτεχνικό έναν ελιγμό τον οποίο υιοθέτησε στη διάρκεια άσκησης ο επίδοξος διάδοχος του ελληνικού θρόνου, του απένειμε το παράσημο του «Μέλανα Αετού». Επανέρχεται στην Ελλάδα στις αρχές Οκτωβρίου 1912 και εντάσσεται αμέσως ως υπολοχαγός στο επιτελείο του διαδόχου πατέρα του, αναχωρεί μαζί του για τη Λάρισα, από όπου θα εξαπολυθεί η έφοδος η οποία θα διπλασιάσει τη χώρα σε έκταση και πληθυσμό και παίρνει το βάφτισμα του πυρός στη μάχη της Ελασσόνας. Στη συνέχεια θα πάρει ενεργό μέρος σε όλες τις μάχες κατά του τουρκικού στρατού, που θα ακολουθήσουν, εισέρχεται έφιππος με τον πατέρα του και τους θείους του στη Νύμφη του Θερμαϊκού και λίγο αργότερα, τον ακολουθεί στην εκπληκτικά σχεδιασμένη και υποδειγματικά εκτελεσμένη εκστρατεία για την άλωση του Μπιζανίου και την απελευθέρωση της ηπειρωτικής πρωτεύουσας και της υπόλοιπης Ηπείρου, συμπεριλαμβανομένης και της Βόρειας... Μετά τη λήξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου, που αποτέλεσε αποθέωση της στρατηγικής ιδιοφυΐας του Κωνσταντίνου και της αξίας των επιτελών του, ο Γεώργιος —διάδοχος πια μετά την πάντα σκοτεινή δολοφονία του Γεωργίου Α'— αναλαμβάνει τη διοίκηση του Α' Λόχου του Ι Συντάγματος Πεζικού και ασκεί με τρόπο σχολαστικά υποδειγματικό τα καθήκοντα του. Το Μάιο του 1913, ύστερα από εντολή του πατέρα του, επισκέπτεται πόλεις και χωριά της απελευθερωμένης Βόρειας Ηπείρου και γίνεται παντού δεκτός με αποθεωτικές εκδηλώσεις. Δυστυχώς τα συμφέροντα των αποκαλούμενων Μεγάλων και οι βλέψεις της Ιταλίας —τότε, αργότερα και σήμερα— στην απέναντι «όχθη» της Αδριατικής θα κρατούν υπόδουλους στον αλβανικό ζυγό τους Έλληνες Βορειοηπειρώτες.

Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β' ΧΑΙΡΕΤΑ ΠΟΛΙΤΕΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΜΕΤΑ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ 

Τον επόμενο μήνα ο διάδοχος προάγεται στο βαθμό του λοχαγού και θα πάρει μέρος στο πλευρό του πατέρα του στις μάχες του Β' Βαλκανικού Πολέμου κατά των Βουλγάρων. Μολονότι δεν τον ενθουσιάζει ιδιαίτερα το συνοικέσιο που μαγειρεύει ο πρωθυπουργός Ελευθ. Βενιζέλος με την κόρη του Ρουμάνου βασιλιά πριγκίπισσα Ελισάβετ, ο Γεώργιος αφού όπως του παρουσιάστηκε, το ελληνορουμανικό συμπεθεριό θα ωφελούσε την πατρίδα του, δέχεται την πρωθυπουργική πρόταση και μεταβαίνει στο Βουκουρέστι, για να γνωρίσει τη νεαρή πριγκίπισσα. Όταν θα γυρίσει στην πατρίδα του κουβαλάει στην καρδιά του την εικόνα μιας όμορφης —κι αρκετά ανέμελης— νέας, που μετά από χρόνια θα γίνει —χωρίς ο γάμος να ευδοκιμήσει— σύντροφος μιας περιόδου της ζωής του. Εκείνος την είχε ερωτευτεί, αλλά οι τεράστιες διαφορές στις αντιλήψεις και στο χαρακτήρα που τους χωρίζουν θα σταθούν μια πρόσθετη πηγή πικριών, μελαγχολίας και απογοητεύσεων για το μοναχικό άντρα, τον ολοκληρωτικά και ολόψυχα αφοσιωμένο στην έννοια του καθήκοντος... Αυτή η αφοσίωση του, επιτρέπει να μείνει με συνέπεια μακριά από τα θλιβερά και εθνικώς ολέθρια παρασκήνια του ασυγχώρητου διχασμού αλλά παρά την άψογη στάση του, όταν σήμανε η ώρα της ωμής επέμβασης των γαλλοαγγλικών λογχών ο «ύπατος αρμοστής» γερουσιαστής Σαρλ Σελεστέν Ζονάρ αξίωσε —σαν να είχε να κάνει με γαλλική αποικία στην Αφρική— τον αποκλεισμό του Γεωργίου από τη διαδοχή και την εξορία του από την Ελλάδα —μαζί με τον πατέρα του— επειδή «δεν πρόσφερε τις εγγυήσεις που επιθυμούσαν οι «προστάτριες δυνάμεις».

Θα επανέλθει στην πατρίδα μετά τον τραγικό θάνατο του —μόλις εικοσιεφτάχρονου— αδελφού του Βασιλιά Αλέξανδρου Α' και το πανηγυρικό, υπέρ του Κωνσταντίνου δημοψήφισμα της 22 Νοεμβρίου 1920 (π.η.). Ας σημειωθεί ότι ο λαός επιφύλαξε στη βασιλική οικογένεια υποδοχή που άγγιζε τα όρια του παραληρήματος. Ο Γεώργιος θα νυμφευτεί την Ελισάβετ το Φεβρουάριο του 1921 και τον Ιούνιο, συνταγματάρχης πια, παρακολουθεί τη δραματική εποποιία της Στρατιάς στη Μικρά Ασία, όπου θα θάβονταν εξαιτίας του εθνοκτόνου διχασμού και της βδελυρής στάσης όχι μόνο των μπολσεβίκων, αλλά και των υποτιθέμενων «συμμάχων» που ενίσχυσαν ποικιλότροπα τον Κεμάλ— τα μεγαλοϊδεατικά όνειρα της φυλής. Κι ενώ αρχίζει ο χορός των κινημάτων και αντικινημάτων, ο διάδοχος θα ανέβει (27-9-1922) στο μαρτυρικό θρόνο κάτω από σκληρότατες και οδυνηρότατες για τον ίδιο συνθήκες, αφού τη μεθεπόμενη μέρα αποχαιρετούσε τους γονείς, τις αδελφές και τους θείους του, που ξανάπαιρναν το δρόμο της εξορίας. Όχι μόνο δε θα ξαναδεί ζωντανό το στρατηλάτη πατέρα του, αλλά θα ζήσει από κοντά, με δεμένα τα χέρια κι αδυνατώντας να αντιδράσει, το — ψιμυθιωμένο με δήθεν «δικαστικό» προσωπείο— εγκληματικό ανοσιούργημα της εκτέλεσης των Έξι μετά από φαρσική δίκη σκηνοθετημένη από το μετέπειτα φαιδρό δικτάτορα Θ. Πάγκαλο. Όσοι κατέκριναν —μεταξύ αυτών και συγγενείς των εκτελεσμένων— το βασιλιά Γεώργιο για αδιαφορία ή αδράνεια είχαν άδικο: Δε διέθετε καμιά δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης, αφού του είχαν αφαιρέσει ακόμα και το προνόμιο της απονομής χάρης, ενώ είχε προβεί σε σειρά διαβημάτων προς τους ξένους πρεσβευτές, οι οποίοι τον καθησύχαζαν, αφού οι στασιαστές και δικτάτορες υπό τους Ν. Πλαστήρα και Ν. Γονατά τους ενέπαιζαν ως την τελευταία στιγμή. Μοναδικό μέσο —μεταγενέστερης— αντίδρασης ήταν η παραίτηση του από ένα αξίωμα χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσμα, αλλά ο Γεώργιος ανακάλεσε τη σχετική απόφαση του ύστερα από προτροπή του Ι. Μεταξά για λόγους εθνικού συμφέροντος.
Όπως έπρεπε να αναμένεται οι πραξικοπηματίες, που βαθμιαία υπέκυψαν στους εξτρεμιστές, απομάκρυναν αντισυνταγματικά και παράνομα, με πρωταγωνιστή τον Αλ. Παπαναστασίου, τον Γεώργιο από το θρόνο του στις 19 Δεκεμβρίου 1923. Φυσικά, ο ίδιος δεν αναγνώρισε ποτέ το θλιβερό δήθεν «δημοψήφισμα», που διενεργήθηκε, υπό στρατοκρατικό καθεστώς, το Μάρτιο του 1924. Ο Γεώργιος μετακινήθηκε αρχικά με τη σύζυγο του στη Ρουμανία, αλλά η συμβίωση τους δεν έχει μέλλον. Απομακρύνονται προοδευτικά ο ένας από τον άλλο, η αποξένωσε είναι αναπόφευκτη κι η απογοήτευση θα τον ωθήσει σε σειρά ταξιδιών και στην τελική εγκατάσταση του στη βρετανική πρωτεύουσα, όπου βρίσκει ένα περιβάλλον σύμφωνο με την ιδιοσυγκρασία του. Στο Λονδίνο διαβιώνει —όπως πάντα— λιτά, στερημένα, μελετά ακατάπαυστα, επισκέπτεται συχνά μουσεία και πινακοθήκες και κερδίζει την εκτίμηση, το σεβασμό και τη φιλία όσων τον γνωρίζουν, αφού δε δυσκολεύονταν να διακρίνουν κάτω από το επιφανειακά παγερό ύφος του την ευθύτητα και την ειλικρίνεια των αισθημάτων και το από κάθε άποψη άψογο ήθος του. Κερδίζει συνεχώς σε διεθνές κύρος, παντού όπου ταξιδεύει οι ελληνικές ομογένειες τον υποδέχονται —ιδιαίτερα στην Αίγυπτο— με ανυπόκριτο ενθουσιασμό και ευχές για γρήγορη επάνοδο στην πατρίδα και στο βάναυσα αφαιρεμένο θρόνο του, ενώ από πολλούς και σε διάφορα επίπεδα καλλιεργείται το έδαφος για την παλινόρθωση (αργότερα θα υπάρξουν απευθείας συννενοήσεις του με τον Ελ. Βενιζέλο.).

Μετά το οικτρό και αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 και το διάβημα των τριών υποστρατήγων (Α. Παπάγος, Γ. Ρέππας, Δ. Οικονόμου), η κυβέρνηση Γ. Κονδύλη επαναφέρει —Οκτώβριος 1935— το θεσμό της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, αλλά ο Γεώργιος απαιτεί τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για να αποφανθεί ο ελληνικός λαός. Το δημοψήφισμα διενεργείται στις 3 Νοεμβρίου 1935 και το αποτέλεσμα είναι συντριπτικά υπέρ του εξόριστου βασιλιά. Επιστρέφει αποφασισμένος —όπως θα το αποδείξει έμπρακτα— να παραμερίσει οριστικά το θλιβερό παρελθόν και να το ρίξει στην Καιάδα της λήθης. Ενθουσιασμένος από τη στάση του βασιλιά ο Ελ. Βενιζέλος, εκτός από τη γνωστή επιστολή του προς το φίλο του Λ. Κανακάρη — Ρούφο («Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!»), τονίζει σε άλλη, λιγότερο γνωστή: «Πολλοί φαντάζονται ότι οι κάτοικοι του Μεξικού και άλλων αβασιλεύτων Δημοκρατιών της Κεντρώας και της Νοτίου Αμερικής απολαμβάνουν τα αγαθά της Δημοκρατίας, ενώ πραγματικώς τελούν υπό διαδοχικούς δικτάτορας, ενώ υπό βασιλείαν η Αγγλία είναι η δημοκρατικότερα χώρα του κόσμου...». Ο Γεώργιος απομακρύνει τον Γ. Κονδύλη, πολιτεύεται δημοκρατικότατα με σύνεση και διορατικότητα, αλλά τα αποτελέσματα των εκλογών του Ιανουαρίου 1936 και η στάση των αστών πολιτικών αρχηγών δεν επιτρέπουν τη δημιουργία σταθερής κυβέρνησης συνεργασίας, παρά τις επίμονες συστάσεις του βασιλιά ενώ το διαβόητο σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα (κομουνιστή ηγέτη) οδηγεί στο σχηματισμό της κυβέρνησης Κων. Δεμερτζή —αντιπρόεδρος ο Ιω. Μεταξάς—, μετά το θάνατο του οποίου αναλαμβάνει πρωθυπουργός (13 Απριλίου 1936) ο Μεταξάς, που όχι μόνο περιβάλλεται από την εμπιστοσύνη της Βουλής, αλλά και εξουσιοδοτείται από όλα σχεδόν τα κόμματα να ασκήσει με διατάγματα την εξουσία μέχρι τον Οκτώβριο. Η στάση του Γεωργίου ήταν από κάθε άποψη άψογη, αλλά με τις ακραίες θέσεις, την ακαμψία και τις εξαλλοσύνες των ηγεσιών τους τα πολιτικά κόμματα υπέγραψαν τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου τους.

Οι κομμουνιστές κινητοποιούνται, οι απεργίες διαδέχονται η μία την άλλη, οι αρχές καταλύονται επί ένα εικοσιτετράωρο στη Θεσσαλονίκη και όταν το Κ.Κ.Ε. εξαγγέλλει πανεργατική απεργία για τις 5 Αυγούστου 1936, ο Ι. Μεταξάς προσκομίζει στον Γεώργιο για υπογραφή τα διατάγματα αναστολής βασικών συνταγματικών διατάξεων. Όπως προκύπτει από το —ανέκδοτο— ημερολόγιο του γραμματέα του ανώτατου άρχοντα, πανεπιστημιακού καθηγητή Θ. Αγγελόπουλου, ο βασιλιάς δίστασε επί ώρες πριν υπογράψει τα διατάγματα, αφού ήταν από ιδιοσυγκρασία αντίθετος προς κάθε μορφή δικτατορίας κι επιπλέον είχε απόλυτα ενστερνιστεί τις σχετικές αγγλικές αντιλήψεις. Αν τελικά συγκατατέθηκε, δύσθυμος και με εμφανή τη δυσφορία του, αυτό οφειλόταν στο ότι με τη στάση τους οι πολιτικές παρατάξεις είχαν αποκλείσει κάθε άλλη διέξοδο και στο ότι η επερχόμενη καταιγίδα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (ο Γεώργιος έβλεπε μακριά, χάρη στις πολυάριθμες υψηλού επιπέδου διεθνείς διασυνδέσεις του) απαιτούσε μακρόχρονη, συστηματική και εργώδη προετοιμασία της χώρας για την αντιμετώπιση δυσμενών μελλοντικών εξελίξεων. Και είναι αναντίρρητο ότι τα συγκλονιστικά «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940 και της 6ης Απριλίου 1941 αποτέλεσαν την πιο πανηγυρική δικαίωση του. Οποιεσδήποτε αντιρρήσεις κι αν έχει κανείς είτε. για το πρόσωπο του Ι. Μεταξά, είτε για το καθεστώς του οφείλει να παραδεχτεί ότι ανασύνταξε τις ένοπλες δυνάμεις, αύξησε σε αξιολογότατη έκταση τον οπλισμό τους, κατασκεύασε την εκπληκτική φερώνυμη αμυντική γραμμή στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, και όταν μάλιστα ο Μεταξάς άφηνε την τελευταία του πνοή, ο στρατός της πατρίδας του συνέχιζε την προέλαση του στα αιματοπότιστα εδάφη της ελληνικότατης Βόρειας Ηπείρου... Μετά το θάνατο του Ι. Μεταξά ο Γεώργιος επισκέπτεται το μέτωπο, διαδηλώνει προς τους ανεκδιήγητους Άγγλους την απόφαση προβολής αντίστασης και κατά της Βέρμαχτ, έστω κι αν η Ελλάδα μείνει μόνη κι αβοήθητη, δεν διστάζει να αναλάβει προσωρινά ακόμα και τα καθήκοντα του πρωθυπουργού ύστερα από την αυτοκτονία του —διαδόχου του Μεταξά στην πρωθυπουργία— Αλ. Κορυζή (18 Απριλίου 1941), μετακινείται στην Κρήτη ελάχιστες ώρες πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, διαφεύγει σαν από θαύμα την αιχμαλωσία του από τους αλεξιπτωτιστές της Βέρμαχτ και υψώνει τη σημαία του αγώνα, στο Κάιρο αρχικά και αργότερα στο Λονδίνο, όπου γίνεται δεκτός από την αγγλική βασιλική οικογένεια και τον Ουίνστον Τσώρτσιλ με ασυνήθιστα εξαιρετικές τιμές, ενώ το ίδιο θα συμβεί και στις Η.Π.Α. όπου μεταβαίνει το θέρος του 1942 και θα μιλήσει σε κοινή συνεδρίαση του Κογκρέσου. Υπήρξε μέγα πλήγμα για τον εθνικό αγώνα ότι αμετανόητοι κινηματίες, ασυνείδητοι πολιτικοί και κομουνιστικός δάχτυλος προκάλεσαν τα εθνοφθόρα κινήματα της Μέσης Ανατολής, που, σε συνδυασμό με τις αξιώσεις του —κυριαρχούμενου από το Κ.Κ.Ε.— Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.) και των μικρόψυχων παλαιοδημοκρατικών, έχουν αποκλειστικό στόχο το βασιλιά Γεώργιο: Όλοι «εν χορώ» απαιτούν να μην επανέλθει ο ανώτατος άρχοντας στην Ελλάδα χωρίς δημοψήφισμα, ενώ οι κομουνιστές ετοιμάζονται —και με την αφειδή βοήθεια των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών σε όπλα και χρήματα— για την άλωση της εξουσίας μόλις αποχωρήσουν οι δυνάμεις κατοχής.

Ο ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β' ΣΕ ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ 

Φυσικά αδιαφορούν όσοι πρωταγωνιστούν σ' αυτή την κίνηση για το ότι με τον τρόπο αυτό αποδυνάμωναν τη θέση της μαρτυρικής χώρας κατά την κρισιμότατη για τις εθνικές διεκδικήσεις ώρα της συνθήκης ειρήνης. Πάντοτε υπάκουος στις προσταγές του καθήκοντος και προτάσσοντας το εθνικό συμφέρον από τον εαυτό του, ο Γεώργιος υπόσχεται με δημόσια δήλωση του να επανεξετάσει το θέμα της επιστροφής του κατά τη στιγμή της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους κατακτητές της. Ωστόσο, οι κομουνιστές σχηματίζουν την «Κυβέρνηση του Βουνού», ο Ψαρρός και οι άντρες του Συντάγματος του εξοντώνονται με τρόπο απάνθρωπο, ο Ζέρβας και οι αντάρτες του δέχονται ανελέητα πλήγματα, ταυτόχρονα, από Γερμανούς και δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ., μέρος του στρατού του εξωτερικού και του πολεμικού ναυτικού ξαναστασιάζουν στις 31 Μαρτίου 1944 —πράγμα αναμφίβολα εγκληματικό—, ο Τσουδερός παραιτείται από την πρωθυπουργία αφού έπαιξε πολλούς και αντιφατικούς ρόλους, αλλά η αποφασιστικότητα του βασιλιά, του νέου πρωθυπουργού Σοφ. Βενιζέλου και του αντιναυάρχου Πέτρου Βούλγαρη σώζει —με την αιματηρή καταστολή του κινήματος— την τιμή των ένδοξων ελληνικών όπλων. Η τραγωδία όμως συνεχίζεται και μετά την πρωθυπουργοποίηση του Γεωργίου Παπανδρέου (26 Απριλίου 1944), που, παρά τον αναμφισβήτητο αντικομουνισμό του, αφιερώνει τώρα το σύνολο των προσπαθειών και της δραστηριότητας του στο πώς θα φράξει το δρόμο στην επάνοδο του Γεωργίου στην πατρίδα και στο θρόνο του. Με αυθαίρετη και λογικά απαράδεκτη διαστρέβλωση παλιότερης βασιλικής δήλωσης ο Γ. Παπανδρέου εξαναγκάζει εκβιαστικά τον ηγέτη των δύο «Όχι» να δεσμευτεί πως δεν θα επιστρέψει στη χώρα επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων του εξωτερικού μετά την αποχώρηση —ουσιαστικά αναίμακτη— των Γερμανών. Ακόμα: ο νέος Έλληνας πρωθυπουργός εκχωρεί ανενδοίαστα την ηγεσία του ελληνικού στρατού σε Βρετανό αξιωματικό —πρόκειται για τον υποστράτηγο Ρόναλντ Μακένζι Σκόμπι—, ενώ οι Άγγλοι με τη γνώριμη διαιρετική τακτική τους και μετά την απίστευτα μεγάλη ενίσχυση τους προς τους κομουνιστές εκμεταλλεύονται τις συνθήκες για να πετύχουν τους δικούς τους στόχους και επιδιώξεις: θέλουν την Ελλάδα αδύναμη, διασπασμένη, σπαρασσόμενη από εσωτερικές έριδες, συγκρούσεις και διαμάχες και χωρίς ηγέτη με κύρος και αγωνιστικούς τίτλους, ώστε να μην είναι σε θέση η —άλλοτε πολυυμνημένη— μικρή σύμμαχος να προβάλει διεκδικήσεις μετά τη λήξη του πολέμου, κυρίως ως προς την Κύπρο, στην οποία δεν θα διστάσουν αργότερα να καλέσουν το μαχαιροφόρο αιμοσταγή Αττίλα της Ανατολίας. Αναπόφευκτα —και όπως όλα προδίκαζαν— η οδυνηρότατη ελληνική τραγωδία δεν θα λήξει με την απελευθέρωση (14 Οκτωβρίου 1994): Ο βασιλιάς έχει υποχρεωθεί να μην επιστρέψει, ο πρωθυπουργός τα βλέπει όλα με τους ροζ φακούς της αισιοδοξίας, αλλά —παρά τη μοιρασιά πάνω σε ένα κομμάτι πρόχειρο χαρτί της Βαλκανικής μεταξύ Στάλιν και Τσώρτσιλ— οι κομουνιστές θα εξαπολύσουν, με αστείες προφάσεις και δικαιολογίες, το φρικαλέο κίνημα του Δεκεμβρίου 1944, που θα στοιχίσει τη ζωή σε 3.480 αξιωματικούς και οπλίτες του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας και σε 56.373 σφαγιασμένους πολίτες, ενώ οι όμηροι έφτασαν τα 46.871 άτομα και των δύο φύλων και όλων των ηλικιών... Ύστερα από αποφασιστική παρέμβαση του βασιλιά οι Άγγλοι αποφασίζουν να μην εγκαταλείψουν την Ελλάδα στη διάθεση αυτών που εκείνοι όπλισαν και χρηματοδότησαν, αλλά σαν αντίδωρο επιβάλλουν εκβιαστικά ως αντιβασιλιά τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό, με προφανή σκοπό να αναβάλουν για μετά τη σύναψη της συνθήκης ειρήνης την επιστροφή του βασιλιά των «Όχι». Ο Γ. Παπανδρέου είναι και αυτός αντίθετος με τον Δαμασκηνό, οι Βρετανοί τον αποπέμπουν —είχαν μετατρέψει την Ελλάδα σε προτεκτοράτο τους—, μετακαλούν από τη Γαλλία τον παλιό μαιτρ των κινημάτων Νικ. Πλαστήρα και τον πρωθυπουργοποιούν, αλλά η δημοσίευση στην εφημερίδα «Ελληνικόν Αίμα» μιας εξαιρετικά επιλήψιμης επιστολής του Πλαστήρα (συνιστούσε, το 1941, συνθηκολόγηση με τους Ιταλούς...) τον υποχρεώνει σε παραίτηση, για να αρχίσουν τα ανεβοκατεβάσματα αντιβασιλικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1946 θα θριαμβεύσουν τα βασιλόφρονα κόμματα, ενώ αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος εκλέγεται με συντριπτική πλειοψηφία από τους βουλευτές του ο Ντίνος Τσαλδάρης. Ο λαός με το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 δικαιώνει τον Γεώργιο, που ανέμενε σιωπηλός και αξιοπρεπής το αποτέλεσμα στην αγγλική πρωτεύουσα. Οι Βρετανοί που τον είχαν υποδεχθεί με εντυπωσιακές τιμές το 1941 τώρα αρνούνται να του παραχωρήσουν ένα έστω στρατιωτικό αεροπλάνο για να γυρίσει στην πατρίδα του. Αναγκάζεται να δανειστεί χρήματα από την ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο για να ναυλώσει αεροσκάφος και θα εξοφλήσει τμηματικά το χρέος του με κρατήσεις από τη χορηγία του. Στην Ελευσίνα όπου προσγειώνεται (27-9-1946) το αεροπλάνο, δεν υπάρχει κατάλληλη ράμπα για την αποβίβαση του βασιλιά και για την κάθοδο του θα χρησιμοποιηθεί η σκάλα ενός συνεργείου μπογιατζήδων. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι ικανό να μειώσει την έκταση της ευδαιμονίας του. Γύριζε, επιτέλους, στα άγια χώματα της πατρίδας, κοντά στους τάφους των γονιών του, στους χώρους των παιδικών του αναμνήσεων, στους κόλπους του λαού του, που το μαρτύριο και οι θυσίες του έμελε να διαρκέσουν ίσαμε τον Αύγουστο του 1949, ενώ οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναστηλώνονταν και ανοικοδομούνταν. Επιβιβάζονται με τον αδελφό του Παύλο, τη νύφη του Φρειδερίκη και τα ανίψια του Κωνσταντίνο, Σοφία και Ειρήνη σε αντιτορπιλικό και την επόμενη μέρα ο λαός του Πειραιά και της Αθήνας τους υποδέχεται με συγκλονιστικές εκδηλώσεις αγάπης και αφοσίωσης. Αλλά η μοίρα δεν έχει ακόμα κορέσει τη δίψα της με ελληνικό αίμα. Υπάκουοι στα κελεύσματα το Κρεμλίνου και του —δημιουργού του εκτοπλάσματος των Σκοπίων— Ιωσήφ Μπροζ Τίτο, οι κομουνιστές έχουν κιόλας δρομολογήσει, με τη σφαγή του Λιτόχωρου, τον τρίτο γύρο τους, οι Άγγλοι αφού είχαν πετύχει τις επιδιώξεις τους, επείγονται τώρα να αποσυμπλακούν από το «φορτίο» Ελλάδα κι ο Γεώργιος πασχίζει για άλλη μια φορά να πείσει τους πολιτικούς αυτού του τόπου να ομονοήσουν και —μπροστά στον κοινό κίνδυνο— να σχηματίσουν κυβέρνηση όσο το δυνατόν ευρύτερου φάσματος. Θα το πετύχει μετά από αγχώδεις προσπάθειες τον Ιανουάριο του 1947, με το συνασπισμό που αντιπροσωπεύει η κυβέρνηση Δημ. Μαξίμου. Επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης επιστρέφουν στην αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας τα Δωδεκάνησα —σήμερα τα υποβλέπουν τόσο η Τουρκία, όσο και διάφορα όργανα του σιωνισμού—, ενώ παράλληλα, ύστερα από συνεχή και έντονα διαβήματα του Γεωργίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες εξαγγέλλουν το Δόγμα Χάρυ Τρούμαν. Ο βασιλιάς κάθε άλλο παρά είναι ικανοποιημένος από την έκβαση των εργασιών της επιτροπής των υπουργών Εξωτερικών, οι οποίοι εκπόνησαν τη συνθήκη ειρήνης. Για άλλη μια φορά οι αποικιοκράτες του Φόρεϊν Οφις θα αρνηθούν στην Κύπρο με τον πανάρχαιο πολιτισμό της αυτό που σε λίγο θα παραχωρήσουν ακόμα και στους κανίβαλους των αφρικανικών αποικιών τους: την αυτοδιάθεση. Κι επίσης: Οι αλύτρωτοι Έλληνες της Βόρειας Ηπείρου μάταια ανέμεναν να δικαιωθεί το αίμα των εκατοντάδων χιλιάδων συμπατριωτών τους, που θυσιάστηκαν για να κερδίσει τη «μάχη του χειμώνα» η Ρωσία του Στάλιν και για να λειτουργήσει εις βάρος της στρατιάς του Ρόμελ ο χρόνος που προσέφερε στην Αλβιώνα η ελληνική αντίσταση στα ηπειρωτικά βουνά, στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά, στην Κρήτη. Οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες έμελε να υποφέρουν επί δεκαετίες τα κανιβαλικά βασανιστήρια του καθεστώτος του ανθρωπόμορφου θηρίου, που άκουγε στο όνομα Εμβέρ Χότζα. Κι ο Γεώργιος θα διαπίστωνε και πάλι πόση «αξία» έχουν τα ρητορικά σχήματα και οι πομφολυγικοί λόγοι των ισχυρών και ιδιαίτερα των Βρετανών αποικιοκρατών, που επιθυμούσαν πάντα να έχουν την Ελλάδα θεραπαινίδα στην υπηρεσία τους, ποτέ όμως ισχυρή και αυτάρκη, ώστε να μην μπορεί να σηκώσει κεφάλι. Οι απογοητεύσεις που πίκραναν βαθύτατα, αλλά και εξόργισαν δικαιολογημένα τον ελληνικό λαό μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης, έπληξαν, όπως ήταν αυτονόητο περισσότερο από κάθε άλλον τον βασιλιά. Ο θάνατος βρίσκεται κιόλας σε απόσταση αναπνοής και βιάζεται να τελειώσει την αποστολή του. Ο Γεώργιος αισθάνεται τις δυνάμεις του να διαρρέουν εξακολουθητικά, ίσως προβλέπει ότι οι μέρες που του απομένουν είναι λίγες, αλλά θα συνεχίσει ίσα με το τέλος το τραχύ έργο του. Δεν αποκαλύπτει ούτε στον αγαπημένο του αδελφό Παύλο τις ενοχλήσεις που πληθαίνουν τελευταία κι ότι είχε συμβουλευτεί σχετικά τους γιατρούς κατά τη μετάβαση του στο Λονδίνο, όπου συνάντησε για τελευταία φορά την Τζόις Τ., τον ήρεμο έρωτα της μεσόκοπης ηλικίας του, την οποία σκόπευε να νυμφευτεί, παραιτούμενος από το θρόνο υπέρ του αδελφού του. Γυρίζοντας από το ταξίδι του βάζει στο βάθος του συρταριού του κομοδίνου του τα χάπια που του είχαν δώσει οι Άγγλοι καρδιολόγοι για να αντιμετωπίζει τις καρδιακές κρίσεις που τον βασανίζουν. Κατά τη δοξολογία και παρέλαση της 25ης Μαρτίου κατορθώνει να μη φανερώσει τη σωματική του αδυναμία και στη διάρκεια της δεξίωσης αποσύρεται κάθε τέταρτο για να πάρει ένα καρδιοτονωτικό φάρμακο. Μολονότι αισθάνεται άσχημα στις 31 Μαρτίου θα φορέσει τη στρατιωτική στολή του για να μεταβεί στον κινηματογράφο «Παλλάς», όπου ήταν καλεσμένος στη φιλανθρωπική προβολή ενός φιλμ. Ανεβαίνει με δυσκολία τα σκαλοπάτια της εισόδου και στη διάρκεια της μισής προβολής τα μάτια του είναι κλειστά. Το μεσημέρι της επόμενης μέρας, αφού εργάστηκε αρκετές ώρες στο γραφείο του, στο ισόγειο των ανακτόρων, ζήτησε να του σερβίρουν μια απλή σούπα και άρχισε ν' ανεβαίνει τα σκαλοπάτια για τον πρώτο όροφο, αλλά στη μέση της σκάλας αναγκάστηκε να καθίσει κατάχλωμος και λουσμένος στον ιδρώτα. Όταν κατόρθωσε να βρεθεί στον πρώτο όροφο, παρακάλεσε μια καμαριέρα να του φέρει ένα ποτήρι νερό και μπήκε στο προσωπικό γραφειάκι του, όπου ξάπλωσε στον καναπέ. Εκεί τον βρήκε η καμαριέρα, ήρεμο και γαλήνιο όπως πάντα, αλλά νεκρό. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε εκμυστηρευτεί σε δημοσιογράφο τη βαθύτατη πικρία του για τη στάση των Συμμάχων, αλλά και τη βεβαιότητα ότι μολονότι αρνήθηκαν την Ελλάδα όσα της ανήκαν για λόγους εθνολογικούς και ιστορικούς, αλλά και με βάση την προσφορά της στον κοινό αγώνα, εκείνη θα διατηρούσε πάντα την τεράστια και μακραίωνη πνευματική ακτινοβολία και το μεγαλείο της... Η μοίρα τον είχε αντιμετωπίσει με τις αντιφατικότερες διαθέσεις: Του είχε επιφυλάξει οδυνηρές απογοητεύσεις, πολλά πικρότατα ποτήρια αγνωμοσύνης και αναρίθμητες θλίψεις. Παράλληλα, όμως, του είχε χαρίσει και μέρες λουσμένες στο φως της ήρεμης ευδαιμονίας, όπως και στιγμές ικανοποίησης, όπως αυτή που αναβλύζει από τη συναίσθηση της εκπλήρωσης του καθήκοντος. Ο Γεώργιος ήταν ο άνθρωπος της αυτοπειθαρχίας, της ευπρέπειας, του αριστοκρατικού ήθους, του σεβασμού των ηθικών δεσμεύσεων, του καθήκοντος. Μπορεί να μην επέτρεπε οικειότητες και να τηρούσε τις επιβαλλόμενες αποστάσεις, αλλά αποσπούσε άνετα το βαρύ σεβασμό και την ειλικρινή εκτίμηση. Ανήκε στο αναμφίβολα σπάνιο και δυσεύρετο είδος των ανθρώπων, που όταν διαγράφουν την τροχιά τους στην ιστορική διαδρομή μιας χώρας αφήνουν οπωσδήποτε πίσω τους, με τη μορφή κληρονομιάς, μια εποχή που φέρει την προσωπική τους σφραγίδα.
Ελλάδα 20ός αιώνας Απογευματινή Αθήνα


from ανεμουριον https://ift.tt/2PBFkA1
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη