του Ηρακλή Τζάθα
Ήπειρος, 1947. Κατασκευή δρόμου. |
Έτος 1945. Επιτέλους η Ευρώπη ελεύθερη. Πανηγυρισμοί, εορτασμός, ελπίδες, όνειρα. Μέσα σ' αυτόν το στρόβιλο της χαράς και της προσμονής, νησίδα εξαίρεσης η Ελλάδα. Γονατισμένη από τη φτώχεια, μαυροφορεμένη από τους σκοτωμούς, διχασμένη από μίσος, που άλλοι ενσταλάζουν στην ψυχή της, προσπαθεί να παραμερίσει τα ξέφτια από τις πληγές.
Στην ύπαιθρο δίνεται προτεραιότητα στα σπίτια και στη σειρά μπαίνουν εκείνα που κάτι κράτησαν. Τα καμίνια είναι τα πρώτα εργοστάσια που ξαναδουλεύουν. Δεν χρειάζονται μηχανήματα, αρκεί η φωτιά, ούτε πρώτη ύλη, αφθονούν οι πέτρες. Και επιτέλους αρχίζουν οι άνθρωποι να αποκτούν μια ιδιότητα, να ξαναθυμούνται ένα επάγγελμα. Καλή η αρχή, η δουλειά βγαίνει με δανεικαριές, σε βοηθάω, για να μας βοηθήσεις.
Διανομή ιματισμού από την UNRRA. |
Καθώς όμως προχωράει το καλοκαίρι, οι μέρες σκοτεινιάζουν. Κάνουν την εμφάνιση τους τα πρώτα αποσπάσματα της τάξης. Παρακρατικές ένοπλες ομάδες που σκοπός τους είναι η πολιτική κάθαρση. Στόχος τους οι Αριστεροί. Δηλαδή πάνω από το μισό του πληθυσμού της χώρας. Σιγά σιγά η ύπαιθρος αδειάζει, οι κάτοικοι καταφεύγουν στις μεγάλες πόλεις και ιδίως στην Αθήνα. Μέσα στην ανωνυμία, ελπίζουν να γλιτώσουν. Καταδιωκόμενοι, δουλεύουν όπου βρουν. Η πιο χύμα δουλειά που δεν χρειάζεται πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης, είναι η απασχόληση στην επισκευή των μεγάλων δρόμων.
Γυναίκες και άνδρες παίρνουν ένα μεροκάματο. Η επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινάει από τους αργαλειούς. Σκαρώνονται εύκολα οι πρώτες μικροβιοτεχνίες και ό,τι παράγουν πουλιέται αμέσως, οι ανάγκες σε υφάσματα είναι αδηφάγες. Η ΟΥΝΡΑ (UNRRA), συμμαχική οργάνωση που στέλνει βοήθεια σε τρόφιμα και ρουχισμό, είναι για τον περισσότερο κόσμο το μόνο πολυκατάστημα προμηθειών και μάλιστα δωρεάν. Πέρασαν τα χρόνια, τα ρούχα της UNRRA πάλιωσαν, κι όσα διατηρούνταν, ήταν εκείνα που φυλάγονταν για Κυριακάτικη φορεσιά. Ποιος ξέρει πόσο λίγο είχε φορέσει το πανταλόνι, ο Γουριώτης, θανατοποινίτης, πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές του Βόλου. Του το είχαν στείλει οι δικοί του, από ένα χωριό του Θεσσαλικού κάμπου, το Σκλήθρο, για να πηγαινοέρχεται στις ανακρίσεις και τα δικαστήρια. Και στην κάθε επιστροφή το κρεμούσε με φροντίδα στον τοίχο του θαλάμου, κελιού, ίσως χρήσιμο στην τελική έξοδο, προς τον κόσμο της ελευθερίας... Κι έφτασε αυτή. Αλλά ήταν μια ελευθερία που κρατάει όσο μια αστραψιά.
Η ώρα γύρω στις 9, η φυλακή είχε κλείσει. Στα κελιά η συζήτηση στριφογύριζε στα ίδια θέματα, που αποκτούσαν ωστόσο κάθε φορά και άλλο περιεχόμενο. Αλλά με το ίδιο τέλος, ελευθερία.
Ακούστηκαν απ' έξω βήματα, το κλειδί στριφογύριζε με δυσκολία, τα χέρια που το κρατούσαν σαν να δίσταζαν. Κάποτε η πόρτα άνοιξε, ο φύλακας τον φώναξε με μια χροιά στοργικότητας κι έφτασε το χιλιοστό του χρόνου που πέταξε άπνοα πάμε.... Αυτό εσήμαινε απομόνωση, όπου θα περνούσε την τελευταία του νύχτα, το πρωί θα εκτελούνταν. Κοίταξε γύρω τους άλλους, παραλίγο να δακρύσει, αλλά κρατήθηκε. Χαμογέλασε, με πόση πίκρα... Συνήλθε και με αργά βήματα άρχισε να ντύνεται με καθαρά ρούχα, γιατί έπρεπε να είναι το κορμί όπως η ψυχή, άδολη, χωρίς κακία, αφιερωμένη στη θυσία. Προχώρησε στον τοίχο έπιασε την κρεμάστρα με το πανταλόνι της UNRRA το έβγαλε, αλλά δίσταζε να το φορέσει. Σκέφθηκε λίγο και απευθύνθηκε στους άλλους, που τον κοιτούσαν με μάσκες φτιαχτές σε άλλους κόσμους, από γνωρίσματα πόσων αιώνων άραγε...
Δεν θα το φορέσω, είπε. Είναι καινούργιο, δώστε το αύριο στην αδελφή μου, θα έλθει στο επισκεπτήριο και πέστε της να το δώσει στο μικρό μου αδελφάκι γιατί φοράει ένα χιλιομπάλωμα.
Το πρωί ήλθε πράγματι η αδελφή του, όταν οι φύλακες της έδωσαν το πανταλόνι και κάτι μάσησαν στα λόγια τους, εκείνη κατάλαβε. Άρχισε να ουρλιάζει, να κλαίει και τέλος παίρνοντας φόρα κτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο. Την απομάκρυναν πνιγμένη στα αίματα, την παρηγορούσαν οι άλλοι επισκέπτες και την έδωσαν να τη συνοδεύσουν άλλοι συγχωριανοί της.
Πόσες στιγμές, σε ώρες αγρύπνιας το πανταλόνι της UNRRA γινόταν χιτώνας μαρτυρίου, εξαγνισμού, ανθρώπινης τελείωσης. Ένας φίλος, που μοιραστήκαμε τις παλιές φυλακές και τις εξορίες της χούντας, ο Θόδωρος Πρόγιας, μου έκλεισε την ιστορία με το τέλος της: το πανταλόνι το έκανε η μάνα του εκτελεσμένου κάδρο και το κρέμασε στην καλύτερη μεριά του σπιτιού. Τι απρόσμενη τύχη για την UNRRA...
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 1940-1960. ΜΕ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1995
from ανεμουριον https://ift.tt/2TKomkp
via IFTTT