της Ματίνας Καλτάκη
Η πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα ήταν από κάθε άποψη δημιουργική για το θέατρο. Η λειτουργία της «Νέας Σκηνής» (από 22.11.1901 έως z\s 2.11.1905) και του Βασιλικού Θεάτρου (24.11.1901 έως τις 30.4.1908) σήμανε την «πρώτη προσπάθεια "εξευρωπαϊσμού" της ντόπιας Σκηνής». Οι σκηνοθέτες αρχίζουν πλέον να παίζουν σοβαρό ρόλο, προτείνοντας συστηματικά για πρώτη φορά έργα και ερμηνείες απαιτήσεων. Απευθυνόμενοι καταρχάς στους πλέον μορφωμένους και καλλιεργημένους από τους δυνάμει θεατές, ο Χρηστομάνος και ο Οικονόμου, στην πρώτη φάση της δραστηριότητας τους, υποστήριξαν μια πρακτική για την τέχνη του θεάτρου και τον σκοπό της, η οποία πρακτικά σήμαινε το τέλος της «ερασιτεχνικης» περιόδου των αγράμματων, λαϊκών ηθοποιών του προηγούμενου αιώνα, αλλά και μιας σειράς αρνητικών στοιχείων (από το γλωσσικό πρόβλημα έως την άθλια υλικοτεχνική υποδομή των περισσότερων θεατρικών σκηνών) που ανέκοπταν όσους επεδίωκαν σοβαρές ποιοτικές αλλαγές. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι προβληματικές καταστάσεις και συνθήκες δεν επιβίωσαν και στον καινούργιο αιώνα, αλλά ότι μετά τη «Νέα Σκηνή» και το Βασιλικό Θέατρο υπήρχαν πια τα σημεία αναφοράς και σύγκρισης, που έφερναν κοντύτερα το ελληνικό θέατρο προς τα επιθυμητά, ευρωπαϊκά του πρότυπα.
Όταν έκλεισαν η «Νέα Σκηνή» και το Βασιλικό, πρωταγωνιστές της νέας φάσης στην οποία έμπαινε το ελληνικό θέατρο αναδείχθηκαν οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς και η καινούργια γενιά ηθοποιών που προέκυψε μέσα από τα δύο θέατρα. Οι πρώτοι, γενικά ενήμεροι για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις στις τέχνες και στα γράμματα, γονιμοποίησαν με δύο κυρίως τρόπους το ελληνικό θέατρο. Πρώτα με την εμπιστοσύνη που έδειξαν στις εκφραστικές δυνατότητες της δημοτικής και τη συνειδητή «στράτευση» σ' ένα θέατρο που αφενός να παρακολουθεί τις ευρωπαϊκές αναζητήσεις της εποχής και αφετέρου να υπηρετεί μία γνήσια ελληνική δραματουργία αξιώσεων. Κι έπειτα, με την προβολή που εξασφάλισαν στη θεατρική κίνηση μέσα από τα λογής κείμενα τους στον Τύπο, αφού, ως γνωστόν, πολλοί από τους θεατρικούς συγγραφείς που τότε είχαν ήδη ξεκινήσει ή ετοιμάζονταν να δραστηριοποιηθούν δυναμικά, ήταν συνεργάτες εφημερίδων και περιοδικών, γράφοντας από χρονογραφήματα έως θεατρικές κριτικές. Το γεγονός, ότι, όντας οι ίδιοι συγγραφείς έκριναν τα έργα των συναδέλφων τους, δεν σημαίνει μόνο ότι ασκούσαν εξουσία για τα πολιτιστικά πράγματα της εποχής, καταδικάζοντας κάποτε με την κριτική τους ένα έργο από την πρώτη κιόλας παράσταση του (σ' αυτές τις περιπτώσει συνήθως η πρώτη ήταν και η τελευταία), αλλά και ότι οι ίδιοι ήταν μοχλοί ενός αναμφισβήτητα δημιουργικού ανταγωνισμού.
Ο δεύτερος μοχλός ανάπτυξης της ελληνικής δραματουργίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., είναι οι νέες πρωταγωνιστικές μορφές που κυριάρχησαν στις θεατρικές πιάτσες μετά το τέλος της «Νέας Σκηνής» και του Βασιλικού Θεάτρου: η Κοτοπούλη και Κυβέλη. Οι δυο τους έδωσαν δημιουργικές αφορμές σε αρκετούς συγγραφείς, που έγραψαν είτε έχοντας στο μυαλό τους μία από τις δύο ηθοποιούς είτε επειδή ήξεραν ότι ένας από τους δύο θιάσους θα ανέβαζε το έργο τους. Γεγονός είναι ότι η Κοτοπούλη και η Κυβέλη μοιράστηκαν το ενδιαφέρον τριών από τους πλέον σημαντικούς συγγραφείς του πρώτου μισού του 20ού αι.: του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του Σπύρου Μελά και του Παντελή Χορν.
Η «Φωτεινή» του Γρ. Ξενόπουλου
Η Κυβέλη από τα πρώτα κιόλας θιασαρχικά της βήματα ανέβασε νέα ελληνικά έργα, ακυρώνοντας με την προσωπική της λάμψη την «καχυποψία» του ευρέος κοινού. Μπορεί τα περισσότερα εξ αυτών να κατέβαιναν ύστερα από λιγοστές παραστάσεις, συχνά για να μην ανεβούν ποτέ ξανά, αλλά η επιτυχία των λίγων που ξεχώρισαν έδωσαν άλλον αέρα στους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς.
Σε αυτά τα λίγα ανήκει η «Φωτεινή Σάντρη», θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του Ξενόπουλου «Κόκκινος Βράχος», που η Κυβέλη παρουσίασε στο θερινό «Πανελλήνιο», το κατόπιν Θέατρο Μακέδου, τον Αύγουστο του 1908. Κοινό και κριτική αγκάλιασαν την παράσταση. Σαφώς λειτούργησε θετικά και το γεγονός ότι το μυθιστόρημα ήταν ήδη πολύ γνωστό.
Η ενθουσιώδης υποδοχή του θεατρικού έργου έχει εγγραφεί στις προσωπικές επιτυχίες της Κυβέλης, αφού όλες οι σχετικές μαρτυρίες μιλούν για πραγματικό θρίαμβο της ηθοποιού στον ρόλο της νεαρής ηρωίδας. Ο Ξενόπουλος, χρόνια μετά, γράφει με ενθουσιασμό: «Και τ' άλλο καλοκαίρι, που η Κυβέλη είχε πια θέατρο δικό της, της πήγα με χαρά το χειρόγραφο της διασκευής. Έτσι έγινε η "Φωτεινή Σάντρη" για την Κυβέλη ή καλύτερα έτσι έγινε η Κυβέλη, Φωτεινή και η Φωτεινή, Κυβέλη. Γιατί ποιος ξεχώριζε πια την μίαν από την άλλη, έτσι που ενσάρκωσε κι εμψύχωσε η Κυβέλη τη Σαντροπούλα του Κόκκινου Βράχου; Την έλεγαν πια Φωτεινή. Κι όταν τον ίδιο χρόνο, παντρεύτηκε τον κ. Θεοδωρίδη, η «Εστία» έγραψε -φυλάγω το χαριτωμένο αυτό αγγελτήριο- πως η Φωτεινή Σάντρη ετέλεσε τους γάμους της, η ασύγκριτη, η απαράμιλλη, η μοναδική, η γλυκεία, η μεγάλη Φωτεινή Σάντρη...». (Περιοδικό «Παρασκήνια», τεύχος 9ον,1η Ιουλίου 1924, «αφιερωμένο στην κυρία Κυβέλη».).
Ο Σπύρος Μελάς, που ένα χρόνο πριν, τον Σεπτέμβριο του 1907, είχε γνωρίσει την πρώτη επιτυχία του με το «Γιο του Ίσκιου» (το ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη), γράφει γι' αυτόν τον ρόλο της Κυβέλης στη δική του αυτοβιογραφία: «Ποτέ δεν ξέπεσε από τη μνήμη μου η εμφάνιση της σ' αυτό το μέρος του πρώτου κοριτσιού, που την αντίκριζα. Τι ομορφιά, τι δροσιά, τι χάρη ασύγκριτη! Τι σώμα, τι παράστημα ξανθιάς Αρτέμιδας, τι αέρας πριγκηπέσσας, τι κινήσεις ευγενικές και, προ πάντων, ποια έκφραση παρθενικής αθωότητας στα φωτεινά μάτια και στα καθαρά, τ' αγνότατα χαρακτηριστικά της μορφής της... Και η υπόκριση; Σπάνια μια σκηνική πραγματοποίηση συνταυτίστηκε, τόσο απόλυτα με τ' όνειρο ενός συγγραφέα».
Ο Μελάς παρεξηγήθηκε με την Κοτοπούλη, η οποία κατά τη μαρτυρία του συγγραφέα, περίμενε το δεύτερο έργο του να είναι γραμμένο πάνω της, και έτσι το «Κόκκινο πουκάμισο» παρέλαβε η «αντίπαλός της», η Κυβέλη. Ο συγγραφέας ομολογεί ότι εξεπλάγη με την Κυβέλη, η οποία όχι μόνο ενέκρινε το έργο, αν και δεν είχε ρόλο κατάλληλο για την ίδια, αλλά θέλησε στην πρώτη παρουσίαση του, το 1908, να αναλάβει το μικρό ρόλο μιας γυναικούλας του λαού. Η κριτική αντιμετώπισε συγκρατημένα τη δεύτερη προσπάθεια του Μελά, ο οποίος έναν χρόνο μετά, παρέδωσε στην Κυβέλη το τρίτο δράμα του, το «Χαλασμένο σπίτι». Η Κυβέλη, πάλι αδιαμαρτύρητα, ανέλαβε έναν ρόλο, κατά την έκφραση του Μελά, «ώριμης καρατερίστας». Θα 'λεγε κανείς ότι αντιστεκόταν στο πνεύμα του βεντετισμού, που παρέσυρε τις δύο πρωταγωνίστριες σε επιλογές ασήμαντων έργων αλλά με μεγάλο γυναικείο ρόλο. Είναι πιο πιθανό, ωστόσο, ότι η Κυβέλη, έξυπνα φερόμενη, αναλάμβανε κάποιους κόντρα ρόλους για να ενισχύσει το υποκριτικό της εκτόπισμα, με δεδομένο ότι διαρκώς συγκρινόταν με την Κοτοπούλη που μπορούσε κι έπαιζε τα πάντα.
ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΛΗΣ ΗΤΑΝ ΣΤΟΝ «ΑΓΑΠΗΤΙΚΟ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ» ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΡΟΜΗΛΑ, ΟΠΟΥ ΕΠΑΙΞΕ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΗΣ ΚΡΟΥΣΤΑΛΛΩΣ (ΦΩΤ.: ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ). |
Παράλληλα, η Κυβέλη συνέχιζε τη συνεργασία της με το βολικό Ξενόπουλο, που δεν παρασυρόταν από την προσωπική του φιλοδοξία σε μοναχικούς δρόμους, αλλά έθετε τη συγγραφική του δεξιοτεχνία στην υπηρεσία της μεγάλης βεντέτας, εξασφαλίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο και για τον ίδιο τη μεγαλύτερη δυνατή λάμψη. Έτσι, την ίδια εποχή, έδωσε στην Κυβέλη τη «Ραχήλ» το 1909 και τον «Πειρασμό» το 1910. Η επιτυχία τους ήταν μεγάλη και καθιέρωσαν την ειδικότητα της πρωταγωνίστριας «στα κοριτσάκια». Ο ίδιος ο Ξενόπουλος αναγνωρίζει ότι καμία άλλη «ούτε Ελληνίδα και ίσως ούτε Ευρωπαία» δεν θα μπορούσε να παίξει τελειότερα τους ρόλους της Φωτεινης Σάντρη ή της Καλλιόπης του «Πειρασμού». Το 1923, ύστερα από μακρόχρονη απουσία, η Κυβέλη θέλησε να συνδέσει την επιστροφή της μ' ένα ακόμη θεατρικό του Ξενόπουλου. Διασκεύασε γι' αυτήν, την «Τρίμορφη Γυναίκα», που η πρωταγωνίστρια είχε διαβάσει στο «Eθνος» και την είχε γοητεύσει ο ρόλος της Γαζέλη. Ο Ξενόπουλος δεν προλάβαινε να της ετοιμάσει τη διασκευή σ' έναν μήνα, κι έτσι η Κυβέλη κατέφυγε και πάλι στην Φωτεινή Σάντρη, τον ρόλο που περισσότερο από κάθε άλλο συνδέθηκε με το όνομα της. Την «Τρίμορφη γυναίκα» ανέβασε τελικά το 1924.
Η ρήξη με τον Μελά
Το 1913 η Κυβέλη ανέβασε το «Άσπρο και το Μαύρο», το τρίτο έργο του Μελά, το οποίο, επιτέλους, είχε έναν ρόλο αθώας δραματικής δεκαπεντάχρονης, ιδανικό για την πρωταγωνίστρια.
Ο συγγραφέας γράφει ότι η Κυβέλη απέδωσε υπέροχα την Ανθή σε μια παράσταση συνόλου που στάθηκε «μια επιτυχία μεγαλύτερη από του "Γιου του Ίσκιου" στο θεατρόφιλο κοινό». Συνέβη όμως να παρεξηγηθεί με την Κυβέλη (όπως παλαιότερα και με την Κοτοπούλη) όταν της παρουσίασε το επόμενο, τρίπρακτο δράμα του «Μια νύχτα, μια ζωή». Στην Κυβέλη δεν άρεσε το φινάλε, γιατί ήταν διαφορετικό απ' αυτό που αρχικά της είχε διηγηθεί. Η ρήξη δεν μπόρεσε αποφευχθεί.
Ο Μελάς, άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερους ηθικούς ενδοιασμούς, πρότεινε το έργο στην Κοτοπούλη η οποία, όπως θα περίμενε κανείς στο πλαίσιο του σκληρού βεντετισμού της εποχής, αρνήθηκε να παίξει κάτι που είχε αρχικά προορισθεί για την «αντίπαλο» της.
Έτσι γίνεται φανερή σ' όλη την έκταση της η εξαναγκαστική για τους συγγραφείς συνθήκη που επικρατούσε στη μικρή αθηναϊκή θεατρική αγορά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι.: το έργο τους δεν θα ανέβαινε πότε στη σκηνή σε παράσταση υψηλών, κατά το δυνατόν, κριτηρίων αν δεν το αναλάμβανε μία από τις δύο πρωταγωνίστριες. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η εκβιαστικής φύσης παρέμβαση και εν τέλει άρνηση της φτασμένης πρωταγωνίστριας στο έργο του συγγραφέα.
Το «Μια νύχτα μια ζωή» ανέβασε τελικά η Κυβέλη το 1924. Χρόνια μετά, το 1932, όταν οι δύο βεντέτες συνένωσαν τις δυνάμεις τους, το έργο αυτό επέλεξαν να παρουσιάσουν, αναλαμβάνοντας οι ίδιες τους ρόλους των δύο αδελφάδων, με συμπρωταγωνιστές, νεότατους τότε, τον Χρήστο Τσαγανέα, τον Γιώργο Παππά, τον Γιώργο Γαβριηλίδη.
Τις δύο αδελφές ερμήνευσαν οι δύο κυρίες και σ' ένα άλλο ελληνικό έργο, στο «Δεν αγαπάμε τον ίδιο» του Παντελή Χορν. Την ίδια μέρα της πρεμιέρας στο θερινό θέατρο Μαρίκας, στις 9 Αυγούστου του 1934, ο Χορν δημοσίευσε ένα χρονογράφημα στη «Βραδυνή», στο οποίο ομολογούσε ότι εμπνεύσθηκε το έργο από το ταλέντο και την ιδιοσυγκρασία των δύο κορυφαίων ηθοποιών.
Ο σεμνός Παντελής Χορν
«...η Κοτοπούλη και η Κυβέλη διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Εάν η μία είναι η Μελπομένη, η μούσα της τραγωδίας, η άλλη είναι η Θάλεια, η μούσα της κωμωδίας. Εάν η μία είναι η δύναμις και η ορμή, η άλλη είναι ο πολιτισμός, το γούστο, η χάρι. Εάν η μία εξωτερικεύει την τρικυμία της Βακχίδας που μας δίνει όλο το διονυσιακό ρίγος, η άλλη έχει έχει το συγκρότημα μιας ευγενικιάς δέσποινας της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ', που με νταντελένια βεντάλια αερίζεται στους κήπους των Βερσαλλιών», γράφει για τις δύο πρωταγωνίστριες ο Παντελής Χορν στα «Ανεμομαζώματα» (με υπέρτιτλο «Σκόρπιες σελίδες Ημερολογίου») που δημοσίευσε στο «Μπουκέτο» της 12ns Νοεμβρίου 1931.
Ωστόσο, την πρώτη επιτυχία του χρωστάει στη Ροζαλία Νίκα που πρώτη ανέβασε τους «Πετροχάρηδες». Στη συνέχεια ξεκίνησε η συνεργασία του με τη Μαρίκα και μόνο το 1910 πρωτοσυνεργάστηκε με την Κυβέλη, παρότι την είχε γνωρίσει σε καλλιτεχνικούς κύκλους που του άρεσε να συχνάζει, προτού καν γράψει το πρώτο του έργο, το «Ανεχτίμητο». Όπως ο ίδιος ομολογεί στα «Ανεμομαζώματά» του, δεν τολμούσε να πλησιάσει την Κυβέλη και να της μιλήσει για τις συγγραφικές του φιλοδοξίες, γιατί έβλεπε πως έπρεπε να κάνει πολύ δρόμο για να φτάσει «ως το σκαλοπάτι που την ανέβασε αυτή ο πολιτισμός της, που τον είχε φαίνεται έμφυτο από γέννα, σαν αποτέλεσμα της προσπάθειας ολόκληρων γενεών». Τεκμήριο της φιλικής σχέσης που διατηρούσε ο Χορν με το περιβάλλον της Κυβέλης είναι μια δραματική σκηνή με τίτλο «Ο ξένος» που δημοσιεύεται στον «Νουμά», στις 10.9.1906, αφιερωμένο στον Κώστα Θεοδωρίδη.
Την ανίχνευση της σχέσης του Χορν με την Κυβέλη δυσχεραίνει το γεγονός της απώλειας πολλών θεατρικών έργων του. Πάντως, το πρώτο έργο του Παντελή Χορν που ανέβασε στο θέατρο Βαριετέ τον Ιούνιο του 1910 η Κυβέλη, ήταν το τρίπρακτο δράμα «Ο άνθρωπός μας». Τον επόμενο χρόνο ο θίασος Κυβέλης παρουσίασε τους «Νικημένουε», στο Δημοτικό Θέατρο του Βόλου και στο Βασιλικό Θέατρο έναν μήνα μετά. Η κριτική αγνόησε το έργο. Το μονόπρακτο δράμα «Φιορέλα», στο οποίο η Κυβέλη υποδύθηκε μια γυναίκα άπιστη και ελαφρόμυαλη, που βασανίζει τον άνδρα της, παίχθηκε μία μόνο βραδιά. Δεν επαναλήφθηκε λόγω της κακής υποδοχής που είχε από κοινό και κριτική, ούτε καν δημοσιεύθηκε.
Το 1915 ο θίασος Κυβέλης ανεβάζει τη θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος του Χρηστομάνου «Κερένια Κούκλα». Στη μεταγραφή του ο Χορν, ο οποίος θαύμαζε απεριόριστα τον Χρηστομάνο, έδειξε, κατά την έκφραση του Ξενόπουλου,την ιδιοφυΐα του, ενώ «Η Κυβέλη ως Λιόλια ήτο το ιδανικόν». Παρά τις καλές κριτικές που πήρε από τους σοβαρούς κριτικούς, η παράσταση δεν πήγε καλά.
Το καλοκαίρι του 1917 ανέβηκε στο θέατρο Κυβέλης το δράμα «Το μαύρο καράβι». Συμπρωταγωνιστούσαν ο Βεάκης και ο Θωμάς Οικονόμου. Το έργο απογοήτευσε. Παίχθηκε τρεις φορές και ποτέ ξανά. Τον Ιούλιο 1918 δόθηκε στο θέατρο Κυβέλης η πρεμιέρα του ερωτικού δράματος «Η Ανατολίτισσα». Ο θίασος πήρε καλές κριτικές αλλά το έργο δεν άρεσε.
Η Κυβέλη δεν έπαιξε στην πρώτη, τη μεγαλύτερη επιτυχία του Χορν, το «Φυντανάκι» παρότι ανέβηκε από το δικό της θίασο. Πρωταγωνιστούσαν ο Αιμίλιος Βεάκης, η Σαπφώ Αλκαίου και η Νίτσα Γαϊτανάκη.
Έπαιξε όμως στο επόμενο επιτυχημένο έργο του Χορν, στην «Νταλμανοπούλα» (1923). Για την ερμηνεία της στην ηρωίδα του τίτλου η Κυβέλη δέχθηκε ενθουσιώδες κριτικές γι' αυτό και επανέλαβε το έργο το 1924, το 1925 και αρκετές ακόμη φορές έως το 1930. Τέλος, στο θέατρο της Κυβέλης πρωτοπαρουσιάστηκαν το 1924 και οι «Γειτόνισσες», μια αθηναϊκή ηθογραφία, που στην πρώτη παράσταση της υποστηρίχθηκε από ηθοποιούς, όπως, ο Αιμίλιος Βεάκης και η Σαπφώ Αλκαίου.
Η Κυβέλη ανέβασε νέα έργα κι άλλων συγγραφέων, μεταξύ άλλων του Παύλου Νιρβάνα, του Γερασίμου Βώκου, του Ιωάννη Πολέμη, του Θεοδ. Συναδινού, του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, του Μιλτ. Λιδωρίκη. Η συστηματική μελέτη των εφημερίδων της εποχής ως βασικής πηγής για την υποδοχή έργων και ρόλων μπορεί να αποδώσει ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη σχέση συγγραφέων-πρωταγωνίστριας. Παρότι, οι πιο σημαντικοί συγγραφείς της περιόδου, ο Ξενόπουλος, ο Μελάς και ο Χορν, αναφέρθηκαν οι ίδιοι στα αυτοβιογραφικά τους κείμενα για τη σχέση τους με την Κυβέλη (και την Κοτοπούλη), πολλά στοιχεία ακόμη παραμένουν στο σκοτάδι.
ΚΥΒΕΛΗ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/3b0m7iM
via IFTTT