Ιουλιανός - Πίσω από το μύθο του Παραβάτη

Η συλλογιστική της «επίσημης» ιστορίας —αυτής που θυμόμαστε από τα σχολικά μας θρανία— είναι απλή: από το Μ. Κωνσταντίνο και μετά, η αυτοκρατορία αποδέχεται επίσημα τα «νάμματα» της χριστιανικής θρησκείας, την οποία προωθούν και υπερασπίζονται οι «φιλόχρηστοι» και «θεοσεβούμενοι» αυτοκράτορες. Πολλοί από αυτούς —προφανώς σε στιγμές... χριστιανικής έκστασης— δε διστάζούν βέβαια να εξοντώσουν, με τον πιο άγριο τρόπο, χιλιάδες «άπιστους» και «αιρετικούς», που αρνούνταν την επίσημη και κάπως ιδιόμορφη αυτοκρατορική ερμηνεία του «αγαπάτε αλλήλους» (αυτό όμως είναι «δευτερεύουσας» σημασίας, μπροστά στο «θρίαμβο» της νέας θρησκείας...). Ο Ιουλιανός, έτσι, δεν αποτελεί παρά ένα «κακό» παράδειγμα, μια «εξαίρεση» στο χριστιανικό αυτό αυτοκρατορικό «Πάνθεο». Στέκει προσηλωμένος στις «βέβηλες» αξίες του πεθαμένου
κλασικού κόσμου. Είναι ο απαίσιος «χριστιανομάχος», που τελικά θα λυγίσει και θα υποκύψει μπροστά στην αλήθεια της διδασκαλίας τον Θεανθρώπου, πειστικότερο, επιχείρημα της οποίας αποτελούν οι αυτοκρατορικές λόγχες... Στις σελίδες που ακολουθούν, δίνουμε ένα χρονικό για τη ζωή και το έργο τον Ιουλιανού, του μεγάλου και βάρβαρα συκοφαντημένου Ρωμαίου αυτοκράτορα, που αποτελεί τον τελευταίο επίσημο υπερασπιστή του ανεπανάληπτου ελληνικού κλασικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που χάραξε αποφασιστικά την παγκόσμια ιστορία και υπέκυψε κάτω από το βάρος των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων και της πολεμικής που άσκησαν εναντίον του οι ποικιλώνυμοι και αυτοδιορισμένοι επίσημοι «πληρεξούσιοι» της χριστιανικής θρησκείας... Η παρουσία του Ιουλιανού στο ιστορικό προσκήνιο συμπίπτει με τις μεγάλες ιστορικές ανακατατάξεις που συντελέστηκαν κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα και φέρνουν τη σφραγίδα του Μ. Κωνσταντίνου. Ίσως γι' αυτό, θα πρέπει να κουράσουμε ίσως τον αναγνώστη, με μια σύντομη αναδρομή.

Μ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ: ΕΝΑΣ ΙΔΙΟΜΟΡΦΟΣ «ΑΓΙΟΣ»

Για τον αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο οι κρίσεις είναι πολλές και αντιφατικές. Γενικά, θεωρείται —και νομίζουμε σωστά— σαν μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της παγκόσμιας ιστορίας, σαν ένας μεγαλοφυής πολιτικός και στρατιωτικός, που κατόρθωσε να ανακόψει την πορεία διάλυσης της αυτοκρατορίας και να την ανασυγκροτήσει σε νέα θεμέλια, τόσο ισχυρά, που θα άντεχαν για αιώνες. Η στρατιωτική συντριβή των αντιπάλων του, στάθηκε αφετηρία για την πολιτική ενοποίηση της αχανούς αυτοκρατορίας. Μια ενοποίηση, στην οποία αποφασιστικός παράγοντας και συνδετικός κρίκος, στάθηκε η μέχρι τότε καταδιωκόμενη χριστιανική Θρησκεία, με τους πολλούς οπαδούς της. Ο Κωνσταντίνος, βαθύς γνώστης και επιδέξιος χειριστής του πολιτικού παιχνιδιού, πέτυχε να διακρίνει την οικουμενικότητα της νέας πίστης, που, μπορεί να εκτόπιζε τα ενδιαφέροντά της στη «Βασιλεία των Ουρανών», θα λειτουργούσε όμως σαν το καλύτερο λαϊκό προγεφύρωμα της κοσμικής εξουσίας. Η πολιτική αναγνώριση του χριστιανισμού ήταν μια πράξη που από μόνη της δίνει όλη τη διάσταση της μεγαλοφυΐας του Κωνσταντίνου. Μ' αυτήν, ο ήδη παρακμασμένος κλασικός κόσμος, θα δεχόταν οδυνηρό χτύπημα και ο πολιτικός, ο σκεπτόμενος άνθρωπος, θα παραχωρούσε τη θέση του στον πιστό υπήκοο. Η φιλοσοφία, η τέχνη κι η επιστήμη —που μέχρι τότε εξακολουθούσαν, έστω και σε υποχώρηση, να εκδηλώνουν τον κλασικιστικό τους πλουραλισμό— θα δέχονταν αλλεπάλληλα χτυπήματα, για να αφανιστούν τελικά και να αντικατασταθούν από ανούσια και μονότονα μεταφυσικά παραμιλητά, ανώδυνα στη δεσποτική εξουσία. Στο βάθρο τον κλασικού ουμανισμού —του πολέμιου κάθε εφησυχασμού και αβασάνιστης παραδοχής— θα σκαρφάλωναν μισθωτές ασημαντότητες, που θα λιβάνιζαν με κάθε μέσο τα σανδάλια του αυτοκράτορα και θα θεωρητικοποιούσαν μεταφυσικά την υποταγή σ' αυτόν. Στο ίδιο πνεύμα —της ενοποίησης του κράτους κάτω από μια νέα φιλοσοφία εξουσίας εντάσσεται και η μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο. Πρόκειται μια θαρραλέα απόφαση που, εκτός από τις «εσωτερικές» της σκοπιμότητες (διάρρηξη σχέσεων με τον παραδοσιακό ζωτικό χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και τα κοινωνικά— πολιτισμικά του πλαίσια), φέρνει σε επαφή την αυτοκρατορία με την Ανατολή και την καθιστά ρυθμιστή των εξελίξεων που συντελούνται εκεί.
Ο «άγιος» Κωνσταντίνος, με τη μητέρα του Ελένη. Χρησιμοποίησε το χριστιανισμό σαν μέσο της πολιτικής του. Δολοφόνησε τη γυναίκα του και το γιο του.
Πολλά βέβαια γράφτηκαν για τις «χριστιανικές πεποιθήσεις» του Κωνσταντίνου, που, ας μην το ξεχνούμε, αποτελεί και «άγιο» της χριστιανικής εκκλησίας. Πρόκειται φυσικά για αναπόδεικτους μύθους, κατάλληλους για ιστορικό «κουτσομπολιό» μάλλον, παρά για έρευνα. Σημειώνουμε μόνο ότι ο «άγιος» —μεγάλη η... Χάρη του— σκότωσε με τον πιο άγριο τρόπο οποιονδήποτε αμφισβήτησε ή μπορούσε να αμφισβητήσει την εξουσία του. Ανάμεσά τους, το γιο του (!) Κρίσπο, τη γυναίκα του (!) Φαύστα και τον ανεψιό του Λικίνιο. Ήταν —πώς να το πούμε— κάπως... ιδιόμορφος χριστιανός. Τα παραπάνω, δεν αναιρούν το κοσμοιοτορικού χαρακτήρα έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Και είναι παράξενη κι ακατανόητη η επιμονή ορισμένων ιστορικών ανάμεσά τους και του Γιάννη Κορδάτου (βλ. «Ιηοούς Χριστός και Χριστιανισμός»)— να τον αντιμετωπίζουν σαν μετριότητα και να του αμφισβητούν τον τίτλο του «Μέγα»...

ΜΙΑ ΠΟΛΥ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ…»

Πριν ακόμη μπούμε στην ιστορική ουσία των ανακατατάξεων που συντελέστηκαν στο πρώτο μισό του 4ου μ.Χ. αιώνα, χρήσιμο είναι να δώσουμε και λίγες πληροφορίες για τα «οικογενειακά» της αυτοκρατορικής οικογένειας, γόνος της οποίας ήταν κι ο Ιουλιανός. Και τούτο, όχι για να «κουτσομπολέψουμε», αλλά για να μπορεί ο αναγνώστης να παρακολουθήσει πιο άνετα τις ιστορικές εξελίξεις της εποχής. Ο Μ. Κωνσταντίνος πεθαίνει το 337, έχοντας πετύχει —αλλά όχι κατοχυρώσει την ενότητα της αυτοκρατορίας. Με το θάνατό του, το κράτος διασπάται και διαμοιράζεται στους τρεις γιους του Κωνσταντίνο Β' , Κωνστάντιο και Κώνστα— καθώς και σε άλλους συγγενείς. Ο Κωνστάντιος (κύριος της Ανατολής, της Μ. Ασίας και της Συρίας), άξιος «κληρονόμος» των «χριστιανικών» αρχών του πατέρα του, προχωρά σε φοβερές διώξεις κατά των συγγενών του, που κυριολεκτικά κατασφάζει. Ανάμεσα στα θύματά του, περιλαμβάνεται κι ο Ιούλιος Κωνσταντίνος, ετεροθαλής αδελφός του Μ. Κωνσταντίνου και πατέρας του Ιουλιανού. Στη Δύση, ο Κώνστας κι ο Κωνσταντίνος Β' έρχονται (340) σε πολεμική σύγκρουση, που καταλήγει με τη νίκη του πρώτου και το θάνατο του δεύτερου. Ο νικητής γίνεται κύριος τεράστιου μέρους της αυτοκρατορίας, μα τελικά τον περιμένει κι αυτόν άσκημο τέλος: το 350 ανατρέπεται από τον αρχηγό της σωματοφυλακής τον Μαγέντιο και σκοτώνεται καταδιωκόμενος από αυτόν. Είναι πια η στιγμή του Κωνστάντιου, που καιροφυλακτεί από καιρό. Εκστρατεύει κατά του Μαγέντιου, τον νικά και τον σκοτώνει. Έτσι η αυτοκρατορία ενοποιείται και πάλι (351) κάτω από το σκήπτρο του. Από την αυτοκρατορική οικογένεια ζουν ακόμα οι δυο γιοι του Ιουλίου Κωνσταντίνου, ο Γάλλος κι ο Ιουλιανός. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος διορίζει τον πρώτο εξάδελφό του διοικητή της Ανατολής. Το 354 όμως τον ανακαλεί στην πρωτεύουσα και... «κατά τα γνωστά», τον αποκεφαλίζει. Μένει ο νεαρός Ιουλιανός -ήταν τότε μόλις 23 ετών—που, όπως θα δούμε παρακάτω, θα κατορθώσει να ανατρέψει τον εξάδελφό του (και δολοφόνο του πατέρα και του αδελφού του από το Θρόνο και να πάρει στα χέρια του τα ηνία της εξουσίας. Αυτά για τη «χριστιανική» αυτοκρατορική οικογένεια.

ΟΙ «ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΙ» ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ ΣΕ ΔΙΑΣΠΑΣΗ

Ας δούμε τώρα ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί —από θρησκευτική άποψη— στην αυτοκρατορία, κατά τον 4ο αιώνα. Ο χριστιανισμός είναι πια μια πραγματικότητα που αγκαλιάζει τεράστιες μάζες υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερα διαδομένος είναι στην Ανατολή και κυρίως στα αστικά κέντρα, ενώ η παρουσία του στη Δύση είναι γενικά υποτονική . Η αρχαία θρησκεία έχει ισχυρά ερείσματα στις μεγάλες πόλεις, όπου άκμασε ο κλασικός πολιτισμός (Αθήνα, Ρώμη, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια κ.λπ.) καθώς και στους αγροτικούς πληθυσμούς. Με την πάροδο του χρόνου, και ιδιαίτερα μετά την επίσημη αναγνώρισή του από τον Μ. Κωνσταντίνο, οι χριστιανικές θεωρίες επιδέχονται ουσιαστικές αλλοιώσεις. Όλες οι «επικίνδυνες» αιχμές του, αυτές που αμφισβητούσαν το κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο (και είχαν έτσι συσπειρώσει όλους τους κατεστραμμένους και καταδιωγμένους πολίτες), ατονούν. Οι εκκλησιαστικοί ηγήτορες κατορθώνουν επιδέξια να μεταθέσουν το πρόβλημα στην «άλλη ζωή» και να κηρύξουν την πλήρη υποταγή στην εξουσία και στους ισχυρούς τον χρήματος, σαν τη βασική χριστιανική αρετή. Το χριστιανικό πλήθος τώρα αδρανοποιείται. Παύει να ασχολείται με «εγκόσμιες» επιδιώξεις και αφοπλίζεται πολιτικά. Στην ημερήσια διάταξη μπαίνουν πια —για τους διανοούμενους χριστιανούς— δογματικά. προβλήματα που αναφέρονται σε ανώδυνα θέματα, π.χ. στην αειπαρθενία της Παναγίας, την ανθρώπινη ή τη θεία φύση του Χριστού κ.λπ. Η αυτοκρατορική εξουσία κανοναρχεί σ' αυτήν την επιχείρηση εκφυλισμού του χριστιανισμού, ενώ οι χριστιανοί, όσο περνά ο χρόνος, «στρατεύονται» φανατικά με τους μεν και τους δε, χωρίς να καταλαβαίνουν γιατί… Έτσι αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για το χριστιανισμό. Διαβρωμένος και αλλοιωμένος, διασπάται σε άπειρα τεμαχίδια, που το καθένα παρασύρει χιλιάδες πιστούς. Ορισμένα ρεύματα —σαν τους Δονατιστές— απαιτούν επιστροφή στα αποστολικά διδάγματα και συσπειρώνουν τους δυσαρεστημένους κατά της εξουσίας και του χρήματος. Εκδηλώνουν μάλιστα και επαναστατικές διαθέσεις, που συντρίβονται αλύπητα με τις λόγχες.
ΕΠΑΝΩ: ο Κρίσπος. ΚΑΤΩ: Η Φαύστα. Τραγικά θύματα του ανάλγητου «αγίου» Κωνσταντίνου. Ο πρώτος ήταν γιος του κι η άλλη γυναίκα του.
Κύρια ρεύματα στο χώρο των δογματικών διαφωνιών, είναι τώρα οι «ορθόδοξοι» (συσπειρωμένοι γύρω από τον Αθανάσιο) και οι Αρειανιστές (με ηγέτη τον Άρειο). Οι επίσημες διαφωνίες τους ανάγονται στη φύση του Χριστού —δε θ' αναφερθούμε σ' αυτές— και παίρνουν ιδιαίτερα ασυνήθιστη οξύτητα. Ο Μ. Κωνσταντίνος προσπαθεί —χωρίς αποτέλεσμα— να συμβιβάσει τα πράγματα. Όχι γιατί τον ενδιαφέρει η δογματική καθαρότητα των χριστιανικών θεωριών (που δεν ήταν το πρόβλημα) αλλά για ένα πιο απλό λόγο: είχε υποστηρίξει το χριστιανισμό, για να δώσει μια οικουμενική πίστη στους υπηκόους του κι είχε φροντίσει για τον εκφυλισμό του για να τον αδρανοποιήσει πολιτικά. Τώρα έβλεπε με ανησυχία, πως η πολιτική τον είχε δημιουργήσει απρόβλεπτες συνέπειες. Οι χριστιανοί, με τον αλληλοσπαραγμό τους, όχι μόνο δε συντελούσαν στην ενότητα της αυτοκρατορίας, αλλά και την απειλούσαν σοβαρά. Έπρεπε λοιπόν ή να τα «βρουν», ή κάποιο ρεύμα —διάφορο ποιο— να επιβληθεί στα άλλα. Στην αρχή ο αυτοκράτορας κινείται με το μέρος των οπαδών τον Αθανασίου, μα το τέλος της ζωής του θα τον βρει προστάτη του Αρειανισμού… Ας σημειώσουμε εδώ, ότι ο Μ. Κωνσταντίνος φροντίζει να κρατά καλές σχέσεις και με τους Εθνικούς. Πιο συγκεκριμένα, στους ειδωλολάτρες δηλώνει ειδωλολάτρης και στους χριστιανούς χριστιανός. Το ότι βαφτίστηκε, άλλωστε, χριστιανός κατά το θάνατό τον (από τους Αρειανιστές), ανάγεται στο χώρο του μύθου. Ο Κωνστάντιος επιχείρησε να συνεχίσει την πολιτική του πατέρα του, μα δεν διάθετε ούτε τις ικανότητες, ούτε τη διορατικότητά του. Κακός διπλωμάτης και εριστικός άνθρωπος, ρίχνει «λάδι στη φωτιά» με ανόητους χειρισμούς που τον κάνουνε αντιπαθή σε όλους. Υποστηρίζει τους Αρειανιστές και συνωμοτεί εναντίον τους, καταδιώκει τους «Ορθόδοξους» και παζαρεύει μ’ αυτούς. Είναι κατά των Εθνικών και των Εβραίων, αλλά παλινωδεί, έτσι ώστε να τον θεωρούν όλοι εχθρό τους. Στο μεταξύ το κράτος σπαράσσεται από εμφύλιες συγκρούσεις, που απειλούν την υπόστασή του. Χαρακτηριστική είναι και η εικόνα που δίνει ο Ντιράν στην ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, που, αναφερόμενος στα χρόνια 342—343 μ.Χ. (πριν την επανενοποίηση της αυτοκρατορίας), γράφει: «Οι χριστιανοί (που σφαγιάστηκαν από χριστιανούς κατά τα δυο αυτά χρόνια, ήταν περισσότερα από όλους εκείνους τους χριστιανούς που εξόντωσαν οι Εθνικοί, στη διάρκεια όλης της ιστορίας της Ρώμης». Κι ας συμπληρώσουμε εδώ ότι οι αλληλοσπαρασσόμενες χριστιανικές φατρίες —όπως λέει κι ο Κορδάτος— σ’ ένα μόνο συμφωνούσαν: στην ανελέητη καταδίωξη κάθε Εθνικού και στην καταστροφή κάθε μνημείου του αρχαίου κλασικού κόσμου. Ενός κόσμού που —αρ’ όλα τα χτυπήματα— θ’ αντέξει για αρκετά χρόνια ακόμα. Για να ηττηθεί όμως τελικά και να παραχωρήσει τη θέση του σ’ ένα νέο πολιτισμό, βαφτισμένο σε ακατανόητα μεσσιανικά δόγματα και περιφρουρούμενο από λόγχες... Όμως ας γυρίσουμε στον Ιουλιανό κι ας παρακολουθήσουμε την πραγματικά περιπετειώδη ζωή του.

Η ΜΥΗΣΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Γεννήθηκε το 331, ένα χρόνο μετά τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας. Παιδάκι 5 χρονών, βλέπει τον πατέρα του κι δέναν από τα αδέλφια του να σφάζονται από τούς ανθρώπους του «χριστιανού» Κωνστάντιου. Ο ίδιος κι ο αδελφός του Γάλλος (9 χρονών εκείνος) γλυτώνουν από τις προγραφές, χάρη στην παρέμβαση του αρχιεπισκόπου Αρεθούσης Μάρκου, χωρίς όμως να πάψουν να αποτελούν στόχο του φιλύποπτου αυτοκράτορα. Αρχικά στέλνεται μαζί με το Γάλλο σε μοναστήρι της Καισαρείας, όπου μαθαίνει τα πρώτα γράμματα και εκτελεί χρέη αναγνώστη στο ναό. Λίγο αργότερα, τον συναντούμε στην Καππαδοκία, κάτω από την προστασία του συγγενούς του επισκόπου Ευσέβιου, που τον φέρνει σε επαφή με τη χριστιανική Θεολογία. Διηγούνται γι' αυτόν, ότι σε ηλικία μόλις 7—8 χρονών, κατέπλησσε το περιβάλλον του με τον καθαρό τρόπο σκέψης του, και με την άρνησή του να αποδεχτεί αβασάνιστα το οποιοδήποτε συμπέρασμα. Από την «τρυφερή» αυτή ηλικία χρονολογείται και η γνωριμία του με την κλασική σκέψη, χάρη στο δάσκαλό του, τον ευνούχο Μαρδόνιο, που ήταν λάτρης του αρχαίου πνεύματος. Ο μικρός Ιουλιανός, γεμάτος τραυματικές παιδικές εμπειρίες από το «χριστιανό» αυτοκράτορα και εξάδελφό του, δέχεται σαν σφουγγάρι τις διδαχές της ελληνικής γραμματολογίας και ρίχνεται πράγμα αδιανόητο για την ηλικία του στη μελέτη της. Το 342 εποχή μεγάλων ταραχών στους κόλπους της εκκλησίας ο Ιουλιανός, με διαταγή του Κωνστάντιου κλείνεται στο φρούριο της Καππαδοκίας, όπου παραμένει έξη ολόκληρα χρόνια, σαν φυλακισμένος. Κι εκεί δεν χάνει το χρόνο του. Μελετά ασταμάτητα και διαμορφώνει έναν φλογερό και ανήσυχο χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με τα διδάγματα της χριστιανικής δεοντολογίας. Ελευθερώνεται σε ηλικία 17 χρόνων και πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γνωρίζεται με τους κύκλους νεαρών διανοούμενων, που περνούν την ώρα τους με ανούσιες φιλονικίες πάνω σε δογματικά θεολογικά «προβλήματα». Με την εξυπνάδα, τη ζωτικότητα και τη διεισδυτική του σκέψη, εντυπωσιάζει τους πάντες και σύντομα γίνεται δημοφιλής και περιζήτητος. Ο αυτοκράτορας που παρακολουθεί άγρυπνα τις κινήσεις του ανησυχεί και τον στέλνει στη Νικομήδεια, όπου και σπουδάζει αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ιδιαίτερα επηρεάζεται από το Λιβάνιο, τη διδασκαλία του οποίου ας σημειωθεί του έχουν απαγορεύσει να παρακολουθήσει...

ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ

Στα δεκαοχτώ του ο Ιουλιανός είναι πια ένας ώριμος διανοούμενος, με διαμορφωμένες απόψεις πάνω σε «βαριά» φιλοσοφικά θέματα. Το ανήσυχο πνεύμα του δε σταματά σε θεωρητικά κατασκευάσματα, μα προσπαθεί να βρει αναφορά στην πραγματικότητα που ζει η αυτοκρατορία. Ο εκκλησιαστικός δογματισμός και οι ατελείωτες φαγωμάρες ανάμεσα στα διάφορα ρεύματα του χριστιανισμού, του προκαλούν αποστροφή και αηδία και σταδιακά σχηματοποιείται στο μυαλό του η σκέψη για μια επαναστατική μεταβολή των πάντων. Κλειδί για τη μεταβολή αυτή συμπεραίνει είναι το χτύπημα του χριστιανισμού, που τρώει σαν σαράκι την ενότητα της αυτοκρατορίας και φιμώνει το πνεύμα. Στη θέση του πρέπει να ξαναστηθούν οι αξίες του παλιού καλού κλασικού κόσμου, που τώρα μετά την αποτυχία της νέας θρησκείας μπορούν ν' ανακτήσουν το κύρος τους και ν' αγκαλιαστούν από όλους εκείνους που τις είχαν εγκαταλείψει. Οραματίζεται την πρόοδο. Μια πρόοδο η οποία αναγκαστικά περνά μέσα από την αξιοποίηση των κατακτήσεων του παρελθόντος, που ο χριστιανισμός είχε ισοπεδώσει στο διάβα του Δεν είναι οπισθοδρομικός και δεν αναπολεί. Βλέπει τους θεούς του Ολύμπου τους ανήσυχους ανθρώπινους θεούς που σκέφτονταν κι αισθάνονταν όπως κι οι άνθρωποι σαν λυτρωτές από τον εξαϋλωμένο και απρόσιτο Ναζωραίο. Βλέπει τους ρήτορες και τους φιλοσόφους, που αμφισβητούσαν τα πάντα, να παραμερίζουν τους καλοζωισμένους φαρισαίους της θρησκείας, που κήρυσσαν την αρετή της αμάθειας και τον παράδεισο των «πτωχών τω πνεύματι». Βλέπει την κλασική ομορφιά της τέχνης που εξυμνεί τη ζωή και την κίνηση, να σαρώνει όλους εκείνους που αφαιρούν από το καλλιτεχνικό δημιούργημα κάθε χυμό, για να αναπαράγουν πανομοιότυπα πτωματικά άγια σκιάχτρα. Μα πριν και πάνω απ' όλα, βλέπει μια αυτοκρατορία ενωμένη κι ισχυρή, απαλλαγμένη από την ασφυκτική πίεση των αντιμαχόμενων χριστιανικών παρατάξεων. Ίσως κανείς δεν μπορεί να ξέρει συντέλεσαν στα ιδεολογικά αυτά κατασταλάγματα του Ιουλιανού και τα προσωπικά του βιώματα (η σφαγή του πατέρα του και των αδελφών τον). Τούτο πάντως δεν αναιρεί, πως βασικά αποτέλεσαν καρπό βαθείας μελέτης, τόσο της κλασικής φιλοσοφικής σκέψης, όσο και της οδυνηρής πραγματικότητας που ζούσε το διασπασμένο ρωμαϊκό κράτος.

ΤΑ ΩΡΙΜΑ ΧΡΟΝΙΑ

Το 351, ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος κατορθώνει να επανενοποιήσει την αυτοκρατορία, κατανικώντας το Μαγέντιο. Τον ίδιο χρόνο διορίζει το Γάλλο καίσαρα (επίδοξο διάδοχο) και του αναθέτει τη διοίκηση της Ανατολής. Τούτο αποτελεί τρανή ευκαιρία για τον 20χρονο Ιουλιανό, να αποτινάξει τον άμεσο αυτοκρατορικό έλεγχο και ν' ανοίξει νέους ορίζοντες μελέτης και δράσης. Ταξιδεύει αδιάκοπα. Πηγαίνει στην Πέργαμο, στην Έφεσο, στη Νικομήδεια και αλλού κι έρχεται σ' επαφή με ονομαστούς μύστες της αρχαίας θρησκείας νεοπλατωνικούς σαν τον Αιδέσιο, το Χρυσάνθιο και το Μάξιμο.
Κωνστάντιος Β'.
Η πίστη του στην επαναστατική αλλαγή μεγαλώνει, ενώ βλέπει να διαφαίνονται και ελπίδες προσπέλασής του στον αυτοκρατορικό θρόνο. Το 354 όλα ανατρέπονται. Ο αδελφός του Γάλλος, περνά στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Ανακαλείται στην Κωνσταντινούπολη κι εκεί, μετά μια παρωδία δίκης, στέλνεται στο δήμιο. Οι στιγμές είναι κρίσιμες για τον Ιουλιανό. Συλλαμβάνεται και μετά από αρκετές ταλαιπωρίες κατορθώνει να σώσει τη ζωή τον, για να σταλθεί τελικά σαν εξόριστος στην Ιταλία. Θα μείνει εκεί αρκετούς αγωνιώδεις μήνες. Η ζωή του βρίσκεται διαρκώς σε κίνδυνο κι αυτός αναγκάζεται να προσποιείται το «νομιμόφρονα» πολίτη και τον «αφοσιωμένο» υπήκοο του αυτοκράτορα. Έτσι τα καταφέρνει ν' ανατρέψει το δυσμενές κλίμα και τις υποψίες πού υπήρχαν εναντίον τον. Από τη μια οι μεσολαβήσεις της αυτοκράτειρας Ευσεβίας, κι από την άλλη η πλαστή εικόνα του «άκακου» φιλοσόφου που κατόρθωνε να δίνει, κάμπτουν την εχθρότητα του Κωνστάντιου. Το 355 του επιτρέπεται να πάει στην Αθήνα για να σπουδάσει ρητορική και φιλοσοφία. Ένα μεγάλο όνειρό του εκπληρώνεται…

ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Κι εδώ ας ανοίξουμε μια παρένθεση. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό στον αναγνώστη, ότι η Αθήνα του 4οΥ αιώνα μ.Χ. δεν είναι πια εκείνη πού ήταν στα «χρυσά» κλασικά χρόνια. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η πνευματική της ζωή ακολουθεί μια φθίνουσα πορεία και διαρκώς περιορίζεται κάθε δημιουργική έξαρση, ικανή να κρατήσει ζωντανή τη φωτιά της παλιάς δόξας. Ο Παπαρρηγόπουλος δίνει μια ζοφερή εικόνα για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί στα χρόνια του Κωνσταντίνου και του Κωνστάντιου, απ' την οποία δε λείπει και το στοιχείο της υπερβολής. Μιλά για τους «επαγγελματίες» διδάσκαλους του κλασικού πνεύματος, που ανταγωνίζονταν σαν κοινοί έμποροι για να κερδίσουν μαθητές (κι επομένως χρήμα). Οι κρίσεις του, εξάλλου, για το επίπεδο εκπαίδευσης τότε είναι κάθετα αρνητική. Γράφει σχετικά: «Η εν Αθήναις εκπαίδευσις είχε καταντήσει τω όντι ταπεινή τις λογομαχία, της οποίας τα κύρια ελατήρια ήταν άπληστος χρηματολογία των διδασκάλων και κωμικοτραγικαί των διδασκομένων έριδες». Παρ' όλα αυτά, αναγνωρίζει, κάπως «μασημένα», πως οι Σχολές «δεν εστερούντο πάσης αξίας». Κι αυτό είναι σωστό. Ας μην ξεχνούμε ότι από την εποχή του Περικλή είχαν περάσει γύρω στα 800 χρόνια (όσα απέχει η εποχή μας από την περίοδο της Φραγκοκρατούμενης Κωνσταντινούπολης) κι είναι τουλάχιστον παράλογο να απαιτεί κανείς μια αέναη πολιτιστική σταθερότητα αξιών, όταν όλα γύρω αλλάζουν… Σωστότερο είναι να λέγαμε πως τον 4ο μ.Χ. αιώνα η Αθήνα εξακολουθεί να αποτελεί τη μητρόπολη του αρχαίου κλασικού πνεύματος, ενός πνεύματος πού επιμένει να λατρεύει τη Λογική και να διαχέεται πλουραλιστικά μέσα στη φιλοσοφία, τη γραμματολογία και την τέχνη. Κι αυτό είναι το βασικό. Με κύριο ρεύμα το νεοπλατωνισμό (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσίαζαν οι στωικιστές, οι κυνικοί, οι επικούρειοι κι οι μιθραϊστές) η πνευματική ζωή της Αθήνας εξακολουθεί να ζει και δεν είναι τυχαίο ότι δεν παύει να θεωρείται σημείο αναφοράς του αρχαίου κόσμου, και τόπος όπου συρρέουν οι διανοούμενοι Εθνικοί απ’ όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Ο Ιουλιανός θα μείνει μόνο έξη μήνες στην Αθήνα, που θα χαράξουν τη ζωή του. Κι ίσως δεν υπάρχει παραστατικότερη εικόνα για την εποχή εκείνη, απ' αυτήν πού δίνει ο Ντιράν: «Έζησε εκεί έξη μήνες μελέτης στα άλση, που άλλοτε είχαν ακούσει τη φωνή του Πλάτωνα. Συνδέθηκε φιλικά με το Θεμίστιο και άλλους αθάνατους και λησμονημένους φιλοσόφους, ικανοποίησε την απληστία του για γνώση και γοήτεψε τον κόσμο με τη χάρη και τη μετριοφροσύνη της διαγωγής του. Έκανε συγκρίσεις ανάμεσα στους πολιτισμένους εκείνους ειδωλολάτρες κληρονόμους ενός χιλιόχρονου πολιτισμού με τους σκυθρωπούς θεολόγους που είχε γνωρίσει στη Νικομήδεια και με τους «ευσεβείς» εκείνους πολιτικούς, που θεωρούσαν απαραίτητο να σκοτώνουν τον πατέρα και τ' αδέλφια τους. Συμπέρανε, έτσι, ότι δεν υπάρχούν θηρία πιο άγρια από τους χριστιανούς. Έκλαιγε όταν μάθαινε για την καταστροφή των λαμπρών ειδωλολατρικών ναών, για την καταδίωξη των ιερέων τους και για τη διανομή των περιουσιών τους στους οπαδούς της νέας θρησκείας. Την εποχή εκείνη μυήθηκε ίσως και στα Ελευσίνια Μυστήρια…». Ας σημειωθεί ότι στην Αθήνα ο Ιουλιανός διατηρούσε φιλικές σχέσεις και με δυο αργότερα ονομαστούς φίλους του. Το Γρηγόριο (το Θεολόγο) και το Βασίλειο (το Μέγα). Βρίσκονταν κι αυτοί στην Αθήνα για να διδαχτούν ρητορική και να εξοπλίσουν έτσι με πειθώ τα χριστιανικά πιστεύω τους...

ΓΙΝΕΤΑΙ «ΕΚΛΕΚΤΟΣ» ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ

Σ' όλα αυτά τα κρίσιμα χρόνια ο Ιουλιανός κατορθώνει επιδέξια να κρύβει τα πιστεύω του, γνωρίζοντας την «κατανόηση» που θα μπορούσε να δείξει σ' αυτά ο αυτοκράτορας. Έτσι, όταν το 355 καλείται από τον Κωνστάντιο σε ακρόαση, δεν ξέρει τι να σκεφτεί, μια και όλα είναι πιθανά. Όμως οι καταστάσεις θα τον ευνοήσουν. Ο αυτοκράτορας, πεισμένος ότι ο δημοφιλής Ιουλιανός μπορεί να του φανεί χρήσιμος, του δίνει για γυναίκα την αδελφή του Ελένη. Φυσικά ο Ιουλιανός αποδέχεται το συνοικέσιο αυτό, που άλλωστε τον εξυπηρετεί αφάνταστα στα ανατρεπτικά σχέδιά του. Όμως ο Κωνστάντιος δεν σταματά εδώ. Τον διορίζει καίσαρα (ιδιότητα αρκετά επικίνδυνη, αν θυμηθούμε το τέλος του Γάλλου) και του αναθέτει τη διοίκηση της Γαλατίας, που την εποχή εκείνη λυμαινόταν όπως κι όλη η Δ. Ευρώπηαπό επιδρομές γερμανικών φύλων. Έτσι, ο Ιουλιανός, ο «ρομαντικός» όπως πολλοί τον χαρακτήρισαν διανοούμενος, βαφτίζεται και στρατιωτικοπολιτικός ηγέτης. Και μάλιστα από το χειρότερο εχθρό του, που λίγο αργότερα θα μετανοούσε πικρά για το λάθος τον εκείνο...

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Για όσους αμφισβητήσανε τη μεγαλοφυΐα και τις τρομερές ικανότητες του Ιουλιανού, αρκεί να αντιπαρατάξει κανείς τούτο: ότι ο άπειρος περί τα στρατιωτικά και πολιτικά διανοούμενος σε μια υπερένταση προσπάθειας κατορθώνει γρήγορα να ξεδιπλώσει έναν άλλον εαυτό, άγνωστο μέχρι τότε. Και γρήγορα αναδεικνύεται σε άξιο πολιτικό, ικανό διοικητή, δημοφιλή ηγέτη και επιδέξιο στρατηγό... Όμως ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα. Ο νεαρός Ιουλιανός — 4 χρονών τώρα— με μια μικρή δύναμη λίγων εκατοντάδων ανδρών ξεκινά για να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αποστολή, που του είχε αναθέσει ο αυτοκράτορας: να ανασυγκροτήσει τις κλονισμένες αυτοκρατορικές στρατιωτικές δυνάμεις και να εκδιώξει τα γερμανικά φύλα, που ήδη είχαν καταλάβει τις περιοχές της Κολωνίας και της Αλσατίας και προωθούνταν βαθειά στο έδαφος της Γαλατίας. Οι εξελίξεις είναι εντυπωσιακές. Με επιδεξιότητα που θα ζήλευαν και οι πιο έμπειροι στρατηγοί, ενώνει τις ρωμαϊκές δυνάμεις και με ορμητήριο τη Ρεμς εξορμά κατά του εχθρού. Πρώτη του μεγάλη νίκη είναι η ανακατάληψη της Κολωνίας, που γεμίζει μ' ενθουσιασμό κι αυτοπεποίθηση τους άντρες του. Ακολουθούν νικηφόρες επιχειρήσεις στα ανατολικά, που καταλήγούν στη συντριβή τον στρατού των Αλαμανών στο Στρασβούργο. Υπολοίπονται τώρα οι Φράγγοι τον Βορρά, που τελικά αναγκάζονται να υποχωρήσούν πέρα από το Ρήνο. Όλοι και μαζί τους κι ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος εκπλήσσονται με τις επιτυχίες του Ιουλιανού. Ο ίδιος δείχνει αποφασισμένος να επεκτείνει τη νίκη του. Αναπτύσσει όλο και πιο καλές σχέσεις με τους επιτελείς του και τριγυρνά στους στρατώνες, όπου οι στρατιώτες του τον αποθεώνουν. Βάζει πια τα σκαριά για την προσπέλασή του στο θρόνο, εκμεταλλευόμενος, τόσο τις στρατιωτικές επιτυχίες του, όσο και τις εχθρικές προς τους χριστιανούς διαθέσεις του ρωμαϊκού πληθυσμού της Δύσης. Κι εδώ, άλλη μια παρένθεση: όπως ήδη έχουμε πει, ο χριστιανισμός του 4ο αιώνα δεν έχει κατορθώσει ν' αγκαλιάσει τις δυτικές περιοχές της αυτοκρατορίας κι οι χριστιανοί αποτελούν απλώς μικρές συμπαγείς ομάδες σε κάθε περιοχή. Παρ' όλα τα κοινωνιστικά συνθήματα της πρώτης χριστιανικής περιόδου, η «νέα θρησκεία» δε δείχνει να συγκινεί ιδιαίτερα τους φτωχούς κατοίκους των αστικών κέντρων, που την αντιμετωπίζουν υπεροπτικά, σαν ανατολίτικη και σαν αίρεση του Ιουδαϊσμού. Στις αγροτικές περιοχές, πάλι, τα περί ισότητας κηρύγματά της, βρίσκούν αντίθετούς τους μεγάλούς και μικρούς ιδιοκτήτες, που νιώθούν να απειλούνται με κοινωνικές ανατροπές. Με τη διάβρωση και διάσπαση των χριστιανών, που συντελείται στα χρόνια τον Μ. Κωνσταντίνου, ο χριστιανισμός αποδυναμώνεται ακόμα περισσότερο στη Δύση και το κλονισμένο κύρος των αρχαίων θεών μεγαλώνει. Ταυτόχρονα, εμφανίζονται σημαντικές διεργασίες στους κόλπους της κοινωνίας, που με δειλά βήματα εγκαταλείπει τα δουλοκτητικά πρότυπα και κατευθύνεται προς τον τιμαριωτισμό. Η αλλοπρόσαλλη πολιτική του Κώνστα κι αργότερα του Κωνστάντιου, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Οι δυτικές επαρχίες σχεδόν εγκαταλείπονται στην τύχη τους. Οι γερμανικές πολεμικές ομάδες εκμεταλλεύονται όπως είπαμε τις καταστάσεις και καταλαμβάνουν ολόκληρες περιοχές. Την ίδια ώρα, τη διοίκηση ασκούν ανίκανοι κι έκφυλοι πραιτοριανοί της εξουσίας, που φορολογούν άγρια τον κόσμο, τον καταπιέζούν αφάνταστα και τον οδηγούν σε επανάσταση. Η εγκάθετη χριστιανική ηγεσία που δεν κηρύσσει πια κοινωνιστικές αρχές αλλά υποταγή στη βία και στην αδικία συμμετέχει σ' αυτή την επιχείρηση φθοράς της αυτοκρατορικής εξουσίας και ευλογεί κάθε αυθαιρεσία. Το μίσος κατά του χριστιανισμού μεγαλώνει. Έτσι, όταν ο Ιουλιανός νικητής των Γερμανών παίρνει τα ηνία της διοίκησης στη Δύση, συναντά ευνοϊκό έδαφος. Στα μάτια των Ρωμαίων που κατοικούσαν στις περιοχές αυτές, φαντάζει σαν λυτρωτής. Φροντίζει αμέσως για την αναδιοργάνωση της κρατικής μηχανής Εξοπλίζει και ισχυροποιεί το στρατό, διορίζει δικούς του ανθρώπους σε κρίσιμα στρατιωτικά πόστα και δίνει παντού την εντύπωση ότι η ρωμαϊκή εξουσία δε θα μπορέσει ποτέ να αμφισβητηθεί από τους επιδρομείς τον Βορρά. Ταυτόχρονα, παίρνει μέτρα για την αποκατάσταση της εσωτερικής τάξης. Ενεργοποιεί το νόμο και χτυπά την αυθαιρεσία των τυραννίσκων της εξουσίας, δημιουργώντας αίσθημα ασφάλειας στους πολίτες (κάτι που τους έλειπε μέχρι τότε όσο τίποτα άλλο). Στον κοινωνικό τομέα εμφανίζεται σαν μεταρρυθμιστής, χωρίς ωστόσο να είναι. Αποδέχεται τις σχέσεις κοινωνικής ισορροπίας, αλλά περιορίζει τους φόρους και παίρνει μέτρα για την ανακούφιση των κατεστραμμένων των πόλεων και των μικροϊδιοκτητών της γης. Στη Γαλατία ο Ιουλιανός μένει συνολικά 5 χρόνια. Στο διάστημα αυτό κατορθώνει να κερδίσει τη συμπάθεια των λαϊκών στρωμάτων, του στρατού και μεγάλου μέρους των ισχυρών του χρήματος (που δεν αντιμετώπιζαν πια κινδύνους κοινωνικών ανατροπών) Εναντίον του βρίσκονται τα ανώτερα κλιμάκια της παλιάς διοίκησης και του στρατού που είχαν χάσει το «λουφέ», οι ποικιλώνυμοι «κομπιναδόροι» της δημόσιας ζωής και φυσικά οι ηγήτορες των χριστιανών, που έβλεπαν να πυκνώνουν συνεχώς τα απειλητικά σύννεφα εναντίον τους... Σ' όλη αυτή την κρίσιμη περίοδο, άλλωστε, ο Ιουλιανός φρόντιζε να εκδηλώνει όλο και πιο θαρραλέα τις πολιτικές και θρησκευτικές του προτιμήσεις, να προστατεύει τους Εθνικούς και να ανοίγει το δρόμο για τους πολιτικούς του οραματισμούς.

ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΕΚΔΙΚΗΣΗ

Ενώ ο Ιουλιανός θριαμβεύει σαν ηγέτης στη Δύση, ο αυτοκράτορας Κωντστάντιος νιώθει το έδαφος να τρίζει κάτω από τα πόδια του. Οι πληροφορίες που φτάνουν σ’ αυτόν από τους πιστούς του ανθρώπους στην Γαλατία, τον πείθουν ότι πλησιάζει η ώρα για μια σύγκρουση μεγάλη και καθοριστική για το μέλλον της αυτοκρατορίας. Αρχίζει λοιπόν να προετοιμάζεται γι’ αυτήν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να βρει και κάποιο ανώδυνο τρόπο εξουδετέρωσης του επικίνδυνου «υποτελούς» του. Αλλά και η άλλοτε προστάτιδα του Ιουλιανού η άτεκνη αυτοκράτειρα Ευσεβία δεν υστερεί. Αν πιστέψουμε τα όσα γράφει ο βιογράφος του Ιουλιανού, Αμμιανός στέλνει πράκτορες στη Γαλατία που παριστάνουν τους γιατρούς και με διάφορα τεχνάσματα δημιουργούν εκτρώσεις στην άτυχη Ελένη, τη γυναίκα τον Ιουλιανού. Όταν μάλιστα αυτή κατορθώνει επιτέλους να γεννήσει αρσενικό παιδί, οι άνθρωποι της αυτοκράτειρας του κόβούν το λώρο τόσο ψηλά, ώστε να πεθάνει από αιμορραγία... Πλησιάζει πια η κρίσιμη στιγμή. Ο Κωνστάντιος, σε αντίθεση με τον Ιουλιανό, βρίσκεται τώρα εκτεθειμένος σε εξωτερικούς κινδύνους. Οι Πέρσες, το 358, με ηγέτη το Σαπώρ Β’ , διεκδικούν ολόκληρες περιοχές της αυτοκρατορίας, στην Αρμενία και τη Μεσοποταμία και μπροστά στην άρνηση του Κωνστάντιου να δεχτεί τις απαιτήσεις τους του κηρύσσουν τον πόλεμο. Τα ρωμαϊκά στρατεύματα της Ανατολής κάμπτονται στις επιθέσεις του εχθρού, που προελαύνει και κατακτά ονομαστές πόλεις και ολόκληρες επαρχίες.
Ο Ιουλιανός και η γυναίκα του Ελένη. Μετά το θάνατό της —λέγεται— ότι αρνήθηκε να ξαναβρεθεί με γυναίκα..

Ο αυτοκράτορας, σαστισμένος από τις αλλεπάλληλες ατυχίες του, συλλαμβάνει τώρα ένα παράτολμο σχέδιο. Να κινήσει κατά των Περσών τις ισχυρές δυνάμεις του Ιουλιανού και ταυτόχρονα να πετύχει την αιχμαλωσία και εξόντωσή του. Του μηνύει να στείλει σε βοήθεια μεγάλο στράτευμα από τη Δύση. Τα πράγματα περιπλέκονται. Ο Ιουλιανός, είτε γιατί καταλαβαίνει την παγίδα, είτε γιατί βλέπει να πλησιάζει η στιγμή της ρήξης, αντιδρά. Η διαταγή εξάλλου του αυτοκράτορα ήταν παράλογη, μια και με τη μετακίνηση των στρατευμάτων, η Δύση θα έμενε «ξέφραγο» αμπέλι, στις επιδρομές των Γερμανών (που λίγα χρόνια αργότερα θα πετύχαιναν ότι δεν κατόρθωσαν στα χρόνια του Ιουλιανού). Επιδέξιος διπλωμάτης, δεν παίρνει ο ίδιος την ευθύνη της αναμενόμενης σύγκρουσης, εκφράζει συγκροτημένα τη διαφωνία του με την αυτοκρατορική εντολή, που διοχετεύεται επιδέξια στους άντρες του. Ο ίδιος, επίσημα, τους καλεί... να πειθαρχήσουν σ’ αυτήν. Το καζάνι έτσι της αγανάκτησης φουντώνει και οι εξελίξεις από εκεί και πέρα είναι φυσιολογικές: ο στρατός, περικυκλώνει το κατάλυμά του και τον «πιέζει» να αναλάβει τα ηνία της αυτοκρατορίας. Αυτός καμώνεται πως «δε θέλει», αλλά μπροστά στη συνεχιζόμενη στάση του στρατού... υποκύπτει. Ανακηρύσσεται αύγουστος (αυτοκράτορας) και αναλαμβάνει εκστρατεία για την ανατροπή του εξαδέρφου του Κωνστάντιου από το θρόνο. Πολλοί ιστορικοί υποστήριξαν ότι ο Ιουλιανός πραγματικά δεν ήθελε το θρόνο, αλλά τον αποδέχτηκε κάτω από την πίεση των καταστάσεων. Τούτο το συμπέρασμα δε φαίνεται λογικό, αν σκεφτούμε την προηγούμενη και τη μεταγενέστερη ζωή του, που κατευθύνονται σ’ ένα και μοναδικό στόχο: την ανατροπή ενός κόσμου και την αναγέννηση ενός άλλου... Όμως ας συνεχίσουμε, με βάση τα γεγονότα. Μόλις ο Κωνστάντιος —που βρισκόταν τότε στην Κιλικία— μαθαίνει για την εξέγερση του Ιουλιανού, πανικοβάλλεται. Κάνει κακήν—κακώς ανακωχή με τους Πέρσες και στρέφεται προς τη Δύση, ν’ αντιμετωπίσει τα προελαύνοντα στρατεύματα του «αγνώμονα» κι «αντίχριστου» εξαδέρφου του. Δε θα προλάβει όμως. Το Νοέμβριο του 361, πριν από οποιαδήποτε σύγκρουση, πεθαίνει από φυσιολογικό θάνατο (σπάνιο για τους εστεμμένους της εποχής) σε ηλικία 43 ετών. Ο δρόμος είναι πια ανοικτός για τον Ιουλιανό, που το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μπαίνει νικητής —χωρίς μάχη— στην Κωνσταντινούπολη... Ενώ ακόμα πορευόταν σε συνάντηση του Κωνστάντιου, ο Ιουλιανός «ξεσπαθώνει». Διακηρύσσει —για πρώτη φορά επίσημα— την αποστροφή του στο χριστιανισμό και δηλώνει πως θα ξαναχτίσει την αυτοκρατορία με βάση τις αξίες του κλασικού πολιτισμού. Ενός πολιτισμού, που θα στηρίζεται στο ελληνικό ανήσυχο πνεύμα και στο ρωμαϊκό ορθολογισμό. Ενός πολιτισμού που θα μπορέσει να βγάλει την αυτοκρατορία από την επερχόμενη παρακμή και να την οδηγήσει σε μια αέναη αναγέννηση, βασισμένη στη Λογική, τη Δύναμη και την Αρετή. Είχε έρθει η ώρα για ν’ αποδείξει του «λόγου του το αληθές...

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

Εδώ ας διευκρινίσουμε μερικά πράγματα, για να μη δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Ο Ιουλιανός ήταν —όπως είπαμε— λάτρης του κλασικού πολιτισμού κι αρνητής του χριστιανισμού. Λέγοντας όμως «κλασικός πολιτισμός» δε θα πρέπει να βάζουμε στο μυαλό μας σταθερά κι αμετακίνητα πρότυπα, ανεπηρέαστα από την πάροδο των αιώνων και την αλλαγή των καταστάσεων. Όπως ήδη αναφέραμε, από το «χρυσό αιώνα» του Περικλή έχουν περάσει κοντά 800 χρόνια κι όλα έχουν αλλάξει. Θάταν κουραστικό ν’ απαριθμούσαμε εδώ όλες αυτές τις αλλαγές, που αναφέρονται τόσο στην αναδιάρθρωση της κοινωνίας (τέλος του δουλοκτητικού κόσμου —ανατολή του τιμαριωτισμού), όσο και της κρατικής συγκρότησης (τέλος των πόλεων —κρατών—ίδρυση της αυτοκρατορίας). Θα περιοριστούμε μάλλον σ’ άλλο επίπεδο, —οπωσδήποτε όχι ανεξάρτητο από τα προηγούμενα— που αναφέρεται στις πολιτισμικές διεργασίες οι οποίες είχαν συντελεστεί στους κρίσιμους αιώνες, ανάμεσα στην κλασική ελληνική αρχαιότητα και στην εποχή του Ιουλιανού. Σ’ αυτά τα χρόνια, παρακμάζουν ολόκληρα συστήματα ζωής, αλλάζουν συσχετισμοί, ανατρέπονται ιδέες. Η ανθρωπότητα αρχίζει ν’ αποκτά, δειλά—δειλά, μια οικουμενική συνείδηση κι οι «κατοχυρωμένες» πολιτισμικές αξίες του παλιού κόσμου διυλίζονται μέσα στο φίλτρο της Αναγκαιότητας. Μιας Αναγκαιότητας που καταστρέφει ότι δεν αλλάζει, ότι δεν πειθαρχεί... Η πραγματικότητα, στα χρόνια που εμφανίζεται ο χριστιανισμός, είναι σκληρή. Εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε ανασφάλεια, καταπιέζονται, πεινούν, σκοτώνονται σε πολέμους που δευ τους αφορούν. Βλέπουν το νόμο να προστατεύει τον ισχυρό, τους θεούς να σιωπούν, τους φιλοσόφους να «απέχουν», τους δάσκαλους να προσκυνούν. Ψάχνουν για τη Λύση. Όχι μια Λύση θεωρητική —δεν έχουν χρόνο και όρεξη για μελέτες— αλλά μια Λύση που ν’ αγγίζει τους ίδιους. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους ο χριστιανισμός —που αρχικά δευ ήταν τίποτε άλλο από μια ιουδαϊκή αίρεση— λειτουργεί σαν καταλύτης. Οι θεοί σας —τους λέει— είναι ανύπαρχτοι, η κοινωνία σας σάπια, κι η εξουσία σας απάνθρωπη. Εμείς έχουμε το θεό των φτωχών, που μισεί τη βία, την ανισότητα, την αδικία και το μίσος. Έχουμε τη Λύση. Μια Λύση που σας συμφέρει όσο ζείτε κι αφού θα πεθάνετε... Έτσι ο χριστιανισμός απλώνεται κυρίως σαν αντίληψη ζωής και —πράγμα φυσιολογικό— έρχεται σε σύγκρουση με την εξουσία, που κάνει ότι μπορεί να τον εξαφανίσει. Χωρίς αποτέλεσμα. Μέσα στη δύνη της σκληρής αναμέτρησης, η εξουσία εμφανίζεται σαν υπερασπιστής ενός πολιτισμού, που και η ίδια είχε οδηγήσει στην παρακμή. Κι άμεσα βάζει στο στόχαστρο των απελπισμένων μαζών που ζητούν τη λύση μέσα από το χριστιανικό κοινωνισμό, τις αξίες του κλασικού ελληνικού κόσμου. Ενός κόσμου που περικυκλώνεται από εχθρούς κι αλλάζει μορφές, διαχέεται στα πιο απίθανα ρεύματα για να επιβιώσει. Και μοιάζει παράλογο. Οι χριστιανοί, οι κοινωνικοί οραματιστές, χτυπούν κατασταλαγμέυη πολιτιστική κληρονομιά αιώνων, στο όνομα της Προόδου! Όχι στη Λογική —λένε— μα στην Πίστη. Όχι στην Αιτία, μα στο Λόγο. Όχι στην Άρνηση, μα στην Παραδοχή. Οι Έλληνες δεν οδήγησαν πουθενά, εμείς είμαστε το μέλλον... Είναι η ώρα του Κωνσταντίνου, που βλέπει την ευκαιρία και δεν την αφήνει να ξεφύγει. Αυτοί οι εχθροί —σκέφτεται— θα γίνουν οι καλύτεροι σύμμαχοι. Φτάνει να τους αδρανοποιήσει κανείς κοινωνικά και να τους καθοδηγήσει στο όραμα της «άλλης ζωής» όπου βρίσκεται κι η τελική Δικαίωση... Κι όπως είδαμε το κατορθώνει. Οι οραματιστές του καινούργιου κόσμου γίνονται ένας οδοστρωτήρας, που συντρίβει πολιτιστικές καταχτήσεις αιώνων και σκορπίζει το σκοτάδι στην οικουμένη... Για να πολυσπαστούυ τελικά κι οι ίδιοι και να απειλήσουν, από άλλη σκοπιά τώρα, την ενότητα της αυτοκρατορίας. Στην περίοδο των διωγμών αυτών, το κλασικό πνεύμα δευ μπορεί παρά να δεχτεί επιδράσεις, που θα το βοηθήσουν να επιβιώσει. Επιδράσεις που φαίνονται έκδηλα στις ιδεολογικές επιλογές του αυτοκράτορα Ιουλιανού.

ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Πολλοί γράψαν για τις θρησκευτικές θεωρίες του Ιουλιαυού και διαπίστωσαν πως δεν είναι ίδιες με εκείνες που εκφράστηκαν στα χρόνια της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας. Τούτο είναι σωστό. Για τον Ιουλιανό — έναν ώριμο πια διανοητή— η θρησκευτική συνείδηση είναι ακολούθημα όχι μιας τυφλής πίστης και προσήλωσης στην «παράδοση», αλλά ακολούθημα μιας γενικότερης φιλοσοφικής θεώρησης. Δεν είχε φτάσει, άλλωστε, στο Δωδεκάθεο μετά από μύηση κάποιων ιερέων της παλιάς θρησκείας, μα μέσα από την απόρριψη των αξιών που είχε επιβάλει η νέα θρησκεία. Κι ας μην ξεχνούμε πως από τα «τρυφερά» του κι όλας χρόνια είχε περιπλανηθεί στο ιδεολογικό τέλμα των αντιμαχόμενων χριστιανικών φατριών, το είχε γνωρίσει και το είχε αρνηθεί. Ο Ιουλιανός δευ ήταν κάποιος συνεπαρμένος ονειροπόλος, όπως τον παραστήσαν πολλοί ιστορικοί. Δεν πετούσε στα σύννεφα. Δεν έψαχνε να βρει κάποια μεταφυσική διέξοδο μέσα από την αρχαία λατρεία και σίγουρα γνώριζε πως δεν ξανάρχονται τα χρόνια του Περικλή. Κι είναι πολύ άδικος ο Παπαρρηγόπουλος όταν γράφει: «Ως ραστής παράφρων, στάμενος νώπιον το πτώματος ρωμένης περιπόθητου (σημ. τς ρχαίας δηλ. θρησκείας) φαντάζετο  ταλαίπωρος τι διά τν σπασμν ατο καί τν περιπτύξεων θά μφυσήση ζωήν ες σμα ζσον μέν τι καλλονήν παράμιλον, λλ’ οδέν ττον ψυχον ντικείμενον...»
Άγαλμα του Ιουλιανού, στο μουσείο του Λούβρου.
Όχι, δεν είναι έτσι. Ο Ιουλιανός βλέπει την αρχαία θρησκεία σαν τη μεταφυσική συρρίκνωση ενός πολιτισμού που πρέπει και μπορεί να επιβιώσει. Να επιβιώσει όμως προσαρμοσμένος σε νέα πρότυπα, νέο πολιτικό περίγυρο και νέα κοινωνική δομή. Δεν διστάζει άλλωστε να ειρωνευτεί τους Αθηναίους νεοκλασικιστές με τούτα τα λόγια: «Σώζεται δέ και ες μς τι τς τν προγόνων ρετς ς μπόρευμά τι σμικρόν». Και ταυτόχρονα να επιτεθεί στους χριστιανούς επικριτές του, έτσι: «... ες μς νήκουσιν  εγλωττία καί α τέχναι τς λλάδος καθς καί  τν θεν ατς λατρεία· μέτερος δέ κλρος στίν  μάθεια,  γροικία καί οδέν πλέον· ατή στίν  σοφία μν!». Σχετικά με τις ιδιόμορφες θρησκευτικές του θεωρίες, είπαν πως είναι ένα σύμφυρμα αντικρουόμενων δοξασιών και λατρειών (Ντιράν), χωρίς κάποιο κατασταλλαγμένο συμπέρασμα. Τούτο είναι τόσο σωστό, όσο και λάθος. Ο Ιουλιανός επιχείρησε να δόσει στην αρχαία θρησκεία την οικουμενικότητα του πρώτου χριστιανισμού. Βασίστηκε στο νεοπλατωνισμό, πήρε στοιχεία από το μυστικισμό της Ανατολής κι αποδέχτηκε ορισμένες ηθικές αρχές των πρώτων χριστιανών, όπως τη φιλανθρωπία, τη λιτή κι ενάρετη ζωή κ.λπ. Αυτό είναι γεγονός. Όμως αυτές οι αντιφάσεις δεν αποτελούν και το βασικό σημείο αναφοράς των θρησκευτικών του πιστεύω κι είναι άδικο να επιμένουμε στον εντοπισμό τους και να κλείνουμε τα μάτια στο πιο βασικό: στο ότι αγωνίστηκε —μέσω της νέας θρησκευτικής μεταρρύθμισης—να αναγεννήσει το κλασικό πνεύμα, όχι με μηχανιστικό τρόπο, αλλά σαν ανανεωτής. Το έργο του φυσικά απέτυχε —δεν πρόλαβε δα να κυβερνήσει ούτε δυο χρόνια την αυτοκρατορία— και δε στοιχίζει τίποτα να το θεωρήσει κανείς καταδικασμένο «από χέρι». Το συμπέρασμα βολεύει, μα είναι αυθαίρετο. Κανείς δεν μπορεί με ήσυχη την ιστορική του συνείδηση, να πει με βεβαιότητα τι θα σήμαινε η παραμονή του Ιουλιανού για μερικές δεκαετίες στο θρόνο. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε ποιά θεωρητικά κατασταλλάγματα θα κατέληγαν οι προβληματισμοί του και ποιό κύρος —αυτοκρατορικό κύρος— θα αποκτούσαν στις μάζες των υπηκόων. Εδώ ο χριστιανισμός ανακάλυψε την ιερότητα του... εθνικού πολέμου (αγαπάτε τους εχθρούς υμών... φτάνει να μην είναι εχθροί!) και το «πέρασε» στους πιστούς. Γιατί να μην μπορούσαν να «περάσουν» κι οι ανανεωτικές θεωρίες του Ιουλιανού; Kι ας μην πει κανείς πως δεν «βόλευαν» οι αντικειμενικές συνθήκες κ.λπ. σ’ αυτό. Φτάνει πια μ’ αυτές τις σχολές, που βγάζουν συμπεράσματα χωρίς γεγονότα, και «στριμώχνουν» τα γεγονότα στα ήδη βγαλμένα συμπεράσματα. Στο κάτω—κάτω ένας ανανεωμένος κλασικισμός δε θα αποτελούσε τροχοπέδη για τις κοινωνικές εξελίξεις. Ίσως τους έδινε όμως μια άλλη —λίγο ή πολύ—διαφορετική ποιοτική πορεία...

ΕΝΑΣ ΤΟΛΜΗΡΟΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΗΣ

Το μεταρρυθμιστικό έργο του Ιουλιανού θα μπορούσε να ειδωθεί σε πολλούς τομείς: το θρησκευτικό, του πολιτιστικό, του κοινωνικό, του πολιτικό, το στρατιωτικό κ.λπ. Κι αν ρίχνουμε μεγαλύτερο βάρος στον πρώτο, τούτο οφείλεται στο ότι αποτέλεσε και το στόχο της κύριας πολεμικής εναντίου του. Χωρίς τούτο να σημαίνει ότι ο Ιουλιανός δεν απέδοσε μεγάλο έργο και δεν καταπολεμήθηκε σφοδρά και στους υπόλοιπους τομείς δράσης του. Όμως ας βάλουμε τα πράγματα στη σειρά τους. Στον τομέα των θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων, ο νέος αυτοκράτορας στάθηκε αποφασιστικός κι έδρασε άμεσα, χωρίς καμιά χρονοτριβή. Πριν απ’ όλα ήρθε — ενώ ακόμα πορευόταν κατά του Κωνστάντιου— σε επαφή με επιφανείς Εθνικούς της Ελλάδας, που του υποσχέθηκαυ αμέριστη συμπαράσταση. Με την άνοδό του στο θρόνο, αυτοανακηρύσσεται σε υπέρτατο αρχιερέα της αρχαίας θρησκείας κι από τη θέση αυτή ελέγχει και κατευθύνει κάθε εκδήλωσή της. Διορίζει ανθρώπους του στις διάφορες επαρχίες, που αγωνίζονται με όλα τα μέσα να παρακινήσουν τις μάζες στη λατρεία των θεών. Ταυτόχρονα, δίνει εντολή να ξαναχτιστούν οι παλιοί ναοί και να φτιαχτούν νέοι. Ανασταίνει γιορτές, ξαναφέρνει το θεσμό των θυσιών, δημιουργεί σχολές όπου διδάσκονται οι ιδιόμορφες θρησκευτικές του απόψεις. Απέναντι στους χριστιανούς δεν φέρεται εχθρικά. Τους επιτρέπει να πιστεύουν και να τηρούν όλες τις λατρευτικές τελετουργίες της θρησκείας τους. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα επεμβαίνει και επαναφέρει στη θέση τους ιερωμένους που είχαν καταδιωχτεί στα χρόνια του Κωνστάντιου. Περιορίζει βέβαια το χριστιανικό κλήρο ως προς ορισμένες δραστηριότητες: του απαγορεύει να διδάσκει ρητορική, φιλολογία και τέχνη και καταργεί τις φορολογικές απαλλαγές που μέχρι τότε είχε. Υποχρεώνει τέλος τη χριστιανική εκκλησία να επανορθώσει όλες πς ζημιές που είχε προκαλέσει στους ειδωλολατρικούς ναούς και να αποδόσει ότι περιουσιακό στοιχείο είχε αρπάξει από αυτούς. Και πώς αντέδρασε ο χριστιανικός κλήρος σ’ αυτές τις μεταρρυθμίσεις; αρχικά, δεν εκδήλωσε αντιδράσεις, γιατί δεν ήξερε μέχρι που μπορούσε να οδηγήσει αυτό. Μόλις όμως οι ανώτεροι κληρικοί διαπίστωσαν ότι ο αυτοκράτορας δε σκόπευε στο βίαιο χτύπημά τους, άρχισαν να μεθοδεύουν μια πολύπλευρη πολεμική εναντίον του, που ξεκινούσε από την άμεση καταγγελία του στους πιστούς, σαν «αντίχριστο» κι έφτανε σε απόπειρες επαναστατικής εξέγερσης κατά του θρόνου.
Ο Ιουλιανός θυσιάζει στους Θεούς του Ολύμπου (σχεδίασμα από βυζαντινό βιβλίο). Η ειδωλολατρεία ήταν, για τον αυτοκράτορα, πρόσβαση στον κλασικό ελληνικό πολιτισμό.
Η αλήθεια είναι ότι ο αυτοκράτορας δεν άφησε αναπάντητη κάθε τέτοια απόπειρα κατά της εξουσίας του και ορισμένες φορές αντέδρασε βίαια και αποφασιστικά, καταστέλλοντας στη γέννησή της, την οποιαδήποτε επαναστατική εκδήλωση. Όμως —κι αυτό είναι βέβαιο— δεν έφτασε ποτέ στις ακρότητες που οι ίδιοι οι χριστιανοί είχαν φτάσει καταπολεμώντας ο ένας τον άλλο... Κι είναι πραγματικά γελοίες οι κατηγορίες του «παραμυθατζή» Κεδρηνού, που μαρτυρεί —μόνο αυτός— φανταστικές γενοκτονίες χριστιανών, σφαγές παιδιών, βασανιστήρια, βγαλσίματα ματιών κ.λπ. Ο ίδιος άλλωστε είχε εφεύρει και το παραμύθι, σχετικά με το χρησμό που η Πυθία των Δελφών, απαντώντας στον αυτοκράτορα, του είχε στείλει: «Επατε τ βασιλε, χαμαί πέσε δαίδαλος αλά, οκέτι Φοβος χει καλύβαν, ο μάντιδα δάφνην, ο παγόν λαλέουσαν. πέσβετο καί λάλον δωρ» («πείτε στο βασιλιά πως έχει πέσει κάτω ο ψεύτικος αυλός. Ο Απόλλωνος δεν έχει πια καλύβα, ούτε μαντική δάφνη, ούτε πηγή που μιλάει. Και το νερό που τραγουδούσε, στέρεψε»). Κι αυτό το παραμύθι διδάσκεται ακόμα στα σχολεία. Λες και η Πυθία θα μπορούσε να έχει καταληφθεί από... χριστιανικό οίστρο, όντας μάλιστα κάτω από τον άμεσο έλεγχο των ειδωλολατρών ιερέων του αυτοκράτορα... Θα σημειώσουμε και τούτο. Σ’ όλη τη διάρκεια του θρησκευτικού μεταρρυθμιστικού έργου του, ο Ιουλιανός δεν έπαυε να παρακινεί τους ειδωλολάτρες, να μιμούνται τους ...πρώτους χριστιανούς, σ’ ότι αφορά ορισμένες ηθικές άρχές. Υποστήριζε την ηθική τελείωση, την εγκράτεια, τη φιλαληθία και τη φιλανθρωπία. Ο ίδιος άλλωστε λέγεται ότι ζούσε ασκητική ζωή. Μετά το θάνατο της γυναίκας του Ελένης, αρνήθηκε να ξαναβρεθεί με γυναίκα κι απόφευγε κάθε διασκέδαση και κάθε φανταχτερή δημόσια παρουσία. Είχε απολύσει, αμέσως μετά την άνοδό του στο θρόνο, όλο το άχρηστο προσωπικό των ανακτόρων —ευνούχους, κουρείς, μαγείρους, υπηρέτες κ.λπ.— και αρκούνταν σ’ ελάχιστα έμπιστα πρόσωπα, απαραίτητα για τη λειτουργία των ανακτόρων, κοιμόταν σε σκληρό στρώμα, έμενε σε διαμερίσματα χωρίς θέρμανση κι έτρωγε λιτά φαγητά, ίσα για να συντηρείται. Ειρωνευόταν μάλιστα σκληρά τους χριστιανούς εκείνους, που είχαν αναγάγει την πολυτέλεια σε τρόπο ζωής, διαψεύδοντας έτσι, με τη ζωή τους, τα υποτιθέμενα πιστεύω τους... Το έργο του Ιουλιανού απλώνεται πολύπλευρο και σε μια σειρά τομείς ακόμα.

ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗ ΕΞΟΥΣΙΑ…

Στον τομέα της πολιτιστικής δραστηριότητας, παίρνει μέτρα για τη διάδοση των γραμμάτων και της κλασικής παιδείας και ιδρύει ή επανιδρύει σχολές και βιβλιοθήκες σ’ όλη σχεδόν την αυτοκρατορία. Τιμά τους πνευματικούς ανθρώπους, τους προστατεύει και υποστηρίζει ακόμα την ανάπτυξη των τεχνών. Ο ίδιος αφήνει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο (θα ασχοληθούμε σε ιδιαίτερο σημείωμά μας μ’ αυτό), μέσα από το οποίο βλέπουμε ανάγλυφες τις δαιδαλώδεις φιλοσοφικές αναζητήσεις του, που όλες κατέληγαν στον ύμνο προς τις αξίες του κλασικού πολιτισμού. Νιώθει άλλωστε πολιτιστικά 'Ελληνας, και το διακηρύσσει ανοιχτά... Σαν πολιτικός ηγέτης, αγωνίζεται να δόσει στη δεσποτεία άλλη μορφή. Αρνείται τον τίτλο του Dominus (κυρίου = απολυταρχικού ηγεμόνα) και —σύμφωνα μ’ όσα μαρτυρεί ο Λιβάνιος— ενισχύει τους θεσμούς των Υπάτων και της Συγκλήτου, καθώς και τους τοπικούς θεσμούς των πόλεων. Γενικά βλέπει την ενίσχυση της αυτοκρατορικής εξουσίας μέσα από την αποκέντρωση των δομών της και την αξιοποίηση όλων εκείνων των αρχαίων ρωμαϊκών διοικητικών θεσμών, που με την πάροδο του χρόνου είχαν καταντήσει νεκρό γράμμα. Ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη είναι η κοινωνική του πολιτική. Σίγουρα οραματίζεται κοινωνικές αναδιαρθρώσεις κι άλλωστε τις διακηρύσσει κι ορισμένες μάλιστα επιχειρεί να τις προωθήσει. Τον ενδιαφέρει ο αναδασμός της γης, η φορολογική ανακούφιση των μαζών, η υποστήριξη των κατεστραμένων εμπόρων. Σίγουρα δεν θα προωθηθεί τίποτα —στους λίγους μήνες που κυβέρνησε— και οι διάδοχοί του θα γυρίσουν την ιστορία προς τα πίσω. Κι εδώ ίσως πρέπει να σταθούμε στις απόψεις του Γ. Κορδάτου, που αρκετά «τσεκουράτος», του καταγγέλει σαν υποκριτή και ψεύτη που υπηρετούσε τα συμφέροντα των φεουδαρχών, χωρίς να κάνει τίποτα για το λαό, παρά τις διακηρύξεις του... Το συμπέρασμα τούτο του μεγάλου μας ιστορικού είναι αρκετά περίεργο. Θάπρεπε ίσως να καταλάβει ότι ο Ιουλιανός δεν ήταν θαυματοποιός για ν’ ανατρέψει σε λίγους μήνες κοινωνικά δεδομένα αιώνων... Άλλωστε, ποτέ δε δήλωσε κοινωνικός επαναστάτης. Απλώς μεταρρυθμιστής...

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ

Οι στρατιωτικές ικανότητες του νέου αυτοκράτορα ήταν αναμφισβσβήτητες, κι αποδειγμένες από τις τάξεις των αξιωματικών από οπαδούς του Χριστιανισμού. Οραματίζεται τώρα την εκστρατεία κατά των Περσών. Ξεκινά την εκστρατεία του το Μάρτιο του 363. Περνά —επικεφαλής του στρατού του— του Τίγρη και του Εφράτη και τρέπει σε άτακτη φυγή τον εχθρό, που υποχωρώντας καταστρέφει τα πάντα πίσω του, εφαρμόζοντας τη στρατηγική της «καμμένης γης». Ο αυτοκρατορικός στρατός υποφέρει από πείνα, δίψα και αφάνταστες κακουχίες, μα ο Ιουλιανός ενισχύει —όπως παλιότερα ο Μ. Αλέξανδρος— του δίνει κουράγιο με το παράδειγμά του. Αρνείται ιδιαίτερες περιποιήσεις και περιτρέχει τις δυνάμεις του, βγάζοντας φλογερούς λόγους, που φέρνουν στους στρατιώτες ρίγη ενθουσιασμού. Φτάνει στην Κτησιφώντα, την πολιορκεί, μ’ αναγκάζεται να υποχωρήσει λόγω έλειψης τροφίμων. Κι έρχεται η κρίσιμη στιγμή. Ο Σαπώρ Β' τον παρασύρει —στέλνοντάς του με σατανικό τρόπο λαθεμένες πληροφορίες— σε άνυδρη κι ερημική περιοχή. 'Οταν καταλαβαίνει την παγίδα είναι αργά. Η κύρια δύναμη του περσικού στρατού επιτίθεται κι αρχίζει σκληρή σύγκρουση. Ο Ιουλία ός πολεμά ηρωικά. Κάποια στιγμή, ένα δόρυ τον χτυπά από τα πλάγια και του τρυπά το συκώτι. Οι στρατιώτες παίρνουν το λαβωμένο αυτοκράτορα και του μεταφέρουν σε κάποιο αντίσκηνο, όπου οι γιατροί του λένε πως δεν έχει ελπίδα να ζήσει. Αυτός τους ακούει με ηρεμία και — σύμφωνα με διήγηση του Αμμιανού— ξετυλίγεται η ακόλουθη τραγική σκηνή. «Ξαπλωμένος στη σκηνή του, είπε στους περίλυπους συντρόφους του τούτα τα λόγια:
—Φίλοι μου, ήρθε πρόωρα γιά μένα ή στιγμή ν’ άφήσω αυτή τή ζωή καί νά έπιστρέψω στη Φύση πού μέ καλεί...
Όλοι εκεί έκλαιγαν. Αυτός όμως τους είπε πως τούτο δεν είναι σωστό, μια κι είχε έρθει η ώρα να ενωθεί ένας άρχοντας με τον ουρανό και τ’ άστρα. Έτσι, αφού τους ησύχασε, άνοιξε μια δύσκολη συζήτηση με τους φιλοσόφους Μάξιμο και ΠρΙσκο για την ευγένεια της ψυχής. Ξαφνικά άνοιξε η πληγή, άρχισε να βαριανασαίνει και ζήτησε νερό. Ύστερα πέθανε χωρίς αγωνία...». Ήταν μόλις 32 ετών κι είχε κυβερνήσει την αυτοκρατορία μόλις 18 μήνες... Ο Λιβάνιος έγραψε πως δεν πέθανε από περσικό δόρυ, μα από χριστιανικό. Την άποψή του βάσισε στο γεγονός ότι κανένας Πέρσης, δεν εμφανίστηκε στο Σαπώρ για να ζητήσει την αμοιβή του για το φόνο του αυτοκράτορα. Ίσως έχει δίκιο... Με το θάνατο του Ιουλιανού, το μεταρρυθμιστικό του έργο τελειώνει. Οι διάδοχοί του θα στείλουν τους θεούς του Ολύμπου για πάντα στον τάφο και του ελληνικό πολιτισμό στη λησμοσύνη, απ’ όπου θα του ανασύρουν —πολλούς αιώνες αργότερα— οι Ευρωπαίοι Ουμανιστές.

ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑΒΑΤΗΣ

Εύλογα λοιπόν μια σειρά ερωτήματα: Τί πιθανότητες είχε ο Ιουλιανός να πετύχει; μήπως εξέφρασε το τελευταίο επιθανάτιο σκίρτημα ενός κόσμου που αντικειμενικά δεν μπορούσε παρά να σβύσει; μήπως δεν ήταν παρά ένας ονειροπόλος, που πίστεψε πως θα γυρίσει πίσω του τροχό της ιστορίας; μήπως όλα ήταν χαμένα από την πρώτη στιγμή; Δύσκολη απάντηση. Οι απολογητές του χριστιανισμού στάθηκαν αταλάντευτα στην άποψη πως ο Ιουλιανός δεν μπορούσε ποτέ να νικήσει το χριστιανισμό, μια θρησκεία ασύγκριτα πιο ανθρώπινη και πιο σωστή από την ξεπερασμένη ειδωλολατρία. Οι εξελίξεις γι’ αυτούς είναι φυσιολογικές. Άλλωστε για να ενισχύσουν το συμπεράσμά τους, επινόησαν και το μύθο του «Νενίκηκάς με Ναζωραίε» που δήθεν εκστόμησε ο Ιουλιανός πεθαίνοντας. Η φράση αυτή, που τόσες φορές ακούσαμε και την θεωρούμε ιστορικά βεβαιωμένη, δεν είναι παρά μια ανεπιβεβαίωτη παράδοση, που εκφράζει αυτή ακριβώς την αντίληψη. Της ήττας των Θεών από το Ναζωραίο... Νεότεροι συγγραφείς ρίξανε βάρος στην αντικειμενικά πραγματούμενη μετεξέλιξη της κοινωνίας, που δε διακόπτεται από εφήμερα εμπόδια. Ο Ιουλιανός ήταν εκφραστής μιας κοινωνίας —λένε— που ταξικά είχε «ξοφλήσει». Ο αρχαίος δουλοκτητικός κόσμος είχε πεθάνει μαζί με τους θεούς και τον πολιτισμό του και τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τη θορυβώδη κίνηση της ιστορίας. Η νέα θρησκεία εξέφραζε τα συμφέροντα των νέων κοινωνικών δυνάμεων που καταλάμβαναν αποφασιστικά τη θέση τους στην ιστορία και δεν μπορούσε παρά να νικήσει... Όλοι σχεδόν —από άλλη ιδεολογική σκοπιά ο καθένας— βλέπουν τον Ιουλιανό σαν ένα μικρό ανάχωμα που παρασύρθηκε από την παλίρροια της ιστορίας. Και το πολύ—πολύ, του αναγνωρίζουν κάποιες αρετές: τιμιότητα, ηρωισμό, εξυπνάδα, ηθική δύναμη. Ίσως όμως δεν είναι έτσι. Ο Ιουλιανός δεν κυβέρνησε παρά ελάχιστα. Δεν πρόφτασε να ξεδιπλώσει ούτε τις ιδέες, ούτε τα πολιτικοκοινωνικά του οράματα. Έμεινε στον πρόλογο ενός έργου που δεν ξέρουμε μέχρι που θα έφτανε. Ίσως δεν ήταν λάτρης της επιστροφής στον Όλυμπο, μα καθοδηγητής των Θεών στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής του. Ίσως, μέσα από την επιστροφή μεθόδευε μια πρόοδο πραγματώσιμη και φυσιολογική. Δεν ξέρουμε. Το νήμα της ζωής του κόπηκε γρήγορα. Κι ο θάνατός του —ας το προσέξουμε αυτό— δεν προήλθε από κάποια επανάσταση, ούτε ήταν συνέπεια, αντιδράσεων στο μεταρρυθμιστικό του έργο. Ο Ιουλιανός σκοτώθηκε σαν στρατιώτης σε μάχη με τον εξωτερικό εχθρό. Κι όσο φυσιολογικό ήταν να σκοτωθεί τη μέρα εκείνη, τόσο φυσιολογικό ήταν και να ζήσει. Ποιός μπορεί με βεβαιότητα να πει τι θα συνέβαινε αν εκείνο το δόρυ δεν του πετύχαινε; Αν έμενε άλλα 20 ή 30 χρόνια στην εξουσία; Μάλλον κανείς. Η ιστορία έχει τους αντικειμενικούς της νόμους, μα δεν ανέχεται προφήτες, που ανοίγουν το «κουτάκι» της θεωρίας για να βγάλουν το συμπέρασμα... Και κάτι άλλο. Ο Ιουλιανός δεν ήταν «Παραβάτης». Δεν πρόδοσε ποτέ αυτά που πίστευε από μικρό παιδί.

Ο. Αναστασίου
Τότε...
Μηνιαίο περιοδικό για την ελληνική ιστορία
Τεύχος Νο 6
Δεκέμβρης 1983


from ανεμουριον https://ift.tt/2XXauDO
via IFTTT

Δημοσίευση σχολίου

To kaliterilamia.gr σέβεται το δικαίωμα όλων των χρηστών να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα, να μην δημοσιεύει συκοφαντικά και υβριστικά σχόλια. Έτσι όποια σχόλια, περιέχουν ακατάλληλα προς το κοινό χαρακτηριστικά θα αποσύρονται από τον ιστότοπο.

Νεότερη Παλαιότερη