του Γιώργου Χατζιδάκι
Με δύο ηγετικές φυσιογνωμίες το θέατρο μας διέσχισε το ταραγμένο πέλαγος του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Την Κυβέλη και τη Μαρίκα. Αυτές οι δύο το γαλούχησαν. Στις διαθέσεις, στις προτιμήσει και στις επιλογές των δύο πρωταγωνιστριών οφείλεται, κατ' επέκταση, και η θεατρική αγωγή του κοινού. Η αντίληψη του κόσμου για το θέατρο. Η γενική θεατρική ιδεολογία. Ασφαλώς, καμιά από τις δύο ηγερίες δεν βρέθηκε στην κορυφή ελέω Θεού. Τόσο η Κυβέλη όσο και η Μαρίκα ήταν δημιουργήματα ιστορικοκοινωνικών συνθηκών και αλλότριων επιρροών. Καθώς άλλωστε και η ελληνική κοινωνία που διαμορφωνόταν, σύμφωνα με τα πρότυπα των δυτικών κοινωνιών και για την περίπτωση, κυρίως, της γαλλικής κοινωνίας. Ένας καθρέφτης, λοιπόν, αυτών των προβολών ήταν το θέατρο και οι δύο πρωθιέρειες της θεατρικής λειτουργίας εν Ελλάδι κατείχαν μεγάλο μέρος της επιφάνειας αυτού του καθρέφτη.
Σαμπανιζέ ηρωΐδες
Η ευθύνη της ελαφρότητας και της ανεμελιάς που κυριάρχησε στις ελληνικές σκηνές των προπολεμικών χρόνων, ανήκει περισσότερο στην Κυβέλη παρά στη Μαρίκα. Η δεύτερη χάρη στις τραγικές ηρωίδες του Γκαίτε, του Γκριλπάρτσερ και του Χόφμανσταλ εξασφάλισε έναν βαρύγδουπο τίτλο που την εξιλέωνε από τα ολισθήματα τα οποία, ως γνωστόν, δεν ήταν καθόλου ολίγα. Για την Κυβέλη, όμως, τα κοριτσόπουλα του Ξενόπουλου, όσο δραματικά και αν ήσαν, δεν αποτελούσαν ικανό αντιστάθμισμα στο πέλαγος των Γαλλίδων σαμπανιζέ ηρωίδων που αποτελούν το μεγάλο πλήθος των σκηνικών επιτευγμάτων της Κυβέλης. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε δύο απαραίτητες διευκρινίσει: Δεν θεωρούμε καθόλου εύκολο θέατρο, ούτε αμελητέο το είδος που υπηρέτησε η Κυβέλη, δηλαδή τα έργα τα εντασσόμενα στη συνομοταξία του «μπουλβάρ».
Τόλμησε, επίσης, με επιτυχία, αναμφισβήτητη, και ρόλου σπουδαίους, έργων σημαντικών. Ηρωίδες ιψενικές, ρόλους πιραντελικούς, πρόσωπα γυναικεία με την πολύπτυχη ψυχολογία των Ρώσων δραματουργών. Ανέβασε έργα πολιτικών αποχρώσεων με ψήγματα σοσιαλιστικά. Πολλές υπογραμμίσεις θετικές θα είχε να κάνει κάποιος στο ρεπερτόριο της Κυβέλης, η οποία ερμήνευσε αρχαίες ηρωίδες, αυθεντικής τραγικής καταγωγής. Τη σφράγισε όμως η αβρότητα των κυριών των γαλλικών σαλονιών και μπουντουάρ. Οι ιστορικοί έχουν αποφανθεί τελεσίδικα, έστω και αν η ετυμηγορία του είναι κατ' ολίγον άδικη.
Διάλογος με... κομψή πελατεία
Ο Γιάννης Σιδέρης στην εφημερίδα «Προοδευτικός Φιλελεύθερος» την 1η Ιουνίου 1950 γράφει: «...Ο Χρηστομάνος εγκαταλείπει την απόλυτη προσήλωση του στην τέχνη και γυρίζει προς το ελαφρό γαλλικό θέατρο, προς την κωμωδία κατά το μάλλον, που το αιώνιο θέμα της ο αργόσχολος έρωτας, οι συζυγικές απιστίες και η κομψότητα του διαλόγου της, ήταν παράλληλη και σύμφωνη με την επίσης κομψή πελατεία της (...) και ιδού η Κυβέλη γίνεται το άνθος αυτής της γραμμής του, πολύ πιο ευωδιαστό από όσο θα μπορούσε να το ποθήσει και κείνος...»
Η Κυβέλη σε έναν από τους πρώτους πετυχημένους ρόλους της καριέρας της, Μαρίζα στον «Κλέπτη». Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 6 Αυγούστου 1902, στη «Νέα Σκηνή» (φωτ.: Θεατρικό Μουσείο). |
Και στο κλείσιμο του κειμένου ο ιστορικός μας σημειώνει: «...Το κύριο γνώρισμα της Κυβέλης ως πρωταγωνίστριας ενός ορισμένου καιρού είναι το παρουσίασμα επί σκηνής μιας αδέσμευτης προσωπικότητας που κυριαρχεί πάνοπλη, όχι για να σβήσει τους άλλους, παρά γιατί αυτό αποτελούσε τον καταστατικό χάρτη του είδους της, των βουλεβάρτων...».
Από το ξεκίνημα της η Κυβέλη κλίνει με χάρη προς το μπουλβάρ. Σ' αυτό το είδος εναρμονίζονται και αξιοποιούνται όλα της τα χαρίσματα Είναι όμορφη, έχει θηλυκότητα, αρχοντικό στήσιμο, φωνή κελαϊδιστή, αβρότητα. Έχει ακόμα μια κρυμμένη πονηριά κοριτσίστικη που την κάνει προκλητική, ερωτική. Έχει βέβαια και ταλέντο- πολύ ταλέντο. με την υποκριτική της ικανότητα μπορεί να περάσει από πολλούς ρόλους και καταστάσεις. Η Κυβέλη υπήρξε αναμφισβήτητα η βασίλισσα του μπουλβάρ. Έπαιξε αμέτρητα έργα και ρόλους αυτής της κατηγορίας. Δειγματολογικά αναφέρουμε έργα που πρωταγωνίστησε η ίδια, από το 1926 και μετά: «Η εξαδέλφη μου από την Βαρσοβία» του Βερνέιγ, «Οι σύζυγοι της Λεοντίνης», «Αζάΐε», «Τα φθινοπωρινά ρόδα», «Οταν η γυναίκα θέλει», «Ο Άσος της», «Το μωρό μου», «Το αεροπλάνο». Κοντά σ' αυτά η μεγάλη επιτυχία της «Το Ρομάντσο», «Η ζήλεια», του Αρτσιμπάτσεφ, το «Κουρέλι» του Νικοντέμι, η «Νόρα» του Ιψεν και η «Αναστάσις» του Τολστόι, «Το σχολείο κοκκοτών» και η περιώνυμη «Αιχμάλωτος» του Μπουρντέ. Αν επιχειρήσουμε κάτι παρόμοιο και το 1928: «Οταν η γυναίκα θέλει», «Μαριονέττες», «Μάγια», «Αμάγαλμα», «Το χρυσό μου», «Περιφέρεια», «Γκιζέλλα», «Αρτι εκδοθέν» του Μπουρντέ, «Είκοσι ετών κυρία», «Άγουρο φρούτο», «Στο κέφι», και το τολμηρό «Σκραπ» του Παντελή Χορν.
Μέσα σε μια τετραετία η Κυβέλη έπαιξε τουλάχιστον τριάντα μπουλβάρ γαλλικής προέλευσης, κυρίως, από τα οποία τα δέκα ήταν τολμηρά έως και ακατάλληλα. Στα πενήντα χρόνια της καριέρας της πόσες κυρίες και δεσποινίδες της ανάλαφρης γαλλικής ηθογραφίας, εύθυμης είτε σοβαρής θα πρέπει να ζωντάνεψε επί Σκηνής! Και πόσες τουαλέτες άραγε φόρεσε επιδεικνύοντάς τες στις Αθηναίες ατθίδες;
Κριτική για το μπουλβάρ
Μα πως ήταν τελοσπάντων αυτά τα μπουλβάρ και πόσο αξίζουν να περιφρονηθούν; Ας ανατρέξουμε στις κριτικές της εποχής ξεσηκώνοντας μερικές κατατοπιστικές αράδες. «Έθνος» 19 Μαρτίου 1928. «Ενα αρκετά πρωτότυπον έργον του Μαζώ επαίχθη χθες το βράδυ από τον θίασον Κυβέλης εις τον Απόλλωνα. Είνε η περίπτωσις ενός ατυχούς συζύγου ο οποίος εκδικείται την γυναίκα του και την σωφρονίζει τρόπον τινά διά την εις άτοπον απαγωγής. Διακηρύσσει ορθά κοφτά εις ολόκληρον την μικράν επαρχιακήν πόλιν όπου ζη, πως είνε ότι είνε... Αυτοχαρακτηρίζεται με την λέξιν του Μολιέρου, την οποίαν προφέρει ολοστρόγγυλα. Έτσι αντί να είναι το κορόιδο, κοροϊδεύει αυτός και εκθέτει την γυναίκα του, τον εραστή της, τους ομοιοπαθείς του...».
«Έθνος» και πάλι 3 Απριλίου του '28. «Οι Φουρνιέ και Τουρπέν, συγγραφείς του έργου "Μάσκα νεότητος" που επαίχθη χθες το βράδυ εις τον "Απόλλωνα" τα έχουν βάλει με την μέθοδο του δόκτορος Βορονώφ. Μπορεί να χαρίζει μια μάσκα νεότητος η μέθοδος αυτή, αλλά σκοτώνει την ψυχή, την καρδιά, το αίσθημα, επιπλέον δε επισύρει και το γελοίον (...). Η κυρία Λαβέρν (...) νοσταλγεί μέσα στα καινούργια νειάτα (...) τ' άσπρα της μαλλιά, τις ρυτίδες, το ανομολόγητον αίσθημα ενός νεαρότερου της, ο οποίος τώρα που δεν την αναγνωρίζει πια κάτω από την μάσκα της νεότητος, έχει αφήσει κατά μέρος τα τρυφερά αισθήματα και την λαχταρά σαν γυναίκα (...) ου παραδίνεται, λοιπόν, με σπαραγμόν (...). Ενδιαφέρουσα η μεταμόρφωσις της κ. Κυβέλης».
Πανέμορφη, ντυμένη στα λευκά, με μιαν απορία στα μάτια, η Κυβέλη στην «Παριζιάνα» του Μπεκ, που πρωτοπαίχθηκε στις 25 Ιουνίου του 1903 (φωτ.: Θεατρικό Μουσείο). |
Τέλος, μερικές αράδες από κριτική του Φώτου Πολίτη για το έργο «Στο κέφι» στις 1 Φεβρουαρίου 1928: «Πρόκειται άλλωστε περί έργου ελαφρού, είδους "φάρσας" με έξυπνον διάλογον και με μιαν μοναδικήν προσπάθειαν επιπολαίας διαγραφής ενός κεντρικού τύπου, της πρώην αμαρτωλής μητέρας, που απέκτησε χωρίς στεφάνι δύο κορίτσια από διαφόρους άνδρας και για τούτο έμαθε να εκτιμά την αξίαν των γαμήλιων συμβολαίων. Σκοπός της είναι τώρα να παντρέψη αστικώτατα τις δύο θυγατέρες της και περί τον αγώνα της αυτού στρέφεται η υπόθεσις της φάρσας (...) Η κυρία Κυβέλη έπαιξε με μοναδικήν μαεστρίαν τον τύπον της μητέρας, εκμεταλλευόμενη εις την εντέλειαν όλας τας αποχρώσεις του ρόλου...».
Τα «ακατάλληλα»
Τα αποσπάσματα που παρέθεσα σχηματίζουν, νομίζω, έστω αχνά το θεατρικό ήθος μιας εποχής που απέχει από μας εξήντα πέντε χρόνια, και μας παρέχουν πληροφορίες για το είδος του μπουλβάρ και την ποικιλία του που κυμαίνεται από το ψυχολογικό δραματάκι, τις επιπλοκές και περιείλξεις καταστάσεων εξαιτίας των κοινωνικών συμβάσεων, το γελαστικό χαριτωμένο σκηνικό παιχνίδι ως την σκέτη χρωματιστή πομφόλυγα χωρίς καμιά αξίωση. Μέσα σε όλους αυτούς τους αλλεπάλληλους ρόλους η Κυβέλη, δέσποζε, επιβεβαιώνοντας κάθε φορά την κυριαρχία και την υπεροχή της. Συχνά, ωστόσο, κατέβαζε από τα ράφια της γαλλικής δραματουργικης προθήκης, έργα που επιβαλλόταν να συνοδεύονται από την προειδοποίηση «Ακατάλληλον».
Η Κυβέλη με τον Κώστα Μουσούρη σε μια σκανδαλιστική για τα ήθη της εποχής εκείνης σκηνή από τη «Ζήλεια» τον Αρτσιμπάτσεφ, που παίχτηκε το 1921. Το έργο υπήρξε μία από τις μεγάλες επιτυχίες της. |
Υπήρχαν θίασοι με ειδικότητα στα ακατάλληλα, θίασοι που απευθύνονταν στο λαϊκό κοινό που είχαν απήχηση τα τολμηρά υπονοούμενα. Στους θιάσους αυτούς (όπως για παράδειγμα ο πιο «ειδικευμένος» της εποχής που αναφερόμαστε ήταν της Τάσιας Κύρου) που είχαν ένα σταθερό ρεπερτόριο, υπήρχαν ευρύτερα όρια τολμηρότητας. Τα αριστοφανικά «Λυσιστράτη», «Εκκλησιάζουσες» και «Θεσμοφοριάζουσες» όπως και «Ο πατήρ Ιγνάτιος», «Ο Κύριος με τα κομμένα», «Αν δεν βαριέσαι σφύριζε», «Το λάστιχο της δεσποινίδος έσπασε», «Το ξυνό φρούτο», «Αποκριάτικες αγάπες», κ.λπ., κ.λπ., μπορεί κάποια από αυτά να συμπεριλαμβάνονταν κάποτε κάποτε και στις πινακίδες ευπρεπών θιάσων, μα η παρουσίαση τους γινόταν κόσμια, κρατημένη στην ευπρέπεια. Συνήθως, όμως, το ρεπερτόριο των καθωσπρέπει συγκροτημάτων συμπεριλάμβανε τολμηρά έργα, σκαμπρόζικα, πιπεράτα μα με συνταγές γαλλικής κουζίνας που δεν θα ενοχλούσαν ούτε τη γεύση, ούτε την πέψη των αστών. Σε αυτές τις αναλογίες, η Κυβέλη ήταν ιδανική και ήξερε να ερμηνεύει τις ηρωίδες τους με συναρπαστική ισορροπία. Δεν απέφευγε όμως και την «ακαταλληλότητα» κοινωνικών θεμάτων που αποτελούσαν ταμπού.
Αστυνομία στις πρόβες
Ένα από αυτά ήταν το έργο του Εδουάρδου Μπουρντέ «Η αιχμάλωτος» με θέμα τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα μιας γυναίκας. με την «Αιχμάλωτο» η Κυβέλη κερδίζει μια πρωτιά. Για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο ανεβαίνει έργο με θέμα την ομοφυλοφιλία. Με την πρεμιέρα του έργου, τον Ιούνιο του 1926 η αθηναϊκή κοινωνία ταράζεται. Η αστυνομία σπεύδει να στείλει έγγραφο στην Κυβέλη που απαιτεί να παραβρίσκεται στις πρόβες των έργων της ειδικός αστυνόμος. Δικτατορία του Πάγκαλου γαρ. Αλλά τα περί του θέματος στις κριτικές. «Είνε παρήγορον ότι η εξέγερσις εναντίον ενός έργου ωδήγησεν εις συγκρότησιν επιτροπής διά την παρακολούθησιν των θεατρικών έργων. Διερχόμεθα στιγμάς ηθικής κρισιμότητος(...) Όπως και το σχολείον ούτω και το θέατρον κατά την στιγμήν ταύτην(...) την ελευθερίαν παραβιάζουν οι προχειρογράφοι συγγραφείς οι οποίοι απευθύνονται τα κατώτερα ένστικτα...».
Ιερή αγανάκτηση εκφράζει ο ΔΜΠΑΠ από την εφημερίδα «Ελληνική» στις 6 Ιουνίου 1926, αλλά πιο κάτω κάπως ηρεμεί. «...Η "Αιχμάλωτος" είνε έργον τολμηρόν εις την εύρεσιν του θέματος και όχι ανήθικου εις την διατύπωσίν του. Διότι, βεβαίως, αποτελεί τόλμην η από σκηνής εμφάνισις μιας ερωτικής διαστροφής, ενός έρωτος γυναικός, προς άλλην και διότι αναμφισβητήτως αποβαίνει, ηθικόν εις σκοπόν όταν καταδεικνύει την καταστροφήν η οποία επέρχεται...».
Και ο Φώτος Πολίτης στην «Πολιτεία» 2 Ιουνίου, «...αλλά παρά το τολμηρόν του θέματος το δράμα εκτυλίσσεται εντός του πλαισίου της συμβατικής ευπρέπειας χωρίς να δίνη αφορμήν, από στενής σκηνικής απόψεως, εις διαμαρτυρίας ηθικολογικάς...».
Τελικά, όπως αποδεικνύεται, τα «τολμηρά» και τα «ακατάλληλα» της Κυβέλης, με τα σημερινά μέτρα, θα τα βρίσκαμε αστεία, αφελή και πληκτικά.
ΚΥΒΕΛΗ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 2003
from ανεμουριον https://ift.tt/2IPKGms
via IFTTT