Της Claire Constans
Για να ενισχυθούν τα παλικάρια
Οι αρχές του 19ου αιώνα είναι μια εποχή που ευνοούσε την πολυμάθεια. Στη Γαλλία συζητούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Αθήνας και της Ρώμης· εκδίδονται βιβλία, μεταφράζονται αρχαίοι συγγραφείς, γίνονται διαλέξεις. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πνευματικού πυρετού εκδίδει ο Σατομπριάν, το 1811, το «Οδοιπορικό από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ», το οποίο γίνεται έργο αναφοράς ενός νέου είδους, όπου η ιστορική κριτική συναντά τις κλασικές αναδρομές και τις περιγραφές των δεινών των σύγχρονων Ελλήνων. Επιτέλους, η σύγχρονη Ελλάδα αρχίζει να τραβά το ενδιαφέρον. Ήδη από το 1803 ο Κοραής είχε δημοσιεύσει στα γαλλικά τη μελέτη του με τίτλο «Σχετικά με την παρούσα κατάσταση του πολιτισμού στην Ελλάδα» και την «Κιβωτό» λεξικό αρχαίων-νέων ελληνικών.
Οι συγγραφείς συχνά περιγράφουν το πόλεμο και τους ήρωές του βασισμένοι σε δημοσιογραφικές αφηγήσεις, όπως ο Σεντ-Μπεβ που περιγράφει στην εφημερίδα «Le Globe» μια Χίο «ερειπωμένη... όπου έπνιγαν ακόμα και τα βυζανιάρικα μωρά». Συχνά επίσης, ο ποιητής μιλά σαν αυτόπτης μάρτυρας, όπως ο Σιλβέν Φαλαντέ που παίρνει την άδεια από τον Ρασίντ Πασά, τον Δεκέμβρη του 1826, να μεταβεί στην Αθήνα και που αφηγείται την εξαγορά μιας νεαρής σκλάβας (χάρη σε κάποιες ανάλογες εξαγορές, η πόλη των Ψαρών του δώρισε για να τον τιμήσει ένα σπαθί με αφιέρωση γραμμένη με χρυσά γράμματα).
Αναδύεται έτσι ένα θέμα που είναι κράμα απο μύθους, αρχαιότητα, όνειρο και πραγματικότητα: το θέμα του ήρωα. Είναι, πρώτ’ απ’ όλους, ο Μπάιρον, ο ποιητής που άγγιξε το μεγαλείο με το θάνατό του στα ξένα για τον Ντελαβίν και τον Beauchesne - «Αγια Ελένη!... Μεσσολόγγι!» - πρότυπο του στρατευμένου καλλιτέχνη για τον Λεβόλ: «Υιοθετημένος από την Ελλάδα, πέθανε για την Ελλάδα». Είναι όλοι οι αγωνιστές της ελευθερίας, που τους υποστηρίζει η Φιλολογική Εταιρεία η οποία τάχθη κε υπέρ της ελληνικής υπόθεσης μετά την έκκληση που απηύθυναν οι Ελληνες στον Πάπα. Είναι «οι Ιφιγένειες της σύγχρονης Ελλάδας», που τις αποκαλούν Καλλιμάρτυρες», θέμα των μαθημάτων του Βιλμέν. Εκτός από τον Δημοσθένη, τον Βοναπάρτη ή τον Τζορτζ Ουάσιγκτον, περισσότερο από τον Μιλτιάδη στον Μαραθώνα, είναι ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες που γίνεται το πρότυπο, και η τραγωδία «Λεωνίδας» του Πίσα που παρουσιάζεται στο Παρίσι το 1825, περιουσία του γιου του Κανάρη, γνωρίζει θριαμβευτική επιτυχία.
Ω, γη της Παλλάδος
Απόγνωση κι ελπίδα, μύθος και πεποίθηση: όλοι ενθουσιάζονται και χαιρετίζουν την Ελλάδα με τον τρόπο του Vigny στην «Ελένη» (1816;): «Κοιτάξτε, είναι η Ελλάδα!... Χαίρε, βασίλισσα των τεχνών! Χαίρε αθάνατη Ελλάδα! Ω, κόρη του ήλιου! Ω, γη της Παλλάδος!». Μιλούν επίσης για την ελληνική αφύπνιση: «Υπήκοοι, από σας ζητούν να υπακούετε χωρίς παράπονα / Χριστιανοί, ο Θεός σας έχει ορίσει να συγχωρήσετε τις προσβολές / ...Για τα κρίματά σας, ω Ελληνες, υφίστασθε την τιμωρία», γράφει ο Μπουσμπαρόν. Ο Βιενέ θρηνεί για τους Πραγινούς· ο Λεβόλ μιλά για την εξορία και συμβουλεύει τους Ελληνες να χρησιμοποιήσουν ειρηνικά όπλα, που και άλλοτε υπήρξαν επωφελή για τους εξόριστους Ελληνες. «Αν σας αρνηθούν το άσυλο... / Επαναλάβετε τους στίχους του Ευριπίδη».
Οι Ελληνες στο Παρίσι είναι ιδιαίτερα δραστήριοι· οι Ζωσιμάδες χρηματοδοτούν εκδόσεις. Ο Κοραής κάνει γνωστούς τους αρχαίους και σύγχρονους Ελληνες συγγραφείς. Ο Πίκολος ασχολείται με τις ελληνικές επιρροές στη λογοτεχνία του 17ου αιώνα. Ο Ζαλώνης οραματίζεται την ένωση των δύο εκκλησιών.
Υπάρχει επίσης μια λογοτεχνία πιο στρατευμένη που επιζητεί να πείσει την εξουσία για το δίκαιο της ελληνικής υπόθεσης. Ο Κονστάν και ο Σατομπριάν πρωτοστατούν. Ολα τα επιχειρήματα επιστρατεύονται. Το βάρος της ιστορίας υπογραμμίζεται από τον Καλβιμόν Σεν-Μαρτιάλ ο οποίος μιλά για την ελπίδα των Έλλη νων, όταν ο Κάρολος ο 8ος μπήκε στη Νάπολη, καθώς και για τις προσπάθειες του Μαζαρέν και του Λουδοβίκου του 14ου να προστατεύσουν τα Χανιά και τη Χίο. Για τον Ντελαβίν, στο ποιητικό έργο του «Μεσσηνιακές Ωδές» η ελευθερία της Ελλάδας δεν πρέπει να είναι «τοπική και άγονη, όπως αυτή που απολαμβάνει η Αγγλία, αλλά η ελευθερία του ανθρώπινου γένους», ενώ το Κομιτάτο του Παρισιού ανακοινώνει ένα δάνειο άνω των δέκα εκατομμυρίων που έχει «ως υποθήκη το στρατόπεδο του αγά, τη σέλα του Κλέφτη και τα ερείπια του Παρθενώνα». Το δάνειο αυτό αντικαταστάθηκε από δωρεές το 1826, γιατί η Αγγλία απαίτησε την αποκλειστικότητα του δανεισμού στους Ελληνες, με επιτόκιο.
Η θρησκεία μπαίνει κι αυτή στο λογαριασμό. Ο Ανγκλεμόν προβάλλει τον χριστιανισμό ως ελπίδα ελευθερίας, στο έργο του «Ψαρά»: «Ελλάδα... Το Βυζάντιο θα είναι η κατάκτησή σου! Θα ξαναβρείς την ελευθερία!» Ο Βιγιεβάν διαμαρτύρεται γιατί «κανένας χριστιανός μονάρχης δεν τράβηξε το σπαθί του!» ενώ υπάρχει ακόμα ένα διφορούμενο κλίμα όπου ο Έλληνας παραμένει ο σχισματικός, ο Γκοτιέ κάνει έκκληση στον Πάπα, ενώ ο Μενεσέ διασκεδάζει το κοινό του στο «Αμουράτ και Μουσταφά» παρουσιάζοντας έναν θλιμμένο νεαρό σουλτάνο που δοκιμάζει και εκτιμά το κρασί αποκαλώντας το «θεϊκό χυμό που η θρησκεία μας απαγορεύει».
Πώς λοιπόν να μην επισημάνει κανείς την τεράστια ποικιλία αυτής της ποίησης, βασισμένης συχνά στα καλά αισθήματα, στην οποία πολλοί εφαρμόζουν το τέχνασμα του Σενιέ: «Για νέες σκέψεις, ας κάνουμε παλιούς στίχους». Καμιά φορά, γίνονται απομιμήσεις ελληνικών ποιητικών προτύπων, ιδιαίτερα των δημοτικών τραγουδιών όπως τα μετέφρασε ο Φοριέλ, όπως το περίφημο του «Κλέφτη το Κιβούρι» («να ’ναι πλατύ για τ’ άρματα, μακρύ για το κοντάρι», του οποίου ο Alletz αναπαράγει την εικόνα: «Ο μεγάλος Λεωνίδας, όρθιος στο κιβούρι του, το χέρι κι όλας οπλίζει...»
Βόλια θέλω και μπαρούτι
Είναι ποιητικές δημιουργίες αναρίθμητες και άνισες και οι κοινοί τόποι τους καταλήγουν να κουράζουν. Ομως η λογοτεχνική φιλοδοξία υπάρχει και γίνεται φανερή σε πολλές περιπτώσεις. Ο Λαμαρτίνος στο Dernier Chant (Τελευταίο Ασμα), που το θέλει «εντελώς αγγλικό», αναμιγνύει αρχαιότητα και σύγχρονες εκφράσεις. Η Ντελφίν Γκαί εισάγει «ετεροχρονισμούς» στο έργο της «La quete» (Ο έρανος): «Αυτοί είναι οι Ελληνες που δίδασκε στην Κόρινθο ο απόστολος Παύλος... ο ποιμένας που την ευγλωπία του θαύμασε η Αουτεσία». Ο Λεμερσιέ χρησιμοποιεί στο έργο του για το θάνατο του Τζαβέλα («Πολέμησε σαν Ηρακλής, και σαν εκείνον πέθανε») το ρυθμό του στίχου του Ντελαβίν «Τραγουδούσε σαν Ομηρος, πέθανε σαν Αχιλλέας». Ο Λαμαρτίνος χρησιμοποιεί την παρήχηση για να εκφράσει τη βία της μάχης: «Le rapide incendie / De sabords en sabords / Remonte, redescend,rase les flots fumant / (...) Glissant comme un serpent» («To γρήγορο σκαρί/ από κανόνι σε κανόνι/(...)Ανεβαίνει, κατεβαίνει, σκίζει τ’ αφρισμένα κύματα//...γλιστρώντας σαν φίδι»). Ο Ουγκό, τέλος, παίζει με τη φαντασία, την έμπνευση και τη διατύπωση, απαλύνοντας την ποιητική φράση: «Θέλεις, για να μου γελάσεις, ένα όμορφο πουλί του δάσους;»... «Φίλε, λέει το ελληνόπουλο, το παιδί με τα γαλάζια μάτια, βόλια θέλω και μπαρούτι».
Οι φιλέλληνες συγγραφείς προσπαθούν με όλα τα μέσα να κινητό ποιήσουν το κοινό: με ειρωνεία, όπως ο Μερί και ο Μπαρτελεμί στη «Villeliade» όπου απαντάται ο Μασσαλιώτης εφοπλιστής Μπριά «Υποκριτής φιλέλληνας, στην πράξη φιλότουρκος»· με μαχητική διάθεση, κατά το πρότυπο του Σατωμπριάν· με ποικίλες αναφορές, όπως στον Βερανζέρο, που ζητά μια πατρίδα για τον Ανακρέοντα και τον ξεσηκωμό των Ελλήνων «γιατί οι χριστιανοί βασιλιάδες δεν θα πάρουν εκδίκηση γι’ αυτούς!» Ο Ζαλώνης ξαφνιάζει όταν αποκαλύπτει, το 1824, τον πλούτο και την υστεροβουλία των Φαναριωτών. Η έλλειψη επιείκιας του ΣενΒενσάν ή η απογοήτευση του Μισό μπροστά στα «χωρίς γοητεία» ερείπια θα φαίνονταν σχεδόν ανθελληνικές στα χρόνια του παθιασμένου αγώνα. Ωστόσο, ήδη από το 1828, όλοι διαπιστώνουν την εξάντληση του ενδιαφέροντος για τον ελληνικό αγώνα: η Ελλάδα έχει σωθεί. Οι επαναστατικές θεωρίες, τα καλά αισθήματα, τα λόγια όνειρα των συγγραφέων στρέφονται αλλού.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΓΑΛΛΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ
7 ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1997
ΑΘΗΝΑ 1997
from ανεμουριον https://ift.tt/3ahc74G
via IFTTT