ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ, ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΟΠΟΥ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕ Ο ΑΡΧΑΙΟΤΕΡΟΣ ΛΑΟΣ ΤΩΝ ΠΙΣΙΔΩΝ, ΟΙ ΣΟΛΥΜΟΙ. |
Οι θρησκευτικές εξελίξεις στην Πισιδία είναι παράλληλες και ταυτόσημες σχεδόν με την ιστορική και εθνολογική διαδρομή στους αιώνες του πανάρχαιου λαού των Πισιδών. Αν τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα οροθετούν το ιστορικό τους πλαίσιο, ol θρησκευτικές εξελίξεις οπωσδήποτε το συμπληρώνουν. Για λόγους καθαρά συμβατικούς θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ματιά στα θρησκευτικά πράγματα της Πισιδίας, χωρίζοντας τη χρονική τους διάρκεια σε τρεις μείζονες περιόδους. Η πρώτη εκτείνεται από τις ιστορικά πρώιμες λατρευτικές καταβολές μέχρι την έλευση του Αποστόλου Παύλου στην Αντιόχεια της Πισιδίας (σήμερα: Yalvac). Η δεύτερη από το 64 μ.Χ. (ίδρυση της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας) μέχρι την Άλωση της Πόλης, το 1453. Και η τρίτη από την έκδοση του «Χάτι Χουμαγιούν» (Ιανουάριος 1454) ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922).
Η ΑΚΜΗ ΤΩΝ ΕΙΔΩΛΩΝ
Εξετάζοντας την πρώτη περίοδο διαπιστώνουμε την αδυναμία να προσδιορίσουμε ακριβώς το πώς και πότε ρίζωσαν οι πρώτες θεότητες στην Πισιδία. Αν και ιστορικά τα πράγματα μοιάζουν αρκετά μπερδεμένα - ιδίως στα πρώιμα χρόνια, όπου η γοητεία της μυθολογίας νοθεύει την ιστορική ακρίβεια - εν τούτοις, η ινδική προέλευση του Πισιδικού Πανθέου για τους περισσότερους ερευνητές σήμερα ελάχιστες αμφιβολίες αφήνει. Οι ρίζες του πρέπει να αναζητηθούν στα προϊστορικά ίσως χρόνια με την άφιξη των Αρίων, που, εξορμώντας από τα οροπέδια του Παμίρ, απλώνονται σε ολόκληρο τον μικρασιατικό χώρο και, αργότερα, μέσω της Θράκης και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Στη Μ. Ασία οι Άριοι συνάντησαν παλαιότερα σημιτικά φύλα, τους Τουράνιους και τους Κουσσίτες. Σύμφωνα με μιαν άλλη - λιγότερο ισχυρή - εκδοχή οι πρώτοι άποικοι δεν ήσαν οι Άριοι αλλά οι Άσιοι (ή Άσσοι) που είχαν για ορμητήριο τους τον Καύκασο. Έτσι ή αλλιώς οι νέοι άποικοι δημιούργησαν με τις επιμειξίες τους τις φυλές των Χετταίων (ή Χάττι), των Φρυγών, των Πελασγών και των Κιλίκων. Από άλλους ερευνητές υποστηρίζεται πως ακόμη και από τους Αρίους παλαιότεροι υπήρξαν οι αυτόχθονες Λέλεγες συγγενείς των ομώνυμων τους στη Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όμως, δεν ήταν άλλοι από τους Κάρες, κρητικής καταγωγής.
ΘΕΟΤΗΤΕΣ
Η συγκριτική θεολογία ελάχιστα περιθώρια αφήνει για αμφιβολίες ή παρερμηνείες ως προς την προέλευση των διαφόρων θεοτήτων της Πισιδίας από τους Αρίους. Η ομοιότητα δεν αφορά μόνο στις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των θεών, αλλά και στις ονομασίες τους. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε ότι ο Δίας (Jupiter ή Diespiter των Ρωμαίων, αργότερα) δεν είναι παρά ο Dyans, επικεφαλής του Ινδικού Πανθέου, Varuna είναι ο θεός Ουρανός και Vas η Εστία. Αξιοσημείωτες είναι ακόμη οι ομοιότητες ανάμεσα στην Αθηνά και την Ahana (ή Athana), του Προμηθέα με τον Pramantha κ.λπ. Σ' αυτό το Πάνθεο αργότερα μπολιάστηκαν κι άλλες θεότητες φοινικικές, που είχαν κοινή καταγωγή με τους θεούς των Καρών, των Λυκίων και των Λελέγων. Φαίνεται δε, πως η λατρεία των θεών αυτών αναπτύχθηκε και οργανώθηκε στη Βαβυλώνα και απ' εκεί απλώθηκε δυτικά με τα εμπορικά καραβάνια των Φοινίκων σε όλη την Ασία. Η λατρεία της Αστάρτης των Πισιδών δεν είναι άλλη από εκείνη της θεάς Ιστάρ της Βαβυλώνας, θεάς κυρίως της γονιμότητας, που εμφανίζεται και στην Καππαδοκία ως θεά Μα, ενώ στη Φρυγία και τη Λυκία ως Κυβέλη. Η Άρτεμις, ασιατικής καταγωγής κι αυτή, παριστάνει την αγνή μορφή της δισυπόστατης Ιστάρ, ενώ τα κατάλοιπα της κακής διακρίνονται στη λατρεία του Κόρδακα στη Σπάρτη της Λακεδαίμονος (Άρτεμις Κορδάκα). Φοινικικός ήταν, άλλωστε και ο ημίθεος Μελκάρθ, που αποδόθηκε στα ελληνικά ως Ηρακλής. Είναι γνωστός ο χαρακτηρισμός Μελλικέρτης για τον ημίθεο αυτό, που μαρτυρείται και από τον Ηρόδοτο.
Οι ανατολικές επιδράσεις στη θρησκευτική παράδοση των Πισιδών μαρτυρούνται και από κάποιες παραθρησκευτικές εκδηλώσεις. Το Γοργόνειο, λ.χ., που χρησιμοποιείται κατά της βασκανίας (δύσμορφο κεφάλι, με γουρλωμένα μάτια και βγαλμένη γλώσσα). Στη Σέλγη, την αρχαιότερη Πισιδική πόλη, αποικία των Λακεδαιμονίων, βρέθηκαν αργυρά νομίσματα, με το σύμβολο αυτό των Χετταίων. Ο συγκρητισμός των θρησκειών γίνεται εντονότερος τους τελευταίους π.Χ. αιώνες όπου ελληνικοί θεοί ξαναμπαίνουν στην Ανατολή, ενώ υιοθετούνται ανατολικές θεότητες στον ελλαδικό χώρο, όπου και αφομοιώνονται εντελώς. Η Κυβέλη, λ.χ., ταυτίζεται με τη θεά Ρέα και η Ίσις με τη Δήμητρα. Οι Πισίδες λατρεύουν το Δία Σαλβάσιο ή Σαβάζιο (σανσκριτικά: σεβαστός) καθώς και το Δία Βαγαίο (σανσκριτικά: μακάριος). Ο Δίας, βέβαια, είναι ο παλαιότερος θεός, που αντικατέστησε τη λατρεία του Ουρανού, ενώ η λατρεία της - εξίσου παλαιάς - Γης εξακολουθεί στο πρόσωπο της Δήμητρας (Δημήτηρ: Γη Μήτηρ). Ενδεικτικά αναφέρουμε τη λατρεία του Δία και της Γης στο Γάσηπτον της Σπάρτης στη Λακεδαίμονα. Όπως στον ελλαδικό χώρο ο Δίας παίρνει διάφορες ονομασίες (ακραίος, μειλίχιος, ζύγιος, ερκείος, κτήσιος κ.λπ.), έτσι και στην Πισιδία λατρεύεται ως Σολομεύς, ενώ ειδικότερα στη Βάρη (σημερινή Σπάρτη Πισιδίας) ως Λαοδικεύς, στην Τερμησσό ως Κάκαβος (ή Κάκασβος) Ζευς και, τέλος, σε όλη την Πισιδία ως Σαλβάζιος ή Σώζων.
Ο ΓΕΝΑΡΧΗΣ ΤΩΝ ΠΙΣΙΔΩΝ
Πριν, όμως, ακόμη και από τη λατρεία του Δία βρίσκουμε εδώ τον εθνικό θεό και γενάρχη των Πισιδών, τον Σόλυμο. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τις ιδιότητες αυτού του θεού, αλλά έπρεπε, μάλλον, να συμπίπτουν με εκείνες του Δία. Ο θεός Σόλυμος εικονίζεται σε δύο, τουλάχιστον, νομίσματα της Τερμησσού (SNG: 313 και 317). Πανάρχαιοι θεοί επίσης ήταν ο Όσογος και η Εκάτη, που παρίσταναν τον Ήλιο και τη Σελήνη αντίστοιχα. Κυρίως, όμως, ο Βελλερεφόντης, που παριστάνεται πάντα έφιππος να σκοτώνει τη Χίμαιρα. Αργότερα, στους ιστορικούς χρόνους, η λατρεία του Βελλερεφόντη περνάει στο πρόσωπο του θεού Μηνός Ασκηνού. Ο Μην Ασκηνός, ο μεγαλύτερος θεός μετά τον Βαγαίο Δία λατρευόταν κυρίως στην Αντιόχεια της Πισιδίας, την Καρία, τη Φρυγία και την Παμφυλία.
Η μεγάλη, εξάλλου, διάδοση της λατρείας του φαίνεται και από ένα πλήθος προσωνυμιών (Μην Λύκιος, Μην Τιαμός κ.λπ.). Ήταν θεός της ευγονίας, της φύσεως, της αφθονίας και του πολλαπλασιασμού φυτών και ζώων. Όλες οι παραπάνω θεότητες μαρτυρούνται από άφθονα νομίσματα, επιγραφές και, φυσικά, από ερείπια ναών σε όλη σχεδόν την έκταση της Πισιδίας. Τέλος, εξαιρετικά διαδεδομένη υπήρξε ακόμη η λατρεία της Αρτέμιδος, των Διοσκούρων (που ξεκίνησαν ως θεοί της Λακωνικής Σπάρτης και, αργότερα, μέσω της Ελλάδας πέρασαν στη Μ. Ασία), της θεάς Τύχης, του Ερμή, της Νέμεσης, των ποτάμιων θεών Κέστρου και Ευρυμέδοντα και του Σεράπιδος, που ταυτίζεται με τον Δία ή τον Άδη ή τον Πλούτωνα).
ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Στους ελληνιστικούς χρόνους δεν σημειώνονται αξιόλογες μεταβολές, ενώ στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η κυριαρχία της Ρώμης βασίστηκε στην έννοια του κράτους και υπήρξε αδιαφορία για το πλήθος των θεών. Άλλωστε, πολλοί αυτοκράτορες πήραν θέσεις θεών ανάμεσα στους άλλους, «γνήσιους» θεούς. Αυτά ως την έλευση του Αποστόλου Παύλου και του Βαρνάβα στην Αντιόχεια της Πισιδίας, οπότε ξεκινάει η δεύτερη περίοδος στις θρησκευτικές εξελίξεις των Πισιδών.
Το έδαφος είναι ήδη πρόσφορο για να δεχτεί την καινούργια θρησκεία. Η λατρεία των παλιών θεών έχει καταρρεύσει, η υποχρεωτική αποδοχή διαφόρων Ρωμαίων Αυτοκρατόρων ως θεών από τους κατακτημένους λαούς έχει προ πολλού αποβληθεί, ενώ η έκλυση των ηθών της εποχής έχει γελοιοποιήσει κάθε έννοια θρησκευτικής λειτουργίας. Έτσι, η απήχηση της νέας διδασκαλίας του Παύλου στους Πισίδες είναι άμεση. Σύντομα ο Παύλος και ο μαθητής του Βαρνάβας, που τον συνοδεύει, θα χειροτονήσουν πολλούς πρεσβύτερους, θεμελιώνοντας έτσι την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία στην Πισιδία. Πότε ακριβώς δεν είναι γνωστό, αλλά τοποθετείται στα τέλη της 6ης (ή αρχές της 7ης) δεκαετίας μ.Χ.
Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ
Από 'δω και πέρα οι θρησκευτικές εξελίξεις στην Πισιδία, παρά τους άγριους διωγμούς, που πολύ σύντομα θ' ακολουθήσουν, είναι μία αδιάκοπη παράθεση από σπουδαία ονόματα, που λαμπρύνουν τη χριστιανική παράδοση και σφυρηλατούν την καινούργια θρησκεία σε ολόκληρη τη Μ. Ασία. Ενδεικτικά μόνον ας θυμηθούμε: την Αγία Μαρίνα, την Αγία Θέκλα, τον Αγιο μάρτυρα Ζώσιμο, τους Αγίους μάρτυρες Μάρκο και Στέφανο, τους Ιερομάρτυρες Νίκανδρο και Έρμαιο, τον Ιερομάρτυρα Μεθόδιο και δεκάδες άλλους Πισίδες, που μαρτύρησαν για την εδραίωση της χριστιανικής πίστης στα σκληρά χρόνια των διωγμών του Νέρωνος, του Διοκλητιανού, του Δομιτιανού και του Σεπτίμιου Σεβήρου.
ΑΚΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Στους αιώνες της ακμής του Βυζαντίου, η Πισιδία, που αποτελεί τον κορμό του «Ανατολικού θέματος» της Αυτοκρατορίας, με έναν ακμαίο και βαθύτατα θρησκευόμενο Ελληνισμό, αποτελεί μία από τις λαμπρότερες μητροπόλεις της Μ. Ασίας. Η λεγόμενη «Διατύπωσις Λέοντος του Σοφού», δηλαδή η τάξις Μητροπόλεων που αποδίδεται σε αυτόν, ένα πλήθος επισκοπών, από τις οποίες μπορεί κανείς να συναγάγει και το μέγεθος του ελληνικού πληθυσμού. Για την Αντιόχεια μόνο αναφέρει 21 Επισκοπές! Πολλοί Πισίδες Επίσκοποι υπήρξαν διαπρεπείς συγγραφείς και αρκετοί από αυτούς πήραν μέρος στις επτά Οικουμενικές Συνόδους (325 έως 787 μ.Χ.). Από τις λαμπρότερες μορφές υπήρξε ο Ιερομάρτυς Μεθόδιος, επίσκοπος Πατάρων (550 μ.Χ.), που έδρασε την εποχή των Ωριγενιστών και τους πολέμησε όχι μόνο με θερμά κηρύγματα, αλλά και πολλά συγγράμματα, κυριότερο από τα οποία είναι το «Συμπόσιον των Παρθένων». Μετά τη συντριπτική ήττα του Ρωμανού του Διογένη από τους Σελτζούκους στο Ματζικέρτ (1071 μ.Χ.) η Πισιδία υπάγεται στο κράτος του Ικονίου (Καραμανία) και το 1080 μ.Χ., μετά την κατάτμηση της Καραμανίας, στο Σουλτανάτο του Ρουμ. Απελευθερώνεται πάλι από τον αυτοκράτορα Αλέξιο του Α' (1116 μ.Χ.) μετά την ήττα των Σελτζούκων στο Φιλομήλιο της Φρυγίας. Στη διάρκεια της σελτζουκικής κατοχής οι Πισίδες απέφυγαν τον εξισλαμισμό, πράγμα που δεν συνέβη με τους Αρμένιους και τους Σύρους. Την ίδια αντοχή έδειξαν, άλλωστε και κάτω από την τυραννία των Τουρκομάνων του Τζέγκινς Χαν στον 14ο αιώνα. Αυτά ως το 1453, όπου η συντριβή του τελευταίου προπυργίου του Ελληνισμού με την πτώση της Κωνσταντινούπολης θα σημάνει το θρίαμβο των Οθωμανών και την αρχή των δεινών για το Γένος και την πίστη του.
ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Έτσι ξεκινάει η τρίτη περίοδος της θρησκευτικής ζωής των Πισιδών. Για τις πρώτες, τουλάχιστον, δεκαετίες μετά την Άλωση η στάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στους χριστιανούς υπήρξε στάση ανοχής. Ο ίδιος ο Μωάμεθ ο Β' ενδιαφέρθηκε για τα δόγματα της θρησκείας μας και τις τελετές. Το «Χάττι Σερίφ» που εξέδωσε τον Γενάρη του 1454 όχι μόνον άφηνε ανέπαφο το Πατριαρχείο, αλλά παραχωρούσε προνόμια στους χριστιανούς. Ο πρώτος Πατριάρχης μετά την Άλωση, ο Γεννάδιος Σχολάριος, φανατικός ανθενωτικός, με τα προνόμια για δικαιοπραξίες που του παραχωρούσε η Υψηλή Πύλη (κληρονομικές δίκες, διαζύγια, ρύθμιση ζητημάτων παιδείας κ.λπ.) και με την επίσημη αναγνώριση του ως «Μιλλέτ μπασή», (ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός των Ορθοδόξων), αποτελούσε θαυμάσια εγγύηση για τη νεοσύστατη Αυστρία. Εγγύηση, που εξασφάλισε την έχθρα της Δυτικής Εκκλησίας προς το γένος των Ορθοδόξων και άρα τον αποκλεισμό κάθε ενδεχόμενου επέμβασης για μια δήθεν απελευθέρωση τους από τους Τούρκους. Ο Πατριάρχης αναγνωριζόταν πλέον επίσημα ως «Εθνάρχης, προϊστάμενος της Ιεράς Συνόδου, ισότιμος με υπουργό», με δικαίωμα αντιπροσώπου στην Υψηλή Πύλη, ενώ οι αρχιερείς αναγνωρίζονταν ως «αδιάσειστοι αφορολόγητοι και ανενόχλητοι», σύμφωνα με το «Σιρί» που διέσωσε ο Γεώργιος Φραντζής. Οταν το πνεύμα της επιείκειας του κατακτητή υποχώρησε, γύρω στον 16ο αιώνα, η διοίκηση της Εκκλησίας είχε πλέον παγιωθεί κάτω από τις νέες συνθήκες με τη συγκρότηση και λειτουργία των Εκκλησιαστικών Αρχών και την επανίδρυση των Μονών (Σινά, Καππαδοκία, Πόντος κ.ά.). Στην Πισιδία δεν υπήρξαν Μονές. Παρά τις συνεχείς, όμως, πιέσεις και διώξεις που υπέστησαν οι Χριστιανοί, η εκκλησιαστική διοίκηση, συγκροτημένη γερά, κατάφερε να περισώσει αμείωτη τη θρησκευτική πίστη των Ελλήνων. Οι εξασθενημένες θρησκευτικές ελευθερίες των Χριστιανών παγιώνονται και πάλι μετά τη Ρωσοτουρκική «Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή» (23.7.1774), όπου, μετά την ήττα της η Τουρκία αναγνωρίζει στους Ρώσους το «δικαίωμα της κηδεμονίας των ορθοδόξων» που ζουν στην οθωμανική επικράτεια. Παράλληλα με το δικαίωμα της ελεύθερης εκτέλεσης των θρησκευτικών καθηκόντων παραχωρείται στους Έλληνες και η δυνατότητα επίσκεψης στους Αγίους Τόπους (Χατζηλίκι). Από τούτη τη σημαδιακή ημερομηνία και μέχρι το 1922 η Εκκλησία αποτελούσε τον μοναδικό πυρήνα συσπείρωσης, διατήρησης και ενδυνάμωσης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων της Πισιδίας, αφού και η γλώσσα η ελληνική τους ήταν απαγορευμένη, τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Η εκκλησιαστική επαρχία της Πισιδίας «17η τη τάξει» στην Α’ Στήλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κων/λεως είχε ετήσια χορηγία 400 χρυσών λιρών. Έδρα της ήταν η Σπάρτη. Στα τέλη του περασμένου αιώνα (1896) 14 Επισκοπές υπάγονταν στον Μητροπολίτη Πισιδίας, που έφερε τον πομπώδη τίτλο: «Μητροπολίτης Πισιδίας, Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λυκίας, Σίδης, Μυρέων και Ατταλείας και Μικράς Αντιοχείας». Οι Επισκοπές αυτές ήσαν οι: Καστελλορίζου, Μάκρης, Λειβησσού, Βουρδουρίου, Πάρλας, Πόρλου, Νησιού, Ελμαλού, Φοινίκης, Αντιφέλλου, Μύρων, Καλαμακίου, Ατταλείας και, φυσικά, Σπάρτης. Στο διάστημα αυτό δεκάδες Μητροπολίτες, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικοί, άφησαν τη σφραγίδα τους στα εκκλησιαστικά πράγματα της Πισιδίας. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τον Ευγένιο τον Β', που για ένα μικρό διάστημα διαδέχτηκε τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ στον Οικουμενικό θρόνο, τον Γεράσιμο τον Β', που τον διαδέχτηκε ο Μελέτιος κι αυτόν ο Καισάριος. Ακολούθησαν ο Παρθένιος και ο Βενέδικτος, ο Γεράσιμος (Τανταλίδης), γόνος της περίφημης φαναριώτικης οικογένειας των Τανταλιδών, σπουδαίος μεταρρυθμιστής της Εκκλησίας, νεωτεριστής, προσωπικότητα λαμπρή και πολύπλευρη. Ο Γεράσιμος ήταν ο ιεράρχης, που έβαλε έλεγχο στη διαχείριση των εκκλησιαστικών περιουσιών, καθόρισε αιρετούς επιτρόπους, καταργώντας την «αριστίνδην» τοποθέτηση τους και εισήγαγε πολλές άλλες καινοτομίες. Τον Γεράσιμο διαδέχτηκε ο Κωνσταντίνος, το 1905, βαθύς γνώστης τι ρινικής πολιτικής και δεινός ρήτωρ, που χειρίστηκε με άψογο τρόπο τα εθνικά ζητήματα. Ακολούθησε ο Πατάρων Μελέτιος (Χρηστίδης), που υπήρξε και ο τελευταίος επίσκοπος της Πισιδίας.
Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ
Η συμβολή του κατώτερου κλήρου υπήρξε εξίσου σημαντική. Οι ιερείς ήσαν αυτοί, που διατήρησαν το θησαυρό της ελληνικής γλώσσας, όχι μόνον ιερουργώντας στους ναούς, αλλά διδάσκοντας την Οκτάηχο και το Ψαλτήρι σε όσους διψούσαν για τη γλώσσα των προγόνων τους. Υπήρξαν μορφές περισσότερο πολιτικές και εθνικές και λιγότερο θρησκευτικές. Όλη, σχεδόν, η πολιτική εξουσία των Ορθοδόξων της Πισιδίας, ήταν, άμεσα ή έμμεσα, στα χέρια του Ιερατείου. Από το 1861 στα μικτά, τοπικά διοικητικά συμβούλια παρακάθονταν δύο Δημογέροντες, και ο Μητροπολίτης. Τη γενική συνέλευση της Δημογεροντίας διεύθυνε πάντα ο Μητροπολίτης (ή εκπρόσωπος του ιερεύς). Δικαστική εξουσία ασκούσε ανέκαθεν η Εκκλησία. Ακόμη και οι Τούρκοι συχνά προτιμούσαν να λύσουν τις διαφορές τους στα Χριστιανικά Εκκλησιαστικά δικαστήρια. Στα μέσα του 19ου αιώνα οι ιερείς ανέπτυξαν εντονότερη δράση εκπαιδευτική και ονομάζονταν Ελληνοδιδάσκαλοι, διδάσκοντας στα πρώτα σχολεία της Πισιδίας, τα Γραμματοδιδασκαλεία. Ο Γεράσιμος (Τανταλίδης) πρωτοστάτησε στην ίδρυση του πρώτου οχτατάξιου ημιγυμνασίου στη Σπάρτη, το 1880. Ο Μελέτιος (Χρηστίδης) διετέλεσε Γυμνασιάρχης στη Σπάρτη για μεγάλο διάστημα, προτού χειροτονηθεί Μητροπολίτης. Πολλοί ιερείς δίδαξαν επίσης σε διάφορα σχολεία της Πισιδίας. Σημαντικότερες μορφές, ανάμεσα τους, ο παπαΙωακείμ (Πεσματζόγλου), ο παπαΝικόλαος (Παπανδρέου), ο παπαΝικόλαος (Παντελίδης), ο παπαΕυστάθιος (Μηναίδης), ο παπαΣτέφανος (Παπαχαρίτωνος) κ.ά. Η άνθηση της Εκκλησίας στην Πισιδία ήταν τόσο μεγάλη, ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, ώστε καθώς αναφέρει ο Κ. Λαμέρας στις 21 ελληνικές κοινότητες της να υπάρχουν 46 συνολικά ναοί (από τους οποίους 15 περίπου μόνο στη Σπάρτη) και 44 ιερείς. Από τους τελευταίους (σύμφωνα με τον Ν. Μπότσαρη) 13 ιερουργούσαν στη Σπάρτη και οι υπόλοιποι σε όλες τις άλλες κοινότητες στην Πισιδία. Οι ναοί στη Σπάρτη, αλλά και σε ολόκληρη την Πισιδία. υπήρξαν όχι μόνο τόποι θρησκευτικής λατρείας των ορθοδόξων, αλλά και πυρήνες συγκέντρωσης τους, θησαυροφυλάκια όχι μόνο των πατροπαράδοτων κειμηλίων του Βυζαντίου, αλλά, κυριότατα, των παραδόσεων, των εθίμων και των ηθών του Γένους, αφού ούτε άλλα εντευκτήρια υπήρχαν, ούτε δημόσιοι χώροι υποδοχής. Και, κυρίως: η ελληνική λαλιά ώς το τελευταίο, περίπου, τέταρτο του 19ου αιώνα υπήρξε απαγορευμένη.
ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΝΑΟΙ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Στη Σπάρτη οι τέσσερις κυριότεροι ναοί, που αντιστοιχούσαν στις ισάριθμες συνοικίες της ήσαν της Μητρόπολης (Κεμέρ) αφιερωμένος στο Γενέθλιον της Θεοτόκου, των Ταξιαρχών (Οεμέλ), των Εισοδίων της Θεοτόκου (Τζαβούζ) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Εμρ). Όλοι οι ναοί είχαν και παρεκκλήσια και ήσαν χτισμένοι σε ρυθμό Βασιλικής, αλλά με αρκετές ιδιορρυθμίες, έτσι που τελικά να ολοκληρώνουν έναν εντελώς ιδιότυπο ναό, χαρακτηριστικό της Σπάρτης. Στην υπόλοιπη Πισιδία οι ναοί ακολουθούσαν, περίπου, την ίδια αρχιτεκτονική. Όλοι οι ναοί στη Σπάρτη ήσαν εξαιρετικά φροντισμένοι, με θαυμάσιες διακοσμήσεις και ονομαστά τέμπλα, ενώ ο θησαυρός των βυζαντινών εικόνων ήταν ανυπολόγιστης αξίας. Χρυσά δισκοπότηρα, σταυροί ολοσκάλιστοι, μανουάλια και καντήλια χρυσά και επίχρυσα, καθώς και λείψανα αγίων αποτελούσαν αναπόσπαστα στοιχεία των ναών. Στην Σπάρτη υπήρχαν επίσης πολλά ξωκκλήσια (Αγ. Γιώργης, Αγιοι Ανάργυροι, Αγ. Παντελεήμων, Πετηρέ Παναγία κ.λπ.). Οι πολυέλεοι, οι χρυσοί σταυροί και ο άλλος εξοπλισμός υπολογίστηκε σε 100.000 περίπου χρυσές λίρες συνολικά και για τους τέσσερις κύριους ναούς της Σπάρτης. Ολόκληρη η τεράστια αυτή κινητή περιουσία που μεταφραζόταν σε εκατοντάδες οκάδες χρυσάφι και ασήμι σε βυζαντινά Ευαγγέλια και Ειλητάρια, σταυρούς σπάνιας γλυπτικής τέχνης και εικόνες, παραδόθηκε από τον αείμνηστο Παπα-Ιωακείμ μετά την ήττα των Ελλήνων και το διωγμό τους από τα πάτρια εδάφη το 1922. Οι πρόσφυγες χριστιανοί ελάχιστα κατάφεραν να φέρουν μαζί τους εδώ στην Ελλάδα. Έφεραν όμως κάτι πολύ πιο μεγάλο: τη βαθειά και ακλόνητη πίστη τους, που έμελλε να μπολιάσει την Ορθοδοξία με μιαν ακατάβλητη και καθαρή σαν κρύσταλλο δύναμη στα χρόνια που ακολούθησαν.
from ανεμουριον https://ift.tt/2wRTHZt
via IFTTT